Το ραβαγιό του Αργίρι – ceci n’ est pas un livre d’ enfants
Αναγνωστικά σχόλια για το βιβλίο της Ιφιγένειας Σιαφάκα, Το ραβαγιό του Αργίρι, Γράμματα στον Άγιο Βασίλη και τον Σεν Νικολά με… άλλες ιστορίες, Έναστρον 2022 (εικονογράφηση Αναστάσης Μαδαμόπουλος).
Πώς είναι όταν ένα παιδί ήταν παιδί; Ο Πέτερ Χάντκε, μας το εξηγεί υποδειγματικά σε ένα απόσπασμα [1] τού Lied vom Kindsein – «Τραγούδι της παιδικής ηλικίας» – με το οποίο γίνεται η εναρκτήρια σεκάνς των Φτερών του έρωτα του Βιμ Βέντερς.
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ήταν καιρός για τις ακόλουθες απορίες:
Γιατί είμαι εγώ και δεν είμαι εσύ;
Γιατί είμαι εδώ και όχι εκεί;
Πότε άρχισε ο Χρόνος και πού τελειώνει ο Χώρος;
Μήπως είναι η Ζωή κάτω από τον ήλιο, τίποτα περισσότερο από ένα όνειρο;
Μήπως είναι ό,τι βλέπω ό,τι ακούω κι ό,τι μυρίζω
μόνο η όψη ενός κόσμου πριν τον κόσμο;
Υπάρχει στ’ αλήθεια το Κακό και άνθρωποι
που είναι πραγματικά κακοί;
Πώς γίνεται, εγώ, που είμαι,
να μην ήμουν πριν να είμαι
και πώς μια μέρα εγώ, που είμαι,
δεν θα είμαι πλέον αυτός που είμαι;
Ιδού ένας κόσμος ολιστικός, που τυλίγεται αμέσως γύρω από τον υποθάλαμο· ανακαλεί μνήμες, μυρωδιές, πρωτεϊκές εντυπώσεις, και μια απόλυτη και συνεχή αίσθηση ασφάλειας. Ένας κόσμος που κρατάει τον θάνατο κλειδωμένο στο κλουβί. Αυτή είναι η εποχή στην οποία σημαδεύει, η εποχή που αναμοχλεύει και η εποχή όπου μας επιστρέφει – εμάς τους παιδοναύτες ενηλίκους – το «παιδικό βιβλίο» της Ιφιγένειας Σιαφάκα, το Ραβαγιό του Αργίρι. Ομολογώ ότι τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου – στο οποίο ο Μαγκρίτ μνημονεύεται ποικιλοτρόπως – δεν απέφυγα ένα συνειρμό που πηγάζει από τον πασίγνωστο πίνακά του «Η προδοσία των εικόνων» (που είναι επίσης γνωστός με το όνομα: Αυτό δεν είναι μια πίπα), και στον οποίο, ακριβώς από κάτω από τη –σχεδόν φωτογραφική– ελαιογραφία μιας πίπας, ο Μαγκρίτ ενσωματώνει στα όρια του καμβά τη χειρόγραφη φράση cesi n’est pas une pipe [2], αναιρώντας απολύτως την ψευδαίσθηση του ζωγραφικού πίνακα και εννοώντας ευθέως την πλάνη που ο ίδιος υπαινίσσεται: Αυτό δεν είναι μια πίπα, είναι η ζωγραφιά μιας πίπας. Ο πίνακας αυτός είναι η επιτομή ή και η απαρχή μιας φαινομενολογίας της αποδόμησης κι ο Μισέλ Φουκώ έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο με ομώνυμο τίτλο για να αναλύσει διεξοδικά την εγγενή αμφιβολία, όχι μόνο για τη ζωγραφική αλλά για κάθε έργο τέχνης γενικότερα. Σε τούτα τα πλαίσια εντάσσεται κι η δική μου αμφιβολία προς το βιβλίο που αυτοσυστήνεται ως παιδικό με τον ίδιο τρόπο που ανακοινώνει εαυτόν η ζωγραφιά του Μαγκρίτ. Έχω επομένως την τάση να γράψω κάτω από τον τίτλο τη φράση: ceci n’ est pas un livre d’ enfants [3]. Ποια είναι επομένως η ταυτότητά του; Είναι ένα ποιητικό βιβλίο γραμμένο επ’ αφορμή του αμόλυντου του παιδικού σύμπαντος, ένα βιβλίο που υποκρίνεται το παιδικό για να ζωγραφίσει με πηγαίο χιούμορ και γλαφυρή ροή την πικρή αλήθεια της πεζής ζωής μας που χτίζεται γύρω από τον παιδικό κόσμο ερήμην του και εις το όνομά του.
Ένα βιβλίο που, ενώ χρησιμοποιεί ως πρόφαση την παιδικότητα και την μιμείται, στην πραγματικότητα –μοιραία– δεν την υπηρετεί παραδίδοντας ένα αξιοθαύμαστο και επιδραστικό κείμενο για ενήλικες που οικειοποιούνται την παιδικότητα αυτή, επειδή – επί της ουσίας- δεν την εγκατέλειψαν ποτέ. Ας το πω με σαφήνεια: είναι ένα βιβλίο για ενήλικα παιδιά με υψηλή αίσθηση του χιούμορ. Εδώ φαίνεται να βρίσκεται το αναγνωστικό target group του βιβλίου. Ή, αν θα έπρεπε να απευθυνθεί το βιβλίο και προς τα παιδιά τα οποία πρωταγωνιστούν, ετούτη η απεύθυνση θα όφειλε να συνοδεύεται από ανάλογη καθοδήγηση, ώστε να αντιληφθούν τα πλείστα όσα ενδιαφέροντα προκύπτουν για τους ενήλικες που «διαβάζουν» τα παιδικά τους χρόνια με τη δέουσα ιλαρότητα. Το χιούμορ –που είναι λεπτό, πικρό, οριακό, βιτριολικό και επομένως πνευματώδες– δεν είμαι σίγουρος ότι θα το αντιληφθούν σε όλη του την έκταση. Η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, οικονομική και προσωπική, ο έρωτας που ατάκτως υποχωρεί ανήμπορος να περισώσει τα προσχήματα, ο φόβος για την ίδια την ύπαρξη, η τρομοκρατία, οι στερεοτυπικές αντιδράσεις των λαών που προέρχονται από μια πανσπερμία πολιτισμών εντός ενός πολυπολιτισμικού σύμπαντος –προϊόντος μιας αποικιοκρατικής συνθήκης που πάει πίσω τρεις και τέσσερις αιώνες, η Τέχνη, ο πολιτισμός, οι παραδόσεις, η εκπαίδευση όλα φιλτράρονται μέσα από την αραιή γάζα αυτού του χιούμορ. Το βιβλίο είναι ένα πεζογράφημα που διαβάζεται μονορούφι, έμπλεο κοινωνικής ενσυναίσθησης και μερικής τεκμηριωτικής αφήγησης με αυτοβιογραφικές πινελιές (το Βέλγιο, που είναι η χώρα όπου διαβιοί τα τελευταία χρόνια η συγγραφέας, σκιαγραφείται απόλυτα και στον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμό του) της ιστορικής συνθήκης μέσα στην οποία γεννιέται που είναι η παρακμή του δυτικού πολιτισμού και στην πράξη η παταγώδης αποτυχία του ιδεώδους της ίδιας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όπου το άτομο (το ενήλικο άτομο όπως προκύπτει από τις αφηγήσεις των παιδιών) λειτουργεί αυτοφαγικά εντός μιας συνθήκης ευρύτερης κοινωνικής αυτοφαγίας κι όπου οι ανθρώπινες σχέσεις επικεντρώνουν σε αυτή τη συνθήκη καθώς τα πρόσωπα φαίνονται να λειτουργούν θυμωμένα, εγωιστικά ή σε σύγχυση. Έχουμε δηλαδή ένα περιβάλλον όπερας μπούφα με γκροτέσκ χαρακτήρες στα όρια της καρικατούρας, μια διόγκωση που δικαιολογείται απόλυτα μέσω της προσχηματικής υιοθέτησης του παιδικού ψυχισμού και που μαζί με τους δυο Αγίους, τον Αη Βασίλη και τον Αη Νικόλα, παίζουν τον ρόλο τού (κινηματογραφικού) MacGuffin [4] της αφήγησης.
Δεν είναι όμως μόνο ο κυριολεκτικός νόστος που αναδύεται ανάμεσα από τις γραμμές του βιβλίου. Αυτή η μοναχικότητα του ξεριζωμού, ο νόστος του μετανάστη, επεκτείνεται (εκτός των αποικιακών) και στα εδώδιμα «φρούτα» πχ. στον ανορθόγραφο Αργίρι, που είναι ένα παιδί που μένει στα Πατήσια, και του οποίου οι γονείς αποξενώνονται παραιτημένοι από τις σταθερές τους λες και εγκαταλείπουν μιαν αγαπημένη πατρίδα, φτωχοποιούνται εντός ενός περιβάλλοντος που δεν έχει απωλέσει τις παραμέτρους του πλουτισμού (με τις υποσχέσεις του οποίου ξεκίνησαν την ενήλικη ζωή τους). Όπως λέει κι ο γνωστός στίχος του Άλκη Αλκαίου «της αγκαλιάς η ξενιτιά, είναι η πιο μεγάλη». Σε τούτο ακριβώς το διήγημα σκιαγραφείται -κατά τη γνώμη μου – καθαρά η ποιητική παραμετροποίηση της αυτοφαγικής συνθήκης που συναντάμε λεπτομερώς σε δεκάδες άλλα σημεία στα κείμενα. Εν ολίγοις, το βιβλίο είναι ένα πεζογράφημα απολαυστικό που λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και που αναδεικνύει το χιούμορ της συγγραφέως –που ως τώρα είχαμε απολαύσει μόνο στο παράρτημα της ζαρντινιέρας του Dip [5]– ως μια ακόμη από τις κυρίαρχες επιδεξιότητες της τέχνης της. Οι ζωγραφικές βινιέτες του Αναστάση Μαδαμόπουλου που συνοδεύουν τα κείμενα, σφραγίζουν με την ευθύτητα, την απλότητα και την καλλιτεχνική τους αυτοτέλεια· ταυτοχρόνως κάνουν το βιβλίο μοναδικό. Το όλον προκύπτει ως ένα αριστοτεχνικό πάντρεμα λόγου και εικόνας.
Σημειώσεις
1. Σ.σ. απόδοση του αποσπάσματος από τα γερμανικά.
2. Αυτό δεν είναι μια πίπα.
3. Αυτό δεν είναι ένα παιδικό βιβλίο.
4. του προσχηματικού, του –κατ’ όνομα– βαρύκεντρου της πλοκής.
5. Dip generation, περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου που κυκλοφορεί με τη φροντίδα και την επιμέλεια της Ιφιγένειας Σιαφάκα από το 2016.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Phil Greenwood. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]