ceb4ceb7cebcceaecf84cf81ceb7cf82 ceb4ceb1cf83cebaceb1cebbcf8ccf80cebfcf85cebbcebfcf82 cf84ceb1 cf87cf81cf8ccebdceb9ceb1 cf80cebf

ta xronia pou tha erthoun

…δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε…

Ο παραπάνω στίχος του Κ. Γ. Καρυωτάκη –που επιλέγει για μότο του ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος στη συσσωματωμένη έκδοση όλων των ποιημάτων του, Τα χρόνια που θά ’ρθουν– δείχνει στην εποχή του (του Καρυωτάκη, εννοώ), την ευχή του και ένα «αχ» για τους δέκα στίχους που θα ’θελε να μείνουν. Δεν πρόλαβε, όμως, να ζήσει και να δει πως, σχεδόν 100 χρόνια μετά, όλο το έργο του ζει και βασιλεύει, όσο για τη χιλιετία… ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Οι επίγονοι θα ξέρουν μόνο· ο ενδιαφερόμενος όχι. Ο καλύτερος καιρός, επομένως, είναι αυτός που ζει ο άνθρωπος και βλέπει και ακούει και απολαμβάνει το πολύ ή το λίγο του απόηχου του έργου του. Άλλωστε, όπως μας έχουν ήδη δείξει τα βιβλία, και ο ίδιος ο Δασκαλόπουλος (βλ. Χωρικά ύδατα, Μελέτες νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Μελάνι 2020), πολλοί είναι εκείνοι που δέχτηκαν κακές κριτικές κάποτε, τιμήθηκαν και επαινέθηκαν στη συνέχεια, όπως και πολλοί οι επιφανείς που έπεσαν έξω στις κρίσεις τους. Για να μην πω ότι και η Ακαδημία μας πρόσφατα «δίστασε» να επιλέξει τον έναν από τους τρεις που είχε στα χαρτιά της για μέλος της και στο τέλος βρήκε έναν εύσχημο τρόπο να τους τιμήσει και τους τρεις, ίσα και όμοια και δημοκρατικά. Όσο για τον Δασκαλόπουλο, ευχόμαστε να δρασκελίσει τον αιώνα και τη χιλιετία, όχι λόγω γαλαντομίας, αλλά λόγω της αίσθησης που εισπράττουμε μπαίνοντας στο κλίμα των ποιημάτων του.

Η ενασχόληση του Δασκαλόπουλου με τους μεγάλους μας ποιητές και τη λογοτεχνία εν γένει, η ευρυμάθειά του, η ευαισθησία του, η συστηματική έρευνα και μελέτη του, που μόνο από μια φυσική έλξη μπορεί να προκύψει, έχει τα αποτελέσματά της. Το ταλέντο και η καθημερινή επαφή τον προίκισαν και τον αντάμειψαν. Αν ο Ελύτης και ο Σεφέρης κοίταζαν τον ουρανό και, σε ένα πρώτο επίπεδο, κοίταζαν την πορεία των άστρων ή έπιαναν κουβέντα μαζί τους, σε ένα δεύτερο επίπεδο έδειχναν ότι τα άστρα σε καταδέχονται αν τους αφιερώσεις την αγρύπνια σου. Αν ξενυχτάς επάνω στα χαρτιά σου δηλαδή, κι αν ζεις σκυμμένος στη λευκή σελίδα σου.

Και να που ο ποιητής μπαίνει «Νύχτα στον αρχαίο ναό» και βγαίνει με τον ήλιο. Ο χώρος, ο χρόνος, η διάθεση, η όλη σκηνοθεσία, μας δείχνουν τα «σκιρτήματα της χλόης», τις «σπονδές σε κιονόκρανα» και, το κυριότερο, ότι «από σπασμένα μάρμαρα διδαχτήκαμε/ τη σημασία της διάρκειας». Διδαχτήκαμε και του κύκλου τα γυρίσματα. Κι αυτός ο κύκλος που ανεβαίνει, κατεβαίνει και βυθίζεται στα παλιά, ανασύρει ανάσες, νοσταλγία, αισθήματα, λουλούδια· το πρώτο τριαντάφυλλο στην αυλή μάς δίνει δείγμα αιωνιότητας: «είναι η Ομορφιά/ που δεν πεθαίνει με τον θάνατο».

Στο Αλφαβητάρι με υπότιτλο «Εφτάστιχα γυμνάσματα» με μότο από τον Σεφέρη, «Φυραίνει ο τόπος ολοένα χωματένιο σταμνί», συναντιέται με τον Ελύτη και τα δικά του νυχτερινά εφτάστιχα. Εδώ όλα τα γνωστά σύμβολα της ποίησης εμφανίζονται για να προβάλουν μια συνείδηση προβληματισμένη, μελαγχολική, στοχαστική: «Το λαγήνι του ήλιου τσακίστηκε», «Τη νύχτα μας ρούφηξε ένας τυφλός ύπνος», αλλά και μέσα στο κακό «ν’ ανθίσει διάλεξε/ αμετανόητη/ η μυγδαλιά». Η φωνή του ποιητή μάς αφήνει να υποψιαστούμε τον καημό που τον βασανίζει, περνώντας και στον αναγνώστη σαν ίαμα σε τραύμα ανεπούλωτο:

Λάφυρα σκορπισμένα στην πλαγιά/ το ερημοκλήσι τα πλατάνια/ και η αμετάθετη ηλικία του νερού./ Οι αρχαίες κολόνες σαν φυτεμένα δάχτυλα/ θεμέλιο και ρίζα κι αντιστύλι/ στην άκρη του τοπίου./ Ποιος θα μιλήσει γι’ άλλους καιρούς;

Στεκόμαστε για λίγο σε δύο στοιχεία· στην «αμετάθετη ηλικία του νερού» και τις «αρχαίες κολόνες σαν φυτεμένα δάχτυλα». Νερό και κολόνες, ανεπίδεκτα φθοράς, κάνουν το σήμα της νίκης. Όλα τα ποιήματα αυτής της ενότητας με τους ψευδότιτλούς τους μπορούν να θεωρηθούν σχόλιο υπολανθάνον με πολιτική διάσταση. Ο Σικελιανός, αόρατος στο ποίημα, κάνει το νεύμα του. Και λίγο πιο κάτω, το ποιητικό εγώ σαν σαιξπηρικός ήρωας δηλώνει: Ώρα λοιπόν να πηγαίνω./ Σειρά έχουν άλλοι στη σκηνή ν’ απαγγείλουν τα λόγια τους/ Πλαγιάζω κατά κει που αφουγκράζεται η μνήμη» («κοιμούμαι και ο νους μου ξαγρυπνά», θα λέγαμε σεφερικά).

{jb_quote}Έβαλε όλη τη δημιουργική περίοδο της ζωής του σε στίχους και όλοι οι στίχοι του δείχνουν την παιδεία του, την ευαισθησία του, τη σύγκλιση αλλά και απόκλιση από τον αστερισμό της παράδοσης και της γενιάς του.{/jb_quote}

Το νήμα του ποιητικού λόγου μάς οδηγεί με σαφήνεια σε μια «Νέκυια», η οποία δείχνει τις γερές καταβολές του Δασκαλόπουλου ποιητή, ενός που έχει καλά χωνέψει την ελληνική παράδοση και φυσικά ό,τι ελληνικό και ξένο έχει διαβάσει.

Ο «Θούριος», και λόγω τίτλου και λόγω μακρυγιαννικών απόηχων, θυμίζει ’21, καθώς και κάθε εποχή που πλήρωσε με σάρκα και αίμα για να κάνει πράξη τις λέξεις. Συγκλονιστικό το «Μνημόσυνο», ρεαλιστική μέσα στον μύθο και την αλήθεια της «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» με τη μαδημένη κότα και τα πούπουλα της σολωμικής εικόνας. Κι ακόμα, το λαϊκό δρώμενο με τον «υπαίθριο παλαιστή» που γέρασε σπάζοντας τις αλυσίδες του πάλι και πάλι, ο Παρθενώνας και τα «διαγουμισμένα» του μάρμαρα, οι πληγές, τα Δερβενάκια, όλα στοιχεία της Νέκυιας αλλά και της καταγεγραμμένης και επαναλαμβανόμενης ιστορίας και μοίρας του τόπου μας: Η άνοιξη μοσχοβόλαγε – γειτόνισσα του θανάτου. Ο στίχος ενημερώνει όσους νομίζουν πως η άνοιξη είναι μόνο λουλούδια και έρωτες ή εκείνη η ωραία του Μποτιτσέλι, ξεχνώντας τα Πάθη, τη Σταύρωση και την Κάθοδο στον Άδη. Ο Δασκαλόπουλος βρήκε τη «λέξη λίπασμα/ […] προζύμι/ σπόρο/ φύτρα/ γενιά/ μοίρα/ πατρίδα», βρήκε τη λέξη, που σαν το νήμα της Αριάδνης, τον βάζει στον Λαβύρινθο και τον βγάζει πάλι. Στέλνει επιστολές στον Ερμόλαο, καταπιάνεται με τις περιπέτειες των λέξεων που «στάζουν αίμα/ όπως οι τρυπημένες παλάμες του Εσταυρωμένου». Ανηφορίζει «στη λέξη νόστος/ […] / Είναι γλυκύς ο ανήφορος/ και το σούρουπο κάθετο στη λέξη νόστο».

Στη σιωπή τα φάρμακα της λύπης

Λέξεις μνήμες από παλιά δημοτικά τραγούδια, από αρχαία κείμενα, από ποιητές που αγάπησε και μελέτησε. Οι λέξεις, οι τίτλοι, οι αισθήσεις στο βάθος ενός θησαυροφυλακίου χωρίς πάτο, χρονολογίες ορόσημα στον χρόνο, «ένα ποίημα κτέρισμα». «Η ποίηση είναι πορεία/ σε ναρκοπέδιο./ Οι τυχεροί θα επιζήσουνε/ – κι οι γυμνασμένοι». «Η Ποίηση […] είναι το φάντασμα της ζωής./ Και η ζωή είναι ένα ραντεβού με τον θάνατο». Το ποίημα «Spleen (c.2000 μ.Χ.) τρέχει σαν καρυωτακική σάτιρα, ενώ το ποίημα «Των Αφανών» μας θυμίζει εκείνους τους ποιητές «άδοξοι που ’ναι».

Η συλλογή Υπαινιγμοί αναπτύσσεται σε εννέα μέρη, με πέντε ποιήματα: «Βιογραφικό», «Μονοπάτι», «Τοπίο», «Συνάντηση» και «Έξοδος», οκτάστιχα, εκτός του πρώτου και του τέταρτου που είναι δεκαεξάστιχα, ενώ παρεμβάλλονται ιντερμέδια με έξι τρίστιχες στροφές. Η δομή παραπέμπει στη δομή της τραγωδίας. Το «Βιογραφικό» λειτουργεί ως άλλη Είσοδος και το τελευταίο «Έξοδος». Και τα δυο μαζί συνιστούν ένα βιογραφικό και δικό του και της οικογένειας και του πατέρα και της εποχής. Βιογραφούμενος μοιάζει σαν να ψηλαφεί τα γράμματα απάνω στην καρδιά του, σαν να ανακαλεί τους νεκρούς του, την αδειανή καρέκλα του πατέρα, το βλέμμα του το ανήσυχο «λίγο πριν γυρίσει την πλάτη/ κι αναχωρήσει για το παρελθόν» (πείραξα λιγάκι τα ρήματα), συνάντηση με τον πατέρα και με τις λέξεις: «έρωτας θάνατος αιωνιότητα/ κι άλλα ανώμαλα ουσιαστικά της γλώσσας μας» (προσέχω τα ανώμαλα).

Άλλοτε είναι οι εμβληματικοί τόποι –Αλεξάνδρεια, Μυστράς, Θερμοπύλες, Γιάννενα– άλλοτε «…τα του οίκου σου» και, τέλος, τα «Υστερόγραφα». Όλα όμως ενώνουν σε ενιαίο μωσαϊκό μεγάλα και μικρά, κοινά και ιδιωτικά, δικά του και δικά μας συμπαθητικά που μας κάνουν κοινωνούς και εν πολλοίς συνοδοιπόρους του.

di daskalopoulos23Ο Δασκαλόπουλος έβαλε όλη τη δημιουργική περίοδο της ζωής του σε στίχους και όλοι οι στίχοι του δείχνουν την παιδεία του, την ευαισθησία του, τη σύγκλιση αλλά και απόκλιση από τον αστερισμό της παράδοσης και της γενιάς του. Έβαλε τη δική του φωνή να ψάλει παλιά και νέα πάθη. Εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει με τους πεθαμένους του, περισσότερο να τους ακούσει, γι’ αυτό επέλεξε την κατάλληλη λέξη, συνέθεσε τον ανάλογο στίχο, καθοδήγησε τον αναγνώστη του στο ιστορικό γεγονός που υπαινίσσεται, στο δρώμενο όπου αναφέρεται, απέδειξε ότι οι λέξεις του είναι οι «κολόνες» ή τα «δάχτυλα» που λέγαμε πιο πριν. Ο καθένας και το σκαρί του, το κλαδί του, την ακρογιαλιά του, το χώμα και την εξήντα χρόνια ποίησή του· ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος.

 

Τα χρόνια που θά ’ρθουν
Ποιήματα 1958-2018
Δημήτρης Δασκαλόπουλος
Εκδόσεις Πατάκη
σ. 224
ISBN: 978-618-07-0042-8
Τιμή: 18,80€
001 patakis eshop

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *