ceb3ceb9ceb1 cf84cebf cebcceb1cebaceaccf81ceb9 cebdceb1 cf84cebf ceb5ceafcf87ceb1 cebaceaccebdceb5ceb9 cebdcf89cf81ceafcf84ceb5cf81

Θέλω αλήθεια να ευχαριστήσω την/ το Νόα που είμαι εδώ, είχα την χαρά να δω και να συζητήσω μαζί του αυτό το βιβλίο πριν εκτυπωθεί και αυτό ξέρετε είναι λίγο στον χώρο της λογοτεχνίας μια σύνδεση που μοιάζει κάποιες φορές με την αδελφοποίηση. Ξεκινάω από την αδελφοποίηση, γιατί νομίζω πως στον πυρήνα του κουήρ, όσο και του φεμινισμού υπάρχει η έννοια της αδελφότητας, η οποία δεν είναι εξιδανικευμένη, ούτε αμόλυντη, καλείται όμως να μας εμπεριέξει, όλες μας και όλα μας, και δεν παύει να αποτελεί έναν τόπο αναφοράς ή μια ελπίδα να χωρέσουμε κάπου. Νιώθω λοιπόν κάπως πως το Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα (Θράκα, 2023) μιλά με έναν τρόπο και για τους κλυδωνισμούς και μέσα στο εσωτερικό της κοινότητας αλλά και τη μοναξιά και τη δυσκολία έξω από αυτήν.

Όντας μεγαλωμένη στην Αθήνα, αντιλαμβάνομαι την έννοια της κοινότητας ή της αδελφότητας ως μια, αν θέλετε, και προνομιακή διάσταση.

Καταλαβαίνω πως είναι δύσκολο να χρησιμοποιήσω τη λέξη «προνομιακή», όταν μιλάμε για καταπιεζόμενα υποκείμενα, παρ’ όλα αυτά όμως νομίζω πως χρειάζεται να αναγνωρίσουμε τον προνομιακό χώρο της πρωτεύουσας σε σχέση με την επαρχία. Και εδώ έρχεται για μένα κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που έρχεται να δώσει την πιο σημαντική απάντηση στο αμφιλεγόμενο για κάποιους ερώτημα, αν η κουήρ ποίηση είναι λογοτεχνία ή όχι. Επειδή είναι μια περίοδος πολύ δύσκολη κοινωνικά, πολύ σκοτεινή, θέλω σήμερα εδώ να μου επιτραπεί να το πω όπως το νιώθω: σκασίλα μου μεγάλη πόση λογοτεχνική θεωρία μπορούμε να παραγάγουμε αν δεν μπορούμε να συντροφεύσουμε ή να κρατήσουμε έναν ή μία άνθρωπο μέσα από αυτήν. Αν δεν μπορούμε να συναντήσουμε εμάς μέσα σε αυτήν. Κι όταν λέω να κρατήσουμε, δεν εννοώ να γίνουμε ούτε σωτήρες, ούτε ήρωες, ούτε όλα αυτά που μας μαθαίνει ο εθνικισμός και η αστική φιλανθρωπία. Αναφέρομαι στη διάρρηξη της ετεροκανονικότητας και μέσα στη λογοτεχνία βρίσκοντας τί μπορεί να μας κρατήσει και ψυχικά ζωντανές και ζωντανά. Λέω πως αν η λογοτεχνία είναι εκεί για να υπηρετήσει μονάχα κάποιους κανόνες γραμμένους πάλι από άντρες, τότε αυτό δεν το λέμε λογοτεχνία, έχει όνομα στον κόσμο άλλο και ονομάζεται γραφειοκρατία.

Αυτό λοιπόν που είναι το πρώτο πράγμα που θα ευχόμουν να μπορούσαμε να το είχαμε κάνει νωρίτερα, θα ήταν να είχαμε γράψει πολλές κουηρ συλλογές, που να μπορούν να επικοινωνήσουν έξω από τα αστικά κέντρα και μέσα σε αυτά, αυτό το ποίημα του Νόα

«Τι σημαίνει να μεγαλώνεις ως butch στην ελληνική επαρχεία
Πολλά νευριασμένα αγόρια που θέλουν να πεθάνεις».

Αμφιταλαντεύτηκα πολύ για το αν πρέπει να μιλήσω σήμερα με αφορμή το «Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα» για αυτό το ερώτημα που τελευταίως ξεχειλίζει στους κριτικούς, αν είναι η κουήρ λογοτεχνία τελικά καλή ή κακή λογοτεχνία, σκεφτόμουν και εκείνο το ποίημα της Πρόκνη, μια επίσης αξιόλογη κουήρ συλλογή το Επισκευές πλοίων που λέει «θα σταθώ όρθια στο δικαστήριο του κόσμου, με το χαρτάκι στο χέρι αιτιολογία τέκνο, θα τα πω όλα σωστά και στην ώρα τους το μόνο που πάλι θα ξεχάσω είναι ότι δεν χρειάζεται να πείσω κανέναν». Αποφάσισα κι εγώ πως δεν χρειάζεται να πείσω κανέναν, παρά κράτησα για απάντηση ξανά ένα στίχο του Νόα «ταράζω τους ποιητές που μπήκα στα σαλόνια τους βλαχάρα» και ένα μικρό σχόλιο, πως το ερώτημα αν η κουήρ λογοτεχνία είναι καλή ή κακή λογοτεχνία ως είδος, κουβαλάει άθελά του ή και ηθελημένα δόσεις από την θανατοπολιτική αυτού του κόσμου, από τις πολιτικές που αποφασίζουν ποια σώματα είναι άξια να ζήσουν και ποια να πεθάνουν και η αποσιώπηση των κουήρ υποκειμένων ως μη αρκετά για να παραγάγουν λογοτεχνία, ή η βιωματική λογοτεχνία ως μη λογοτεχνία – με έναν τρόπο ο θάνατος της συγγραφέως– υπενθυμίζει τις ίδιες συστημικές δυναμικές που διαχωρίζουν τα σώματα σε άριστα και μη άριστα, άξια και ανάξια, υπολογίσιμα και μη, όπως καταδεικνύει και ο τίτλος του ποιήματος «δεν είμαι χρήσιμη στο έθνος μου» και οι στίχοι « εκείνα που γεννάει το μολύβι μου σωστά τέρατα, έχουν εκπαιδευτεί από νωρίς στην προδοσία».

Όταν λοιπόν σπας τη ντουλάπα που σου έχουν επιβάλει και τη σπας με λέξεις, αυτές οι λέξεις για να σπάσουν τη ντουλάπα θα είναι πέτρες και ξύλα, τσεκούρια και γροθιές και μάλλον θα χαλάσουν τη γιορτή των καλεσμένων των γονιών σου, θα σκοτώσουν τη χαρά, όπως θα έλεγε και η Sara Ahmed, η κουήρ φεμινιστική ποίηση έχει ως χαρακτηριστικό της το Kill joy. Όπως γράφει και το Νόα «από τότε που έμαθαν για εμένα προσέχουν το ποτήρι μου».

Η νόσος έχει κι αυτή μια απογυμνωτική διάσταση, όπως τα ποιήματα που αναφέρονται στη νοσηλεία και τον θάνατο του αδερφού του ποιητικού υποκειμένου και είναι ποιήματα που συνομιλούν με τη συλλογή Λευκό σε Λευκό της Aτένα Φαροχζάντ. Μέσα σε αυτά τα ποιήματα διαφαίνεται και κάτι ακόμα πιο απογυμνωτικό. Συνηθίζω να λέω ότι ο έρωτας είναι μια πολυτέλεια που την αντιλαμβάνεσαι μόνο μέσα σε τόπους παρενθετικούς. Όπως λέμε φυλακή, ψυχιατρείο, νοσοκομείο ή με τους στίχους του Νόα «όσο είμαι στην κλινική /Της συμβαίνουν συναρπαστικά πράγματα/ Γνωρίζει νέους ανθρώπους την καλούν σε πάρτυ /Θα με περίμενε αλλά είχαμε πει δύο μήνες και ο αδερφός μου αργεί να πεθάνει».

Νομίζω λοιπόν πως πρόκειται για ένα βιβλίο που συνδιαλέγεται διαρκώς με τη ζωή και τον θάνατο και τη λεπτή γραμμή ανάμεσά τους όχι μόνο ως θεματικές, αλλά κυρίως για αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο που η ζωή γεμίζει πολύ θάνατο και κάπου εκεί ο θάνατος αποζητά κάποια ζωή να βγει από πάνω.

Ταξιδεύοντας από την αρχή ως το τέλος του, σκεφτόμουν το πρώτο ποίημα που είναι όντως σα να ανοίγει η αυλαία και λέει «κάμερες πάνω μου, βγαίνω στη σκηνή η μόνη αλλήθωρη σε όλο το σχολείο». Μέσα σε αυτά τα πολύ μικρά ποιήματα που πέφτουν σαν πέτρες και ύστερα σα να γίνεται απόλυτη σιωπή, ακόμα και στο μεγάλο κενό της σελίδας που δεν γεμίζει με λέξεις, είναι σα να μένει όλος αυτός ο χώρος για τη μοναξιά. Άλλωστε, σαράντα σελίδες αργότερα, το διαβάζουμε ξεκάθαρα στο ποίημα με τον τίτλο «Φοβάται τί θα απογίνω αν πεθάνει»:

«Αν χρειαστεί είμαι έτοιμη για τη μοναξιά. Χρόνια εξασκούμαι». Σκεφτόμουν λοιπόν αυτή την αυλή του σχολείου που είναι η πρώτη σκηνή που έρχεται να μας διδάξει τη θέση μας στον κόσμο και μέσα σε αυτή την αυλή του σχολείου μας μάθαιναν και τι μας αξίζει να περιμένουμε και από τον έρωτα και από την επιτέλεση του φύλου μας, αυτές οι μικρές εαυτοί μας είναι σαν μια εικόνα από την καταπληκτική Ανν Σέξτον, εκείνη που αυτοκτόνησε εισπνέοντας μονοξείδιο του άνθρακα και έγραφε «στα έξι μου ζούσα σε ένα νεκροταφείο γεμάτο κούκλες». Όπως εδώ η Τίνσελ περιγράφει διαρκώς την επιτέλεση του φύλου για τις άντρες και τις γυναίκες, «προσπάθησες να γίνεις αυτό που θέλουν γυναίκα» ή «οι άντρες που πήγα μαζί τους έκαναν κάτι παράξενα που έβλεπαν στις τσόντες» και λίγο παρακάτω, επειδή μου αρέσει πολύ, «γύριζα σπίτι και τελείωνα μόνη μου καθώς φανταζόμουν γλώσσες γυναικών και μια ζωή μακριά από την επαρχία».

Κάπως σαν αυτή την πρώτη σκηνή να την κουβαλάμε συνέχεια μέσα μας, και νομίζω πως αυτή η παρέκκλιση, το να είσαι η αλλήθωρη, ύστερα η χοντρή, η προβληματική, το κορίτσι, η μπουτς, η γκαβή, η λεσβία, η φτωχή, η βλαχάρα (χρησιμοποιώ διαδοχικά λέξεις μέσα από το βιβλίο) διαδέχεται όλα τα ποιήματα σε μια πορεία προς την ενηλικίωση και σπάει πια μόνο στο τελευταίο ποίημα, που είναι σχεδόν σαν γέφυρα για μια άλλη συλλογή και θα κλείσω με αυτό:

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ

Τα καλύτερα μπάνια μας
Τα κάναμε ξημέρωμα
Μετά τα 30
Όταν όλοι νοικοκυρεύονταν
Εμείς βγαίναμε από τη θάλασσα
Γυμνές

Χωρίς σχέδια για το υπόλοιπο της μέρας

⸙⸙⸙

[Το κείμενο διαβάστηκε στη βιβλιοπαρουσίαση του Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα στο Ζάτοπεκ, στις 13.10.2023. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Mahmoud Ota Alasar. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

 

Makari na to eicha kanei noritera 1

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *