Για το μυθιστόρημα της Ειρήνης Μπόμπολη
Το γεύμα
γράφει η Παναγιώτα Π. Λάμπρη
«Στην πραγματικότητα», έλεγε ο Μαρσέλ Προυστ, «κάθε αναγνώστης είναι, καθώς διαβάζει, αναγνώστης του ίδιου του του εαυτού». Όταν, μάλιστα, θα πρόσθετα, γράψει για κάποιο βιβλίο, αναπόφευκτα αποκαλύπτει μέρος του εαυτού του. Το επισημαίνει και η Ειρήνη Μπόμπολη στο νέο της μυθιστόρημα με τον τίτλο «Το γεύμα» (εκδ. Πνοή, 2022, σ. 152), όπου σημειώνει: «Ο κάθε δέκτης (ενν. αναγνώστης) βλέπει […] αυτό που του επιτρέπει ο εαυτός του να δει. Αυτό το διαλεκτικό παιχνίδι είναι πολύ ενδιαφέρον και ο υποψιασμένος συγγραφέας ξέρει πολύ καλά πως πιο πολύ και από τον ίδιο εκτίθενται οι αναγνώστες του. Κάθε κριτική που εισπράττει είναι και μια διάγνωση γι’ αυτόν που έχει απέναντί του. Έτσι και η εξομολόγησή μου θα γίνει ο πρισματικά αδιάκριτος φακός πολλών κρυμμένων χαρακτήρων.» (σ. 123)
Έχοντας μπει, λοιπόν, στον πειρασμό να γράψω για το βιβλίο της Ειρήνης, θαρρώ πως δεν θ’ αποκαλυφθώ πιότερο απ’ όσο έχει ήδη συμβεί εδώ και χρόνια μέσω της γραφής μου. Οπότε, μετά το υπέροχο διανοητικό και ψυχικό ταξίδι που μου χάρισε «Το γεύμα» της, θα μιλήσω γι’ αυτό ως συνδαιτημόνας που απόλαυσε το συμπόσιο.
Για το ταξίδι αυτό κίνησα παραδόξως, πριν την ανάγνωση, αφού ο τίτλος και η εικόνα του εξωφύλλου του βιβλίου, έργο του εικαστικού Παναγιώτη Χαλούλου με τον τίτλο «Ερωτικό ζευγάρι», με οδήγησαν συνειρμικά στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Και τούτο, διότι διέκρινα, όπως θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια, δύο βασικούς άξονες του μυθιστορήματος∙ το ιδιαίτερο συμπόσιο των πρωταγωνιστών και τον Έρωτα που κυρίαρχα αυτό πραγματεύεται. Την αρχική διαπίστωση ενίσχυσαν κι άλλα στοιχεία, τα οποία συνέδεαν «Το γεύμα» με τα αρχαία συμπόσια, όπου οι συνδαιτυμόνες μαζεύονται νύχτα στο σπίτι κάποιου -εδώ σε κατάστημα-, κάθονται σε ορισμένες γι’ αυτούς θέσεις, πίνουν κρασάκι και συζητούν φιλοσοφικά κυρίως ζητήματα.
Στο συμποσιακό σκηνικό, προσεκτικά στημένο από την Ειρήνη Μπόμπολη, η οποία έχει ενδιατρίψει στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και στο θέατρο, κυρίαρχος, όπως και στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, είναι ο αρχέγονος Έρως, ο κάλλιστος μεταξύ των αθανάτων, κατά τον Ησίοδο, του οποίου η δύναμη εξουσιάζει, συχνά μέχρι καταργήσεως, το «είναι» του ερωτευμένου. Πόσο μάλλον, όταν γεννιέται και θάλλει σε αίθουσες διδασκαλίας, έχει ως αφετηρία τον θαυμασμό του διδασκόμενου προς τον διδάσκοντα και σταδιακά μετουσιώνεται σε πνευματική έλξη και έρωτα. Με τις ισορροπίες να κρατιούνται δύσκολα, η απουσία σαρκικής επαφής, οδηγεί τον Έρωτα στην ύψιστη, συχνά εξιδανικευμένη μορφή του, ενώ, όχι σπάνια, προϊόντος του χρόνου, αυτός κοπάζει, ακόμα και αυτοκαταργείται.
Σε παρόμοια συνθήκη δοκιμάζει τα όρια του έρωτά της, αλλά και δοκιμάζεται η αφηγήτρια του μυθιστορήματος, η οποία ομολογεί πως στη διαδικασία της κατανόησης, της κατάκτησης και της συγγραφικής του αποτύπωσης «πήγαινε γυρεύοντας», που σημαίνει πως πολύ η ψυχή της το ποθούσε. Κι όταν η ψυχή βαθιά ποθεί, είναι έτοιμη να διαβεί δύσβατους, επίπονους, ακόμα και αδιέξοδους δρόμους. Και γράφει: «Ήξερα ότι πήγαινα γυρεύοντας. Αποζητούσα τον πόνο, γιατί χωρίς αυτόν είχα ξενερώσει καιρό τώρα. Χρειαζόμουν, όσο τίποτε άλλο, τη βαθιά μελαγχολία της γνήσιας δημιουργίας, αυτή που σε κάνει να σπαρταράς σαν ψάρι στη στεριά, σαν πασχαλιά στο φλεβαριάτικο άνεμο, σαν μισοτελειωμένο ποίημα στην εγκατάλειψη της καθημερινότητας. Και ο πόνος ήρθε αδυσώπητος από τα βάθη της αβύσσου, από το σκοτάδι, ντυμένος απλότητα και κυνισμό μαζί. Είχε τη γεύση πικρή και την πρόκληση ακατανίκητη. Είχε σάρκα και οστά. Είχε και όνομα· λεγόταν Έρωτας. Φοβάμαι πως αυτός ο έρωτας ήταν εντελώς μοναχικός, ανομολόγητος και σαρκαστικά διαλυτικός. Μαύρος σαν Ερινύα μού χτύπησε την πόρτα το καταμεσήμερο και με δυσκολία κρατάω την αξιοπρεπή στάση να τον έχω ακόμα ανέγγιχτα εσώκλειστο στο κελί της ανώφελης εξομολόγησής μου.» (σ. 11)
Έτσι, ο Έρωτας για τον αινιγματικό, αλλά πολλαπλά ενδιαφέροντα καθηγητή, πνευματικός κυρίως, χωρίς ν’ απουσιάζει η σωματική έλξη, μέσω του φιλοσοφικού στοχασμού που με διαλεκτική υφή, ατέλειωτα ερωτήματα, διλήμματα, αμφιβολίες και αντιφάσεις εκφράζεται, προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να τον βιώσει και σαν δικό του ανάλογο δρόμο, αλλά και στη δημιουργό να μιλήσει για θέματα, τα οποία συχνά αποφεύγουμε ν’ αγγίξουμε, μη τυχόν και μας πονέσουν, αν και το άγγιγμά τους υπάρχει περίπτωση να μας λυτρώσει.
Και η αφήγηση, διαυγής και φιλική, όπως σε συζητήσεις φίλων που συνομιλώντας αναζητούν την όποια αλήθεια, οδηγεί την εξέλιξη του μύθου χωρίς βεβαιότητες ή ειλημμένες αποφάσεις, αφού η φιλοσοφική απορία, το ερωτάν και το αποκρίνεσθαι, είναι διαδικασία δυναμική, στην οποία η δημιουργός βυθίζεται και, πέραν των νοημάτων, την πλουταίνει με υπέροχο λόγο, ο οποίος διανθίζεται από ψυχογραφίες ανθρώπων, από εξαιρετικές περιγραφές σημείων, που άλλοι θα προσπερνούσαν ως αδιάφορα, αλλά και τόπων, καθώς και από στοχασμούς αρχαίων φιλοσόφων και δικούς της, προβάλλοντας έτσι ανεπιτήδευτα και την παιδεία της.
Αξίζει να σημειωθεί πως η δόμηση του λόγου γίνεται με αριστοτεχνικό τρόπο. Για παράδειγμα, επαναλήψεις, όπως «Ήταν μάλλον η πρώτη φορά που δρούσα απρόσκλητη, για να μην πω ανεπιθύμητη. Ήταν η πρώτη φορά που έχασα τα λογικά μου για κάτι εξαιρετικά αβέβαιο, σχεδόν χαμένο. Ήταν η πρώτη φορά που εντελώς εκούσια κατέβηκα τις πύλες της κολάσεως και ένιωθα τη μοναδική ηδονή του έρωτα να καίει τα σωθικά μου.» (σ. 22) ή αντιθέσεις, όπως «Τον αισθανόμουν δίπλα μου ισχυρό και αδύναμο ταυτόχρονα.» «Παρόλο που υποψιαζόμουν την αδιαφορία του για τη γυναικεία μου υπόσταση, φρόντισα να την τονίσω με ό,τι ομορφότερο θα μπορούσα να βρω στην αγορά τη μέρα εκείνη.» (σ. 44) χρησιμοποιούνται καίρια, τονίζοντας τα νοήματα και τη δύναμη της γλώσσας να τα εκφράσει, αν και συχνά φαντάζει αυτό αδύνατο, αφού «Η συναλλαγή ανάμεσα στη φαντασία ή στην εμπειρία και στη γλωσσική διατύπωση είναι μια ατέρμονη ήττα.» (σ. 35)
Συναρπαστική, χωρίς άλλο, είναι η ποιητικότητα της γραφής της Ειρήνης∙ την αντιλαμβάνεσαι, ακόμα κι αν δεν γνωρίζεις πως εκείνη γράφει εδώ και χρόνια δόκιμη ποίηση, από τον ποιητικό οίστρο που διαπερνά τον λόγο της, καθόλου άσχετο με τον φιλοσοφικό στοχασμό, αφού η ποίηση και η φιλοσοφία έχουν δυνατή συνάφεια αρχαιόθεν.
Επίσης, η χρήση του πρώτου προσώπου, ισχυρού και συχνά παρεξηγημένου, δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να ταυτιστεί σε πολλά σημεία του μυθιστορήματος, ενώ τον κάνει να νιώθει οικεία με την εξομολογούμενη δαιδαλώδεις αναζητήσεις της αφηγήτρια, πίσω από την οποία μπορεί να διακρίνει ακόμα και την ίδια τη δημιουργό. Εξάλλου, σε ποιανού δημιουργού το έργο δεν αναγνωρίζεται μέρος της φύσης του; Ακόμα, η αοριστία του «εγώ», όπως και ο χωρίς κύριο όνομα καθηγητής, με το κτητικό «μου» να τον προσδιορίζει, δεν δυσκολεύει τις ταυτίσεις. Στο ίδιο συνεπικουρεί και η ανωνυμία των τόπων και των τοπίων, τα οποία μόνο ο υποψιασμένος αναγνώστης θα μπορούσε να εξομοιώσει μ’ αυτά που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης ή μ’ άλλα που τους μοιάζουν και θυμίζουν δικές του μνήμες και εμπειρίες.
Η Ειρήνη Μπόμπολη σ’ αυτό το μυθιστόρημά της προβάλλει και τη διαχρονική σχέση του συγγραφέα με τους ήρωες των έργων του, οι οποίοι ζουν στο υποσυνείδητό του και ανακαλούνται, ή όχι, κατά περίπτωση. Όχι απαραίτητα, όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο η εξέλιξη νέου μύθου του, αλλά για να δείξει πως δεν τους ξεχνά και είναι εν αναμονή, ίσως, για νέες περιπέτειες ή απλά είναι συνυφασμένοι με τη δική του ζωή ή και με κείνη άλλων ηρώων. Έτσι, και «Το γεύμα» δεν θα ολοκληρωνόταν, όπως αποδεικνύεται σε αρκετά σημεία της πλοκής του, χωρίς αυτούς. Για παράδειγμα: «Η παραζάλη της στιγμής έφερε κοντά μου τον πιο αγαπημένο μου ήρωα, αυτόν του προηγούμενου μυθιστορήματος και τότε κατάλαβα πόσο εξαρτημένη είμαι από τους προηγούμενους ήρωές μου που με ακολουθούν πιστά παντού και σιωπηλοί παρατηρούν τα νέα μου καπρίτσια. Ήταν όλοι τους εκεί, στο απέναντι τραπέζι, υπομονετικοί, καλοσυνάτοι μα και προβληματισμένοι, όχι αδικαιολόγητα.» (σ. 116)
Βέβαια, στον παρόντα χρόνο του μυθιστορήματος, αν και μετέχουν ήρωες από το παρελθόν, εξέχουσα θέση κατέχει ο καθηγητής και η προσεκτική, μεθοδική εξημέρωσή του, όπως ονομάζει τη διαδικασία προσέγγισής του η αφηγήτρια, η οποία προσδοκά να φέρει τη βαθιά γνώση για κείνον, ίσως, την ερωτική του απόκριση και την ουσιαστική επικοινωνία ή όποιο άλλο δώρο, γνωστικό ή αισθησιακό, προκύψει, αν προκύψει.
Στην επίπονη προσπάθεια της εξημέρωσης η δύναμη του Έρωτα τη μετουσιώνει και μαζί τον κόσμο που την περιβάλλει και διαπιστώνει στην πράξη πως η Ηρακλείτεια απόφανση πως «δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι», ισχύει και γι’ άλλα πράγματα του κόσμου τούτου: «Φτάνει να σε χτυπήσει ο έρωτας κατάστηθα για να καταλάβεις ότι όχι μόνο στο ίδιο ποτάμι δεν μπορείς να μπεις δύο φορές, αλλά ούτε στην ίδια πόλη δεν γίνεται να περπατήσεις για δεύτερη φορά, ούτε στα ίδια καφέ δεν κάθεσαι σε επανάληψη για την αγαπημένη σου σοκολάτα, αυτή με τη γεύση στυφού αγριοκέρασου, ούτε στο ίδιο σπίτι δεν κατοικείς δεύτερο βράδυ. Φτάνει να σε χτυπήσει ο έρωτας ενδοφλέβια για να μάθεις με απίστευτη σιγουριά πως κάθε στιγμή του χρόνου είσαι ένας άλλος άνθρωπος, συνεχώς μεταβαλλόμενος προς το καλύτερο, κάθε μέρα και πιο βαθιά η πληγή, κάθε λεπτό και πιο ακέραιο το νόημα του κόσμου.» (σ. 61) Όλα, όμως, αυτά σ’ ένα ερωτικό παιχνίδι με εμφανή τα σημάδια του αιώνιου, αταβιστικού ανταγωνισμού μεταξύ άρρενος και θήλεος, τα οποία δύσκολα ξεπερνιούνται και, όχι σπάνια, γίνονται εμπόδιο στον δρόμο για ένα ουσιαστικό, συμπαντικό δούναι λαβείν.
Το νυχτερινό συμπόσιο για δύο, στο οποίο μετέχουν με ιδιότυπο τρόπο και πρόσωπα που κάθονται σε διπλανά τραπέζια, δίνουν την ευκαιρία στην αφηγήτρια, πέραν άλλων, να μιλήσει για τη φύση και την οικολογία και, ευαισθητοποιημένη σε τέτοια θέματα, ν’ αποφαίνεται με σιγουριά: «Κανένας από όλους αυτούς τους δήθεν αγωνιστές που μάλωναν πίσω μας, κάτω από την ηδονική επήρεια του γλυκύτατου οίνου, δεν έλαβε υπόψη του και αυτή τη μισή αλήθεια, όπως θα έλεγε ο καθηγητής μου ή ολόκληρη την αλήθεια, όπως θα έλεγα εγώ. Κανείς δεν έλαβε υπόψη πως ο πανίσχυρος άνθρωπος καθημερινά μισεί τη ζωή όλο και περισσότερο, και την ακυρώνει με τον ίδιο αργό, μεθοδικό και χαριτωμένο τρόπο, βαθμηδόν, όλο και περισσότερο σαν ένα αριστουργηματικό μουσικό adagios.» (σ. 100) Πόσο μάλλον, που αυτοί «Προσπαθούν να λύσουν το μυστήριο της φύσης που μας περιβάλλει, ενώ αγνοούν παντελώς τη φύση που κρύβεται μέσα τους.» (σ. 79) Δύσκολο το «γνώθι σαυτόν», άλλωστε, διότι πρόκειται για ατομικό αγώνισμα, στο οποίο δεν είναι όλοι διατεθειμένοι να αγωνιστούν.
Μιλώντας για το νέο μυθιστόρημα της Ειρήνης Μπόμπολη, με τίτλο «Το γεύμα», την οποία ως άλλη Διοτίμα στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα την ένιωσα, μάκρυνα τον λόγο μου. Έτσι που με συνεπήρε, θα μπορούσα να τον μακρύνω κι άλλο, κάτι που δεν συνάδει με το παρόν κείμενο. Κλείνοντας όμως, σημειώνω πως θα επιστρέφω στις σελίδες του, καθώς δεν πρόκειται για την αφήγηση ενός Έρωτα σαν κι αυτούς που κατακλύζουν τα τελευταία χρόνια τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, αλλά για έναν Έρωτα σπουδαίο στην ουσία του, αν και ανεκπλήρωτο, που η βίωσή του από την πρωταγωνίστρια περνάει στη γραφή ως δημόσια εξομολόγηση και καθιστά μύστες της αλήθειας του τους αναγνώστες.
Παναγιώτα Π. Λάμπρη
http://users.sch.gr/panlampri/
Η Ειρήνη Μπόμπολη γεννήθηκε στο Κεντρικό Άρτας, στην περιοχή των Τζουμέρκων. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία (Ηθική) στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ζει στην Πάτρα και εργάζεται στη μέση εκπαίδευση. Αγαπάει το θέατρο και ασχολείται μ’ αυτό ερασιτεχνικά. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα σουηδικά. Άλλα έργα της: Με την αφή, ποίηση, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2020, Εκεί που ο κύκλος, ποίηση, Εκδόσεις Το Δόντι, Πάτρα 2016, Ανιμολόγια, ποίηση, Εκδόσεις Πικραμένος, Πάτρα 2014, Το Τρίτο Ημισφαίριο, ποίηση, Εκδόσεις Πέτρα, Αθήνα 2010, Το Πεπρωμένο μύριζε Ορχιδέα ή Πράγματα Μικρά, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία 2007.