ceb4cf85cebf cebbcf8cceb3ceb9ceb1 ceb3ceb9ceb1 cf84cebfcebd cf86cf8ecf84ceb7 cebcceb1cebdceafcebaceb1 ceb3cf81ceaccf86ceb5ceb9

«Πολλές φορές, όταν καπνίζω, μου αρέσει να κρατάω κλειδιά» – Φ.Μ.

Λέει ο Augusto Monterroso: «το χιούμορ είναι ο ρεαλισμός φερμένος στις έσχατες συνέπειές του». Ο ρεαλισμός, ο ακραίος ρεαλισμός του Μανίκα, δεν είναι στην πραγματικότητα ρεαλισμός, διότι ο Μανίκας δεν πιστεύει στην πραγματικότητα ως τέτοια. Ούτε, ειρήσθω εν παρόδω, ο κυνισμός του είναι κυνισμός, αλλά θεόπικρος συμβιβασμός με την εκάστοτε αλήθεια του κόσμου εν γένει ή του τόπου αυτού, που ποτέ δεν χάνουν ολοσχερώς τη κρυφή μαγγανεία τους, παρά την ξεφτισμένη και θλιβερή τους όψη. Όσο για το αδιαμφισβήτητο χιούμορ του, αυτό συναρτάται με το διαλείπον, παρεκβατικό, μπλαζέ, ατημέλητο κι αυθόρμητο ύφος με το οποίο περιγράφει ή εξιστορεί τα ανεξάντλητα δεδομένα της οριακής του έξω και έσω παρατηρητικότητας, αλλά και την κοφτή, αψιμυθίωτη, μαεστρικά αλογόκριτη γλώσσα του.

Αποτελεί, επίσης, από μόνο του αξιέπαινο χαρακτηριστικό το ότι στο βιβλίο του Φώτη Μανίκα Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας (Εκδόσεις Loggia, Αθήνα 2023) περιέχονται σχεδόν όλα όσα η νέα τυραννία της πολιτικής ορθότητας συγκαταλέγει στην ολοένα διευρυνόμενη από την παράνοια ατζέντα της. Περιέχεται, με άλλα λόγια, η ζωή στη σκληρή, εκπεφρασμένη και ανομολόγητη, βαθιά κι απαράλλακτη αμεσότητά της, η ζωή που αποφασίζει για τις χρόνιες της ασθένειες και τα σκοτεινά της αυτοάνοσα, και που δεν ζητεί απ’ την αισθητική της περιποίηση την ηθική της εξυγίανση. Τούτο συμβαίνει συνειδητά και σκόπιμα. Ο Φώτης Μανίκας δεν πέφτει στην παγίδα της υπερδιάγνωσης και της υπερθεραπείας, διότι πρόθεσή του, ταπεινή όπως ο ίδιος, είναι να αφηγηθεί την ιστορία που θυμήθηκε ή/και επινόησε, όχι να διορθώσει τον κόσμο ή την κοινωνία. Σε καμία περίπτωση δεν μετέρχεται κάποια αντι-ατζέντα αντιδρώντας στην παραπάνω ιδεολογική λαίλαπα που ’χει βάλει στόχο να εκκαθαρίσει με συνοπτικές διαδικασίες τα γράμματα και τις τέχνες από εκείνα τα συστατικά που τις καθιστούν απαραίτητες και θαυμάσιες. Άλλωστε, ένα καθαρό βλέμμα αμέσως αντιλαμβάνεται ότι μονάχα ένας άνθρωπος που σέβεται και αγαπά τον άνθρωπο δύναται να φτάσει στις ακρώρειες της ανθρωπολογικής και κοινωνιολογικής παρατήρησης ή να φτάσει τις παρατηρήσεις του στα άκρα, αναδεικνύοντας σπαρταριστά εκείνο το απολύτως αξιολύπητο κάτι που ενυπάρχει σε κάθε έμβιο ον και που, ενώ φαινομενικά το υποβιβάζει σε γενικεύσιμη περίπτωση, ουσιαστικά το διασώζει από τη γελοιοποίηση.

Ειδική μνεία, επίσης, πρέπει να γίνει τόσο στο τρυφερό παράδοξο που προκαλεί η αδόκητη ανάβλυση ποιητικών εικόνων μέσα από ελεεινές ή εντελώς πεζές καταστάσεις, όσο και στη μαεστρία με την οποία ο αφηγητής δείχνει να προσκολλάται σε ευτελείς λεπτομέρειες, αμφότερα στοιχεία που ανανεώνουν και παροξύνουν την αναγνωστική τέρψη.

Ο Φώτης Μανίκας δεν πάσχει από λογοτεχνίτιδα ούτε στα κείμενα ούτε στο φέρσιμό του. Εύρωστος και χαμογελαστός μες στις τιράντες του, μοιάζει συχνά με κάποιους απ’ τους αντιηρωικούς ήρωές του, που βυθισμένοι σαν ελαφρώς μαστουρωμένοι, απολαμβάνουν ή εκτίουν ανυπεράσπιστοι τη μυθολογία της ασημαντότητάς τους. Ο Θεός να ευλογεί τον Νίκο Κουφάκη για το δώρο που μας έκανε!

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Elisaveta Shilov. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

loggia

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *