ceb3cebbcf8ecf83cf83ceb1 cebaceb1ceb9 cebacebfceb9cebdcf89cebdceafceb1 cebcceadcf81cebfcf82 1cebf ceb3cebbcf89cf83cf83ceb9cebacf8c

Παπαδιαμάντη  βάλαμε  παραπροχτές, το διήγημα «Ο Κακόμης», αλλά σήμερα θα βάλουμε κάτι πιο πρωτότυπο: όχι διήγημα, αλλά ένα άρθρο του Παπαδιαμάντη, με θέμα τη γλώσσα. Είναι αρκετά γνωστό, και κατά καιρούς έχουμε αναφερθεί σε αυτό. Και αφού το ιστολόγιό μας είναι «για τη γλώσσα, για τη λογοτεχνία και όλα τ’ άλλα» ταιριάζει να δούμε και αυτή την πτυχή του Παπαδιαμάντη, που εδώ λειτουργεί περίπου σαν αρθρογράφος του ιστολογίου, με την  έννοια ότι κάνει παρατηρήσεις όχι βέβαια επιστημονικές, αφού μάλιστα την  εποχή εκείνη η γλωσσολογία βρισκόταν στα σπάργανα, αλλά από τη σκοπιά του μαχόμενου γραφιά, που έχει λιώσει τόσα μολύβια να μεταφράζει και να αρθρογραφεί για τα προς το ζην.

Το άρθρο του Παπαδιαμάντη θα το βάλω σε δυο συνέχειες -σήμερα το μισό, λοιπόν. Αρχικά δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αλήθεια, σε τέσσερις συνέχειες, τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1907. Η πρώτη συνέχεια δεν είχε κάποια ένδειξη, ενώ οι επόμενες σημαίνονταν ως Α΄, Β΄ και Γ΄. Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύτηκαν και διηγήματα του Παπαδιαμάντη, ανάμεσά τους και το έως το 2012 ανεύρετο «Η νοσταλγία του Γιάννη», που είχα την τιμή και τύχη να το ανακαλύψω αναδημοσιευμένο στο λαϊκό περιοδικό Οικογένεια.

Πιστεύω πως έχει ενδιαφέρον να διαβάσουμε και να σχολιάσουμε τις γλωσσικές παρατηρήσεις του Παπαδιαμάντη, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να τις δεχτούμε.

Σήμερα δημοσιεύω την εισαγωγή και την ενότητα Α’. Το δεύτερο μέρος (ενότητες Β’ και Γ’) σκέφτομαι να το βάλω την  άλλη Παρασκευή, εκτός απροόπτου. Προσθέτω κάποια σχόλια σε αγκύλες μέσα στο κείμενο, ενώ στο τέλος κάνω έναν συνολικό σχολιασμό.

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Lingua nova Greca inventa… «Ἀνεκαλύφθη νέα τις γλῶσσα καλουμένη Ἑλληνική· προσέχετε ἀπ᾿ αὐτῆς, ὅτι ὄργανον τυγχάνει μαγείας, ἀκολασίας καὶ πάσης μαγγανείας· πλήρης δὲ ἐστὶ βλασφημιῶν, καὶ οὐαὶ τῷ γινώσκοντι καὶ μίαν ἢ δύο ἐξ αὐτῆς λέξεις». [Η πηγή της φράσης δεν έχει εξακριβωθεί]

Ἱεροκήρυξ Γάλλος τοῦ ΙΓ´ αἰῶνος, διδάσκων ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος, ἔδιδεν εἰς τοὺς ἀκροατάς του τὰς ἀνωτέρω πληροφορίας. Καὶ τότε μὲν ἡ διδαχή του ἤχησεν εἰς τὰ ὦτα τοῦ ποιμνίου του ὡς ἐπίκαιρος νουθεσία· ἀλλὰ ποῦ νὰ ἤξευρεν, ὁ μακάριος, ὅτι ἔμελλε νὰ ἔλθῃ ποτὲ χρόνος ὁπότε καὶ προφητικήν τινα ἔννοιαν ἴσως θὰ προσελάμβανον οἱ λόγοι του.

Τότε μὲν εἰς τὸ Παρίσι εἶχεν ἀνακαλυφθῆ, ὡς φαίνεται, νέα γλῶσσα, Ἑλληνικὴ καλουμένη· σήμερον δέ, ὄχι μία, ἀλλὰ περισσότεραι ἑλληνικαὶ γλῶσσαι συγχρόνως ἔχουν ἐπινοηθῆ· ἄλλη μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸ Παρίσι, καὶ ἄλλη ἐπιδημεῖ ἐνθρονισμένη ἐδῶ, εἰς τὰς Ἀθήνας· καὶ ὅλαι λαλούμεναι, γραφόμεναι, καὶ ἀναγινωσκόμεναι ἀνὰ Ἑλλάδα πᾶσαν καὶ τὴν ἄγλωσσον, ἠχοῦσιν ὡς «σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τέρας». [Το πρώτο απόσπασμα από Σοφοκλή, Τραχίνιαι, 1060-1, το δεύτερο από Ευριπίδη]

Πρὸ χρόνων πολλῶν ἔχω ἀναγνώσει κάπου ἓν ἀνέκδοτον δι᾿ ἕνα ἀρχαῖον κριτικόν, ὅστις ἀφοῦ ἐξήτασεν ἀκριβῶς καὶ λεπτομερῶς ἕνα μέγαν ποιητήν, καὶ τοῦ ηὗρε πολλὰ καὶ μεγάλα σφάλματα, ἔκαμε συλλογὴν ἐν εἴδει ὁρμαθοῦ ἢ κομβολογίου ἀπὸ ὅλα τὰ σφάλματα ταῦτα, καὶ τὰ προσέφερεν ὡς ἀφιέρωμα εἰς τὸν βωμὸν τοῦ Ἀπόλλωνος. Δὲν ἠξεύρω ἂν ἦτο αὐτὸς ὁ Ζωίλος, ὁ ἐπικριτὴς τοῦ Ὁμήρου, τοῦ ὁποίου τὰς ἐπικρίσεις ἀνεσκεύασαν ἄλλοι εὐσυνείδητοι, καὶ θαυμασταὶ τοῦ Ὁμήρου, κριτικοί. «Ἐνταῦθα  ἐπιφύεται Ζωίλος ὁ Ὁμηρομάστιξ», ὑπομνηματίζει εἰς τὸ Ι, νομίζω, τῆς Ὀδυσσείας ὁ Εὐστάθιος, ὁ διάσημος σχολιαστής. Ὁ σοφὸς τῆς Θεσσαλονίκης ἀρχιεπίσκοπος δὲν δύναται νὰ ἐννοήσῃ πῶς ἔκρινεν ὡς παράλογον ὁ Ζωίλος τὸ «ἓξ ἀφ᾿ ἑκάστης νηὸς ἐρίηρες ἑταῖροι», καὶ τὸ «οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐ καταβαίη», καὶ ἄλλα τοιαῦτα. Ἐν τῇ περιγραφῇ μιᾶς ναυμαχίας ὁ Ὅμηρος λέγει ὅτι ὁ Ὀδυσσεὺς ἔχασεν ἀνὰ ἓξ συντρόφους ἀπὸ ἕκαστον τῶν πλοίων του. Πῶς γίνεται; ἐρωτᾷ ὁ Ζωίλος. Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Εὐστάθιος ὅτι ὁ ποιητὴς δὲν ἠδύνατο νὰ μεταχειρισθῇ τὸ ἀριθμητικὸν ἑβδομήκοντα (δώδεκα ἦσαν αἱ νῆες τοῦ Ὀδυσσέως, ὅθεν 6 x12=72), διότι ἡ λέξις δὲν εἶναι κατάλληλος πρὸς κατασκευὴν δακτύλου· διὰ νὰ κάμῃ σπονδεῖον, ἔπρεπε νὰ διπλασιάσῃ τὸ μ, καὶ τοῦτο δὲν ἐπετρέπετο, ἄλλως θὰ ἦτο ἄκομψον. Ὅθεν ἐπροτίμησε νὰ εἴπῃ μὲ πολλὴν χάριν «ἓξ δ᾿ ἀφ᾿ ἑκάστης νηός», κτλ.

Πάλιν εἰς τὸν στίχον «οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐ καταβαίη», ὁ Ζωίλος, καγχάζων χαιρεκάκως, ἐπιφωνεῖ· Ὢ τῆς ἀνοησίας τοῦ μεγάλου ποιητοῦ σας! Ἀφοῦ ὁ βράχος, τὸν ὁποῖον περιγράφει, εἶναι τόσον ὑψηλός, τόσον τραχὺς καὶ ἄβατος, ὥστε ἀδύνατον εἶναι θνητὸς ἄνθρωπος ν᾿ ἀναβῇ ἐκεῖ ἐπάνω, εἶναι κατάφωρος παραλογισμὸς τὸ νὰ προσθέτῃ ὅτι ἀδύνατον ἦτο νὰ καταβῇ ἐκεῖθεν· διότι πῶς θὰ ἠδύνατο νὰ εὑρεθῇ ἐκεῖ ὑψηλά, ἀφοῦ ἀδύνατον ἦτο ν᾿ ἀνέλθῃ;

Βλέπετε τὰς λεπτολογίας τοῦ πονηροῦ Ζωίλου, ὅστις ὀφείλει εἰς τὸν Ὅμηρον καὶ μόνον τὸ ὅτι κατώρθωσε καὶ αὐτὸς νὰ σώσῃ τ᾿ ὄνομά του ἐκ τῆς λήθης – καὶ νὰ γίνῃ τοῦτο παροιμιῶδες μάλιστα ὡς συνώνυμον τοῦ κακοβούλου ἐπικριτοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ θεῖος ποιητής, ἀπαντᾷ ὁ Εὐστάθιος, δὲν ἔχει ἀνάγκην τοιούτων λεπτολογιῶν, εἶναι ἀετὸς ὑψιπέτης, καὶ εἰς τὴν τολμηρὰν πτῆσίν του ἠδύνατο, καὶ διὰ θείας βουλῆς, καὶ δι᾿ ὑπερφυοῦς θαύματος νὰ θέσῃ ἐκεῖ ἕνα θνητὸν ἄνθρωπον, ὅστις θὰ ἠδύνατο ν᾿ ἀναβιβασθῇ, ἂν καὶ δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναβῇ αὐτοβούλως.

* * *

Ἂς ἐπανέλθω τώρα εἰς τὸν κριτικόν, ὅστις εἶχε προσφέρει τὰ ψεγάδια ἑνὸς ποιητοῦ ὡς δῶρον εἰς τὸν Ἀπόλλωνα. Τότε ὁ θεός, λέγει ἡ παράδοσις, διέταξε τὸν ἱερέα του νὰ ἐκλικμίσῃ ἢ νὰ κοσκινίσῃ σῖτον ἐπάνω εἰς τὸν βωμόν, καὶ ἀφοῦ τοῦτο ἔγινεν, ἐκράτησεν ὁ Ἀπόλλων τὸν σῖτον, καὶ εἰς τὸν κριτικὸν διέταξε νὰ δοθῶσι τὰ σκύβαλα καὶ τ᾿ ἄχυρα ὡς ἀμοιβὴ διὰ τὸν κόπον του. Καὶ ὁ κριτικὸς τὰ ἐπῆρε «πλυμένα κι ἄπλυτα», κ᾿ ἔφυγε, καὶ ἀκόμη φεύγει.

* * *

Δὲν ἔπαυσαν τ᾿ ἄχυρα καὶ τὰ σκύβαλα τοῦ πολιτισμοῦ νὰ μᾶς ἔρχωνται διαρκῶς μὲ τὴν πνοὴν τῶν ἀνέμων. Ὅλοι οἱ ἀργέσται καὶ οἱ ζέφυροι καὶ οἱ ἰάπυγες μᾶς φέρουν τ᾿ ἀπορρίμματα, τὰ καθάρματα τῶν δογμάτων καὶ τῶν θεωριῶν, τῶν μεθόδων καὶ τῶν τρόπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἕξεων, ἀπὸ τὴν Ἑσπερίαν.

Ἐπειδὴ περὶ γλώσσης πρόκειται, ἰδοὺ ὅτι, ἂν ἡ Βολαπούκ, ἡ μακαρίτισσα, δὲν εἶχε προφθάσει νὰ εὕρῃ ὀπαδοὺς εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἡ διάδοχος ἐκείνης, ἡ Ἐσπεράντο, μᾶς ἦλθεν ἐνωρὶς – καὶ δὲν πρέπει νὰ μᾶς μέμφωνται ὅτι ὑστεροῦμεν εἰς τὸν πολιτισμόν.Ἐδιάβασα εἰς τὰς ἐφημερίδας ὅτι ἔγινε διάλεξις, καὶ ἱδρύθη κάτι ὡς σχολὴ τῆς καινοφανοῦς γλώσσης, καὶ μέθοδος εἰσήχθη, καὶ ὀπαδοὶ ἀρκετοὶ προσῆλθον, προτιμῶντες τὴν Ἐσπεράντο ἀπὸ τὴν μητρικήν των καὶ ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην γλῶσσαν. Εὖγε, καλῶς βαίνομεν. Ἂς εὐχηθῶμεν καλὴν πρόοδον εἰς τοὺς νεογλωσσίτας.

Χθὲς πάλιν ἐδιάβασα εἰς μίαν ἐφημερίδα ὅτι μᾶς ἦλθαν Μορμῶνοι ἀπὸ τὰ ἐνδότερα τῆς Ἀμερικῆς, μὲ σκοπὸν νὰ μᾶς προσηλυτίσουν εἰς τὴν θρησκείαν των, καὶ νὰ εἰσαγάγουν παρ᾿ ἡμῖν τὴν πολυγαμίαν.

Καὶ ἡ ἔλευσις αὕτη τῶν ἱεραποστόλων εἶναι τῷ ὄντι ἐπίκαιρος, διότι ἀφοῦ γλῶσσα καὶ θρησκεία εἶναι τὰ κυριώτερα γνωρίσματα ἔθνους, συγχρόνως μὲ τὴν Ἐσπεράντο, ἔπρεπε νὰ μᾶς ἔλθῃ καὶ ὁ Μορμωνισμός. Πλὴν μὴ τυχὸν πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι καὶ νομίζουσιν ὅτι ἔχομεν ἐδῶ μονογαμίαν; Ἐδῶ ἡ μὲν παλλακεία καὶ κοινογαμία εἰς τὴν ἀνωτέραν, τὴν μέσην, καὶ τὴν κατωτέραν τάξιν, αὐξάνει καὶ διαδίδεται, τὰ δὲ διαζύγια πληθύνονται ὅπως τὰ μανιτάρια μὲ τὸν ὑγρὸν καιρόν. Οἱ δὲ ἀγαθοὶ ἱεράρχαι μας, νευρόσπαστα εὐχείρωτα καὶ εὐπειθῆ, εὐλογοῦντες τὴν ἡμέραν ἕνα γάμον, ἀπαγγέλλουσι μετὰ στόμφου τὰ λόγια τῆς εὐχῆς: «οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω». Εἶτα, ὀλίγον καιρὸν ὕστερον, ἐκδίδουσι, περὶ τοῦ ἰδίου ἀνδρογύνου, ἔγγραφον οὕτως ἔχον: «ὡς δικαστικῶς διαζευχθέντες, θεωροῦνται καὶ ἐκκλησιαστικῶς κεχωρισμένοι». Εἶτα, μετ᾿ ὀλίγους μῆνας πάλιν, οἱ ἴδιοι εὐλογοῦσι τὸν γάμον τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν διαζευχθέντων μετ᾿ ἄλλου προσώπου, καὶ πάλιν ἀπαγγέλλουσιν ἠχηρᾷ τῇ φωνῇ τὴν εὐχήν: «οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω…»

Πλὴν τί λέγω;… Ἐδῶ πρόκειται περὶ γλώσσης. Πρὸς τί αἱ παρεκβάσεις; Ἀρκοῦσι πλέον τὰ προοίμια.

Δὲν ἠξεύρω διατί, πρὸ χρόνων, ὅταν ἐσκεπτόμην ἂν ἔπρεπε νὰ γράψω τὴν παροῦσαν μελέτην, ἐσχεδίαζα νὰ τὴν ἐπιγράψω, Τὰ ξόανα. Διατί ἆρα; Μήπως ἐσκόπουν ν᾿ ἀπαντήσω εἰς «Τὰ εἴδωλα» τοῦ μακαρίτου Ροΐδου; Πολὺ ἀμφιβάλλω ἂν ὑπῆρχε τοιαύτη μυχία σκέψις μέσα μου.

Πλὴν ποίους τάχα θὰ ἐννοοῦσα «ξόανα»; Κ᾿ ἐγὼ δὲν ἠξεύρω. Ἴσως ὅμως δυνηθῶ νὰ τὸ εἴπω, ἂν συνεχίσω τὴν παροῦσαν μελέτην.

Α´

Πρὶν ἀκόμη εἰσέλθωμεν εἰς τὴν οὐσίαν τῆς παρούσης διατριβῆς, εἰσήλθομεν εἰς τὸ Τριῴδιον… Ὁποία, τῷ ὄντι, γόνιμος ἐποχή! Ἐφέτος, ὡς ἔμαθα, γίνεται ἀπόπειρα πρὸς ἐπανίδρυσιν τῶν ἀρχαίων Διονυσίων… Εὖγε! Τοὐλάχιστον αὐτὸ εἶναι Ἑλληνικόν, καὶ δὲν θὰ ξαναγίνῃ, ἐλπίζω, λόγος περὶ εἰσαγωγῆς τῆς Μι-καρὲμ τῶν Παρισιανῶν παρ᾿ ἡμῖν, ὅπως ἔγινε δὶς ἤδη. Φαντασθῆτε Μισοσαράκοστο μὲ ὄργια, μεταμφιέσεις καὶ τὴν κραιπάλην! Καὶ ὅμως ὅλα γίνονται. Τὸ κοινὸν ἔχει ἀνάγκην θεαμάτων, τοῦ χρειάζονται τρία, ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἰταλοὶ ἡγεμόνες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μακιαβέλη. Ἡ νεολαία διψᾷ ἡδονάς. Περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους τοῦ ἔτους 1897, πρὶν ὑπογραφῇ ἀκόμη ἡ ἀνακωχή, ἢ πρὶν συναφθῇ ἡ συνθήκη εἰρήνης, ἡ νεολαία τῶν Ἀθηνῶν ἦτο πολὺ δυστυχής. Ἐπὶ δύο ἑβδομάδας εἶχον διακοπῆ τὰ θεάματα. [Μι-Καρέμ, το μέσο της Σαρακοστής -στη Γαλλία ήταν έθιμο να σπάει η νηστεία και να γίνονται γλέντια]

Πολλάκις ἤδη εἶχε παρατηρηθῆ ὅτι, εἰς ἐποχὰς ἐμφυλίων ἢ ἐξωτερικῶν πολέμων, στάσεων, σπαραγμῶν, λοιμοῦ, πυρὸς καὶ μαχαίρας, ἡ δίψα πρὸς τὰς ἡδονὰς μεγάλως αὐξάνει. Τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε. Ἄνθρωποι ἢ κοχλίαι, τὴν ἰδίαν συναίσθησιν εὐθύνης φέρουσι διὰ τὰς πράξεις των. Διάφοροι χρονικογράφοι ἐφημερίδων παρετήρησαν πρὸ χρόνων, ὅτι ἦσαν ἄξιοι οἴκτου οἱ Ἀθηναῖοι, ἐπειδὴ ἔχουν μεγάλην σοβαρότητα, ἀλλ᾿ ἔχουν ἀνάγκην καὶ δόσεώς τινος φαιδρότητος, τὴν ὁποίαν οἱ γράφοντες, μὲ τὰ ὡραῖα χρονογραφήματά των, ἐπροσπαθοῦσαν νὰ τοὺς ἐμφυσήσουν… Ἄλλοι πάλιν φρονοῦν ὅτι ὑπάρχει τοὐναντίον μεγάλη ἔλλειψις σοβαρότητος εἰς τὸν τόπον αὐτόν, ἀλλ᾿ οἱ χρονικογράφοι τῶν ἐφημερίδων ὠνόμαζον σοβαρότητα τὴν σκυθρωπότητα, καὶ ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐζητοῦσαν νὰ ἐμφυσήσουν εἰς τοὺς Ἀθηναίους, ἦτο ἐλαφρότης καὶ ὄχι φαιδρότης. Ἄλλως περιττὸς ὁ κόπος των, διότι καὶ ἡ ἐλαφρότης ὑπάρχει ἐν ἀφθονίᾳ εἰς τὸν τόπον αὐτόν. Ὅπου σοβαρότης, ἡ φαιδρότης ἐπέρχεται ἀφ᾿ ἑαυτῆς ὡς ἀναγκαία ἀντίδρασις, ὅπου δὲ ἐλαφρότης, ἡ σκυθρωπότης ἐπέρχεται ὡς ὀφειλομένη βαρεῖα τιμωρία.

Ἄλλος χρονικογράφος ἐπρότεινε γνώμην ὅτι ἔπρεπεν αἱ ἡμέραι τῆς Ἀπόκρεω νὰ ἑορτάζωνται πολὺ πανηγυρικῶς καὶ λίαν ἐπιβλητικῶς εἰς τὰς Ἀθήνας – διὰ νὰ ἑλκύωνται, ἔγραφεν, ἀπὸ τὰς ἐπαρχίας οἱ ἄνθρωποι, νὰ συρρέωσι φέροντες χρήματα εἰς τὰς Ἀθήνας!!! Ὡς νὰ εἶχεν ἀφήσει ἡ πρωτεύουσα ἀρκετὰ χρήματα εἰς τὸ βαλάντιον τῶν πτωχῶν ἐπαρχιωτῶν, τῶν εἱλώτων τούτων, καὶ ὡς νὰ μὴ ἦσαν ὑπόχρεοι διὰ μυρίας ἄλλας ἀφορμὰς νὰ ἐπισκέπτωνται οὗτοι συχνὰ τὰς Ἀθήνας! Ὅλ᾿ αὐτά, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα ἐγράφησαν, ἐτυπώθησαν, καὶ ἀνεγνώσθησαν, καὶ ὁ χάρτης δὲν ἐσχίσθη, καὶ τὰ γράμματα δὲν ἐρράγησαν, καὶ ἡ μελάνη δὲν ἀνεπήδησε μέχρι τοῦ προσώπου τοῦ γράψαντος. Πράγματι ἡ ἐποχὴ αὐτὴ τῶν «ἈπόκρεΩ» (sic) εἶναι τὸ φόρτε μερικῶν δημοσιογράφων.

* * *

Πρὸ τριακονταετίας εἰς τὸν Ἀθηναϊκὸν Τύπον, ἡ λέξις αὐτὴ ἐτονίζετο εἰς τὴν παραλήγουσαν, αἱ Ἀποκρέω. Εἶτα ὁ στιβαρὸς Κόντος, τοῦ ὁποίου τὸν ζυγὸν δυσκόλως ὑπέφερον οἱ γράφοντες, καί τινες μάλιστα ἐπροσπάθουν μάτην νὰ τὸν γελοιοποιήσουν – καὶ ὅμως, μὲ τὸν καιρὸν οἱ ἴδιοι ὑπέκυψαν – ὑπέδειξε τὸ ὀρθόν. Ἀλλ᾿ ὅμως ἐστάθη ἀδύνατον νὰ μάθωσι τὴν κλίσιν τῆς λέξεως, καὶ σήμερον ἀκόμη εἰς τὸν Τύπον ἐν γένει γράφεται ἡ Ἀπόκρεω, τὰς Ἀπόκρεω. Καὶ ὅμως, εὐκολώτατον θὰ ἦτο, πρὶν γράψῃ τις τὸ ὄνομα, ν᾿ ἀναλογίζεται πῶς θὰ εἶχεν ἂν δὲν ἦτο τῆς Ἀττικῆς κλίσεως, ἀλλ᾿ ἁπλῶς δευτερόκλιτον. Ἡ ἀπόκρεος, ἄρα ἡ ἀπόκρεως, τὰς ἀποκρέους, ἄρα τὰς ἀπόκρεως.

Ὑπομονὴ διὰ τὰς ἄλλας πτώσεις· ἀλλ᾿ ἡ γενικὴ πληθυντική; Ὡς φαίνεται, οἱ νεαροὶ δημοσιογράφοι μας δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν β´ τοῦ Ἑλληνικοῦ, καὶ δὲν ἔμαθαν ποτὲ ὅτι «ἡ γενικὴ πληθυντικὴ ὅλων τῶν πτωτικῶν λήγει εἰς ων, καὶ δι᾿ αὐτὸ λέγεται μέση». Ἐκτὸς μιᾶς ἐφημερίδος (τοῦ Νέου Ἄστεως) ὅλαι αἱ ἄλλαι γράφουσι τῶν Ἀπόκρεω. Διατί ὄχι; Κατὰ τοὺς ψυχαριστάς, ἡ γενικὴ πληθυντικὴ διφορεῖται· τῶν ἀνθρώπω καὶ τῶν ἀνθρώπωνε, τῶν γυναικῶ, καὶ τῶν γυναικῶνε. Ἢ πρέπει νὰ τὸ κλαδεύσῃ τις, ἢ νὰ τοῦ προσθέσῃ μίαν φούντα. Μόνον εἰς τὴν γνησίαν μορφὴν δὲν πρέπει νὰ τὸ γράψῃ, διότι ἀλλοίμονον εἰς ὅσους γράφουν τὴν καθαρέβουσα.

Ἀρκοῦν τόσα διὰ τὸ ὄνομα τῆς Ἀπόκρεω, ἀλλὰ καὶ πόσας δὲν ἔχομεν ἀποκριάτικες λέξεις; – Φαίνεται ὅτι ἡ Ἀπόκρεως πράγματι παρατείνεται καὶ εἰς ὅλας τὰς ἄλλας ἐποχὰς τοῦ ἔτους, διὰ τοῦτο ἔχομεν τόσα καὶ τόσα ἀποκριάτικα ὀνόματα καὶ πράγματα. Χθὲς ἐδιάβαζα εἰς μίαν ἐφημερίδα μίαν ὡραίαν πράγματι λέξιν «τῆς δολτσεφαρνιεντιζούσης Κυβερνήσεως». Ὤ, πλαστικότης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης! Ἰδοὺ πῶς ἀπὸ μίαν Ἰταλικὴν παροιμίαν πλάττεται αἴφνης μία χαριεστάτη μετοχή. Τί σημαίνει ἂν τὰ ἐννέα δέκατα τῶν ἀναγνωστῶν δὲν θὰ καταλάβωσιν τί θέλει νὰ πῇ τοῦτο; Μήπως εἶναι βέβαιον ἂν ὁ συντάκτης ὁ ἴδιος ξεύρει ἰταλικά; Τί πρὸς τοῦτο. Ὁ Τύπος, βλέπετε, ὁ Ἀθηναϊκός, εἶναι προωρισμένος διὰ τὰς Ἀθήνας καὶ τὸν Πειραιᾶ. Ὁ δημοσιογράφος, ὅταν πιάσῃ τὴν πένναν, ἐπ᾿ αὐτῶν τῶν δύο πόλεων βασίζεται, διότι ἀπὸ τὴν κυκλοφορίαν τὴν εἰς τὰς δύο πόλεις ζῇ κυρίως ὁ Τύπος. Καὶ εἰς τὰς πόλεις αὐτὰς οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνεπτυγμένοι – καὶ πρέπει νὰ ξεύρουν τί θὰ πῇ ὄχι μόνον ρᾳστώνη ἑλληνιστί, ὄχι μόνον τουρκιστὶ ραχάτι, ἀλλὰ καὶ ἰταλιστὶ δόλτσε ἒ φὰρ νιέντε.

Διὰ τοῦτο βλέπεις νὰ εἰσάγωνται τοιαῦται λέξεις, ὁποία ἡ μπάντα τῆς μουσικῆς! λόγου χάριν. Ἂν εἰς τὴν γνησίαν δημώδη γλῶσσαν, ἡ λέξις σημαίνει τὴν πλευρὰν ἢ τὴν ἄλλως μεριά, ἀδιάφορον. Ἐκεῖνα εἶναι παλαιά, χωριάτικη γλῶσσα, démodée· ἐτελείωσε. Ἀρχαῖα καὶ διϊπολιώδη καὶ τεττίγων ἀνάμεστα. [Αριστοφ. Νεφέλες 984] τώρα ἡ bande γίνεται ἴσως ἀπὸ τὸ binden (δένω), ἐὰν ἔχῃ παραπλησίαν τὴν ἀρχὴν καὶ προέλευσιν, ὅπως ἡ λέξις σπεῖρα, ἐὰν ἡ ἰδία bande σημαίνῃ ἐν γένει συμμορίαν, καὶ ἂν ἔχῃ παράγωγον τὸ bandie, ἀδιάφορον καὶ πάλιν. Ἀλλ᾿ αἱ λέξεις χορός, θίασος, ὅμιλος, ὀρχήστρα, τίποτε δὲν σημαίνουν. Ἡ μπάντα, αὐτὴ εἶναι ἡ λέξις τῆς μόδας.

Εἶδα ὅτι καὶ ἐπίτροποι ἐκκλησίας, ἀναγγέλλοντες λιτανείαν, ἀνέφερον καὶ «μπάντα μουσικῆς». Ἀλλὰ πόσα δὲν διαπράττουν αὐτοὶ οἱ ἐπίτροποι! Ὅπου εἶναι πανήγυρις, ἀναγγέλλουν ὅτι θὰ καοῦν καὶ ροκέτες! Καὶ θῦμα ἔγινεν ἔξωθεν μιᾶς ἐκκλησίας, πρὸ ὀλίγων μηνῶν, μία πτωχὴ γυνή. Ἀλλ᾿ αἱ ροκέτες ὅμως δὲν ἔπαυσαν.

Πρό τινος χρόνου, οἱ ἐπίτροποι ναοῦ τινος, ἀπὸ μίαν τῶν κυριωτέρων ἐπαρχιακῶν πόλεων, ἔστειλαν τηλεγράφημα, ὅπου μετὰ σύντομον περιγραφὴν τῆς γενομένης τελετῆς ἐπί τινι ἐπετείῳ, ἐπρόσθετον τὰς λέξεις: «Μνημόσυνον μεγάλως ἐπέτυχε». Εἰκότως· διότι ἐφαντάζοντο τὸ σύνολον ὡς ἁπλοῦν θέαμα.

[Η συνέχεια και το τέλος σε επόμενο άρθρο]

Όπως είδατε, αυτό το πρώτο μέρος δεν έχει πολλές συγκεκριμένες γλωσσικές παρατηρήσεις (το δεύτερο έχει περισσότερες). Ο Παπαδιαμάντης στην εισαγωγή εκφράζει μια γενική δυσφορία για τις «επινοημένες ελληνικές γλώσσες», δηλ. για διάφορες γλωσσικές επιρροές. Στη συνέχεια αναφέρεται εκτενώς στον  Ζωίλο, τον Ομηρομάστιγα, που κέρδισε την υστεροφημία από τις λεπτολόγες -και μικρόψυχες- επικρίσεις του σε υποτιθέμενες αντιφάσεις και παραλογισμούς των ομηρικών επών. Μετά διηγείται ένα ανέκδοτο, όπου ο κριτικός, που είχε κάνει λεπτομερείς παρατηρήσεις στο έργο ενός ποιητή, πήρε ως αμοιβή  όχι το σιτάρι αλλά τα σκύβαλα και τα άχυρα. 

Συνεχίζει εκφράζοντας δυσφορία για έναν ακόμα νεωτερισμό, την Εσπεράντο, η οποία είχε αποκτήσει οπαδούς στην Αθήνα, σε αντίθεση με την παλαιότερη τεχνητή γλώσσα, τη Βολαπούκ. (Να σημειωθεί ότι τα χρόνια εκείνα, στην αυτόνομη Σάμο της Ηγεμονίας η Εσπεράντο διδασκόταν στα σχολεία). Συνεχίζει αποδοκιμάζοντας άλλον έναν νεωτερισμό, τους Μορμόνους ιεραπόστολους και η  εισαγωγή κλείνει με μια μικρή σπόντα στον Ροΐδη.

Στην Α’ ενότητα, που δημοσιεύεται στις 11 Φεβρουαρίου 1907, ενώ έχει αρχίσει το Τριώδιο, ο Παπαδιαμάντης αποδοκιμάζει το γαλλικό έθιμο του Μεσοσαράκοστου, ενώ στη συνέχεια παρατηρεί ότι η διάθεση για ξεφαντώματα αυξάνεται σε περιόδους πολέμου ή  λοιμού ή όταν συμβαίνουν άλλες συμφορές.

Και με την ευκαιρία κάνει την πρώτη του παρατήρηση για την κλίση του ονόματος «η Απόκρεω, των ΑπόκρεΩ», όπως γραφόραν τότε, που είναι λάθος. Κατά σύμπτωση, σαράντα χρόνια μετά ο Βάρναλης θα γράψει για το ίδιο θέμα, συμφωνώντας με τον Παπαδιαμάντη: «Αφού ο γλωσσαμυντορισμός αρνιέται να χρησιμοποιήσει τη λαϊκή κι αλάθητην Απόκρια, ας φροντίσει τουλάχιστο να την γράφει σωστά: η Απόκρεως, της Απόκρεω, την Απόκρεω και των Αποκρέων, τας Απόκρεως. Μακαρόνι βέβαια, αλλά γνήσιο ‒ όχι άλλη μάρκα!».

Ας γυρίσουμε στον Παπαδιαμάντη ο οποίος, αφού διορθώσει τους δημοσιογράφους, ρίχνει και μια γουστόζικη μπηχτή στους ψυχαριστές οι οποίοι έγραφαν ή «των  ανθρώπω» ή «των  ανθρώπωνε» και όχι «των  ανθρώπων» -ή κλαδεύουν τη λέξη ή της βάζουν φούντα, λέει πετυχημένα.

Στη συνέχεια, θεωρεί χαριτωμένη τη λεξιπλασία «δολτσεφαρνιεντίζουσα» -εκ συναρπαγής από τη φράση dolce far niente των Ιταλών («Ηδύ το μηδέν πράττειν» που έλεγε κάποιος).

Και τέλος μαθαίνουμε ότι το 1907 είχε ήδη  εισαχθεί ο όρος «μπάντα» με τη σημασία του μουσικού συνόλου. Ο Παπαδιαμάντης αποδοκιμάζει το δάνειο, διότι, όπως λέει, στη γνήσια λαϊκή γλώσσα «μπάντα» σημαίνει μεριά και το άρθρο κλείνει με μιαν ακόμα μπηχτή για τους επιτρόπους των εκκλησιών. 

Σας φαίνεται γκρινιάρικο το άρθρο του Παπαδιαμάντη; 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *