ceb3cebbcf8ecf83cf83ceb1 cebaceb1ceb9 cebacebfceb9cebdcf89cebdceafceb1 cebcceadcf81cebfcf82 2cebf ceb3cebbcf89cf83cf83ceb9cebacf8c

Συνεχίζω σήμερα με το δεύτερο μέρος του άρθρου του Παπαδιαμάντη  «Γλώσσα και κοινωνία», το πρώτο μέρος του οποίου είχαμε διαβάσει την προηγούμενη  Παρασκευή.

Όπως είχαμε πει, στο άρθρο αυτό ο Παπαδιαμάντης κάνει παρατηρήσεις για τη γλώσσα όχι βέβαια επιστημονικές, αφού μάλιστα την  εποχή εκείνη η γλωσσολογία βρισκόταν στα σπάργανα, αλλά από τη σκοπιά του μαχόμενου γραφιά, που έχει λιώσει τόσα μολύβια να μεταφράζει και να αρθρογραφεί για τα προς το ζην.

Το άρθρο του Παπαδιαμάντη αρχικά δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αλήθεια, σε τέσσερις συνέχειες, τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1907. Η πρώτη συνέχεια δεν είχε κάποια ένδειξη, ενώ οι επόμενες σημαίνονταν ως Α΄, Β΄ και Γ΄. Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύτηκαν και διηγήματα του Παπαδιαμάντη, ανάμεσά τους και το έως το 2012 ανεύρετο «Η νοσταλγία του Γιάννη», που είχα την τιμή και τύχη να το ανακαλύψω αναδημοσιευμένο στο λαϊκό περιοδικό Οικογένεια.

Λοιπόν,  ο λόγος στον Παπαδιαμάντη και στις ενότητες Β’ και Γ’ της «μικράς μελέτης» του

Β’

«Τὸν τραυματίαν μετέφερον εἰς τὸν Σταθμόν, ὅπου ἔλαβε τὰς πρώτας βοηθείας· μεθ᾿ ὅ, ἀπεβίωσε…»

Τὸ ἀνωτέρω εἶναι ὑπόδειγμα σχεδὸν πρότυπον, λίαν παραστατικὸν περὶ τοῦ πῶς γράφεται ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα τὴν σήμερον εἰς τὸν Ἀθηναϊκὸν τύπον. Συνίσταται ἀπὸ ἕνα βαρβαρισμὸν εἰς τὴν ἀρχήν, ἀπὸ ἕνα ξενισμὸν εἰς τὸ μέσον, καὶ ἀπὸ ἕνα ἀστεῖον παραλογισμὸν μετ᾿ ἀκυρολεξίας περὶ τὸ τέλος.

Ἀορίστους ὅπως τὸ μετέφερον (ἀνήγγειλον, διένειμον κτλ.) μεταχειρίζονται καθημερινῶς εἰς διαφόρους ἐφημερίδας πολλοὶ ρεπόρτερς. Ἀλλὰ διατί δὲν προτιμῶσι τὰ ὀρθά, ἀνήγγειλαν, διένειμαν; Ἁπλούστατα, διότι αὐτὰ τοὺς φαίνονται κοινά, καὶ σχεδὸν χυδαῖα, φαντάζονται ὅτι τὸ ἑλληνικὸν πρέπει νὰ λήγῃ τοὐλάχιστον εἰς ον, ὅπως εἰς τοὺς παρατατικούς, οὕτω καὶ εἰς τοὺς ἀορίστους. Θὰ εἰπῆτε δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν β´ τάξιν τοῦ Σχολείου; Βεβαίως, αὐτὸ εἶναι ἡ λέξις.

Ἀλλὰ τί ὠφελοῦν τὰ Σχολεῖα, οἱ διδάσκαλοι, τὰ βιβλία, αἱ γραμματικαί; Δι᾿ ἕνα ἑλληνόπαιδα αὐτὰ εἶναι σκοτούρα. Τώρα κηρύττεται πλέον φανερὰ ἡ ἀγραμματωσύνη, καὶ τὸ ἀνωφελὲς τοῦ ὀρθῶς γράφειν ἢ ὁμιλεῖν.

Ἂς ἔλθωμεν τώρα εἰς τὰς πρώτας βοηθείας. Ἑλληνιστὶ βεβαίως τοῦτο καλεῖται «προχείρους», καὶ οἱ Σταθμοὶ αὐτοὶ βέβαίως ἔπρεπε νὰ ὀνομάζωνται «προχείρων βοηθειῶν». Ἀλλὰ τί μᾶς χρειάζεται τὸ ἑλληνικὸν τῆς ἐκφράσεως; Ἀφοῦ οἱ Γάλλοι εἰς τὴν γλῶσσάν τους καλοῦσι ταῦτα «τὰς πρώτας βοηθείας», καὶ ἡμεῖς θὰ ὠνομάζομεν τὸ ἴδιον πρᾶγμα «προχείρους βοηθείας»; Ὤχ, ἀδελφέ! Μήπως ἡ Ἑλλὰς φιλολογικῶς δὲν εἶναι «μία ἐπαρχία» τῆς Γαλλίας, ὅπως εἶπε πρὸ χρόνων ὁ κ. Γρ. Ξενόπουλος;

Λοιπὸν ὁ παθών, ἀφοῦ ἔλαβε τὰς πρώτας αὐτὰς βοηθείας, ἀπεβίωσε.

Τὸ ρῆμα ἐπεκράτησεν ἐπὶ αἰῶνα ἤδη. Θὰ ἦτο πλέον ἐντροπὴ νὰ γράφῃ τις, ἀπέθανε. Τὸ περίεργον εἶναι ὅτι μία καὶ ἡ αὐτὴ πρόθεσις, ἡ ἀπό, φαίνεται νὰ ἔχῃ τὴν ἰδιότητα, εἰς δύο ἐναντιώτατα ρήματα, τὸ βιοῦν καὶ τὸ θνῄσκειν, προστιθεμένη, νὰ παράγῃ δύο συνώνυμα, τό, ἀπεβίωσε, καί, ἀπέθανε· καὶ πάλιν ἡ ἰδία ἡ ἀπὸ εἰς τὸ ἀποζῇ τις νὰ σημαίνῃ τὸ μετὰ δυσκολίας ζῇ, εἰς δὲ τὸ ἀπεβίωσε, τὸ ἔπαυσε νὰ ζῇ.

Ἡ δεσπόζουσα μανία εἰς τὴν χρῆσιν καὶ τὴν ἐπικράτησιν τοῦ ἀπεβίωσε εἶναι ἐκείνη ἣν ἀτελῶς ὑπῃνίχθημεν ἀνωτέρω· ἡ μανία τοῦ περιφρονεῖν τὰ κοινὰ καὶ πεπατημένα, καὶ νομίζειν αὐτὰ ὄχι ἑλληνικά. Τὸ ἑλληνικά, κατὰ τὴν ἀντίληψιν τῶν πολλῶν, ἐσήμαινεν ἄρρητα θέματα, λεξίδια ὄχι συνήθη εἰς τὸν κοινὸν λόγον. Ἀλλὰ μὲ τὴν λογικὴν καὶ τὴν μέθοδον αὐτὴν κατήντησε νὰ γίνῃ ὅλη σχεδὸν ἡ γλῶσσα νόθον καὶ κίβδηλον κατασκεύασμα, ἄκομψον, καὶ κακόζηλον· τεχνητὸν καὶ κατὰ συνθήκην.

Ὅταν ἤμην παιδίον, μία γραῖα γειτόνισσα μοὶ ὑπηγόρευε μίαν τῶν ἡμερῶν, γράμμα πρὸς τὸν σύζυγον τῆς ἐγγονῆς της, ὅστις ἐταξίδευεν ὡς λοστρόμος μὲ τὰ καράβια.

– Γράψε, εἶπεν ἡ γριὰ Φραγκούλαινα, τὸ Ἀργυρὼ εἶναι γκαστρωμένη, τριῶν μηνῶν, (δηλ. ἡ σύζυγος τοῦ πρὸς ὃν ἡ ἐπιστολή).

Ἐγὼ ἔγραψα: «τὸ Ἀργυρὼ εἶναι γκαστρωμένη».

Ὅταν ὅμως ἀπῄτησε νὰ τῆς ξαναδιαβάσω, πρὶν τὸ κλείσω, ὅλον τὸ γράμμα, τότε ἔκαμε παρατήρησιν:

– Μὴ γράφῃς «γκαστρωμένη», εἶπε, δὲν τὸ γράφουν ἔτσι.

– Πῶς νὰ γράψω;

– Γράψε εἶναι παραβαρεμένη.

Ἐγὼ ἔσβησα τὸ «γκαστρωμένη», κ᾿ ἔγραψα: «τὸ Ἀργυρὼ εἶναι παραβαρεμένη…»

Τὸ μάθημα ὑπῆρξε λίαν διδακτικόν. Καίτοι ἀγράμματη, ἡ γραῖα μ᾿ ἐδίδαξεν ὅτι, εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ἄλλως νοοῦμεν, ἄλλως ὁμιλοῦμεν, καὶ ἄλλως γράφομεν.

Ἴσως τὸ ἐνδόμυχον ἐλατήριον τῆς ἀρχαϊκῆς γραίας ἦτο μία λεπτοφυεστάτη ἀνάγκη εὐφημισμοῦ. Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ὅτι ὁ εὐφημισμὸς ἐκεῖνος ἐπεκτείνεται καὶ εἰς ὅλην τὴν γλῶσσαν, καὶ καταντᾷ, ὅπως ὁ χωρικὸς συστέλλεται νὰ εἴπῃ «ἡ γυναίκα μου», καὶ λέγει «ἡ νοικοκυρά μου, ἡ φαμίλια μου» (τὸ ὁποῖον εἶναι ἐπαινετὸν ἄλλως), οὕτω καὶ οἱ γράφοντες νὰ μὴ θέλουν νὰ γράψουν λ.χ, ἀπέθανε, ἀλλὰ ἀπεβίωσε.

Ὅπως ἓν ζωντανὸν σῶμα δὲν δύναται νὰ ζήσῃ δι᾿ ἐνέσεων, τρόπον τινά, ἀπὸ κόνιν ἀρχαίων σκελετῶν καὶ μνημείων, ἄλλο τόσον δὲν δύναται νὰ ζήσῃ, εἰμὴ μόνον κακὴν καὶ νοσηρὰν ζωήν, τρεφόμενον μὲ τουρσιὰ καὶ μὲ κονσέρβας εὐρωπαϊκάς. Ἔχει πολλὰς ἀνάγκας καὶ ἀδυναμίας ἡ γλῶσσα. Ἔχει τὴν δεσπόζουσαν ἀνάγκην καὶ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ νεωτερισμοῦ. Φοβερὰ εἶναι τοῦ ξενισμοῦ ἡ ἐπίδρασις. Εἶναι ἀναγκαιότατον κακόν, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἀπείργεται. Ἐὰν κλείσῃ τις τὴν θύραν, θὰ εἰσέλθῃ διὰ τῶν παραθύρων· ἐὰν κλείσῃ τὰ παράθυρα, θὰ εἰσδύσῃ διὰ τῶν ρωγμῶν καὶ σχισμάδων· ἐὰν στουπώσῃ τις τὰς σχισμάδας, θὰ εἰσχωρήσῃ ἀοράτως δι᾿ αὐτοῦ τοῦ συμπαγοῦς σώματος τῆς οἰκοδομῆς.

Ὑπάρχει καὶ ἀλληλεγγύη, ἐπὶ τέλους. Ἀδύνατον εἶναι γλῶσσα ζωντανή, σύγχρονος, ἔχουσα πόθον καὶ ἀξίωσιν νὰ ζήσῃ, νὰ μὴ αἰσθάνεται βαθεῖαν τὴν ἀλληλεγγύην αὐτήν. Ἀλλ᾿ ἡ γλῶσσα ἡ Ἑλληνικὴ ἔπρεπε <νὰ> βλέπῃ μακράν, ὡς φάρον παμφαῆ, τὴν λαμπρὰν αἴγλην τῆς ἀρχαίας, χωρὶς νὰ ἔχῃ τέρμα τὸν φάρον αὐτόν. Ὁ φάρος ὁδηγεῖ εἰς τὸν λιμένα, δὲν εἶναι αὐτὸς λιμήν.

Πάλιν, τὰς γλώσσας τὰς νεωτέρας ἔπρεπε νὰ τὰς ἔχῃ σύμπλους, χωρὶς νὰ ρυμουλκῆται ἀπὸ καμμίαν ἐξ αὐτῶν. Διότι <ἂν> ὁ νεωτερισμὸς εἶναι ἀνάγκη, δὲν ἕπεται ὅτι πρέπει νὰ τὸ παρακάμνωμεν εἰς τὸν νεωτερισμόν. Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι πῶς νὰ ἐμφορηθῶμεν κατὰ κόρον ἀπὸ ξενισμούς, ἀλλὰ πῶς νὰ φέρωμεν ἀντίδρασιν, πῶς νὰ μετριάσωμεν τὴν ἀνάγκην τοῦ ξενισμοῦ. Χαλινοῦ καὶ ὄχι πτερνιστῆρος ἡ ὀργῶσα φύσις ἔχει ἀνάγκην.

Οὕτω, ὅπου ὀνομασίας καθαρῶς νεωτερικὰς δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀποφύγωμεν – οἷον ὀνόματα, φράσεις, τρόπους ἐκφράσεων – ὀφείλομεν νὰ τὰς υἱοθετῶμεν. Ὅπου ὅμως ὑπάρχει τὸ ἀντίστοιχον, πολὺ εὐφωνότερον καὶ κομψότερον εἰς τὴν γλῶσσάν μας, ἐκεῖ πρέπει τὸ ἑλληνικὸν νὰ προτιμᾶται.

Γ´

Ὅπως, ἐπειδὴ δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀποφύγωμεν ἀπολύτως τοὺς ξενισμούς, δὲν ἕπεται ὅτι καὶ πρέπει νὰ εἰσάγωμεν παραπολλοὺς ξενισμοὺς ἄνευ ἀνάγκης, ἄλλο τόσον, ἐπειδὴ ἓν τῶν συμφυῶν ἐλαττωμάτων τῆς γλώσσης μας εἶναι ὁ ἰωτακισμός, δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ εἰσάγωμεν πλειότερα ἰῶτα ἄνευ ἀνάγκης. Ἰδοὺ εἷς τίτλος ἀναγνώσματος ἐφημερίδος, ὅστις καθημερινῶς ἐτυπώνετο ἐπὶ μῆνας μὲ κεφαλαῖα: «Ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία» (ὄχι εἰς τὸ Νέον Ἄστυ). Κάποιος εἶπε: – Μὰ δὲν ἔχει αὐτὸς ὁ δημοσιογράφος αὐτιά; Δὲν καταλαβαίνει, ὅτι πρέπει νὰ ἐξαλείψῃ τοὐλάχιστον ὡς περιττὸν τὸ Ἡ, τὸ πρῶτον ἄρθρον; Ἄλλος ἀπήντησε: – Δὲν ἔχει· φαίνεται τοῦ τὰ ἔκοψαν οἱ Βούλγαροι. Τρίτος τις παρετήρησεν: – Ἔχει αὐτιά, ἀλλὰ τὰ ἔχει διὰ ν᾿ ἀκούῃ τὸν ἦχον τῶν πενταλέπτων.

Ὁ λαὸς εἶπε κινῖνο τὴν κινίνην τῶν ἰατρῶν. (Φαντασθῆτε, τρία Ι, καὶ δύο gn ἀλλεπάλληλα!). Ὁ λαὸς εἶναι δημιουργὸς καὶ κυρίαρχος, καὶ ἀφοῦ ὁ λαός, ἐν τῷ δικαιώματί του, εἶπε, λ.χ., φανέλα, καί, μοδίστρα, δὲν πρέπει κανεὶς νὰ τολμᾷ νὰ λέγῃ ἢ νὰ γράφῃ φλανέλα, μοδίστα. Ἀλλὰ τοιαῦτα κατεργάζονται μόνον ἐκφυλισμένοι ἀνθρωπίσκοι.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ ὄνομα τῆς ἰωνικῆς μεγαλοπόλεως εἶναι Σμύρνα, μὲ βραχὺ μάλιστα ἄλφα, μὴ δυνάμενον νὰ τραπῇ ἰωνικῶς, ὅπως φαίνεται εἰς τὸν περὶ Ὁμήρου στίχον· (Σμύρνα, Χίος, Κολοφών, Ἰθάκη, Πύλος, Ἄργος, Ἀθῆναι). Ἐνθυμοῦμαι πρὸ εἴκοσι ἐτῶν, εἰς τοῦ Μπερνιουδάκη, ἐπίναμεν μπίρα τῆς Βιέννας. Τώρα ὅλος ὁ ὄχλος (τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἐφημερίδων) εἰς τὰς Ἀθήνας, λέγει καὶ γράφει, τῆς Βιέννης. Μήπως ἤκουσέ τις ἀπὸ Ἰταλὸν νὰ προφέρῃ Viégni, ἢ ἀπὸ Γάλλον, Viegne; Ὁ πρῶτος προφέρει Βιέννα, ὁ δεύτερος Βιένν᾿. Ἀλλὰ πῶς Ἰταλὸς ἢ Γάλλος θὰ ἐδέχετο τοιαύτην κουκλοειδῆ λέξιν, καὶ θὰ ἠνείχετο τοιαύτην διαστροφὴν τῶν στοματικῶν μυῶν, ὁποίαν συνεπιφέρει ἡ ἄμεσος διαδοχὴ δύο συλλαβῶν μὲ δεσπόζοντα ὑγρὸν φθόγγον, Vje καὶ Gn;

Θὰ ἐφρόνουν, ὅπως ὅλοι, ὅτι ὁ δασκαλισμὸς εἶναι ὁ ἐχθρός, καὶ ὅτι πταίει ἡ βιβλιοκαπηλία (μὲ ἰῶτα, παρακαλῶ), τὸ σχολεῖον, ἡ μέθοδος, κτλ. Ἀλλ᾿ ἡ ἔλλειψις τοῦ αἰσθήματος τῆς εὐφωνίας μὲ πείθει ὅτι τὸ κακὸν εἶναι, δυστυχῶς, ριζικώτερον, καὶ ὁ ἐκφυλισμὸς βαθύτερος, ἢ ὅσον φαίνεται. Καὶ ὁ σωλὴν τοῦ ὅπλου εἶναι κάννα, καὶ ὄχι κάννη, ὅπως τὸ γράφουν οἱ στρατιωτικοὶ ἢ οἱ δημοσιογράφοι. Καὶ τὰ φυσέκια, τουφέκια εἶναι φυσέκια, τουφέκια, καὶ ὄχι φυσίγγια, τυφέκια.

Εἰς τοὺς Ο´, ἐν ἀρχῇ τῆς Βασιλειῶν Α´ (ἀλλ᾿ ἐλησμόνησα, ὁ ἐκφυλισμὸς ἀπαιτεῖ νὰ ὀνομάζωμεν τὴν βίβλον ταύτην Σαμουὴλ Α´, ὅπως τόσοι ἐπιστήμονες ἄνθρωποι ποιούμενοι δῆθεν μνείας καὶ παραθέσεις ἐκ τῶν Γραφῶν, τὴν ὀνομάζουν) ἀμέσως εἰς τὸ α´ κεφάλαιον, ἐδ. 2, 3, ἀναγινώσκεται· «Ὄνομα τῇ μιᾷ, Ἄννα, καὶ ὄνομα τῇ ἑτέρᾳ, Φεννάνα· καὶ ἦν τῇ Φεννάνᾳ παιδία, τῇ δὲ Ἄννᾳ οὐκ ἦν παιδίον». Ἰδοὺ ὅτι Ἑβραϊκὰ ὀνόματα, κλινόμενα κατὰ τὴν α´ κλίσιν τῆς Ἑλληνικῆς, σχηματίζουν τὰς πλαγίας μὲ ἄλφα. Εἶπέ τις τῆς Ἰωάννης, τῆς Ἀντωνίνης, τὴν γενικὴν τοῦ Ἰωάννα καὶ Ἀντωνίνα, δύναταί τις, ἐὰν ἔχῃ ὦτα, νὰ εἴπῃ ἡ Χριστίνη, τῆς Χριστίνης; Καὶ ὅμως ὅλος ὁ τύπος γράφει, ἡ Αἰκατερίνη, ἡ Ἰωσηφίνη, ἡ Κλημεντίνη. Δὲν ὑπάρχει καμμία Αἰκατερίνη, ἀλλὰ μόνον ἡ ἁγία καὶ πάνσοφος Αἰκατερίνα, τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Σινᾶ. Ἄλλως, αὐτὰ πρέπει νὰ διακρίνωνται καὶ ἀπὸ τὰς τόσας ὡραίας ἰατρικὰς λέξεις, τὰς ληγούσας εἰς ίνη, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν μοσχοβιτίνην τὴν πραποπουλίνην καὶ τόσα ἄλλα θαυμάσια πράγματα.

Ἄλλο ἐλάττωμα τῆς γλώσσης μας εἶναι τὸ πολυσύλλαβον. Καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἦτο εὐκταία ἡ εἰσαγωγὴ τῆς Βολαποὺκ ἢ τῆς Ἐσπεράντο, ἀφοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσαγάγωμεν παρ᾿ ἡμῖν τὴν Ἀγγλικὴν γλῶσσαν ὅλην, αὐτούσιον. Ἀλλ᾿ εἰς τὴν βόρειον Ἑλλάδα, ὅπου εἶναι παλαιότερα τὰ λαλούμενα Ἑλληνικὰ (θέλω νὰ εἴπω, ἴσως εἶναι παλαιότεροι οἱ λαλοῦντες Ἕλληνες) ἐτελειοποιήθη κατὰ τοῦτο ἡ γλῶσσα, φθάσασα μέχρι τοῦ μονοσυλλάβου τῶν λέξεων. Ἀφοῦ οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα, ἐὰν θέλωμεν νὰ γράφωμεν τὴν δημώδη, διατί νὰ μὴ γράφωμεν τοὺ στάρ, τοὺ κθάρ, ὅπως προφέρεται εἰς τὴν πατρίδα μου, ἀλλά, τὸ σιτάρι, τὸ κριθάρι, ὅπως προφέρουν οἱ ὄψιμοι Ἕλληνες τῶν νοτιανατολικῶν μερῶν; Εἰς τὴν πατρίδα μου τὸ χωράφι προφέρεται τοὺ χουράφ᾿ (νομίζω νὰ παρετήρησα ὅτι οἱ φθόγγοι Ι καὶ ΟΥ συγκόπτονται ἐὰν ἦσαν ἐξ ἀρχῆς ι και ου, ἀλλὰ μόνον τρέπονται ἐὰν ἦσαν ἀρχῆθεν ε καὶ ο)· ἀλλ᾿ εἰς τὰ χωρία τοῦ Πηλίου, μᾶλλον προηγμένα εἰς τὴν γλωσσικὴν ἐξέλιξιν, προφέρεται τοὺ χ᾿ράφ᾿. Ἰδοὺ λοιπόν, στάρ, κθάρ, χράφ. Οὕτω θὰ ἔπρεπε νὰ γράφεται ἡ γλῶσσα. Τί μᾶς χρειάζεται ἡ Ἐσπεράντο, καὶ τὸ μονοσύλλαβον τῶν λέξεων τῆς Ἀγγλικῆς;

Ἐπειδὴ ὅμως ἡ γραφομένη γλῶσσα, εἴτε καθαρέβουσα, εἴτε ὅπως ἂν τὴν ὀνομάσῃ τις, ἔχει τὸ ἐλάττωμα τῶν πολυσυλλάβων λέξεων, σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ πλάττωμεν ἡμεῖς, οἱ γράφοντες, ἄνευ ἀνάγκης, πλειοτέρας πολυσυλλάβους λέξεις; Ἰδού, ἀναγνώσατε ἓν δεῖγμα· «προθυμοποιούμενοι νὰ διαπραγματευώμεθα ἑκάστοτε τὰ ἐπικινδυνωδέστερα τῶν θεμάτων…» Εἶπέ τις ποτὲ εἰς τὸν θετικὸν ἢ τὸν ἀπόλυτον βαθμόν, ἐπικινδυνώδης; Ποῦ εὑρέθη τὸ ἐπικινδυνωδέστερος; Καὶ ὅμως, ὅλος ὁ Ἀθηναϊκὸς τύπος τὸ γράφει. Ὅταν γράφῃ τις ἄρθρα διαπραγματεύεται ἢ ἁπλῶς πραγματεύεται περὶ ἑνὸς θέματος; Δυνατόν νὰ διαπραγματεύωνται ἢ νὰ παζαρεύουν καὶ οἱ γράφοντες, ἀλλ᾿ εἰς τοῦτο δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀναμειχθῶμεν. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἡ διὰ σημαίνει τὸ μεταξὺ δύο γινόμενον.

Δὲν ποιεῖταί τις πρόθυμος, ἀλλὰ γίνεται, ὅπως δὲν ποιεῖται φιλότιμος, ἀλλ᾿ εἶναι ἢ γίνεται. Δὲν προθυμοποιεῖταί τις, ὅπως καὶ δὲν φιλοτιμοποιεῖται. Ἀλλὰ προθυμεῖται, ὅπως καὶ φιλοτιμεῖται. Τί τοὺς κοστίζει, τοὺς δημοσιογράφους μας, νὰ γράφωσι τὸ ὀρθόν, ἐνῷ εἶναι καὶ τόσῳ ἁπλούστερον καὶ συντομώτερον;

Καὶ ὅμως, φαίνεται ὅτι εἶναι τόσῳ δύσκολον!

(1907)

Μερικά δικά μου σχόλια:

Σε αυτές τις δυο ενότητες, ο Παπαδιαμάντης παραθέτει συγκεκριμένα παραδείγματα, αλιευμένα  από κείμενα  της εποχής του. Ξεκινάει από τη φράση: Τον τραυματίαν μετέφερον εις τον Σταθμόν, όπου έλαβε τας πρώτας βοηθείας· μεθ’ό, απεβίωσε

Θεωρεί βαρβαρισμό το «μετέφερον», αντί «μετέφεραν», ενώ ξενισμό το «πρώται βοήθειαι» που μεταφέρει το γαλλικό premiers secours. Τέλος, τον ενοχλεί το «απεβίωσε» αντί για το κοινό «απέθανε». 

Παρεμπιπτόντως κάνει τη γουστόζικη παρατήρηση  ότι το «από» μπορεί να  προστεθεί σε δυο διαμετρικώς αντίθετα ρήματα (βιούν / θνήσκειν) και να δώσει δυο συνώνυμα σύνθετα -αλλά αυτό το έχουμε δει κι άλλες φορές, αφού στη σημερινή γλώσσα αν το «από» προστεθεί στο ρήμα «φράσσω», δίνει το «αποφράσσω» που σημαίνει α) βουλώνω, β) ξεβουλώνω (δείτε άρθρο μας).

Στη συνέχεια, ασχολείται με τον ψυχολογικό μηχανισμό που οδηγεί κάποιους ομιλητές να περιφρονούν τα «κοινά και πεπατημένα», αφηγούμενος κι ένα ανέκδοτο της παιδικής του ηλικίας, όταν διδάχτηκε ότι «αλλιώς μιλάμε και  αλλιώς γράφουμε», λέμε «γκαστρωμένη» αλλά γράφουμε «παραβαρεμένη». Το απόσπασμα αυτό το έχει σχολιάσει και ο Παντελής Μπουκάλας, το άρθρο του οποίου έχω βάλει στον παλιό μου ιστότοπο, αλλά το έχει αναφέρει σε σχόλια και η φίλη μας το Κιγκέρι.

Η ενότητα Β΄ κλείνει με κριτική κατά των ξενισμών, ενώ η ενότητα Γ’ ανοίγει με ένα  παράπονο, ότι οι δημοσιογράφοι «δεν έχουν αυτιά» δηλ. δεν δίνουν σημασία στο εύηχο των φράσεων, ότι παραθέτουν πολλά αλλεπάλληλα /i/ ας πούμε όπως στη  φράση «η Ειρήνη η Αθηναία» ή όπως στη λέξη «κινίνη», που ο Παπαδιαμάντης τη βρίσκει εξαιρετικά κακόηχη διότι έχει τρία i και δύο gn. 

Στη συνέχεια ο Παπαδιαμάντης διατυπώνει, με σφοδρότητα, την ολόσωστη  άποψη ότι γλωσσικός νομοθέτης είναι ο λαός,  κι αν  ο λαός αποφάσισε να λέει φανέλα (από το flannel) και μοδίστρα (από το modiste) αυτά είναι οι σωστοί τύποι και μόνο «εκφυλισμένοι ανθρωπίσκοι» θα διόρθωναν σε φλανέλα, μοδίστα. 

Αμέσως μετά θεωρεί προτιμητέο τον τύπο Βιέννα αντί Βιέννη, όπως και Αικατερίνα αντί για Αικατερίνη -η δε πραποπουλίνη την οποία αναφέρει ήταν ένα ματζούνι της εποχής που το εμπορευόταν κάποιος Πραπόπουλος. 

Τέλος, αφού η  ελληνική έχει το χαρακτηριστικό των  πολυσύλλαβων  λέξεων (η λόγια βέβαια, διότι,  όπως παρατηρεί, στα βόρεια ιδιώματα οι λέξεις συγκόπτονται) ο Παπαδιαμάντης επιπλήττει τη δημοσιογραφική φράση «προθυμοποιούμεθα να διαπραγματευόμεθα τα επικινδυνωδέστερα των  θεμάτων»,  υποστηρίζοντας ότι και οι τρεις πολυσύλλαβες λέξεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν συντομότερα. 

Τι κοστίζει,  αναρωτιέται ρητορικά ο Παπαδιαμάντης, στους δημοσιογράφους  να προτιμούν το σωστό, που είναι απλούστερο και συντομότερο; 

Για να απαντήσει ρητορικά στην κατακλείδα: Κι όμως φαίνεται τόσο δύσκολο!

Βέβαια, αν φαίνεται τόσο δύσκολο ίσως υπάρχει κάποιος λόγος. 

Σε αυτή τη δεύτερη συνέχεια, είδαμε περισσότερα παραδείγματα και πολλές από τις θέσεις του Παπαδιαμάντη  με βρίσκουν σύμφωνο. Εσάς; 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *