Γυναικών τε
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
εκδόσεις Εύμαρος
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Για το άλλο μισό ενός κοινού ουρανού • Fractal (fractalart.gr)
Για το άλλο μισό ενός κοινού ουρανού
Δύο διαφορετικές όψεις του
κόσμου, δύο τρόποι αντίληψης; Θα έπρεπε όλα κοινά να είναι, μια σύγκλιση
απόψεων, μια σύμπλευση αγαστή, χωρίς παρακαμπτήριους δρόμους, χωρίς υπεκφυγές,
παραποιήσεις, υποκρισίες. Θα έπρεπε να ενδιαφέρει ο άνθρωπος, έτσι όπως (ανεξαρτήτως
φύλου) στέκεται ανήμπορος απέναντι σε μηχανισμούς ισοπέδωσης αξιών και
καταπάτησης δικαιωμάτων. Κι όμως, αιώνες κοινωνικής διαμόρφωσης και πολιτικής
σκοπιμότητας, επίπονη δουλειά των στερεοτύπων μέσα από θεσμούς και σκόπιμες
νομικές κατοχυρώσεις, έχουν σμιλέψει περίτεχνα τις πλασματικές αντιθέσεις, τον
άκαρπο ανταγωνισμό, και, φυσικά, την ανισότητα. Μια ανισότητα που φαντάζει «φυσική»,
έτσι όπως ο χρόνος έχει διαμορφώσει τις νοοτροπίες, παντοδύναμες να
αντιστέκονται ακόμα κι όταν ο νομοθέτης καινοτομεί και υπερβαίνει τα ειωθότα.
Έστω. Απομένουν κάποιες φωνές, συνήθως γυναικείες, να μιλούν για το αυτονόητο.
Πιο σπάνια, ακούμε και τη φωνή του «άλλου», από την αντίπερα όχθη, εκεί που τον
έχουν τοποθετήσει αιώνες αντιπαλότητας. Και τότε, μια τέτοια κίνηση κάνει τη
διαφορά.
Δεν ξαφνιάζει, βέβαια, ότι
αυτή η άλλη φωνή ανήκει στον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, καθώς γνωστή η ευαισθησία
του, η τοποθέτησή του πάντα απέναντι στην αδικία. Αφιερωμένη η ποιητική του
συλλογή (έκπληξη αυτό ή μήπως, έτσι κι αλλιώς, έχει την ποίηση μέσα του ο
ικανός πεζογράφος;) στη γυναίκα.
Πότε ως απρόσωπη (ποια η
ανάγκη ονόματος;) διαρκής παρουσία (μάνα, ερωμένη, φίλη) να στοιχειώνει τη ζωή
του, να τον οδηγεί από την πιο υψηλή απόλαυση στα πιο απύθμενα βάθη, ξανά και
ξανά στο ίδιο ποτάμι, κι ας λέει ο «σκοτεινός» φιλόσοφος πως αυτό είναι
αδύνατον, να προσεγγίζεται ποιητικά με μοναδική ευαισθησία.
–
Εγώ πάλι θα κοκκινίζω ενώπιόν σου κρατώντας ένα
μπουκέτο παπαρούνες, όπως ένα παιδί στη χούφτα του μια πεταλούδα./ Νιώθοντας τα
φτερά να σπαρταράνε στην παλάμη του, ώσπου το πέταγμα να μείνει ανάμνηση ενός
πετάγματος. […]
–
Κοίτα με,
χιλιετίες τώρα που ξεβράζομαι ναυαγός στις εκβολές σου. Δεν ξέρω πώς και γιατί,
αλλά κάθε φορά είναι η πρώτη φορά μαζί σου.
Πότε, πάλι, με όνομα, να
παραπέμπει σε γεγονότα σύγχρονα ή διαχρονικά, σε μύθους ή σε αλήθειες (αν
υπάρχει, τελικά, καμία διαφορά).
–
Είσαι η Πηνελόπη, η Αριάδνη, η Μαρία Μαγδαληνή, η
Παναγιά Παρθένα, η Υπατία, η Ειρήνη η Αθηναία, η Ιωάννα της Λορένης, η
Μπουμπουλίνα, η Βαγγελίτσα Κουσιάνζα, η σιδερωμένη Σπυριδούλα, η Μόνικα Γκιουζ,
η Γαρυφαλλιά, η Δώρα, η Καρολάιν και η πνιγμένη Ελένη Τοπαλούδη.
Κι ανάμεσά τους ένα
μνημόσυνο, πιο προσωπικό αυτό, για μια παρουσία που χρειάζεται τη μνήμη για να
εξακολουθεί να ζει, έστω στο όνειρο μέσα.
–
Θυμάμαι ότι φοβόσουνα τις νύχτες. Ιδού λοιπόν οι
πυγολαμπίδες της δικής μου μνήμης. Ελπίζω να φωτίζουν τα σκοτάδια σου.
Ίσως το πιο σημαντικό σε
τούτον τον ποιητικό λόγο να μην είναι τόσο η μνεία της γυναίκας εν συνόλω, κι
ας σπανίζει κάτι ανάλογο. Θαρρώ το πιο σπουδαίο είναι ότι νιώθει τη θέση του
αρσενικού απέναντί της, με όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει, τους ρόλους που του έχουν
κατασκευάσει, και που τους υπηρετεί, σε έναν κόσμο με ανδρικό το πρόσωπο του
θεού του, με μια λογική τεχνηέντως εφαρμοσμένη στη γραμματική της γλώσσας, με
την πρόταξη πάντοτε του αρσενικού γένους, ώστε να μην υπάρξει καμία σκέψη
πιθανής διαφοροποίησης.
–
Κι εγώ δεν είμαι μόνο εγώ.
–
Είμαι ο μάγος της φυλής, ο μύστης των ιερών, ο αρχηγός
της κοινότητας, ο αοιδός, ο βασιλιάς της χώρας, ο ιεροεξεταστής, ο εξομολόγος,
ο δάσκαλος με τον ξύλινο χάρακα, ο χωροφύλακας, ο ερωτύλος εραστής, ο
προστατευτικός αδελφός, ο αυστηρός πατέρας και πάνω απ’ όλα είμαι ο νόμιμος
σύζυγός σου.
Μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο ο
Χατζημωυσιάδης καταθέτει την ποίησή του. Μια ποίηση που μοιάζει σε κάποια
σημεία της με συμπτυγμένο δοκιμιακό λόγο:
–
Δεν ξέρω αν ανεπαρκώ εγώ ή αν ανεπαρκούν οι λέξεις ή
αν κι οι δυο μαζί ανεπαρκούμε. Όσον αφορά εσένα κι εμένα, πολύ φοβάμαι ότι η
αλήθεια θα κείται πάντα παραπέρα.
Όχι ότι αλλάζει κάτι, η
κραυγή παραμένει όπως και η ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει το θέμα του. Κι
αν αυτή η τελευταία διαπίστωση μοιάζει να μας απομακρύνει από τα ποιητικά
πράγματα, έρχεται πάλι ο ποιητής να απογειώσει τις λέξεις του σε ποιητικό
σύμπαν.
–
Μαζεύομαι στην άκρη φοβισμένος. Ο καταραμένος όφις
αρχίζει να ξυπνάει ανάμεσα στα σκέλη μου.
–
Σηκώνεται η αυλαία. Στρέφεις τριγύρω σου το βλέμμα και
κοιτάς σιωπηλή. Στέκομαι χιλιετίες τώρα και περιμένω να μιλήσεις.
Αλήθεια, η ποίηση μπορεί
να μιλήσει με τον καλύτερο τρόπο για τούτη τη σιωπή αιώνων.
Διώνη Δημητριάδου