ceb3ceb9e1bdb0 cf84e1bdb8cebd cf83ceb1cebbe1bdb8 cebcceb1ceb3cebdceaecf84ceb7 cf84e1bf86cf82 cf81cf89cebeceaccebdceb7cf82 cebd

«Ἀκόμα καὶ στὴ φαντασία μου / ἔμοιαζα μὲ φύση νεκρή»

Γιὰ τὸν Λεοντάρη, ἡ ποίηση ἦταν «μιὰ συμφορὰ πάνω στὶς ἄλλες συμφορές μας, ἕνα ἀκόμη μαρτύριο τῆς ὕπαρξης» (Δοκίμια γιὰ τὴν ποίηση, 1985). Τὰ χρόνια, βεβαίως, ἔχουν περάσει, ἔχουν ἀλλάξει οἱ ἀναγνῶστες, ἔχει ἀλλάξει τὸ λογοτεχνικὸ πεδίο, καὶ μαζὶ ἔχει ἀλλάξει, πιστεύω, καὶ ὁ τρόπος ποὺ οἱ ἄνθρωποι ποὺ δημοσιεύουν ποιήματα ποὺ ἔχουν γράψει ἀντιλαμβάνονται τὴν ποίηση: σίγουρα ὄχι σὰν συμφορὰ ἢ μαρτύριο τῆς ὕπαρξης, ἀλλὰ μᾶλλον σὰν project, σὰν (δημιουργικὴ βεβαίως, ἀλλὰ πάντως) ἐργασία ποὺ ὁλοκληρώνεται σύμφωνα μὲ κάποιους κανόνες, διακινεῖται σύμφωνα μὲ κάποιες συμβάσεις καὶ προωθεῖται μέσα σὲ ἕνα πλέγμα σχέσεων καὶ συναφειῶν, ὥστε νὰ ἀνταμείψει τὴ (θεμιτή, ἀναμφίβολα) φιλοδοξία τῶν ποιητῶν μὲ τὴν ἀποδοχή καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου και, ἐνίοτε, ἑνὸς κατά τι εὐρύτερου ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ.

Παρ᾽ ὅλα αὐτά, ἐνδέχεται πάντα νὰ πέσει στὰ χέρια μας κάποια ποιητικὸ βιβλίο ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ ὅσα ἀπαιτεῖ ἡ ἐποχὴ ἀπὸ τοὺς ποιητές της («The age demanded an image / Of its accelerated grimace» λέει προφητικὰ ὁ Πάουντ στὸ Hugh Selwyn Mauberley). Ἐνδέχεται πάντα νὰ πέσουν στὰ χέρια μας ποιήματα τὰ ὁποῖα νὰ αἰσθανθοῦμε (σωματικά, μὲ ρίγη) πῶς ἀποτυπώνουν τὸ μαρτύριο τῆς ὕπαρξης, τὴ συμφορὰ τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης. Ὅπως εἶναι λογικό, τέτοια βιβλία δὲν χαρτογραφοῦνται συνήθως καὶ δὲν ἐντάσσονται σὲ κανενὸς εἴδους κανόνα, οὔτε τοῦ κέντρου οὔτε τῆς περιφέρειας τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὑπηρετοῦν καὶ προωθοῦν τὴν ὑπόθεση τῆς ποίησης˙ καὶ ἡ τύχη τους συχνὰ ἐπιβεβαιώνει τὴν πεποίθηση τῶν δημιουργῶν τους ὅτι ἡ ποίηση ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι «μιὰ συμφορὰ πάνω στὶς ἄλλες συμφορές μας».

Ἕνα τέτοιο βιβλίο εἶναι ὁ Σαλὸς Μαγνήτης τῆς Ρωξάνης Νικολάου, ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Φαρφουλὰ τὸ 2022. Πρόκειται γιὰ τὸ τρίτο βιβλίο τῆς ποιήτριας˙ τὸ πρῶτο ἦταν ἰδιωτικὴ ἔκδοση ποὺ δὲν εἶχα τὴν τύχη νὰ διαβάσω (Ποιήματα 1991-1999), ἐνῶ τὸ δεύτερο ἦταν ὁ ἐντυπωσιακὸς Ψαλιδιστής (Τεχνοδρόμιο 2018). Ἡ Νικολάου σαφῶς δὲν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δημοσιεύουν ἀκατάσχετα. Τὰ 53 ποιήματα τῆς συλλογῆς Σαλὸς Μαγνήτης εἶναι προφανὲς ὅτι ἔχουν συμπεριληφθεῖ μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ ἐπιλογή.

Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου, Σαλὸς Μαγνήτης, δίνει πιστεύω κάποια κλειδιὰ γιὰ τὴν ἀνάγνωσή του. Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ ἐπιθέτου «σαλὸς» δὲν εἶναι, ἀσφαλῶς, τυχαία: ἡ σύνδεση μὲ τὴν ἔννοια τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητας εἶναι προφανὴς καί, πιστεύω, ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἔργου τῆς Νικολάου (ἡ σύνδεση ἔχει ἐπισημανθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν Δ. Πυρκεττῆ στὸ Ποιεῖν). Ὅτι ἐν προκειμένῳ ἡ σαλότητα δὲν χαρακτηρίζει κάποιον ἄνθρωπο (ἔστω ἅγιο), ἀλλὰ ἕναν μαγνήτη, ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς παράδοξες, ἀλλὰ πυκνὰ νοηματοδοτημένες, συζεύξεις ποὺ ἐπικυρώνουν τὴν σαλότητα τῆς φαινομενικὰ ταπεινῆς ποίησης τῆς Νικολάου. Ἐξηγοῦμαι: μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὁ σαλὸς ἅγιος ἐπιτελεῖ τὴν σαλότητα ὡς ὄχημα τῆς ἄκρας ταπείνωσης, ἡ ποιήτρια ἐπιτελεῖ τὴν ταπεινότητα ὡς ὄχημα μιᾶς ἑρμηνείας τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης. Ὁ μαγνήτης δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀντικείμενο ποὺ δημουργεῖ μαγνητικὰ πεδία, πεδία δηλαδὴ τῶν ὁποίων τὴν ὕπαρξη συνάγουμε ἀπὸ τὶς ἑλκτικὲς καὶ ἀπωθητικὲς δυνάμεις ποὺ ἀναπτύσσονται στὴν ἀλληλεπίδραση τοῦ μαγνήτη μὲ τὸ περιβάλλον του. Ὁ σαλὸς μαγνήτης, ἑπομένως, θὰ μποροῦσε νὰ περιγραφεῖ ὡς μία δύναμη ἕλξης καὶ ἄπωσης ποὺ λειτουργεῖ μὲ μὴ συμβατικὸ τρόπο καὶ τῆς ὁποίας τὴν ταπεινὴ ὕπαρξη συνάγει κανεὶς ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος. Ὡς τίτλος ποιητικῆς συλλογῆς, δείχνει, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι τὸ βλέμμα τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου ἑστιάζει στὶς σχέσεις ποὺ ἀναπτύσσονται στὸν περιβάλλοντα χῶρο του γιὰ νὰ διερευνήσει τὴ φύση τοῦ χώρου αὐτοῦ, ὅπου, μέσῳ τῆς διαντίδρασής τους, θολώνουν τὰ ὅρια μεταξὺ ἀστικοῦ καὶ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἔμψυχων ὄντων καὶ ἄψυχων ἀντικειμένων, ζωντανῶν καὶ νεκρῶν ἀνθρώπων, σαλότητας καὶ λογικῆς.

Ἡ συλλογὴ ξεκινάει μὲ ἕνα ποίημα ποὺ μᾶς προσανατολίζει στὴ θεματικὴ τοῦ βιβλίου: μέσα σὲ ἕνα λάκκο, μιὰ εἰκόνα σισσύφειας προσπάθειας διάσωσης ἢ ἐπιβίωσης, ὅπου παραμένει ἀσαφὲς ποιός εἶναι ὁ διασώστης καὶ ποιός ὁ ἀπειλούμενος, ἢ ἀκόμη καὶ ἂν ὁ διασώστης διασώζει ἢ ὑπονομεύει, φαίνεται νὰ περιγράφει τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση, γιὰ τὴν ὁποία ἡ «φαντασμαγορία της μέρας και της νύχτας» ὑπάρχει μόνο ὡς ὄνειρο, κάπου μακριά. Μέσα σὲ ἕναν τέτοιο λάκκο φαίνεται πὼς κινοῦνται τὰ πρόσωπα τῶν ποιημάτων τῆς Νικολάου, συχνὰ ἀφομοιωμένα ἀπὸ τὴ φύση γύρω τους, μέρος τοῦ τοπίου τόσο ὅσο καὶ τὰ δέντρα, τὰ ζῶα, τὰ ἔντομα, οἱ ἀράχνες καὶ τὰ σαμιαμίδια˙ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα παρουσιάζεται περίπου ὡς νεκρὴ φύση γύρω καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία κάπως ἐπιζοῦν τὰ χθαμαλότερα πλάσματα τῆς ζώσας φύσης, ἐνῶ οἱ ἀνθρώπινες κατασκευὲς ἔχουν γκρεμιστεῖ καὶ τὸ τοπίο ποὺ περιγράφεται ἕπεται μιᾶς καταστροφῆς: «γυαλιἀ καρφιά / το λιγοστό μου πάτωμα». Τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο ἰσορροπεῖ ἀνάμεσα στὴν ἀγανάκτηση γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῶν μὴ ἀνθρώπινων («πῶς γίνεται / νὰ ζεῖ τὸ λεμόνι / τὸ ζουζούνι») καὶ στὴ νοσταλγία γιὰ τὴν ἐποχὴ πρὶν τὴν παρακμὴ («Κλάους δές / τὰ εἰκοσιδύο μου χρόνια δές / κρέμονται πορτοκάλια / στὰ χιονισμένα σου κλαδιά).

Σὲ αὐτὸ τὸ περιβάλλον κινοῦνται οἱ σαλοὶ ἅγιοι τῆς Νικολάου, πότε παρατηρητές, πότε συμμέτοχοι, πότε πρωταγωνιστές, οἱ αἴροντες τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου, ποὺ ὑποφέρουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος ὅλου τοῦ πόνου τῶν ἀνθρώπων. Στὸ ἐξαιρετικὸ «Ἀγκάθινο Στεφάνι» ἡ σαλὴ ἁγία δὲν ἀντέχει τὸ κλάμα τοῦ ἀγνώστου ποὺ ἀπὸ μακριὰ τῆς φαίνεται ὅτι ἀκούγεται, διαπιστώνει πὼς διαλύεται τὸ «μαδημένο στεφάνι τοῦ μετώπου» της καὶ μέσα στὸν καθρέφτη βλέπει μιὰ γυναίκα νὰ μαζεύει τὰ πεσμένα ἀγκάθια καὶ νὰ τὴν καθησυχάζει «θὰ ξαναφτιάξεις τὸ στεφάνι, / κοίτα πόσα σοῦ μάζεψα / ἀγκάθια». Ἀλλοῦ τὸ ὑποκείμενο κλαίει «γιὰ ἐκεῖνα / ποὺ ὁλόγυμνα / στὴν παγωνιὰ τοῦ κόσμου / στέκονται καὶ μὲ κοιτοῦν». Ἀλλοῦ ἐπανεμφανίζεται ὡς τραυλὸ παιδὶ παγιδευμένο σὲ ἕνα ἐφιαλτικὸ τσίρκο νὰ «κλωτσάει / τὴν πέτρα τῆς γλώσσας του» περιγράφοντας τὴν ἐρήμωση. Στὴν ἔρημο τῆς Ἁγίας Φυλάξεως ὁ ἀναχωρητὴς ἅγιος «ἀνοίγει μὲ τὸ κομπρεσέρ ἕνα λαγούμι / ρίχνει μέσα τὸ συσσίτιο τῆς ἡμέρας καὶ ξαπλώνει». Ἐνῶ σὲ πιὸ ἀστικὸ περιβάλλον «ρωτάει στὸν ἄνεμο / – ἔχετε ἕνα εὐρώ; / ρωτάει τὰ πετεινὰ τ᾽οὐρανοῦ / ποὺ κατεβαίνουν στὴ γῆ / καὶ τσιμπολογοῦν τὰ ψίχουλα / – νὰ φάω κι ἐγώ μαζί σας;».

Ἡ ταπεινότητα τῆς σαλῆς ἁγιότητας ἀποτυπώνεται καὶ μέσα ἀπὸ τοὺς ποιητικοὺς τρόπους τῆς Νικολάου. Δὲν ὑπάρχει τίποτα πομπῶδες ἐδῶ, δὲν ὑπάρχουν ἐντυπωσιακὲς φράσεις – σλόγκαν, δὲν ὑπάρχει μεγαλοστομία, δὲν ὑπάρχει ἴχνος πόζας ἢ ποιητικισμοῦ. Ἡ γλώσσα τῆς Νικολάου εἶναι ἁπλή, καθημερινή, καὶ τὸ βιωματικὸ ὑλικὸ ποὺ χρησιμοποιεῖται εἶναι ξεκάθαρα ἀπὸ πρῶτο χέρι, μὲ ἀναφορὲς σὲ πρόσωπα, χώρους καὶ καταστάσεις τῆς πραγματικότητας τῆς ποιήτριας, ἀπὸ τὴν Ζάχα Χαντὶντ ὣς τὴ Λίνα Ζένιου, ἀπὸ τὴν Χαϊδελβέργη ὣς τὴν Ἁγία Φύλαξη, καὶ ἀπὸ τοὺς κήπους καὶ τὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες ὣς τοὺς θαλάμους νοσοκομείων ὅπου παραστέκεται κανεὶς στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ χάσει.

Ἡ ποιήτρια γνωρίζει καὶ ἀποδέχεται, ὄχι βέβαια χωρὶς θλίψη, τὰ ὅρια τῆς τέχνης καὶ δηλώνει ἀπροκάλυπτα: «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πέθανε ἀπό πείνα / κανένα ποίημά μου δὲν μπόρεσε νὰ τὸν σώσει». Ὡστόσο, ἐπιτρέπει νὰ διατυπωθεῖ κάποιου εἴδους ἐλπίδα, ὅτι κάποια διέξοδος θὰ βρεθεῖ, κάποια σωτηρία. Ψήγματα σαλῆς αἰσοδοξίας διατρέχουν ὅλη τὴ συλλογή, πότε ἀχνῆς (ὅπως στὸ ἔξοχο «Μήπως γεννηθεῖ») πότε αὐτοϋπονομευόμενης (ὅπως στὸ σαρκαστικὸ «3022 μ.Χ»). Τελικά, στὸ πεζὸ ποίημα ποὺ κλείνει τὴ συλλογή, ἡ ἐλπίδα ἐντοπίζεται σὲ μιὰ ὀλιγαρκὴ ἐσωτερικὴ διάθεση ἀνάπλασης μετὰ τὴν καταστροφή, σὰν σὲ ὄνειρο ὅπου ὁ σαλὸς δείχνει τὸν δρόμο: «φέρε στὸ νοῦ ἕνα ξεχασμένο ἐργοστάσιο καὶ στὸ βάθος κάποιον νὰ φτιάχνει παιχνίδια ἀπό ἄχυρα καὶ κουρέλια». Κατὰ κάποιον τρόπο, μοῦ φαίνεται πὼς αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχει κατορθώσει καὶ ἡ Νικολάου στὸν Σαλὸ Μαγνήτη: νὰ φτιάξει ὡραῖα παιχνίδια ἀπὸ τὰ ἄχυρα καὶ τὰ κουρέλια ποὺ ἀποτελοῦν τὸν κόσμο γύρω μας.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Μάκης Θεοφυλακτόπουλος (1939-24.6.2023). Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

salos magnitis 34914cover

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *