ceb5ceafcebcceb1ceb9 cf84cebf cebccf8ccebdcebf cf80cebfcf85 ceadcf87cf89 ceb3cf81ceaccf86ceb5ceb9 cebf ceb3ceb9cf8ecf81ceb3cebf

Ιωάννα Χρονοπούλου, Παραλίγο, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2023.

Η καταγραφή του βιώματος της ερωτικής ματαίωσης συναντάται συχνά στην Ποίηση, εδώ όμως προσλαμβάνει διαφορετικές διαστάσεις, εφόσον η αποτυχία έχει μια ζωοποιό δύναμη ανατροφοδότησης που παρέχει στο ποιητικό υποκείμενο ανέλπιστα υπαρξιακά στηρίγματα. Η απουσία μετατρέπεται σε μια εμμονή ενασχόλησης με την τακτοποίηση του σπιτιού, με τη συνειδητοποίηση ότι αξίζει η ζωή έστω και «ελλαττωματική που είναι». Η «φοβία για τους κλειστούς χώρους» που αλλοιώνουν την εξωτερική της εμφάνιση, εξισορροπείται από τη συνέχιση της ροής του αίματος – κι αυτό είναι μια παρηγοριά.

Η εποχή της άνοιξης παίζει καταλυτικό ρόλο στη δραματοποίηση του σκηνικού όπως και η ανθοφορία της. Κι ενώ προτάσσεται στην αρχή των ποιημάτων και θα περίμενε κανείς μια ανάλογη αισιόδοξη κατάληξη, οι συσχετισμοί ανατρέπονται και ακολουθεί ευθύς αμέσως η αρνητική εκδοχή της: «Αρχίζει η άνοιξη,/καμία σοδειά,/χωράφι ξερό.», «Προχωράει η άνοιξη/και πώς αντέχεται η σκιά σου/κλεισμένη στον χειμώνα της;» ή εν τέλει «Σου έδωσα την άνοιξη/κι αρνήθηκες.» Αυτή η εναλλασσόμενη συναισθηματική φόρτιση προσδίδει τη γοητεία του μη αναμενόμενου και το ανικανοποίητο εκφέρεται με μια υψηλού βαθμού ποιητικότητα.

Τα φυτά και τα λουλούδια έχουν τη δική τους λειτουργία και προσπαθούν να ισοσκελίσουν την αγωνία της καθημερινότητας, δίνοντας πνοή στο αδειανό τοπίο και στο κλειστό δωμάτιο. Γρήγορα όμως επέρχεται κι εδώ ο μαρασμός και η φθορά: «Οξύφιλα σε άνθηση κι εγώ να φθίνω.» Παρά ταύτα το φύτεμα συνεχίζεται στις γλάστρες ή στον κήπο: «Εγώ θα ηγούμαι του μπαξέ/να δεις/πώς είναι να ανθίζει ο κόσμος/στα χέρια μου.».

Η διαρκής και εναγώνια απεύθυνση στο μη ανταποκρινόμενο ερωτικό πρόσωπο, γίνεται συνήθως με τη χρήση ενός φανταστικού διαλόγου που ανοίγει η ποιήτρια μαζί του, θέτοντας ερωτήματα και προβληματισμούς. Η αδιαφορία όμως που επιδεικνύει προς αυτήν και η απόσταση που κρατάει, συνθλίβουν την υπομονή της και την εξαναγκάζουν να αποδεχτεί τη μοναξιά: «Μ’ αγκαλιάζω σφιχτά/αυτό είναι το μόνο που έχω.» ή καταφεύγει σε υποκατάστατα: «Αγόρασα έναν έρωτα (είδος φυτού)/ολάνθιστο […]/Είπα πως ξεμπέρδεψα.»

Το κύριο επομένως στοιχείο της συλλογής είναι οι αντιθέσεις ανάμεσα στο εγώ και στο εσύ, ο πόθος του υποκειμένου και η άρνηση ή η φυγή του ερωτικού προσώπου, η έλλειψη του σώματός του: «Μα πουθενά δεν βλέπω/το σώμα σου». Η ποιήτρια όμως έχει την ικανότητα να αποκρυπτογραφεί τις σκέψεις του: «άκουγα/τη φωνή μέσα στο κεφάλι σου» που την προέτρεπε να μη τον αγαπά, μολονότι εκείνη του είχε παράσχει τον γλυκό καρπό της ηδονής. Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι, αν και το τέλος της συνύπαρξης δεν γίνεται από κοινού αποδεκτό. «Ο καθένας κάνει τις επιλογές του», αλλά οι συνέπειες δεν εξαλείφονται εύκολα: «τινάζω τη θλίψη/σιδερώνω το πρόσωπό μου.» Η κατάρρευση λοιπόν μιας προδιαγεγραμμένης ασυμφωνίας και οι μουντές μέρες που θα’ θουν. Και μόνο το γεγονός ότι είναι ακόμη ζωντανή, της είναι αρκετό: «και πάλι, όμως,/τι πολυτέλεια.»

Το υπαρξιακό αδιέξοδο μετατρέπεται σε ένα «αίσθημα μόνιμης νύχτας» με τους δύο πιο καταλυτικούς, κατά τη γνώμη μου, στίχους της συλλογής: «Αν πεθάνω, πεθαίνουν όλα./Τόσο σημαντική είμαι.» που παραπέμπουν συνειρμικά στον υποκειμενικό ιδεαλισμό του George Berkeley: «Esse est percipi» (η ύπαρξη είναι η αντίληψη).

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Rania Deabes. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

b278551

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *