ceb4cf8eceb4ceb5cebaceb1 cf80ceb1cf81ceb1cebbceb5ceb9cf80cf8ccebcceb5cebdceb1 cf80cebfceb9ceaecebcceb1cf84ceb1 cf84cebfcf85 ceb3ceb9

mf54Το περιοδικό Μικροφιλολογικά της Λευκωσίας, με το οποίο είχα τη χαρά να συνεργάζομαι περιστασιακά τα τελευταία δέκα χρόνια, σταμάτησε την έντυπη έκδοσή του ύστερα από 52 χάρτινα τεύχη (ένα τεύχος κάθε εξάμηνο) και 34 αφιερωματικά τεύχη (τα «Μικροφιλολογικά τετράδια», αφιερωμένα σε ένα θέμα κάθε φορά). Ωστόσο, σημείο των  καιρών, εξακολουθεί να εκδίδεται, αλλά ηλεκτρονικά -και με αυτή τη μορφή έχει ήδη εκδώσει δύο ακόμη τεύχη, πάντοτε εξαμηνιαία, το 53ο και το 54ο. Όλα τα τεύχη των Μικροφιλολογικών (54 συν 34) μπορείτε να τα βρείτε στη σελίδα αυτή του Πανεπιστημίου Κύπρου, χάρη στη φροντίδα του φίλου Λευτέρη Παπαλεοντίου. Αξίζει να ρίξετε μια ματιά και να κατεβάσετε όσα τεύχη σας ενδιαφέρουν.

Μου αρέσει που το περιοδικό συνεχίζει να «εκδίδεται» ανά εξάμηνο, σελιδοποιημένο, σε pdf, αντί να δημοσιεύει απλώς τα άρθρα στον ιστότοπο όπως και όταν τα στέλνουν οι συνεργάτες του.

Eπίσης, όπως βλέπετε και από το εξώφυλλο (και ακόμα περισσότερο αν φυλλομετρήσετε το τεύχος) με την ηλεκτρονική μορφή το περιοδικό απέκτησε (λελογισμένα έστω) και χρώμα, ενώ οι έντυπες εκδόσεις ήταν σε δωρικό ασπρόμαυρο.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το 54ο τεύχος, στο οποίο υπάρχει και μια δική μου συνεργασία, για 12 παραλειπόμενα ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα, αφιερωμένη στη μνήμη του γιου του, του Κώστα Κοτζιούλα, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή (είχαμε αφιερώσει άρθρο).

Την παραθέτω εδώ, από το αρχείο Word που είχα στείλει -άρα με κάποιες δευτερεύουσες διαφορές από το δημοσιευμένο κείμενο.

Σημειώνω ότι κάποια από τα 12 ποιήματα έχουν  ήδη δημοσιευτεί στο ιστολόγιο, οπότε πιθανώς να σας είναι γνωστά.

ΔΩΔΕΚΑ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα

Στη μνήμη του Κώστα Κοτζιούλα

Με τον  όρο «παραλειπόμενα» εννοώ ποιήματα του Κοτζιούλα που δεν περιλαμβάνονται στη  συγκεντρωτική έκδοση  των Απάντων του ποιητή, που έγινε μετά τον θάνατό του με τη φροντίδα της οικογένειάς του και φίλων του, και η οποία, βέβαια, περιλάμβανε τόσο όλες τις συλλογές που είχε εκδώσει στη ζωή του ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956) όσο και ποιήματα που είχαν μείνει ανέκδοτα.

Τα παραλειπόμενα του Κοτζιούλα είναι πολύ περισσότερα από δώδεκα, βέβαια· πρέπει να  ξεπερνούν τα εκατό ποιήματα. Πολλά από αυτά βρίσκονται στο αρχείο Κοτζιούλα, που το κρατούσε με συγκινητική φροντίδα και αυταπάρνηση έως τον πρόσφατο θάνατό του ο γιος του, ο φιλόλογος Κώστας Κοτζιούλας (1951 – 23.8.2023), αριθμημένα και καθαρογραμμένα από τον  ίδιο τον ποιητή. Άλλα βρέθηκαν από διάφορους ερευνητές, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων, σε παλιές εφημερίδες και περιοδικά.

Όταν έβρισκα δημοσιευμένα ποιήματα του Κοτζιούλα που δεν περιλαμβάνονταν στα Άπαντα, τα έστελνα στον Κώστα, τον γιο του· κάποιες φορές, το ποίημα ήταν άγνωστο και  σε κείνον, ενώ άλλοτε το είχε σε χειρόγραφο στο αρχείο. Κάποτε, με αιφνιδίαζε ο ίδιος, όταν  ανακάλυπτε κάποιο δημοσίευμα του πατέρα του με ψευδώνυμο -όπως το Ξαλάφρωμα, που θα το δούμε πιο κάτω. Όσα παραλειπόμενα είχαν  βρεθεί έως το 2017 συμπεριλήφθηκαν στην εξαιρετική καταγραφή του Σταμάτη Μερσινιά («Η εργογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα», Ιωάννινα 2017). Σχεδιάζαμε με τον  Κώστα πώς θα γινόταν η έκδοση των  Παραλειπομένων του πατέρα του· ο θάνατός του δυσχεραίνει πολύ το εγχείρημα, αλλά η σημερινή δημοσίευση ας  θεωρηθεί ένα  πρώτο βήμα.

Πρόκειται για τα εξής ποιήματα:

Το τραγούδι του ποιητή (1926)

Τζιτζίκι (1927)

Φθινοπωρινό (1929)

Χωριατόπουλο (1930)

Τετράστιχο για τον Δενδρινό (1938)

Ξαλάφρωμα (1940)

Ξεπροβόδισμα (1941)

Πίσω απ’ τον κόσμο (1944)

Στους Επονίτες του  24ου (1944)

Στον Λεωνίδα Σωμάκο (Αυγή 7.9.76)

Ανθρωπομάζωμα (1947)

Δοκιμασία (1959)

1

Το τραγούδι του ποιητή

Για το ναό που αντίκρισα με θαμπωμένα μάτια
κάποιαν αυγή φωτόλουστη ξεκίνησα κι εγώ,
την ώρα που ο ήλιος πρόβαινε λαμπρός στα ουράνια πλάτια,
με πάτημα γοργό.

Ο δρόμος είν’ ατέλειωτος, στενό το μονοπάτι,
τ’ αγκάθια μού πληγώνουνε τα πόδια τα γυμνά,
ξεσκίζουνε τα ρούχα μου τα ματωμένα οι βάτοι
κι η μπόρα τριγυρνά.

Μα εγώ προβαίνω αλύγιστος μ’ ολόρθο το κεφάλι
κει που με κράζει ο πόθος μου παντοτινά ο κρυφός
και λάμπει ολόγυρα απλωτό σα φάρος σ’ ακρογιάλι
τ’ ανέσπερο το φως…

Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οικογένεια, τχ. 3, 9 Οκτωβρίου 1926, σελ. 7. Το 1926 είναι η  χρονιά που ο Κοτζιούλας, 17 χρονών, με τον ερχομό του στην Αθήνα, δοκιμάζει τις δυνάμεις του στέλνοντας ποιήματα σε αθηναϊκά περιοδικά, στο Μπουκέτο και ένα  μόνο, το παρόν, στην  Οικογένεια, που τότε ξεκινούσε την  έκδοσή της (μάλιστα, στα πρώτα τεύχη είχε μορφή εφημερίδας). Το πρωτόλειο του Κοτζιούλα δημοσιεύτηκε στη στήλη «Έλληνες ποιητές» (και όχι, ας πούμε, Νέοι ποιητές) με καλή συντροφιά: τον όχι πολύ γνωστό αλλά πάντως αρκετά μεγαλύτερο Ναξιώτη ποιητή Μ. Δαμιράλη, και τον Κώστα Ουράνη.

2

Τζιτζίκι

Τζιτζίκι που χαρούμενα τριλίζεις
μες στο μεσημεριάτικο λιοπύρι
και κάθε αυγή τρελά το πανηγύρι
το χτεσινό στα δέντρα ξαναρχίζεις.

Τη μυστική μου θλίψη νανουρίζεις
και με κερνάς σ’ ολόφλογο ποτήρι
τη λήθη, όταν ακούω  απ’ το παραθύρι
τ’ ατέλειωτο τραγούδι που σκορπίζεις.

Κι όσες φορές πικρά σε συλλογιέμαι,
— Ποιος σ’ έχει στείλει τάχα, αναρωτιέμαι,
καλοκαιρινέ μου εσύ τραγουδιστή,

Για να μας δείχνεις πάντα, ώσπου να σβήσει
με τη  φωνή σου έτσι άξαφνα, κι η ζήση,
τη μοίρα και το δράμα του ποιητή;

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εθνική, στις 23 Οκτωβρίου 1927, στη σελ. 2, στην οποία οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής συνήθιζαν να δημοσιεύουν καθημερινά ένα ποίημα. Η στήλη είχε τίτλο «Ελληνικός στίχος». Πρόκειται για τη μοναδική συνεργασία του Κοτζιούλα που έχει βρεθεί στη συγκεκριμένη εφημερίδα.

3

Φθινοπωρινό

Κι έτσι όπως πάντα καρτερώ να ’ρθει από πέρα, τον  καιρό
που τα πουλάκια ξεκινούν να  φύγουν για τα ξένα,
τ’ ωραίο φθινόπωρο τ’ ωχρό με χαμογέλιο θλιβερό
και μάτια δακρυσμένα.

Θα καρτερώ,  θα καρτερώ τ’ ωραίο φθινόπωρο τ’ ωχρό
καθώς θα βλέπω να περνούν τα μάταια καλοκαίρια,
κι ίσως μου φέρει τη χαρά που την κρατούσα μια φορά
και μου ’φυγε απ’ τα χέρια.

Μα αν το ’χει η μοίρα μου γραφτό να μη  χαρώ το δώρο αυτό
πριν  ο καιρός τ’ αγύριστο ταξίδι μού θυμίσει,
και πάλι εγώ θα καρτερώ τ’ ωραίο φθινόπωρο τ’ ωχρό,
να  με ξεπροβοδίσει…

Αυτό το λαπαθιωτικό τόσο στο θέμα όσο και στην τεχνοτροπία ποίημα δημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο (τεύχος 290, 24 Οκτωβρίου 1929, σελ. 1201), το περιοδικό με  το οποίο ο Κοτζιούλας συνεργάστηκε πολύτροπα από τα πρώτα χρόνια του ερχομού του στην Αθήνα. Επίτιτλος: Νέοι ποιηταί.

4

Χωριατόπουλο

Να’ μ’ είκοσι χρονώνε παλληκάρι
ψηλό και λυγερό, γεμάτο ανέσα,
με την προγονική μου περηφάνια
καμάρι της γενιάς και του χωριού μου.

Να σέρνω το χορό πανηγυριάτη
στο μεσοχώρι κάτω απ’ τα πλατάνια,
και γύρω οι συγγενήδες κι’ οι βλαμάδες
ν’ αδειάζουν τα κουμπούρια στον αέρα.

Μα και στα έργα, κλήρα βλογημένη,
κανένας απ’ τους άλλους της σειράς μου
να μη μου παραβγαίνει στην αξιάδα:
τσαπί και χερολάβα* και δρεπάνι.

Ή να φυλάω τα γίδια μου στο λόγγι
και να γυρνώ σαν πέφτουνε τ’ απόσκια
με τ’ αδειανό ταγάρι μου στον ώμο,
το σκύλο τον αχώριστο από πίσω.

Στο δρόμο ν’ ανταμώνω  τις γυναίκες
που με βαριά δεμάτια φορτωμένες
θα παν αγάλια γνέθοντας τη ρόκα
και σαλαγώντας μπρος τα ζωντανά τους.

Με χουγιατά, σουρίσματα, τραγούδια
να παίρνω τον κατήφορο απ’ τη βρύση
στη ρούγα την πλατιά με το κοπάδι,
καθώς θ’ αντιλαλούνε τα τροκάνια.

Ορθοί να με προσμένουν οι δικοί μου
και το φαΐ να ‘ν’ έτοιμο στην τάβλα
πάνω στις άσπρες πλάκες της αυλής μας,
δείπνο γλυκό απ’ της μάνας μου τα χέρια.

Να κουβεντιάζουμ’ ύστερα για το ’να
και τ’ άλλο στα πεζούλια ξαπλωμένοι
ώσπου να δείξει τ’ άστρο μεσονύχτι
και το κορμί να γείρει αποσταμένο.

Και να ‘ρχουνται στον ύπνο μου οι κοπέλες
σφιχτόκορμες, μεστόκορφες, αφράτες,
μ’ οράματα χαράς λαχταρισμένης
τον άγουρό μου πόθο να κεντρίζουν.

Το ποίημα αυτό, στο οποίο ο Κοτζιούλας νοσταλγεί τη γενέθλια γη και τη ζωή στο χωριό με στίχους ανομοιοκατάληκτους, δημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο, τχ. 300 (2 Ιανουαρίου 1930), σελ. 15 με αφιέρωση «Στον Χάρη Σταματίου», τον διευθυντή του περιοδικού και φίλο του Κοτζιούλα, με τον επίτιτλο «Νέοι ποιηταί».

Κάποιες λέξεις ίσως χρειάζονται εξήγηση:

ανέσα: η ανάσα
κλήρα: γόνος, παιδί
χερολάβα: η λαβή του αγροτικού εργαλείου
σουρίσματα: σφυρίγματα
τροκάνια: κουδούνια των προβάτων

5

Τέσσεροι στίχοι για το Γ. Δενδρινό

Στον άλλον κόσμο, να ’ξερα, βρισκόνται πικραμένοι;
να ξαποσταίνει καν εκεί, φτώχια, το κόκαλό σου;
Και μου αποκρίθ’ ο αγλύκαντος μ’ αναπνοή πιασμένη:
«Για να φωνάξω, δε μπορώ. Κοντά μου, αν θες, ξαπλώσου»

Τετράστιχο στη μνήμη του πρόσφατα και πρόωρα χαμένου Γιώργου Δενδρινού (1904-1938), επιστήθιου φίλου του Κοτζιούλα για τον οποίο ο ποιητής είχε γράψει: « Άμα θα ’ρθει ο καιρός να καταρτίσουν το μαρτυρολόγιοτης ελληνικής λογοτεχνίας -αυτόν το φοβερό κατάλογο που θα αρχίζει με ονόματα ενός Παπαδιαμάντη, ενός Βιζυηνού, ενός Κρυστάλλη και θα τελειώνει με παραδείγματα, ελπίζω, των ημερών μας- είμαι βέβαιος πως εκεί θα βρεθεί κάποια θέση και για τον Γιώργο Δενδρινό».

Το τετράστιχο δημοσιεύτηκε στο τχ. 95 των  Νεοελληνικών Γραμμάτων (24 Σεπτεμβρίου 1938, σελ. 5) και μια μέρα μετά στο  περιοδικό Πνευματική Ζωή (τχ. 32, 25.9.1938, σελ. 268) ως κατακλείδα νεκρολογίας του Δενδρινού από τον  Κοτζιούλα, και στα δύο με τη  χρονολογική ένδειξη 10-9-1938. Ο Δενδρινός πέθανε φυματικός στη Σωτηρία στις 26 Αυγούστου 1938, αλλά ο Κοτζιούλας έλειπε εκείνες τις μέρες· το τετράστιχο κατά πάσα πιθανότητα το έγραψε μόλις έμαθε τον  θάνατο του φίλου του.

6

Ξαλάφρωμα

Τραγούδαε κι ο Κολιός καλά, μα γω σαν πιο καλύτερα·
αυτόν τον είχα αποκοντά να μου κρατάει το πάσο.
Διπλοποδιάζομουν στη χλόη κι αρχίναγα κοντύτερα
και τόπαιρνα με το καλάμι όσο που ν’ αποστάσω.

Δώθε απ’ τα σπίτια, στο μαντρί -σαν ξεκινάν τα πράματα,
εύκαιρος πάντα ο φίλος μου να μ’ ακλουθάει όθε πάμε.
Το στρώναμε για τα καλά και τότε να δεις θάματα:
μες στην ψυχή σαν όνειρο τον κόσμο να κρατάμε.

Σιμά-κοντά το δειλινό σάμπως ν’ ανάβαν τα αίματα
με το χορό τον τρίδιπλο -«ψηλά στην Κουστελάτα»
έφερνε γύρα ο σιότοπος κι η αχούρα από τα ρέματα
ξαπλώνονταν κάθε βολά σ’ όποια κοδέλα ή στράτα.

Κι από καιρό -με τον τορβά, τη γκλίτσα παραμάσκαλα
τα συμμαζώναμε κι εμείς κόντευε πόσο η νύχτα·
μας καρτερούσαν στο χωριό μέσ’ στα χωράφια τ’ άσκαλα
και δώθε απ’ τη ραχοπλαγιά μια σκύλα μάς αλύχτα…

Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε στις 12 Οκτωβρίου 1940 στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα (τχ. 202, σ. 7) με το ψευδώνυμο Γούλας Μπούκουρης. Την ταύτιση με τον  Κοτζιούλα μού την  αποκάλυψε ο Κώστας Κοτζιούλας, που ήξερε ότι ο πατέρας του είχε χρησιμοποιήσει (και) αυτό το ψευδώνυμο. Γούλας είναι χαϊδευτικό του Γιώργος (Γιωργούλας – Γούλας), ενώ Μπούκουρης σημαίνει ‘όμορφος’ στα αλβανικά. Και χωρίς τη μαρτυρία του Κώστα Κ. θα κλίναμε να αποδώσουμε στον Κοτζιούλα την  πατρότητα του ποιήματος,  με ενδείξεις από το λεξιλόγιο και το θέμα, ωστόσο τώρα έχουμε βεβαιότητα. Εικάζω ότι ο Κοτζιούλας χρησιμοποίησε ψευδώνυμο, διότι την περίοδο εκείνη  υπέγραφε με το όνομά του στο ίδιο περιοδικό μεταφράσεις αρχαίων. Στο ποίημα ξαναβρίσκουμε τον Κολιό, από το αγαπημένο «Μαστορόπουλο» του Κοτζιούλα, πριν ακόμα τον πάρουν οι μαστόροι, αν βέβαια πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο:

Το «Ψηλά στην Κουστελάτα» είναι διάσημο χορευτικό τραγούδι της Ηπειροθεσσαλίας. Η Κουστελάτα είναι χωριό στα Τζουμέρκα (απ’ όπου και ο Κοτζιούλας). Κοδέλα είναι ο ανηφορικός ελικοειδής δρόμος, άσκαλα χωράφια είναι τα ασκάλιστα, σιότοπος είναι το ίσιωμα, όπου χόρευαν, ενώ η αχούρα είναι ο πολύς αχός, ο θόρυβος. Τα πράματα, βέβαια, είναι τα ζώα που οδηγεί ο τσοπάνος στη βοσκή.

7

Ξεπροβόδισμα

Χρονιά οργισμένη βρέθηκε να παντρευτείς, Μαρία,
μα εσύ που παίρνεις καθετί με τόλμη κι αλεγρία,
σε λίγο που με στέφανο θα στολιστείς γαμήλιο,
γι’ άλλο δε γνοιάζεσαι παρά να ’χε τουλάχιστο ήλιο.

Παίρνεις μαζί σου φεύγοντας το φως της καλοσύνης
και σ’ άλλους τοίχους θ’ αντηχεί το γέλιο το κρουστό σου.
Ξαδέρφη μου άξια που χωρίς ζευγίτη μάς αφήνεις
για τη δουλειά, την προκοπή και πάλι ανασκουμπώσου.

Κι όμοια σου ανάθρεψε παιδιά, που όλο χαλούν οι φύτρες,
και στο χωριό και σ’ όλη μας την πομπεμένη χώρα,
κόρη Ελληνίδα, ώσπου να βγουν -ακαρτερώ- νικήτρες
πάλι οι δυνάμεις του καλού στη γη την πλουτοφόρα.

Να ’χα κι εγώ στα χώματα τούτα εξαρχής ριζώσει,
δε θα ’ταν τόσος μου ο καημός τώρα κι η πίκρα τόση
τον πρώτο γιο μου πια κι εγώ θα μάθαινα αλφαβήτα
και μια χωριάτισσα γερή στα μάτια θα μ’ εκοίτα.

Ποίημα που έγραψε ο Κοτζιούλας στην Πλατανούσα στις 8 Φεβρουαρίου 1942 με την ευκαιρία του γάμου της εξαδέλφης του Μαρίας. Ο Κοτζιούλας από το Νοέμβριο του 1941 είχε επιστρέψει στο χωριό του για να γλιτώσει από την πείνα της Αθήνας.

Γράφει στο (υπό έκδοση) ημερολόγιό του: Σήμερα παντρέψαμε τη Μαρία. Ύστερ’ απ’ το μεσημέρι έκαμε ωραία μέρα και ήρθε κόσμος πολύς για να χαζέψει. Εγώ ήμουν που την πήρα από το χέρι κι ακολουθώντας αυλάκια, ανήφορους, άκρες χωραφιών την έφερα ως την πόρτα των πεθερικών. Με την ευκαιρία αυτή έγραψα και τους ακόλουθους στίχους: (…)

Το ποίημα είναι ανέκδοτο και εντελώς ακατάγραπτο, με την έννοια ότι λείπει ακόμα και από την  πληρέστατη  Εργογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα που συνέταξε ο Σταμάτης Μερσινιάς.

8

ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Φέτος το Μάη τον πιάσαμαν στην άκρη από τό τζάκι
μέ ξύλα καί μέ κούτσουρα, σαν κάτι γεροπλιάκοι.
Xιόνιζε εψές και σήμερα, χαλάζι μάς σταφνίζει.
Ζάβαλοι εμείς που ντέσαμαν εδώ στο Ραντοβίζι.

Κι είν’ οι χωριάτες άσμιχτοι, ξωτάρηδες αγροίκοι
π’ ούτ’ έχουνε την κλίτσα τους από τα χέρια αφήκει·
σκόρπια τα σπίτια, χαμπηλά, μέ λάσπη είν’ αλειμμένα
και δίπλα τά καλύβια τους δεν ξεχωρίζουν —ένα.

Τσούπρα δε βλέπεις, λείπουνε στο λόγγο με τα γίδια·
καθώς οι βάβες τους, κι αυτές έτσι περνούν, τα ίδια.
Ξένος αν είσαι, δεν ακούς γυναίκεια καλημέρα,
με αυτές δεν βρίσκεις αφορμή ν’ αρχίσεις τα σιαπέρα.

Κάθε γραμματιζούμενο τον είχαν κακοπάρει
κι άμα τούς ελεες κατιτί δε σούδιναν χαμπάρι,
μα τώρα, που τούς εσφιξε ξυπολησιά και πείνα
σιγά σιγά τα παρατούν τα σκουριασμένα εκείνα.

Για την κατάντια τους τί φταιν οι άμοιροι κι ετούτοι,
μια πού δεν ήταν τυχεροί να γεννηθούν στα πλούτη;
Πάππου προσπάππου σκύβανε μπροστά στους αφεντάδες
κι ήταν αξιότερος εκειός που ’χε πολλές παράδες.

Γι’ αυτό, που λες, τα μάτια τους τ’ ανοίγουν άλλα τόσα
και κρέμουνται απ’ τα χείλη μας μια νέα γροικώντας γλώσσα,
τη γλώσσα αυτών που διαλαλούν στα ψωμοτόπια γύρα
πως πρέπει να ’χει κι ό φτωχός κάτου απ’ τον ήλιο μοίρα.

Ποίημα που έγραψε ο Κοτζιούλας στις 2 Μαΐου 1944, όταν υπηρετούσε στην 8η Μεραρχία του ΕΛΑΣ και είχε πάει στο Ραντοβίζι,  χωριό του ν. Ιωαννίνων, όπου τους έπιασε αναπάντεχη όψιμη κακοκαιρία. Εικάζω ότι η επίσκεψή του είχε να κάνει με τη συγκρότηση του αντάρτικου «Αποσπάσματος Καραϊσκάκη», ενός σώματος του ΕΛΑΣ που συγκροτήθηκε με ιδιότυπο τρόπο -το απάρτισαν νεαροί που υποδείχτηκαν από τις Επιτροπές Γερόντων των χωριών, με αποτέλεσμα να μην περιλαμβάνει μόνο εθελοντές. Ο Κοτζιούλας έχει γράψει και άλλο (επίσης παραλειπόμενο) ποίημα για τους «Καραϊσκάκηδες» στο οποίο κάνει λόγο για το Ραντοβίζι.

Ο Κοτζιούλας οικτίρει τους ορεσίβιους κατοίκους του χωριού πως ζουν πίσω απ’ τον ήλιο, αγροίκοι και ακαλλιέργητοι, βλέπει όμως πως έχουν αρχίσει να δέχονται ευνοϊκά τα κοσμογονικά κηρύγματα των ανταρτών που υπόσχονταν να χτίσουν μια καινούργια κοινωνία μετά την απελευθέρωση.

Το ποίημα υπάρχει στο αρχείο Κοτζιούλα καθαρογραμμένο από τον ποιητή, αλλά δεν δημοσιεύτηκε στα Άπαντά του. Μετά τον  θάνατό του, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό  «Διανοούμενος» (τχ. 3, Δεκέμβριος 1962) που το εξέδιδε ο Στ. Χατζημιχελάκης, φίλος του ποιητή. Λείπει από την καταγραφή του Μερσινιά.

Λεξιλόγιο

γεροπλιάκοι: Γέροι, παλαιοί. Πλιάκος είναι ο παλαιός, αλβανικό δάνειο.

σταφνίζει: Σταφνίζω θα πει ζυγιάζω, αλλά εδώ χρησιμοποιείται κατ’ επέκταση με τη σημασία «μας σημαδεύει, μας χτυπάει».

ζάβαλος: καημένος, κακομοίρης.
ντέσαμαν. Αόριστος του ρ. ντένω (ή νταίνω ή ανταίνω), που σημαίνει μπλέκω, πέφτω σε αναποδιά, προσκρούω σε εμπόδιο.
χαμπηλά: χαμηλά· ηπειρώτικος τύπος.
τα σιαπέρα: ως ουσιαστικό, οι ανούσιες κουβέντες.
πολλές παράδες: να προσεχτεί ότι είναι θηλυκό, κάτι που συνηθίζεται στα βόρεια ιδιώματα.

9

Στους Επονίτες του 24ου

Βλαστάρι τριτογέννητο, όψιμο διγόνι
μάνας νοικοκυράς, πατέρα λαοκράτη,
σαν έπεσε σ’ αυτούς που μίσος τούς ενώνει
το πυρωμένο όπλο του ακόμα εσφικτοκράτει.

Παλικαρόπουλο των δεκαπέντε χρόνων,
που χτες εβγήκε από τα χάιδια, απο το σπίτι,
το ξάπλωσαν οι σφαίρες άθλιων δολοφόνων
κοντά στους δεκατρείς και πλάι στον διμοιρίτη.

Κι εσύ, Λαμπέτη, κι οι συντρόφοι σου επονίτες
πώς σπαρταρούσατε όταν μισοσκοτωμένους
σάς έριξαν σωρό στο λάκκο οι συμμορίτες
που αδιάντροπα μιλούν γι’ ανάσταση του Γένους!

Τους βάσταξε η καρδιά να στρέψουν οι αιμοβόροι
σε τρυφερά κορμιά παιδιών αθώων τις κάνες;
Πρωτόφαντα θεριά θα ’ναι μ’ ανθρώπου θώρι,
τίγρεις τούς γέννησαν κι όχι ελληνίδες μάνες.

Μα εσείς, πιστοί στον όρκο που ’χατε δοσμένο,
δικό μας πολεμώντας τύραννο (που φρίττω
να το θυμάμαι), αφού γλιτώσαμε απ’ τον ξένο,
πεθάνατε έχοντας στο στόμα σας το ζήτω.

30.11.44

Ποίημα του Κοτζιούλα γραμμένο για τη σφαγή της Παργινόσκαλας (21-22 Σεπτεμβρίου 1944) όταν, στις εμφύλιες συγκρούσεις που ακολούθησαν την αποχώρηση των Γερμανών από την Πρέβεζα, δυνάμεις του ΕΔΕΣ εκτέλεσαν εν ψυχρώ πολλούς ΕΑΜίτες και ΕΠΟΝίτες, που τους είχαν πιάσει αιχμάλωτους στις εμφύλιες συγκρούσεις που προηγήθηκαν μέσα στην πόλη μετά την αποχώρηση των Γερμανών.

Αυτό που προσδίδει ιδιαίτερη τραγικότητα στη σφαγή της Παργινόσκαλας είναι πως αρκετοί από τους εκτελεσμένους αγωνιστές, 14 ή 15 τον αριθμό, ήταν έφηβοι, ανήλικα παιδιά, μαθητές του γυμνασίου, μέλη της υποδειγματικής διμοιρίας ΕΠΟΝιτών του 24ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Μαζί τους βρήκε τον θάνατο και ο γυμνασιάρχης τους, ο Χρήστος Κοντός, πρόεδρος της Λαϊκής Επιτροπής (που είχε συγκροτηθεί με κοινή συμφωνία ΕΑΜ-ΕΔΕΣ), μη θέλοντας να αφήσει τους μαθητές του.

Ο Κοτζιούλας θρηνεί όλους τους Επονίτες, αλλά ξεχωρίζει έναν, τον δεκαπεντάχρονο ανταρτοεπονίτη Περικλή Αναγνωστόπουλο, που είχε το ψευδώνυμο Λαμπέτης. Ήταν γιος του ταγματάρχη του πυροβολικού Βαγγέλη Αναγνωστόπουλου (1893-1967), αξιωματικού της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, ο οποίος ήταν φίλος του Κοτζιούλα και διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα κατοχικά ημερολόγια του Κοτζιούλα, όπου εμφανίζεται με το ψευδώνυμο «Μαύρος δράκος»· ο Κοτζιούλας του έχει αφιερώσει τουλάχιστον δύο ποιήματα.

Το ποίημα υπάρχει καθαρογραμμένο στο αρχείο Κοτζιούλα ενώ περιλαμβάνεται και στο βιβλίο του αντάρτη Γιάννη Παπακωνσταντίνου «Ενθυμήματα ποτισμένα με αίμα και δάκρυα», ο οποίος το διασώζει από μνήμης όπως το άκουσε το 1946 έγκλειστος στις φυλακές Αβέρωφ.

Στον πρώτο στίχο, ο Κοτζιούλας αποκαλεί «τριτογέννητο» και «διγόνι», δηλαδή στερνοπαίδι, τον  Περικλή Αναγνωστόπουλο, κάτι παράξενο διότι ο Περικλής (1929-1944) ήταν  το τέταρτο παιδί της οικογένειας και δεν ήταν το στερνοπαίδι αφού υπήρχε και ο Πύρρος Αναγνωστόπουλος (1933). Ο Κοτζιούλας, που ήταν φίλος της οικογένειας, το ήξερε αυτό. Να πρόκειται για ποιητική άδεια ή να εννοούσε κάτι άλλο; Μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ.

10

[Στον Λεωνίδα Σωμάκο]

Γιε του Σωμάκου εσύ, γείτονα κι ίδιο μου αίμα,
μικρός που σε καμάρωνα ώριον καβαλάρη
κι αρχοντική η θωριά σου μ’ είχε συνεπάρει,
σ’ ήξερα από νωρίς πως μάχοσουν το στέμμα.

Δεν πίστευα όμως να σε δω και παλικάρι
πλάι στο φτωχό που για το δίκιο του επολέμα
και να χωρίζεσαι για πάντα από το ψέμα
με φτώχεια αλλάζοντας φλουριά του κατεργάρη.

Πήρε ανήφορος μεσόκοπος με νιους,
μα τυχερός που σου παράστεκε το ταίρι,
παιδιά π’ αυξαίνουν μ’ ερμοσπίτηδες γονιούς.

Τα ξερονήσια τώρα ακούω σε καρτερούν.
Τράβα  αμετάνοιωτος, κι ούτε κανένας ξέρει
σε τι καιρό και ποιοι τα κόπια μας θα βρουν.

Το ποίημα έχει διασωθεί άτιτλο. Δημοσιεύτηκε στην  Αυγή, στις 7 Σεπτεμβρίου 1976, στη χρονογραφική στήλη του Παρατηρητή (ψευδώνυμο του Τάσου Βουρνά). Το είχε στείλει, μαζί με αναμνήσεις του από τον  ποιητή, ο Ερμής Ευαγγελίδης, συγγενής τόσο του Κοτζιούλα όσο και του Λεωνίδα Σωμάκου. Ο Λεωνίδας  Σωμάκος, εξάδελφος του Κοτζιούλα μεγαλύτερος στην ηλικία,  ήταν αξιωματικός, απότακτος του 1935, ο οποίος το 1943 πέρασε με τον ΕΛΑΣ ως καπετάν-Μπότσαρης και υπέστη  διώξεις μεταπολεμικά. Στα Ημερολόγια του Κοτζιούλα υπάρχει αναφορά στον Λεωνίδα Σωμάκο και στην  παπαδιά μητέρα του, τη Λαμπρινή Σωμάκου.

11

Ανθρωπομάζωμα

Σαν εκείνους τους σκασμένους που γενήκαν άρατοι,
κι άλλοι τους, θροφή των όρνιων, μείναν στις λακκούβες
μάς σηκώσαν απ’ το στρώμα νύχτα οι τρισκατάρατοι
και μας σάκιασαν οι μπόηδες τσούρμο μέσ’ στις κλούβες.

Άιντε μωρέ παιδιά δεν είναι τίποτα
ποιος θα σκιαχτεί από μας μούτρα ξετσίπωτα!

Δίχως φταίξη, δίχως κρίση (βρε τους αλειτούργητους!)
μέσ’ στις φυλακές μάς ρίχνουν και στα ξερονήσια,
καταπώς τούς ορμηνεύουν οι τρανοί οι κακούργοι τους
που κοπιάσαν στην Ελλάδα φορτωμένοι αλύσια.

Μωρ’ ξένα αφεντικά πότε μας άρεσαν;
Όσοι άπλωσαν εδώ μας εμαγάρισαν.

Έρχεται καιρός, αδέρφια, κι όλοι τον ξανοίγουνε
που στην άφοβη γροθιά μας μπρος, την οργισμένη
κι οι αλλόφερτοι ένας-ένας παν καπνός –θα φύγουνε
κι ούτε για σπορά δικός μας τύραννος δε μένει.

Μ’ ανασυρμένα, βάι, μαχαιροθήκαρα
τραβάμε το χορό πρωτοπαλίκαρα!

Δημοσιεύτηκε στο «Ρίζο της Δευτέρας» (18.8.1947) και αφορά τις εκτεταμένες εκκαθαρίσεις ΕΑΜιτών. Γενήκαν άρατοι σημαίνει εξαφανίστηκαν.

Το «θα φύγουνε», που είναι τυπωμένο με αραιά στοιχεία στο πρωτότυπο, παραπέμπει στη φράση  «Να φύγουνε», κεντρικό σύνθημα των εφημερίδων του ΚΚΕ τους τελευταίους μήνες της νομιμότητας.

12

Δοκιμασία

Σύραμε τότε που έπρεπε και τον πυρρίχιο,
μα τώρα πήραμε τον ήσυχο στρωτό.
Πάλι χορεύω, ας φαίνεται πως περπατώ,
πάλι φτερών’ η ορμή το λόγο το μειλίχιο.

Καλή ‘ναι κι η απόφαση που βάνει αστήθι
κι ακράτητη ξεχύνεται και δεν ψηφά
και διαλαλεί ανεμίζοντας τα πριν κρυφά,
τόσο που λέω κι ο Διγενής πως αναστήθη.

Μα όταν το δίκιο απόμεινε με μας μονάχο
κι οι πρωτοστάτες βούλιαξαν με τον καιρό
σε βαλτοτόπι αλόγιαστο θανατερό,
βαστούσε το κεφάλι μας κόντρα στο βράχο;

Φρόνιμα τότε σκύψαμε μπρος στη λεπίδα
που σφύριζε, κυκλόφερνε εκδικητική,
να μην αδικοπέσουμε σ’ ώρα κακή.
Φυλάγαμε όμως μέσα μας πίστη κι ελπίδα.

Το ποίημα δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τχ. 772 (1.9.1959, σελ. 1139) με τον επίτιτλο «Ανέκδοτες σελίδες». Δεν είναι σαφές πότε γράφτηκε, αλλά κατά πάσα πιθανότητα μετά το 1950.

Νίκος Σαραντάκος, Λουξεμβούργο-Αθήνα, Σεπτέμβριος 2023

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *