ceb4ceadcebaceb1 cf84ceb7cebbceb5ceb3cf81ceb1cf86ceaecebcceb1cf84ceb1 cf84cebfcf85 john berger cebcceb5cf84ceaccf86cf81ceb1cf83ceb7 cf84

Δημοσιεύω σήμερα ένα δοκίμιο του μαρξιστή συγγραφέα Τζον Μπέρτζερ (ή Τζον Μπέργκερ, 1926-2017) σε μετάφραση του φίλου μας Missing Ink, κατά κόσμον Γιάννη Πολύζου. Ο Γιάννης  πέρυσι μάς έδωσε ένα απόσπασμα από το αντιπολεμικό μυθιστόρημα Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του, του συγγραφέα Ντάλτον Τράμπο και ύστερα ένα διήγημα της Σύλβιας Πλαθ, και τα σχόλιά σας τον ενθάρρυναν να δοκιμάσει να μεταφράσει και το σημερινό  κείμενο, που δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Στον εδώ τίτλο συντομεύω ελαφρώς τον τίτλο του άρθρου, που είναι  «Δέκα τηλεγραφήματα σχετικά με τον χώρο» (Ten Dispatches about Place). 

Για  τον Τζον Μπέρτζερ, μια σύντομη νεκρολογία υπάρχει εδώ. H φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο είναι της Anabell Guerrero με τίτλο «Το μάτι, το χέρι» (« l’Œil, la Main »), από τη σειρά «Οι πρόσφυγες» (1997) και συνόδευε τη δημοσίευση  του άρθρου του Μπέρτζερ στη Μοντ Ντιπλοματίκ.

guerrero berger 85b70

John Berger

Δέκα τηλεγραφήματα σχετικά με τον χώρο

1

Κάποιος με ρώτησε πρόσφατα: παραμένεις μαρξιστής; Ποτέ στο παρελθόν η ερήμωση που έχει προκαλέσει το κυνήγι του κέρδους, έτσι όπως το επιβάλλει ο καπιταλισμός, δεν υπήρξε τόσο εκτεταμένη όσο σήμερα. Αυτό το γνωρίζουν σχεδόν οι πάντες. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να μην ανατρέξουμε στον Μαρξ ο οποίος προφήτεψε και ανέλυσε τούτη την καταστροφή; Η απάντηση ενδεχομένως είναι πως ο κόσμος, πολύς κόσμος, έχει χάσει τον πολιτικό προσανατολισμό του. Δίχως χάρτη, δεν ξέρει πού βαδίζει.

2

Καθημερινά οι άνθρωποι ακολουθούν σήματα που τους δείχνουν τον δρόμο για κάποιον άλλο προορισμό, πέρα από το σπίτι τους. Πινακίδες στις οδούς, επιγραφές που υποδεικνύουν την πύλη επιβίβασης ή τον τερματικό σταθμό. Κάποιοι ταξιδεύουν για διασκέδαση, άλλοι για λόγους επαγγελματικούς, πολλοί άλλοι, τέλος, παίρνουν τους δρόμους κυνηγημένοι απ’ την απώλεια ή την απελπισία. Ολοκληρώνοντας το ταξίδι τους, αντιλαμβάνονται ότι δεν έφτασαν στο μέρος όπου τους οδήγησαν τα σχετικά σήματα. Το σημείο στο οποίο βρίσκονται έχει τις σωστές συντεταγμένες, την τοπική ώρα και το νόμισμα που θα ’πρεπε να έχει, στερείται όμως τη βαρύτητα του πραγματικού προορισμού τους.

Βρίσκονται λίγο πιο δίπλα από το μέρος που είχαν επιλέξει. Η απόσταση που τους χωρίζει απ’ αυτό, απροσμέτρητη. Ίσως το πλάτος μιας λεωφόρου. Ή η διαδρομή ως την άλλη άκρη του σύμπαντος. Ο τόπος έχει χάσει ό,τι τον καθιστούσε προορισμό. Έχει χάσει το βιωματικό του πεδίο.

Μερικές φορές ορισμένοι απ’ αυτούς τους ταξιδιώτες ακολουθούν μια προσωπική πορεία και βρίσκουν το μέρος όπου επιθυμούσαν να φτάσουν, πράγμα που συχνά αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι φαντάζονταν, ακόμη κι αν η χαρά της ανακάλυψης είναι ανείπωτη. Πολλοί άλλοι δεν τα καταφέρνουν ποτέ. Αποδέχονται τα σήματα που συναντούν κι είναι σαν να μην ταξιδεύουν, σαν να μένουν για πάντα κολλημένοι στο ίδιο σημείο.

 

3

Κάθε μήνα εκατομμύρια άνθρωποι αφήνουν τα σπίτια τους. Φεύγουν γιατί πλέον δεν έχουν τίποτα εκεί, τίποτα εκτός από τα πάντα, τα οποία δε φτάνουν για να θρέψουν τα παιδιά τους. Κάποτε αρκούσαν. Αυτή είναι η φτώχεια του νέου καπιταλισμού.

Έπειτα από ατέλειωτα, φριχτά ταξίδια, αφού έχουν γνωρίσει την απανθρωπιά του κόσμου κι έχουν μάθει να εμπιστεύονται το μοναδικό και αλύγιστο κουράγιο τους, οι μετανάστες καταλήγουν να περιμένουν την ανταπόκρισή τους σε κάποιον ξένο σταθμό. Κι εκεί, το μόνο που τους έχει απομείνει απ’ την πατρίδα είναι ο εαυτός τους: τα χέρια τους, τα μάτια τους, τα πόδια τους, οι ώμοι, τα κορμιά, τα ρούχα που φοράνε και τα κουρέλια που ρίχνουν πάνω τους για να κοιμηθούν, αφού δε βρίσκεται στέγη για να τους προστατέψει.

Σε κάποιες φωτογραφίες που τράβηξε η Αναμπέλ Γκερερό στο καταφύγιο του Ερυθρού Σταυρού για πρόσφυγες και μετανάστες στο Σανγκάτ (κοντά στο Καλαί), μπορούμε να δούμε πώς τα δάχτυλα ενός ανθρώπου είναι ό,τι μένει από ένα μικρό κομμάτι καλλιεργημένης γης, οι παλάμες του ό,τι μένει από την κοίτη ενός ποταμού, και πώς τα μάτια του είναι μια οικογενειακή συγκέντρωση στην οποία δε θα είναι παρών.

 

4

«Κατεβαίνω τα σκαλιά στο μετρό για να πάρω τη γραμμή Β. Χαμός γίνεται. Εσύ πού είσαι; Σοβαρά;! Τι καιρό κάνει; Μπαίνω στο τρένο –τα λέμε…»

Από τα δισεκατομμύρια συνδιαλέξεων μέσω κινητού τηλεφώνου που διεξάγονται κάθε ώρα στις πόλεις και τα προάστια του κόσμου, οι περισσότερες, είτε πρόκειται για προσωπικές είτε για επαγγελματικές κλήσεις, ξεκινούν με μια κουβέντα που αφορά τη γεωγραφική θέση των ομιλητών. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να προσδιορίσουν αμέσως πού βρίσκονται. Λες και τους καταδιώκει η αμφιβολία ότι μπορεί να βρίσκονται στο πουθενά. Περικυκλωμένοι από τόσες αφηρημένες ιδέες και έννοιες, χρειάζεται να επινοήσουν και να μοιραστούν τα δικά τους εφήμερα σημεία αναφοράς.

Έχουν περάσει τριάντα και πλέον χρόνια από την εποχή που ο Γκι Ντεμπόρ προφητικά έγραφε: «…η συσσώρευση προϊόντων μαζικής παραγωγής για τον αφηρημένο χώρο της αγοράς, όπως ακριβώς συνέτριψε όλους τους τοπικούς και νομικούς φραγμούς, μαζί με όλους τους συντεχνιακούς περιορισμούς του Μεσαίωνα που διατηρούσαν την ποιότητα των χειροποίητων αγαθών, κατέστρεψε επίσης την αυτονομία και την ποιότητα των τόπων».

Από- ή μετεγκατάσταση είναι ο όρος κλειδί για το σημερινό παγκόσμιο χάος. Όρος που δεν αναφέρεται μόνο στην πρακτική των εταιρειών να μεταφέρουν την παραγωγή εκεί όπου τα εργατικά χέρια είναι φθηνότερα και οι κανονισμοί ελάχιστοι. Περιέχει επίσης το όφσορ παρανοϊκό όνειρο της νέας ανερχόμενης εξουσίας: το όνειρο να υπονομεύσει το κύρος και την αξιοπιστία όλων των τόπων που υπήρξαν ποτέ, έτσι ώστε ο κόσμος ολάκερος να γίνει μια ενιαία, ρευστή αγορά.

Ο καταναλωτής είναι κατ’ ουσίαν κάποιος που νιώθει ή αναγκάζεται να νιώσει χαμένος, εφόσον δεν καταναλώνει. Τα ονόματα των εταιρειών και τα λογότυπά τους γίνονται τα τοπωνύμια του Πουθενά.

Στο παρελθόν μια συνηθισμένη τακτική όσων υπερασπίζονταν την πατρίδα τους ενάντια σε κατακτητές ήταν να αλλάζουν τις πινακίδες στον δρόμο, ώστε η ταμπέλα που δείχνει προς ΣΑΡΑΓΟΣΑ να είναι στραμμένη στην αντίθετη κατεύθυνση, προς ΜΠΟΥΡΓΟΣ. Σήμερα είναι οι ξένοι εισβολείς και όχι οι αμυνόμενοι που αλλάζουν τις πινακίδες για να προκαλέσουν σύγχυση στους ντόπιους πληθυσμούς, σχετικά με το ποιος κυβερνάει ποιον, σχετικά με τη φύση της ευτυχίας, το μέγεθος της οδύνης ή τον δρόμο για την αιωνιότητα. Στόχος δε όλων αυτών των παραπλανήσεων είναι να πείσουν τον κόσμο πως η ιδιότητα του πελάτη είναι η έσχατη σωτηρία.

Κι ωστόσο εκείνο που καθορίζει έναν πελάτη είναι το σημείο όπου ολοκληρώνει τις αγορές του και πληρώνει, όχι ο τόπος όπου ζει και πεθαίνει.

 

5

Μεγάλες εκτάσεις που κάποτε υπήρξαν αγροτικές περιοχές μετατρέπονται σε ζώνες. Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας ποικίλλουν ανάλογα με την ήπειρο –Αφρική, Κεντρική Αμερική ή Νοτιοανατολική Ασία. Ο αρχικός διαμελισμός ωστόσο υπαγορεύεται πάντοτε από αλλού και από συμφέροντα εταιρειών οι οποίες επιδιώκουν μόνο να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους για συσσώρευση πλούτου και δύναμης, πράγμα που σημαίνει οικειοποίηση των φυσικών πόρων (αλιεύματα στη λίμνη Βικτόρια, ξυλεία στον Αμαζόνιο, πετρέλαιο οπουδήποτε μπορεί να βρεθεί, ουράνιο στην Γκαμπόν κ.ο.κ.), ανεξαρτήτως σε ποιον ανήκει η γη ή το νερό. Η εκμετάλλευση που ακολουθεί, σύντομα απαιτεί αεροδρόμια, στρατιωτικές και παραστρατιωτικές βάσεις που θα διασφαλίσουν αυτές τις πρώτες ύλες, και συνεργασία με την τοπική μαφία. Πόλεμοι μεταξύ φυλών, λιμοί και γενοκτονίες ενδέχεται να ενσκήψουν.

Οι κάτοικοι τέτοιων περιοχών χάνουν κάθε αίσθηση εντοπιότητας: τα παιδιά μένουν ορφανά (ακόμη κι αν δεν είναι), οι γυναίκες γίνονται σκλάβες, οι άντρες στρέφονται στην παρανομία. Άπαξ και συμβεί αυτό, η προσπάθεια να αποκατασταθεί οποιαδήποτε έννοια οικογενειακής ζωής θα πάρει γενιές ολόκληρες. Κάθε μέρα που περνάει δίχως τούτη η συσσώρευση να διακόπτεται, παρατείνει την παραμονή του χρόνου και του χώρου στη ζώνη του Πουθενά.

 

6

Στο μεταξύ –και η πολιτική αντίσταση συχνά ξεκινάει «στο μεταξύ»– το σημαντικότερο που πρέπει να κατανοήσουμε και να θυμόμαστε είναι ότι όσοι κερδίζουν απ’ το τωρινό χάος έχουν τοποθετήσει τους δικούς τους ανθρώπους στα ΜΜΕ, οι οποίοι διαρκώς παραπληροφορούν και αποπροσανατολίζουν. Οι ανακοινώσεις κι οι εξαγγελίες τους δεν πρόκειται να βοηθήσουν κανέναν να βρει τον δρόμο του.

Την ίδια στιγμή ωστόσο η τεχνολογία της πληροφόρησης, που ανέπτυξαν οι εταιρείες και οι στρατοί τους προκειμένου να εξουσιάζουν το Πουθενά τους πιο αποτελεσματικά, χρησιμοποιείται από κάποιους άλλους ως πλατφόρμα επικοινωνίας σ’ όλες τις άκρες του Παντού, προς την πραγμάτωση του οποίου αυτοί οι τελευταίοι αγωνίζονται σκληρά.

Ο αντιλέζος συγγραφέας Εντουάρ Γκλισάν το θέτει ωραία: «…για ν’ αντισταθείς στην παγκοσμιοποίηση δε χρειάζεται να αρνηθείς την έννοια της παγκοσμιότητας, αλλά να φανταστείς τι θα έδιναν ως άθροισμα όλες οι πιθανές τοπικές ιδιαιτερότητες και να επιμείνεις στην ιδέα ότι εφόσον μία και μόνο ιδιαιτερότητα απουσιάζει, η παγκοσμιότητα δεν είναι ό,τι θα όφειλε».

Ορίζουμε τα δικά μας σημεία αναφοράς, δίνοντας τοπωνύμια, ανακαλύπτοντας την ποίηση των τόπων. Ναι, στο Μεταξύ υπάρχει ποίηση για ν’ ανακαλύψουμε.

Γκάρεθ Έβανς:

Καθώς η πλίνθος του απογεύματος φυλάει τη ρόδινη ζεστασιά του ταξιδιού
καθώς για ν’ ανασάνει το ρόδο πετάει ένα μπουμπούκι
κι ανθίζει σαν τον άνεμο
καθώς οι σημύδες ψιθυρίζουν τις ιστορίες του ανέμου στους βιαστικούς
οδηγούς των φορτηγών
καθώς τα φύλλα των χαμόδεντρων βαστούν το φως
που η μέρα θαρρεί πως έχασε
καθώς η φωλιά στον καρπό του χεριού της τρέμει όπως το στήθος του σπουργίτη
στον μανιασμένο αέρα
και σαν την επωδό της γης –βρες τα μάτια τους στον ουρανό
φέρε κοντά τα σώματά τους μες στο σκοτάδι που πυκνώνει

Και κράτα στη θύμηση ό,τι αγαπάς

 

7

Το Πουθενά τους παράγει μια παράδοξη, καθότι ανήκουστη, αντίληψη για τον χρόνο. Τον ψηφιακό χρόνο. Ένας χρόνος που μετράει συνέχεια, χωρίς να γνωρίζει μέρα και νύχτα, εποχές, γέννηση και θάνατο. Αδιάφορος όπως το χρήμα. Όμως παρόλο που είναι συνεχής, είναι απολύτως μονοδιάστατος. Ο χρόνος του παρόντος, αποκομμένος από το παρελθόν και το μέλλον. Εντός του μόνο το παρόν βαραίνει, τα άλλα δύο στερούνται σημασίας. Ο χρόνος δεν είναι πλέον κιονοστοιχία, παρά μία απομονωμένη κολόνα από μονάδες και μηδενικά. Ένας κάθετος χρόνος που δεν τον πλαισιώνει τίποτα, πέρα από την απουσία.

Διαβάστε μερικές σελίδες Έμιλι Ντίκινσον κι έπειτα πηγαίνετε να δείτε το φιλμ του Φον Τρίερ Dogville. Στην ποίηση της Ντίκινσον η παρουσία του αιώνιου μας περιμένει σε κάθε παύση. Η ταινία, αντιθέτως, μας δείχνει με σκληρό τρόπο τι συμβαίνει όταν εξαφανίζεται κάθε ίχνος του από την καθημερινή ζωή. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι λέξεις, και η γλώσσα που αρθρώνουν, χάνουν την ουσία τους.

Στα πλαίσια του ψηφιακού χρόνου, σ’ ένα απομονωμένο παρόν, είναι αδύνατο να εντοπιστούν ή να εγκαθιδρυθούν σημεία αναφοράς.

 

8

Ας δοκιμάσουμε να προσανατολιστούμε με μια άλλη νοοτροπία περί χρόνου. Το αιώνιο, σύμφωνα με τον Σπινόζα, είναι τώρα. Δεν είναι κάτι που μας περιμένει, παρά αυτό που συναντούμε σ’ εκείνες τις σύντομες μα αχρονικές στιγμές, όπου υπάρχει ενότητα και κάθε είδους ανταλλαγή είναι δυνατή.

Η Ρεμπέκα Σόλνιτ στο Ελπίδα στο Σκοτάδι, ένα βιβλίο που όλοι μας οφείλουμε να διαβάσουμε άμεσα, παραθέτει τη σαντινίστα ποιήτρια Γιοκόντα Μπέλι, η οποία περιγράφει τη στιγμή που μαζί με τους συντρόφους της ανέτρεψαν τη δικτατορία του Σομόσα στη Νικαράγουα: «Δυο μέρες που ένιωθες σαν να μας περιέβαλλε ένα μαγικό, πανάρχαιο ξόρκι, μεταφέροντάς μας στον καιρό της Γένεσης, στην απαρχή της δημιουργίας του κόσμου». Το γεγονός πως οι ΗΠΑ κι οι μισθοφόροι τους αργότερα νίκησαν τους Σαντινίστας, με κανέναν τρόπο δεν υποβαθμίζει τούτη τη στιγμή, η οποία υπάρχει στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

 

9

Κάνα χιλιόμετρο πιο κάτω από δω που κάθομαι και γράφω, είναι ένα λιβάδι όπου βόσκουν τέσσερα γαϊδούρια, δυο θηλυκά με τα μικρά τους. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα μικροκαμωμένη ράτσα. Τα αυτιά τους έχουν μια μαύρη μπορντούρα στις άκρες, κι όταν τα τεντώνουν μόλις που φτάνουν το πιγούνι μου. Τα γαϊδουράκια, μερικών εβδομάδων μόνο, μοιάζουν με μεγάλα τεριέ, με τη διαφορά ότι τα κεφάλια τους έχουν σχεδόν το ίδιο μέγεθος με το υπόλοιπο σώμα.

Σκαρφαλώνω τον φράχτη και κάθομαι στο χώμα, ακουμπώντας με την πλάτη στον κορμό μιας μηλιάς. Τα γαϊδούρια έχουν αφήσει τα ίχνη τους στο λιβάδι και κάποια περνούν κάτω από πολύ χαμηλά κλαδιά –εγώ θα ’πρεπε να διπλωθώ στα δύο για να περάσω. Στέκονται και με παρακολουθούν. Υπάρχουν δυο σημεία όπου δεν έχει καθόλου χόρτο, μόνο κοκκινόχωμα, και σ’ έναν απ’ αυτούς τους κύκλους έρχονται πολλές φορές τη μέρα για να κυλιστούν με τη ράχη. Πρώτα οι μητέρες, έπειτα τα μικρά. Τα μικρά έχουν ήδη μια μαύρη ρίγα κατά μήκος των ώμων.

Τώρα με πλησιάζουν. Μου έρχεται η μυρωδιά της βοσκής και η οσμή τους –πιο διακριτική από κείνη των αλόγων. Τα θηλυκά αγγίζουν με το σαγόνι την κορυφή του κεφαλιού μου. Οι μουσούδες τους είναι λευκές. Γύρω απ’ τα μάτια τους μαζεύονται δεκάδες μύγες που βρίσκονται σε διαρκή αναστάτωση, αντίθετα από τα απορημένα βλέμματα των γαϊδουριών.

Αν σταθούν στη σκιά δίπλα στον φράχτη οι μύγες φεύγουν, κι εκείνα μπορούν να μείνουν σχεδόν ακίνητα για μισή ώρα. Στη σκιά, μες στο καταμεσήμερο, ο χρόνος κυλάει αργά. Όταν ένα από τα μικρά βυζαίνει (το γαϊδουρινό γάλα είναι το κοντινότερο στο ανθρώπινο), τα αυτιά της μητέρας χαμηλώνουν προς τα πίσω και δείχνουν την ουρά της.

Περιτριγυρισμένος απ’ αυτά τα τέσσερα γαϊδούρια μες στο φως του ήλιου, εστιάζω την προσοχή μου στα πόδια τους, και τα δεκάξι. Πόσο ευλύγιστα είναι, πόσο λεπτά κι ακόμη πόσο συγκρατημένα και σίγουρα (τα πόδια των αλόγων δε στέκονται δευτερόλεπτο, αν το καλοσκεφτείς). Τα πόδια αυτά είναι φτιαγμένα για ν’ ανεβαίνουν βουνά όπου κανένα άλογο δε φτάνει, για να κουβαλούν φορτία τα οποία ούτε φαντάζεσαι, αν απομονώσεις τα γόνατα, τις γάμπες, τα καλάμια, τους τένοντες, τα κότσια, τις οπλές! Πόδια γαϊδάρων.

Απομακρύνονται σιγά σιγά, σκύβοντας τα κεφάλια, μασουλώντας, ενώ κρατούν τ’ αυτιά τους τεντωμένα· τα παρακολουθώ, με τα μάτια μισόκλειστα. Στις ανταλλαγές μας, όποια μορφή κι αν έχουν, στη μεσημεριάτικη παρέα που μοιραζόμαστε, λανθάνει ένα συναίσθημα που μπορώ να το περιγράψω μοναχά ως ευγνωμοσύνη. Τέσσερα γαϊδούρια σ’ ένα λιβάδι, τον μήνα Ιούνιο του έτους 2005.

 

10

Ναι, μεταξύ άλλων, παραμένω μαρξιστής.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *