Η είδηση της κυκλοφορίας ενός νέου περιοδικού για το βιβλίο είναι πάντοτε
χαρμόσυνη -ακόμα περισσότερο στον καιρό μας, όταν ιστορικά περιοδικά σταματούν να εκδίδονται ή περνούν σε ψηφιακή μορφή.
To καινούργιο περιοδικό, που βλέπετε εδώ το εξώφυλλό του, λέγεται Βλάβη και θα είναι τριμηνιαίο. Εκδίδεται από τους Αντίποδες, έναν σχετικά νέο αλλά ήδη καταξιωμένο εκδοτικό οίκο, κάτι που εγγυάται την απαραίτητη στήριξη στα πρώτα βήματα.
Στο σημείωμά της η εκδοτική ομάδα αναγνωρίζει τους νέους καιρούς:
Η Βλάβη τυπώνεται σε μια περίοδο οργανωμένης ψηφιακότητας, που καθορίζει και το ίδιο το βιβλίο. Βρισκόμαστε σε ένα κόσμο διασυνδεδεμένων κειμένων που ενώνονται διαρκώς και με κάθε τρόπο το ένα αναφέρεται στο άλλο. Σε αυτή την περίοδο η Βλάβη τυπώνεται για να διεκδικήσει έναν δικό της χρόνο και μια δική της διασύνδεση: έναν χρόνο αργό που αντιστοιχεί στον χρόνο της ανάγνωσης και της συγγραφής, και μια διασύνδεση που αντιστοιχεί σε όσες και όσους μοιράζονται τους σκοπούς της Βλάβης. Με άλλα λόγια: η Βλάβη μας είναι μια βλάβη του παγκόσμιου βιβλίου, μια βλαβερή Βλάβη με επιβλαβείς σκοπούς.
Για να έχετε μια πλήρη εικόνα, ιδού και τα περιεχόμενα του πρώτου τεύχους:
Μικρά Νέα – ΕΙΔΗΣΕΙΣ – Μηνύσιμα / Επικαιρικά
Χρήστος Κρυστάλλης – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Βγαίνοντας από το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο – πέντε χρόνια μετά
Εύα Πλιάκου – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Αυτοβιογραφία: βρίσκεται η μεγαλοφυΐα στην ικανότητα αντικαθρεφτισμού;
Πάρης Τσούτσης – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Αφηγήσεις και αντι-αφηγήσεις ή πώς γλιτώνεις το «άβολο κενό ύλης»
Λευτέρης Καλοσπύρος – ΔΙΗΓΗΜΑ – Αρτιφισιέλ
Εντιτόριαλ – ΑΦΙΕΡΩΜΑ – Αποποίηση Κληρονομιάς
Κώστας Σπαθαράκης – ΑΦΙΕΡΩΜΑ – Εγκλιματισμός στον Μ. Καραγάτση
Γιώτα Τεμπρίδου – ΑΦΙΕΡΩΜΑ – Ο Ελύτης, εγώ, παιχνίδια που παίζει το μυαλό
Μαρτίνα Ασκητοπούλου – ΑΦΙΕΡΩΜΑ – Μην ομιλείτε δια την οδηγόν: Νέλλη Ανδρικοπούλου και το πρόβλημα της λήθης
Grace Paley – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – Μια συζήτηση με τον πατέρα μου
bell books – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Για να αγαπήσουμε ξανά. Η καρδιά του φεμινισμού
Eugene Thacker – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – Οι προστάτες άγιοι του πεσιμισμού – εισαγωγή: Αλέξανδρος Παπαγεωργίου
Αλεξάνδρα Ιωαννίδου – ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Βίβιαν Στεργίου – ΔΙΗΓΗΜΑ – Playstation
Γιώργος Πάλλης – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Wir mussen wissen! Wir werden wissen! Πώς φανταζόμαστε το πώς
ο Λαμπατούτ φαντάστηκε τη δίψα για γνώση τον 21ο αιώνα,·
Δημήτρης Μπεκιάρης – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Ο Επιβάτης του Κόρμακ Μακάρθι: Μετατοπίζοντας τα όρια του απόβλητου
Κώστας Σαββόπουλος – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Trauma playground
Κλαίρη Κοτσιφάκη – ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ – Φτιάχνοντας Χώρο / Κάνοντας Χώρο
Κατερίνα Λαμπρινού – ΤΕΧΝΗ – Loro
Χρήστος Κρυστάλλης – ΘΕΑΤΡΟ – Γιατί έφυγα από το Σπιρτόκουτο (δε μιούζικαλ) μετά τα πρώτα 20 λεπτά;
Σωτήρης Παρασχάς – ΣΕΙΡΕΣ – Η Ευρώπη της Ατλάντα
Σοφία Χιονίδου – ΤΕΧΝΗ – «This Current Between Us» – και γιατί δεν βρίσκεται πραγματικά μεταξύ μας
Ιωάννα Ζούλη – ΤΕΧΝΗ – Αντίστροφη μηχανική
Στέλιος Ν. Ρογκάκος – ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ – Η γωνιά του βιβλιοπώλη
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ – Σταυρόλεξο
Κατερίνα Π. Τριχιά – ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ – Το μέιλ του τριμήνου
Από την πλούσια αυτή ύλη, διάλεξα να παρουσιάσω το άρθρο του φίλου Κώστα Σπαθαράκη, του εκδότη των Αντιπόδων για τον Μ. Καραγάτση, ο οποίος στις μέρες μας γνωρίζει σχεδόν γενικευμένη αποδοχή. Είναι ένα επιθετικό άρθρο, κάτι που σπανίζει στις μέρες μας, που κριτική σημαίνει παρουσίαση ή/και έπαινος. Νομίζω καλό μας κάνουν τέτοια κείμενα, που πάνε κόντρα στις παραδεδεγμένες απόψεις, άσχετα αν συμφωνούμε μαζί τους -οξύνουν το κριτικό μας αισθητήριο.
Παραθέτω λοιπόν το άρθρο του Κώστα Σπαθαράκη, όπως δημοσιεύτηκε στο παρθενικό τεύχος της Βλάβης (σελ. 28-30).
Εγκλιματισμός στον Μ. Καραγάτση
Κώστας Σπαθαράκης
«Τι εκπροσωπεί ο Μ. Καραγάτσης στην πνευματική ζωή του τόπου;» Το ερώτημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, διατυπωμένο με αφορμή την «άσκοπη φλυαρία 600 περίπου σελίδων» υπό τον τίτλο Σέργιος και Βάκχος το 1960, διατηρεί δυστυχώς αμείωτη την επικαιρότητά του.[1] Γιατί το πεζογραφικό έργο του, από τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν μέχρι το 10, κατά παράδοξο τρόπο, παρά τις ενστικτώδεις αντιρρήσεις των σημαντικότερων κριτικών του (δεξιών και αριστερών), παρά την απουσία ουσιαστικής συμπόρευσης με τους άλλους εκπροσώπους της πεζογραφικής «Γενιάς του ’30», παρά την έλλειψη οποιασδήποτε συνάφειας με τις μεταγενέστερες εξελίξεις της πεζογραφίας (ο Καραγάτσης δεν έχει επιγόνους, ίσως μόνο τον Χωμενίδη),[2] παρά τις επισημάνσεις των ακαδημαϊκών αναγνώσεων από τη δεκαετία του ’90 και εξής για τον βαθύ σεξισμό, τον διανοητικό τσαρλατανισμό και την τεχνική ευκολία, απέκτησε την αίγλη του κλασικού.
Επομένως το ερώτημα του Αναγνωστάκη πρέπει να απαντηθεί ξανά. Όχι γιατί οι απαντήσεις που έδινε τότε, από τη σκοπιά της συγχρονίας και της πολιτικής στράτευσης, είναι ελλιπείς ή συγκρατημένες, αλλά γιατί η αναμφισβήτητη και θριαμβευτική επιβίωση μιας πεζογραφίας που έρχεται σε καταφανή αντίθεση με όλα τα ζητούμενα της εποχής μας, μας υποχρεώνει να επανεξετάσουμε την αναγνωστική υποδομή και τις πνευματικές ορίζουσες που επιτρέπουν σήμερα να διαβάζεται η Μεγάλη Χίμαιρα, για παράδειγμα, ως κλασικό έργο της ελληνικής πεζογραφίας. Ενώ όλα έχουν αλλάξει από τότε, κάτι στον πυρήνα της αναγνωστικής συνείδησης έχει παραμείνει αναλλοίωτο και σταθερό, και μπορεί ακόμη να προσανατολίζεται προς την «αφηγηματική δεινότητα», το βαθύ πάθος και το φτηνό σεξ, την ψευδομυθική δομή και τη φραστική υπερβολή της καραγατσικής πένας.
Γιατί δεν μπορούμε να χρεώσουμε τη θέση του Καραγάτση αποκλειστικά στην τηλεόραση, όσο καθοριστική και αν πιστέψουμε πως είναι για τη μαζικοποίηση μιας αναγνωστικής τάσης και όσο επιτυχημένες και αν υπήρξαν οι τηλεοπτικές μεταφορές διάφορων έργων του ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Το ερώτημα που πρέπει εδώ να τεθεί είναι το αντίστροφο: Τι ζητούσε η τηλεόραση από την ελληνική πεζογραφία και το βρήκε στον Καραγάτση; Και τι πάλλεται μέσα στην ψυχή του θεατή όταν βλέπει ένα αντίτυπο της Μεγάλης Χίμαιρας να προσφέρεται ως τρυφερό δώρο αλλά κυρίως ως ένδειξη πνευματικότητας και διανοητικών αναζητήσεων; Προφανώς ο λεπταίσθητος διανοούμενος θέλει ακόμη να ακούσει τη Μαρίνα να του λέει: «Ήσουν ένας Τρίτωνας, κεντρισμένος από οχεία τυραννική. Το δέρμα σου ευώδιαζε αρμύρα αχιβάδας και ιώδιο του φυκιού. Το κορμί σου ήταν σκληρό και χρυσό, σαν τους βράχους των νησιών της πατρίδας του. Είχες μαζέψει στα σπλάχνα σου όλο αυτό τον καυτερό ήλιο. Και τον έχυσες στα σπλάχνα μου· και ζωντάνεψες τα νεκρωμένα σπλάχνα μου…» Και η αποδέκτρια του δώρου αναγνωρίζει ακόμη τον εαυτό της σε ανάλογες περιγραφές: «Έτσι προστάζει η φύση για τη γυναίκα· να ρυθμίζει τη βιοθεωρία της ανάλογα με τις εκκρίσεις των ωοθηκών της, που είναι παθητικά υποταγμένες στην κυριαρχία της συγκεκριμένης τεστοστερόνης που τις ερεθίζει». Ή «Ο αέρας ολόγυρά της κορεζόταν αφροδισιασμό· αχτινοβολούσε η ύπαρξή της γονιμικές προσκλήσεις».
«Τι να προσθέσουμε εμείς;» αναρωτιέται ο Αναγνωστάκης. «Ρωτάμε απλώς: Έχει ένας συγγραφέας σαν τον Μ. Καραγάτση το δικαίωμα να γράφει ακόμη μετά από τόσα χρόνια τέτοιες φράσεις;» Και προεκτείνοντας ξανά το ερώτημα σε μια εποχή αυξημένων αναγνωστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει ένας αναγνώστης σήμερα το δικαίωμα να διαβάζει ανερυθρίαστα τέτοιες φράσεις; Ή αλλιώς: ποιο πέπλο κρύβει ακόμη σήμερα τον απροκάλυπτο βιολογισμό, την κοινωνιολογίζουσα κοινοτοπία και τον βίαιο σεξισμό του κειμένου;
Η Μεγάλη Χίμαιρα (α΄ έκδοση 1936, β΄ έκδοση 1953, όπου και το οριστικό κείμενο που διαβάζουμε σήμερα) είναι το δεύτερο έργο του Καραγάτση και εντάσσεται, μαζί με τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν και τον Γιούγκερμαν, σε μια τριλογία (με τον επίτιτλο «Εγκλιματισμός κάτω απ’ τον Φοίβο») στην οποία ο Καραγάτσης ξεμπερδεύει με τις αναγνωστικές του οφειλές με έναν χαρακτηριστικά νεοελληνικό τρόπο: φέρνει τους ήρωές του (έναν Ρώσο εμιγκρέ, μια Γαλλίδα καλλονή και έναν Φινλανδό τυχοδιώκτη) για μόνιμες διακοπές στην Ελλάδα, ώστε να παρατηρήσει τις αλλοιώσεις και τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα και της εσωτερικής τους ζωής από τη στιγμή που θα εκτεθούν στο αθάνατο και ανελέητο ελληνικό φως.
Η Έμμα Μποβαρύ μεταφερόμενη από τη Ρουέν στο Πισκοπειό της Σύρου μας επιτρέπει να δούμε τις μεταλλαγές που υφίσταται το νεωτερικό μυθιστόρημα του Φλωμπέρ, υπό το φως της απλοϊκής κοσμοθεωρίας του Καραγάτση. Και δεν πρόκειται μόνο για την υπόθεση: η ανήσυχη Έμμα, που αναζητά τον έστω συμβατικό έρωτα των ρομαντικών μυθιστορημάτων και καταλήγει να καταστρέψει τη ζωή της, δεν έχει τίποτα το σκοτεινό και αβυσσαλέο, ούτε καν την επιθυμία. Ξεκινά από την ασημαντότητα και βυθίζεται στην ασημαντότητα, με τον τρόπο που μόνο η ακριβής και ανελέητη πένα του Φλωμπέρ μπορεί να αποδώσει. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται η νεωτερική τραγικότητά της. Αντίθετα η Μαρίνα, παρότι φέρει όπως όλοι οι ήρωες του Καραγάτση τα βιολογικά σημάδια της καταγωγής της (η μητέρα της ήταν μια γυναίκα ελαφρών ηθών), ανακαλύπτει τον αληθινό έρωτα με τον κατεξοχήν εκπρόσωπο του Φοίβου: τον Έλληνα νησιώτη καπετάνιο. Αυτό που θα τη βάλει σε πειρασμό και θα την οδηγήσει στη συντριβή δεν είναι οι απλοϊκές φαντασιώσεις της Γαλλίδας προκατόχου της, αλλά μάλλον εκείνο το καραγατσικό πεπρωμένο, που όσο και αν φτιασιδώνεται με τα τραγικά αναγνώσματα της Μαρίνας (τα οποία παρεμπιπτόντως εισάγονται στη δεύτερη έκδοση),[3] δεν είναι παρά τα γονίδια της πόρνης που τη γέννησε. Και αντίστροφα η προσπάθεια του Μηνά, του αδελφού του άντρα της και εραστή της, να ανυψωθεί πνευματικά και να υπερβεί τα υλικά πάθη όπως υπερέβη τις υλικές ανάγκες τον φέρνει αντιμέτωπο με την απλούστατη επιθυμία του: να πλαγιάσει με την πόρνη.
Το ίδιο πρόβλημα της απλοϊκής τυποποίησης αναπαράγεται, όπως συμβαίνει πάντα, και στο επίπεδο της μορφής. Στο έργο του Καραγάτση, ο ελεύθερος πλάγιος λόγος του νεωτερικού μυθιστορήματος δεν υπάρχει ούτε ως ιδέα, ο αφηγητής είναι ελεύθερος να παρεμβαίνει, να σχολιάζει, να διδάσκει και να συμπεραίνει, οι διάλογοι δεν δεσμεύονται καθόλου από το υφολογικό επίπεδο των ηρώων, η περιγραφή στηρίζεται μονόπλευρα στη συσσώρευση εντυπωσιακών σχημάτων και ποτέ στη λεπτομέρεια, η όλη δομή των μυθιστορημάτων είναι χαλαρή και σχεδόν τυχαία, παρότι το απλούστατο σχεδόν κυκλικό σχήμα κυριαρχεί παντού: από τη βιολογική ακμή στην παρακμή, από την άνοδο στην πτώση και ούτω καθεξής. Δεν χρειάζεται να επισημάνουμε τις οφειλές του σχήματος αυτού στην ακραία συντηρητική σκέψη, και την πολιτική του χρήση από την άκρα δεξιά.
Παρ’ όλα αυτά το μεγάλο «μαύρο δέντρο» της ελληνικής πεζογραφίας, όπως ονόμαζε το έργο του Καραγάτση ο Δημήτρης Ραυτόπουλος (που παρά την κριτική του οξυδέρκεια, το κοιτούσε με δέος),[4] στέκει ακλόνητο: νέοι αναγνώστες μυούνται στον καραγατσικό κόσμο, γοητεύονται από την πλοκή και συγκινούνται από τα πάθη των ηρώων. Γιατί ο Καραγάτσης προσφέρει κάτι που παραδόξως είναι πολύ σπάνιο στην ελληνική λογοτεχνία: ένα συναρπαστικό λαϊκό ανάγνωσμα, προσβάσιμο σε όλους, που μοιάζει βυθισμένο στην πραγματική ζωή, που είναι δηλαδή (εκ πρώτης όψεως) ρεαλιστικό, όμως υπόσχεται συγχρόνως έναν πυρήνα ανάτασης, ένα κρυφό νόημα, ένα δίδαγμα, με άλλα λόγια διατηρεί ακόμη και στο επίπεδο του άρλεκιν κάτι από το κύρος και την εξουσία του πνεύματος και της υψηλής τέχνης. Η σύγκριση με τις τύχες του Καζαντζάκη είναι εδώ πολύ διαφωτιστική.
Τον συνδυασμό αυτό δεν κατάφερε να τον επιτύχει ούτε η λογοτεχνία των χαμένων πατρίδων, ούτε η στρατευμένη πεζογραφία της αριστεράς ούτε οι μεμονωμένες εκδοχές ελληνικής λογοτεχνικής πρωτοπορίας ούτε κανένας από τους πιο ευσυνείδητους και πιο διανοούμενους συντηρητικούς και προοδευτικούς πεζογράφους, πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Καραγάτσης αναπληρώνει ένα μεγάλο κενό στο σώμα της πεζογραφικής μας παράδοσης, παρέχοντας πολλούς από τους βασικούς κοινωνικούς τύπους με τους οποίους συγκροτείται η κοινωνική μας αυτοεικόνα, αποτελεί επομένως, είτε το θέλουμε είτε όχι, έναν δείκτη για την κοινωνική και πνευματική μας αυτοσυνείδηση.
Μια αντίστοιχη κεντρική λειτουργία επιτέλεσε τη δεκαετία του ’60 ο λαϊκός κινηματογράφος και το χρονογράφημα: μπορούμε να σκεφτούμε πόσο μοιάζει ο Κωνσταντάρας με τον Γιούγκερμαν ή οι αστές κυρίες του ελληνικού σινεμά με τις γυναίκες του Καραγάτση, ή πόσο κοντά βρίσκονται οι κοινωνικές και ιστορικές του αντιλήψεις σε εκείνες του Τσιφόρου και του Ψαθά. Ανήκουν στον ίδιο κόσμο, ή μάλλον στην ίδια κοσμοεικόνα, γιατί μάλλον ο κόσμος που παριστάνει πως περιγράφει αυτός ο τυποποιημένος «ρεαλισμός», έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Η πεζογραφία του Καραγάτση είναι εξίσου αναπόφευκτη με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο – δεν έχει σημασία αν την έχεις διαβάσει ή αν σου αρέσει, πλέεις μέσα της, διαλέγεσαι αναγκαστικά μαζί της, μιλάς με τη γλώσσα της, λες τα αστεία της, πρέπει να την υπερβείς, αλλά είναι αδύνατον να την αγνοήσεις. Είναι το ανάγλυφο μιας τέχνης ταπεινής αλλά επίμονης, πάνω στην οποία ριζώνουν οι κοινωνικές βεβαιότητες και οι σταθερές μας, μια μονότονη επικύρωση των προκαταλήψεών μας.
Ή μπορούμε να διατυπώσουμε μια ακόμη πιο δυσοίωνη υπόθεση: ίσως η συναισθηματική και ψυχική μας ζωή να παραμένει προσκολλημένη σε ένα σχεδόν ακίνητο κοσμοείδωλο που μοιάζει ακόμα με εκείνο της δεκαετίας του ’60. Ίσως προσλαμβάνουμε από τις νεωτερικές μορφές της τέχνης και της ζωής (ακόμα και από το ποπ) μόνο μια αισθητική όψη, ένα περίβλημα, το οποίο προσαρμόζεται αμέσως στις απλές διδαχές ενός παραδοσιακού κυνισμού. Ο έρωτας που βιώνεται ως τραγικό πάθος αποδεικνύεται εντέλει μια απλή εκδήλωση φυσιολογικών λειτουργιών, τα λεφτά είναι το μόνο που μετράει στη ζωή, το απόλυτο σχήμα του βίου είναι η βιολογική κάθοδος προς την παρακμή, και οποιαδήποτε απόπειρα να ξεπεράσει κανείς τα «ορμέμφυτα» τις «ζωτικές ορμές» και τα παρόμοια δεν είναι παρά η υποκριτική ηθική της κοινωνίας ή ακόμη χειρότερα ένα είδος διανοητικού κομμουνισμού («Αυτοί οι θεωρητικοί, οι ποτισμένοι με τον τυφλό φανατισμό του δόγματος είναι οι χειρότεροι! […] Οι εργάτες, οι μουζίκοι, ο επαναστατημένος όχλος ήσαν αρνάκια μπροστά σ’ αυτούς τους θεωρητικούς μπόγηδες.»)[5] Κάθε νεωτερική απόπειρα αυτοπροσδιορισμού δεν είναι παρά χίμαιρα: άπιαστο όνειρο αλλά συγχρόνως φρικτό τέρας που προκύπτει από την ανάμειξη ετερόκλιτων στοιχείων.
Στις μπακάλικες αυτές διδαχές που μας είναι τόσο οικείες στηρίζεται όλο το ασταθές οικοδόμημα του Καραγάτση: αγοραίος αντιχριστιανισμός, βαθύς αντιδιανοουμενισμός που συνοδεύεται από τη διαρκή επίδειξη μιας αισθητίζουσας πνευματικότητας, αφελής ελληνολατρία, προσκόλληση στις έννοιες της ράτσας και του βιολογικού ντετερμινισμού, μια αγροτικής καταγωγής σκληρότητα πασπαλισμένη με νιτσεϊσμό, χυδαίος φροϋδισμός που απλώς επιβεβαιώνει τις προνεωτερικές έμφυλες αντιλήψεις, απλοϊκός οικονομισμός με μαρξίζουσα φρασεολογία που απλώς νομιμοποιεί την κοινωνική επιβίωση του ισχυρότερου, φασίζων βιταλισμός και αρρενωπή ζωτικότητα έναντι της θηλυκής διανόησης και της ερμαφρόδιτης ηθικής.
Υπάρχουν τρεις εκδοχές πεζογραφίας που απολαμβάνουν πάντα υψηλή αναγνωσιμότητα και δημοφιλία: η πιστή αναπαράσταση μιας κοινωνικής πραγματικότητας ή ενός τραυματικού ιστορικού γεγονότος (από τον Ντίκενς ώς τα Ματωμένα χώματα)· η πεζογραφία που πραγματεύεται με τρόπο προσιτό και εύληπτο τα «μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου» (από τον Έσσε μέχρι τον Καμύ)· και η διδακτική λογοτεχνία του κυνικού, του απόκληρου και του καταραμένου (π.χ. ο Μπουκόφσκι· ή ας σκεφτούμε τη θέση που κατέχει ο Ραφαηλίδης ως αντισυμβατικός ιστοριογράφος). Ο Καραγάτσης θεμελίωσε το έργο του σε έναν αριστοτεχνικό συνδυασμό των παραπάνω τριών κατευθύνσεων: απεικόνισε έναν κόσμο που αποδείχθηκε πως καθόλου δεν πέθαινε, τον ελληνικό μικροαστισμό· προίκισε τον κόσμο αυτόν με μια πομπώδη αλλά ρηχή «ελευθερία» και ζωτικότητα, με έναν ακατέργαστο αρρενωπό ερωτισμό και μια προκάτ καλλιτεχνική συνείδηση που υποτίθεται ότι ελκόταν από έναν ντοστογιεφσκικό υπαρξισμό αλλά είχε πάντα από πίσω τον βιολογικό ντετερμινισμό· και με τα εφόδια αυτά, μαζί με τη χυμώδη και άγρια δημοτική του, ανέβηκε στο βάθρο του νεοέλληνα κλασικού, αγνοώντας την γκρίνια της κριτικής, για να απαλλάξει τη νεοελληνική πεζογραφία από τη σεμνοτυφία της, να ξεγυμνώσει τις απλοϊκές αισθηματολογίες της και την αθεράπευτη νοσταλγία της και να βάλει στη θέση τους έναν ρωμαλέο και στιβαρό κυνισμό, μια κοινωνική πραγματολογία που «τα λέει έξω απ’ τα δόντια», ιδίως σε ό,τι αφορά το σεξ.
Αυτή η λογοτεχνία μπορεί να παραμένει ελκυστική, δεν είναι ωστόσο χωρίς συνέπειες. Αφήνει και στους πιο ενθουσιώδεις αναγνώστες της μια δυσάρεστη επίγευση, μια αίσθηση ηθικής και πνευματικής εξαχρείωσης που υπονομεύει την ίδια την ανάγνωση, γιατί ο πυρήνας της είναι κοινότοπος και ψεύτικος, και ο ρεαλισμός της επιφανειακός και καφενειακός. Και, ακόμη χειρότερα, καθώς είναι εχθρική απέναντι στις τεχνικές και πνευματικές κατακτήσεις της μοντέρνας πεζογραφίας κλείνει κάθε αναγνωστικό δρόμο όχι μόνο προς τα μεγάλα έργα του μοντερνισμού αλλά και προς τα σύγχρονα λιγότερο ή περισσότερο φιλόδοξα μυθιστορήματα που ενσωματώνουν και αξιοποιούν τις κατακτήσεις αυτές. Το τίμημα που πληρώνει ο αναγνώστης του Καραγάτση για να διαβάσει ένα νεοελληνικό άρλεκιν είναι δυσανάλογα υψηλό: εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που είναι συγχρόνως εξοργιστικά οικείος και θεαματικά δυσάρεστος, και από τον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφυγή.
[1] Μανόλης Αναγνωστάκης, «Σέργιος και Βάκχος του Μ. Καραγάτση», περ. Κριτική, τχ. 9, 1960, τώρα στο Τα συμπληρωματικά, Στιγμή, Αθήνα 1985, σ. 97-108.
[2] Βλ. π.χ. τη φιλική του συνομιλία με τον Γιούγκερμαν στο Χ. Α. Χωμενίδης, «Ο Γιούγκερμαν κι εγώ», στο Μ. Καραγάτσης. Ιδεολογία και ποιητική, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2010, σ 347-350.
[3] Με αποκορύφωμα τη σύνδεση Μαρίνας και Μήδειας, που εισάγεται στη β΄ έκδοση. Για μια αναλυτική σύγκριση ανάμεσα στην έκδοση του 1936 και εκείνη του 1953, βλ. Αγγέλα Καστρινάκη, «Ο Καραγάτσης και οι θεολογικές του χίμαιρες», στο Μ. Καραγάτσης. Ιδεολογία και ποιητική, ό.π., σ. 145-155.
[4] Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Το μεγάλο “μαύρο δέντρο” της ελληνικής πεζογραφίας», περ. Αντί, τχ. 768-769, Ιούλιος Σεπτέμβριος 2002 σ. 28-43, τώρα στο Εμφύλιος και λογοτεχνία, Πατάκης, Αθήνα 2012, σ. 172-178.
[5] Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Εστία, Αθήνα 182000, σ. 101.