της Αγάθης Γεωργιάδου
Καταυλισμός είναι ένας χώρος στον οποίο φιλοξενούνται συνήθως προσωρινά πρόσφυγες, άστεγοι ή ταξιδιώτες. Καταυλισμός είναι όμως και η δέκατη πέμπτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέη (εκδόσεις Ύψιλον, 2023), της οποίας ο μονολεκτικός τίτλος υποβάλλει μια αίσθηση παροδικότητας, αστάθειας και ταξιδιού. Σε συνδυασμό μάλιστα με το σχέδιο της Κλάρας Πεκ-Βέη «Ιππόκαμπος» που κοσμεί τη συλλογή, ένα ψάρι που συμβολίζει την πνευματικότητα, το μυστήριο, την καλοτυχία στο ταξίδι, την ομορφιά, την αρμονία και την ισορροπία στη φύση, η ποιητική συλλογή προδιαθέτει τον αναγνώστη για ένα ταξίδι στην άγνωστη και, εν πολλοίς, ανεξερεύνητη ενδοχώρα της ανθρώπινης ύπαρξης, παραπέμποντας ακόμα και στον Καταυλισμό της αισθητικής και της ποιότητας ζωής σε μια εποχή αντιοικολογικής και λοιπής βαρβαρότητας.
Η συλλογή αρχίζει το όμορφο ταξίδι της, λοιπόν, ως λόγος ψυχής, με τα λόγια του Ηράκλειτου («ψυχῆς ἐστι λόγος ἑωυτὸν αὔξων»), ως μια εσωτερική συνομιλία που «αυξάνει απ’ τον εαυτό της», εμβαθύνει, δηλαδή, εις εαυτήν. Αποτελείται από πενήντα επτά ποιήματα εσωστρεφή και σχεδόν κρυπτικά, τα οποία, ωστόσο, σου επιτρέπουν να θρυμματίσεις τον σκληρό πυρήνα τους και να επικοινωνήσεις με το υπόγειο υλικό των σκέψεων, των αναμνήσεων και των εικόνων τους. Διαβάζοντάς τα, συμπορεύεσαι με τους προβληματισμούς, τις ελπίδες και την αγωνία του ποιητή για όσα «μας περιμένουν από αύριο», για το τι θα συμβεί «από δω και πέρα». Τα ποιήματα της συλλογής συνιστούν ένα είδος επαναπροσδιορισμού της θέσης του ποιητή στη ζωή σε σχέση με το παρελθόν υπό τη βαριά σκιά του μέλλοντος και τη συναίσθηση του εφήμερου της ζωής.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Επαναπατρισμός» (σ. 11) λειτουργεί ως σηματωρός, προετοιμάζοντάς μας για τον στοχαστικό προσανατολισμό της. Ο τίτλος υποδεικνύει μια επιστροφή σε γνωστά τοπία μετά από μια περιπλάνηση ή μια περίοδο απομάκρυνσης και μια επανατοποθέτηση στη γραμμή του χρόνου. «Η θερισμένη στην ώρα της σίκαλη», «το άγριο κανναβούρι», η «βελανιδιά στην άκρη του θέρους», η μουσική των πραγμάτων, υποβάλλουν μια ώριμη και μεταιχμιακή ώρα στη χρονογραμμή της ζωής, ενώ το «νεκρομαντείο στη στροφή δεξιά» και η γερακίνα, που είναι «έτοιμη να σ’ αρπάξει για τα καλά» και να χαθείς στον πορφυρό ορίζοντα, αφήνουν στον αναγνώστη μια αίσθηση απειλής και τη διάχυτη αγωνία για το «πώς να δέσουν άραγε όλα μαζί / που μάθαμε ως σήμερα με τόσο κόπο / με όσα μας περιμένουν από αύριο». Το ζευγάρι οι πέρδικες «από την πατρίδα των αναμνήσεων» που κοντοστέκονται και «δείχνουν αμέσως ουρανό», υποδεικνύουν τις δυσκολίες της επανασύνδεσης με τις ρίζες και τη μνήμη («όλες οι σημασίες βέβαια στ’ αγκάθια/στ’ αγριόχορτα οι αλήθειες»).
Είναι φανερό πως ο Καταυλισμός ότι είναι ποίηση εσωτερικής ενατένισης, όπως οι περισσότερες συλλογές του Γιώργου Βέη. Ο ποιητής επικοινωνεί με τις θραυσματικές του μνήμες, με τόπους της πατρίδας του ή τοπία που τον σημάδεψαν, προσεγγίζοντας με στοχασμό ό,τι τον περιβάλλει, στην προσπάθειά του να κατανοήσει το ανείπωτο. Στο ποίημα «Εξάρτηση» (σ. 12) λ.χ., μέσα από το παράδειγμα της αντοχής των βάτων στην ξηρασία, ο ποιητής προβάλλει τη σημασία της ανθεκτικότητας και της επιμονής που απαιτείται για να αντέξει κανείς στα δύσκολα, για να μείνει όρθιος, παρά την ακλόνητη βεβαιότητα της «αιθάλης του τίποτα». Μαθαίνει όμως από τη φύση τα μυστικά της επιβίωσης και παίρνει δυνάμεις από την «πίστη στο χώμα» και στο παρελθόν, καθώς κι από τη μνήμη που αποτελεί τη μόνη πηγή αθανασίας («Όμως το νερό παραμένει σταθερά η αθανασία»). Την αξία της μνήμης για τον άνθρωπο ως πηγής αλήθειας τονίζει ο ποιητής και στο ποίημα «Με τον αμπελοσαλίγκαρο» (σ. 27), όπου με τη φράση του Παρμενίδη «η μνήμη σημαίνει υπεροχή του φωτός» δείχνει, ίσως, πως η μνήμη μάς επιτρέπει να ανακαλύψουμε την πραγματική ουσία των πραγμάτων και να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της συλλογής, γνώριμο γενικότερα στο έργο του Βέη, είναι η χρήση εικόνων της φύσης για την αισθητοποίηση συναισθηματικών καταστάσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ποίημα «Δε θα πάω σήμερα, έχει γραίγο» (σ. 33), όπου η επιθυμία του ποιητή να επιστρέψει «στο ίδιο το όνειρό του», στην αίσθηση της ασφάλειας και της ευτυχίας, εικονοποιείται με την αγαπημένη του θάλασσα, που συνιστά γι’ αυτόν «τη γυναίκα, τα παιδιά του, τον αγέρα, τον κόσμο του». Με «το νεύμα ενός γλάρου» αρχίζει το ταξίδι του, το οποίο όμως γρήγορα αναστέλλεται ανεξάρτητα από τα «θέλω και μπορώ» του, αφού ο πόνος και η φυρονεριά απειλούν να τον απομακρύνουν από το όνειρο.
Στο υπόβαθρο και αυτής της συλλογής συνυπάρχουν τρία στοιχεία: το οντολογικό ως μια προσπάθεια κατανόησης της φύσης των πραγμάτων, το υπαρξιακό ως η αγωνία για την αναζήτηση της αλήθειας, και το ερωτικό ως ο «δαίμονας της επιθυμίας» που ωθεί στην ανακάλυψη της κρυφής αλήθειας των πραγμάτων, έστω κι αν αυτή συχνά είναι αμφισβητούμενη («Κάποια στιγμή το απομεσήμερο / έγειρα προς τη μεριά των πεύκων / δεν σε καλοείδα μέσα σε τόση σκόνη / που είχε σηκώσει ο δαίμονας της επιθυμίας / αυτός που διψάει όχι για το αίμα / αλλά για τη δική μας την αλήθεια / την κρυφή / που υποψιάζεται όμως / ότι μπορεί να είναι το ψεύδος / η απάτη μιας ολόκληρης ζωής», «Περιποίηση», σ. 38).
Σε όλο το ταξίδι ο ποιητής προσπαθεί να κρατηθεί γερά στη μνήμη και να προφυλάξει όσα πράγματα έχουν αξία γι’ αυτόν. Θέλει να τα θυμάται όπως ήταν ακριβώς («να θυμηθώ, να θυμηθώ), καρφιτσωμένα σταθερά «στο μέσα μέρος του νου του», να τα έχει όλα σκεφτεί και να τα βρει όλα ίδια, αυθεντικά, χωρίς φθορά («ούτε ένα σπασμένο παράθυρο / ούτε μια ρυτίδα στον τοίχο / ή στην εξώπορτα», «Λεξικό των αποχαιρετισμών», σ. 78).
Στο σύνολό της η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέη διερευνά θέματα όπως το εφήμερο της ζωής, ο ρόλος της μνήμης και η «πατρίδα των αναμνήσεων», η αναζήτηση της ταυτότητας, η φύση της αλήθειας. Χρησιμοποιώντας μεταφορικές εικόνες και συμβολισμούς, ο ποιητής προσκαλεί τον αναγνώστη να ανακαλύψει μέσα από τους στίχους του τις δικές του εμπειρίες, να σκάψει στις δικές του «σπηλιές» και στους βυθούς του υποσυνειδήτου του, εκεί όπου συμπλέκονται οι μνήμες, οι φόβοι, τα όνειρα, οι επιθυμίες, οι σκέψεις και οι ορμές.
Ο Καταυλισμός μπορεί να μεταγγίζει ως τίτλος ένα αίσθημα μελαγχολίας για το εφήμερο της ανθρώπινης ζωής, αφήνει, ωστόσο, και μια αίσθηση διάρκειας, ίσως γιατί η ποίηση του Βέη βρίσκεται στην καλή και τη γλυκιά της ώρα, στην ωριμότερη φάση της, ίσως και γιατί τα ποιήματά του εκπέμπουν κάτι από την αιωνιότητα των πιο ανθεκτικών φυσικών στοιχείων που εξυμνούνται σ’ αυτά: της βελανιδιάς, των θάμνων, των δασών, της λωτίας, του ευκάλυπτου, των σφενδάμων, του κυπαρισσιού, της μουριάς. Δεν χρειάζεται να τα κατανοήσεις πλήρως. αρκεί ν’ ακούσεις τους ήχους τους, να οσφρανθείς το άρωμά τους, ν’ απολαύσεις τις εικόνες τους, να συμπορευτείς με τους στοχασμούς τους.