ceb3ceb9ceb1 cf84cebf cebacf81cf8dcebf ceb3ceaccebbceb1 cf84ceb7cf82 ceaccebdcebdceb1cf82 ceb2ceb1cf83ceb9ceacceb4ceb7

Άννα Βασιάδη, Κρύο γάλα, εκδ. Συρτάρι, Αθήνα 2023.

Η ποίηση ως γυναικείο σώμα

Η ποιητική της συλλογής της Άννας Bασιάδη (στο εξής ΑΒ) με τίτλο Κρύο γάλα, είναι μια ποιητική του γυναικείου σώματος, της απώλειας που επιφαίνεται, κατά κύριο λόγο, μέσα από τους αιμάτινους κύκλους του:

επομένως δεν σταμάτησα να σκέφτομαι
τι θα γινόταν αν δεν σε είχα γνωρίσει,
αν δεν ήμουν γυναίκα,
[…]
αν ήθελα αυτό το αίμα να τρέχει από μέσα μου
σκούρο και καυτό,
κάθε μήνα, κάθε μήνα,
μέχρι πότε;
Μέχρι να σταματήσω να είμαι
αναπαραγωγική
και οι μήνες να μην έχουν σημασία,
ούτε οι μέρες,
εφόσον το σώμα μου
τώρα έχει το ίδιο αποφασίσει
κι εγώ πλέον δεν έχω κανέναν έλεγχο πάνω του
(«Περίμενα και περίμενα»)

Το αίμα της γονιμότητας, το αίμα της γέννας, το σταματημένο αίμα, οριοθετούν τις τρεις εποχές του γυναικείου σώματος: εφηβεία – μητρότητα – ωριμότητα. Αυτές οι τρεις εποχές συνιστούν, mutatis mutandis, και τις τρεις εποχές του ποιητικού «σώματος» της συλλογής. Σε καθεμία από αυτές, το ποιητικό υποκείμενο συνειδητοποιεί και εξομολογείται αυτό που έχει οριστικά χαθεί.

Ήδη από τον τίτλο αλλά κι από το μότο της συλλογής μπαίνουμε στο κλίμα της πρώτης απώλειας. Το γάλα συνειρμικά ανακαλεί την απώλεια του γυναικείου στήθους, της παιδικής ηλικίας:

Στο μισάνοιχτο στόμα σου,
στην άκρη των χειλιών σου
μυρίζει ακόμη το γάλα

***

Στο στόμα μου τα υπολείμματα από το κρύο γάλα
(«Σφήκες»)

***

Το σώμα μου είναι στραγγισμένο. Γάλα πέφτει από μια κανάτα
Λίγο λίγο· μητρικό.
(«Η διαδρομή απ’ τον παράδεισο στην κόλαση και πίσω»)

b283741Η ανάμνηση του μητρικού γάλακτος ως εναύσματος της ποιητικής έμπνευσης, παραπέμπει ευθέως σε δύο λογοτεχνικές πηγές, όπου είτε η γεύση διεγείρει τη μνήμη και δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα στην αφήγηση είτε η ανάμνηση της γεύσης προσομοιάζει με την ποιητική έμπνευση. Στην πρώτη πηγή, από το μυθιστόρημα Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ, η γεύση της μαντλέν πυροδοτεί τη μνήμη του αφηγητή, και έτσι ξεκινά η εξιστόρηση – καταγραφή του παρελθόντος του.

Στη δεύτερη πηγή από τον Κρητικό του Σολωμού, ο ομώνυμος πρωταγωνιστής βρίσκει το ανάλογο συναίσθημα από την εμπειρία της συνάντησης με τη Φεγγαροντυμένη (η οποία τελικά μεταβάλλεται σε ποιητική εμπειρία), στο συναίσθημα που του γεννά η ανάμνηση του μητρικού γάλακτος:

Κάν τ’ ὄνειρο, ὅταν μ’ ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη

Δεν χρειάζεται εδώ να επεκταθούμε στην ψυχαναλυτική ερμηνεία της αναζήτησης του γυναικείου κόρφου και στις προεκτάσεις της, τραυματικές ή μη στην ενήλικη ζωή. Μας αρκεί ότι η ανάμνηση της γεύσης –ειδικότερα της γεύσης του μητρικού γάλακτος– συνδέεται με τη λογοτεχνική αφήγηση.

Η ΑΒ κάνει κάτι ανάλογο: τα ποιήματά της συνιστούν ένα νόστο, μέσω της ανάμνησης της γεύσης, στις προηγούμενες εποχές του σώματός της. Οι αναμνήσεις της, ωστόσο, σε αντίστιξη με αυτήν του Κρητικού, δεν είναι «γλυκιές», αλλά επώδυνες. Πεδίο της ποίησής της είναι το γυναικείο σώμα που νοσεί απ’ όσα ήδη έχασε κι απ’ όσα το ποιητικό υποκείμενο διαισθάνεται ότι θα χάσει: νιάτα, μητρότητα, έρωτα.

Το γυναικείο σώμα που γεννοβολά αδιάκοπα μέχρι να πεθάνει, που μπερδεύεται με το σώμα των παιδιών, το σώμα που καταβροχθίζει, το στραγγισμένο από το γάλα, το πολιορκημένο, το ακρωτηριασμένο σώμα αλλά και το ανεξέλεγκτο που υπακούει σε βιολογικούς ρυθμούς ασυντόνιστους με τους ψυχικούς, είναι η θεατρική σκηνή πάνω στην οποία εκτυλίσσεται το γυναικείο δράμα στα ποιήματα της συλλογής.

ποιοι ΄ναι αυτοί που ο πόνος τόσο λιώνει; Είναι το μότο στο ποίημα «Επαλήθευση» που συνιστά απήχηση τραγικού κομμού ηρωίδων, όπως η Φαίδρα ή η Μήδεια, καθώς τήκονται από την ερωτική νόσο.

Ακόμη και η εποχή της μητρότητας εκλαμβάνεται ως μια εποχή φθοράς, σε έναν αέναο βιολογικό κύκλο που αναπόφευκτα οδηγεί στα γηρατειά και στον θάνατο. Εδώ, το σώμα μεταβάλλεται σε ένα θηρίο που καταβροχθίζει το ποιητικό υποκείμενο:

Ελάχιστες ώρες, μέρες ακόμη και όλα θα χυθούν στο νερό·
φαγωμένο υλικό, ανακυκλωμένο.
Έπειτα, μια μητέρα θα γεννήσει. Πάλι και πάλι.
[…]
Το ίδιο σου το σώμα θα σε καταβροχθίσει.
(«Επαλήθευση»)

Η εποχή της μητρότητας δίνει αναπόφευκτα τη θέση της στην εποχή των γηρατειών, αφού:

Όλοι οι πειρασμοί συνθλίβονται
μέσα σε μια-δυο αραχνούφαντες αναμνήσεις.
Η αργή αναπνοή,
η γεύση που χάνεται,
η ιδιωτική ησυχία
και το χαμομήλι δίπλα στον νεροχύτη
είναι
ό,τι απομένουν·
αν είσαι τυχερός.
(«Μυρίζει ελαφρώς σαν μήλο»)

Στο ποίημα «Το σύκο», με όλες τις ερωτικές συνδηλώσεις που φέρει ο καρπός, η αναζήτηση του άλλου «μισού», υπενθύμιση του γνωστού μύθου στο πλατωνικό Συμπόσιο, οδηγεί σε αποτυχία:

Όλα μοιάζουν να λένε «γρήγορα βρες το άλλο μισό,
είσαι μόνος, είσαι μόνη».
Ο κάθε άνθρωπος όμως που ήρθε δίπλα μου, έφυγε·
κι έπειτα ο επόμενος.

Το αίμα της γονιμότητας, που οδηγεί στον έρωτα και στη γέννα, δεν δημιουργεί μια ρομαντική ιστορία, κάθε άλλο μάλιστα. Η αναζήτηση του ερωτικού συντρόφου εκλαμβάνεται ως βιολογική ή κοινωνική επιταγή ή ως κάτι που επιβάλλεται από τον φόβο της μοναξιάς και επομένως καταλήγει σε συντριβή. Η ένωση των σωμάτων δεν επιφέρει ούτε ηδονή ούτε την πολυπόθητη ένωση των ψυχών.

Η μητρότητα, ως αποτέλεσμα μιας μηχανικά επαναλαμβανόμενης ερωτικής πράξης χωρισμένης από το συναίσθημα, καταντά μια απεγνωσμένη απόπειρα να νικηθεί αυτός ο φόβος. Το σώμα –εξαντλημένο από τις αλλεπάλληλες γέννες– στο τέλος πεθαίνει, όπως το σύκο που, ως μετωνυμία του γυναικείου γεννητικού οργάνου, θνήσκει ώριμο πια ανοίγοντας στη μέση:

Εχθές το βράδυ ονειρεύτηκα μια γυναίκα.
Ήταν έγκυος και γεννούσε.
Αμέσως μετά έμεινε πάλι έγκυος και γεννούσε.
Έκανε αμέτρητα παιδιά, για να μην μείνει το σώμα της μόνο του.
Πέθανε ένα καλοκαίρι από σηψαιμία.
Τριγύρω της έπεφταν ώριμα σύκα.
Άνοιγαν στη μέση.

Το ανέφικτο της ολοκλήρωσης μέσα από τον έρωτα, σε αντίστροφη αναλογία με τα ενωμένα ερωτικά σφαιρικά σώματα του Πλάτωνα, πραγματεύεται και το ποίημα «Ουράνια σώματα». Και πάλι η ένωση των σωμάτων δεν αρκεί για τη «συνάντηση» των ψυχών, που κινούνται στον ουράνιο θόλο σε χωριστές τροχιές:

Ποτέ δεν είμαστε δύο·
είμαι εγώ κι εσύ ή εσύ κι ο άλλος.
Ο καθένας στέκεται απέναντι στον άλλον με την προσδοκία
να ενωθεί, να γίνει ένα αδιαίρετο ένα,

όταν στην πραγματικότητα

-ακόμη και τα σώματα να θηλυκώνουν το ένα μέσα στο άλλο-
είναι ένας μοναδικός πλανήτης σ’ ένα σύμπαν χωρίς τέλος,
μόνο με μερικούς δορυφόρους να πλησιάζουν και ν΄ απομακρύνονται,
προκαλώντας την κοσμική έκσταση –που το ονομάζει οργασμό–
Κι ύστερα πάλι να ξεκινάει την προβλέψιμη τροχιά του.
[…]
Κι έτσι κάπως δεν συναντιόμαστε ποτέ.

Στο ποίημα «Εύα», γινόμαστε θεατές μιας ερωτικής σκηνής. Εδώ, περιγράφεται μονομερώς η ερωτική διέγερση του άνδρα και όχι της γυναίκας της οποίας το σώμα είναι παρόν-απόν. Ένα ερώτημα επανέρχεται ως παραλλαγμένο ρεφραίν υπογραμμίζοντας την απουσία της από όσα ερωτικά συντελούνται:

Εσύ τι θέλεις;
Εσένα σ’ αρέσει;
Εσύ πώς νιώθεις;

Διερωτάται κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης η γυναικεία φωνή. Το γυναικείο σώμα κάθε άλλο παρά ερωτικό, τραυματισμένο και ακρωτηριασμένο από την ανδρική ερωτική πείνα, στο τέλος της πράξης, καταντάει ένα μοναχικό πληγωμένο θήραμα:

Τώρα μόνη σου πια,
είσαι ό,τι απέμεινε από την πείνα του

Σε μιαν άλλη έκφανση του σωματικού πάθους, η αγωνιώδης αναμονή του αίματος της έμμηνου ρύσης συνοδεύεται από μια αίσθηση εγκλωβισμού, καθώς το γονιμοποιημένο σώμα πολιορκείται από την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη:

κι ύστερα να αισθανθώ όλο μου το σώμα
κλειδωμένο σε μια απόφαση
που δεν ήμουν έτοιμη να πάρω,
μη γνωρίζοντας προς τα πού να πάω,
να ξεφύγω από το πολιορκημένο σώμα μου
(«Περίμενα και περίμενα»)

Το ίδιο ασφυκτικό κλίμα υποβάλλεται και στο ποίημα «Σφήκες». Το γυναικείο σώμα εμφανίζεται εγκλωβισμένο, αυτή τη φορά μέσα σε μια κυψέλη που χτίζουν και φυλάσσουν ερήμην του σφήκες. Οι καβαφικοί απόηχοι από το ποίημα «Τείχη» είναι ευδιάκριτοι, καθώς το σώμα φυλακίζεται από το χτίσιμο της κυψέλης, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, παρά μόνον όταν είναι αργά:

Τους έδωσα τον χρόνο να φτιάξουν κελιά·
ασφυκτικά περίτεχνα.
Όμως αρκεί μια στιγμή.
Τέντωσα το σώμα μου,
αυθόρμητα, χωρίς επίγνωση.
Αρκεί μία φορά.
Με τα δάκτυλά μου άγγιξα τη φωλιά.
[…]
Όλες τις στιγμές
που ήμουν απρόσεχτη, εκείνες κατέγραφαν
τις αδυναμίες και τα ξεσπάσματά μου,
προέβλεπαν τις αντιδράσεις μου,
ρύθμιζαν το μέγεθος της κυψέλης.

Αλλού η κυψέλη-φυλακή παραλλάσσεται σε σπίτι-φυλακή. Σαν ένας ζωντανός οργανισμός, σαν μήτρα, κλείνει εντός του το γυναικείο σώμα, που αδυνατεί να «δραπετεύσει» από αυτή. Η μόνη διέξοδος είναι η συμμόρφωση και η αποδοχή της ανελευθερίας:

Οι τοίχοι ανοιγοκλείνουν σαν δυνατοί πνεύμονες
Αφήνοντας την οροφή εκτεθειμένη.
Περίμενα πως κάποιοι θα δραπέτευαν οικειοθελώς.
Θα ήταν πιο βολικό.
[…]
Τα έπιπλα, τα πόδια, οι κουρτίνες κι όλα τα ζωτικά μου όργανα
βρίσκονται σε αυτό το δωμάτιο,
όπως κάποιος γεννιέται τυχαία σε μια μήτρα γυάλινη δεξαμενή

Η οικογενειακή εστία μετουσιώνεται σε ένα κλειστοφοβικό και απειλητικό περιβάλλον, σε ένα θηρίο που αποκεφαλίζει το γυναικείο σώμα:

Όλα έχουν αιχμηρά δοντάκια γύρω γύρω, σαν δαντέλα.
[…]
Τα πιασμένα μαλλιά της ανακατεύονταν στην πρωινή σκόνη
και το ακέφαλο σώμα της έπεσε πάνω στο δικό του.
(«Σκοτεινά δωμάτια»)

Η πρωταγωνίστρια της ΑΒ βρίσκεται, επομένως, στον αντίποδα των ρομαντικών ηρωίδων. Στα αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα (ΑΕΜ) για παράδειγμα, οι κίνδυνοι και οι περιπέτειες διαμορφώνουν για το ζεύγος των ερωτευμένων το σχήμα ένωση – χωρισμός – επανένωση. Το ρομάντζο τελειώνει με το happy end που δεν είναι άλλο από τον γάμο. Οι ηρωίδες δεν προλαβαίνουν να γεράσουν, ο έρως του ζεύγους δεν προλαβαίνει να φθαρεί, η πρώτη μέρα του έγγαμου βίου, πόσω δε μάλλον η μακροχρόνια φθορά του, είναι για τους αναγνώστες ανύπαρκτες, αφού στην τελευταία σελίδα παρακολουθούμε τη σκηνή της γαμήλιας τελετής. Η ΑΒ τολμά να γυρίσει όχι μόνο την επόμενη αλλά και όλες τις επόμενες σελίδες μετά το τεχνητό ρομαντικό happy end του γάμου.

Σκηνοθετεί, σαν κινηματογραφικά κοντινά πλάνα, στιγμιότυπα από τη φθαρμένη καθημερινότητα του συζυγικού βίου που, παρά την ήρεμη επιφάνειά του, κρύβει τη φριχτή βία της συμβίωσης, όταν ο γάμος καταντά κενοτάφιο που μέσα του το γυναικείο σώμα ασφυκτιά:

Πάνε μέρες τώρα που δεν μιλάει ο ένας στον άλλον.
Παρόλο που το πρωί σου αφήνω καφέ στην κανάτα,
ανάβω τον θερμοσίφωνα και αγοράζω τα αγαπημένα σου μπισκότα,
προλαβαίνω να φύγω πριν συναντηθούμε στο σαλόνι,
πριν πούμε καλημέρα, πριν με ρωτήσεις τι κάνω
Και τότε αναγκαστώ να σου απαντήσω κάτι
που να μοιάζει με «παράτα με».
Ξεκινώ τώρα πια νωρίτερα από το σπίτι,
ακούω μουσική στο ραδιόφωνο,
προσπαθώ να μη σκέφτομαι
την υπόλοιπη μέρα, την κίνηση,
τα κιλά που πήρα,
εσένα.
(«Μπρουταλισμός»)

Μέσα σε αυτόν τον ψυχρό και μηχανικό τρόπο ύπαρξης, καμιά χειρονομία τρυφερότητας δεν αρκεί για να θεραπεύσει το πάσχον γυναικείο σώμα που δεν έχει άλλο δρόμο από την παραίτηση:

Στρίβω το σώμα μου, σ’ αγκαλιάζω
Αισθάνομαι σαν το ποντίκι που δεν έχει πια ανάγκη τον πόλεμο

Ο ποιητικός φακός της ΑΒ «ζουμάρει» σε αντικείμενα του νοικοκυριού ή δραματοποιεί στιγμιότυπα της καθημερινότητας:

Κάτω από τον μεγάλο καθρέφτη
η βούρτσα των μαλλιών σου,
γυρισμένη ανάποδα,
θυμίζει χτυπημένο πουλί.
Ετοιμάζεις το πρωινό,
ζεσταίνεις το γάλα, στρώνεις το τραπέζι.
(«Οι καλοί άνθρωποι νιώθουν τύψεις»)

Πρόκειται για μεταποιημένα σύμβολα του τσακισμένου γυναικείου ψυχισμού που συμμορφώνεται με τα γυναικεία στερεότυπα, καθώς μεταβιβάζονται από μητέρα σε κόρη εν είδει κληρονομικής κατάρας:

Εσύ επειδή έτσι έκανε η μητέρα σου
κι η δική της μητέρα,
υπομένεις τις ώρες
μέχρι να τσακίσει το πρόσωπό σου –
[…]
Δεν πρόκειται να καταλάβουν
ότι αν μπορούσες,
δε θα έκανες τίποτα απ΄ όλα αυτά.
(«Οι καλοί άνθρωποι νιώθουν τύψεις»)

***

Αν δεν ήμουν εδώ; Πρέπει να χαμογελώ,
να φέρω καλούς βαθμούς, να γεννήσω παιδιά.
(«Η διαδρομή απ’ τον παράδεισο στην κόλαση και πίσω»)

Το γυναικείο σώμα σερβίρεται στο τέλος ως σφάγιο στο οικογενειακό δείπνο, θυμίζοντας τις σάρκες σε μιαρά συγγενικά δείπνα, μέσα στο πλαίσιο ενός καταραμένου τραγικού οίκου:

Κρατάς το κοφτερό μαχαίρι με το δεξί,
σφίγγεις με το αριστερό το κρέας,
Τα καρότα, τις πατάτες.
Αφαιρείς επιδέξια το λίπος,
Τις ίνες, τις φλούδες.
‘Ο,τι απέμεινε μπορεί τώρα να σερβιριστεί,
για να χορτάσουν όλοι.
(«Οι καλοί άνθρωποι νιώθουν τύψεις»)

Η κινηματογραφική μανιέρα των ποιημάτων της ΑΒ που πραγματεύονται τη φθορά του έγγαμου βίου ιδωμένη από τη γυναικεία προοπτική, μια προοπτική απολύτως σωματική, ανακαλεί την ταινία του Μπέργκμαν Σκηνές από έναν γάμο. Συνιστά δηλ. μια ρεαλιστική ανατομία του γάμου ως αντεστραμμένου ρομάντζου, ως αποτυχημένης απάντησης στην υπαρξιακή αγωνία για τη συμπληρωματική ερωτική ένωση με τον άλλο.

Αυτή η ρεαλιστική ματιά της «επόμενης σελίδας», μετά το συμβατικό και για τη ρομανική λογοτεχνία και για τη ζωή, happy end, είναι επομένως κάθε άλλο παρά μελοδραματική. Είναι βαθιά τραγική. Το ποιητικό υποκείμενο καταγράφει σε α’ πρόσωπο με τη μορφή ημερολογιακής καταγραφής και σε εξομολογητικό τόνο τα βιώματά του μέσα από την αδυσώπητη καθημερινότητα που καταντά μια ψυχοφθόρα τελετουργία:

Κοιμάμαι, ξυπνάω, πλένομαι·
τρώω, δουλεύω.
Γελάω ή κλαίω.
(«Σφήκες»)

Η σκηνοθεσία πολλών μικρών «δραμάτων» που εκτυλίσσονται εντός του οικογενειακού οίκου είναι μια από τις δυνατές στιγμές αυτής της συλλογής: της απώλειας του πατέρα, της απώλειας του έρωτα, της φθοράς του γάμου, της απώλειας της γονιμότητας, των γηρατειών. Η ΑΒ φέρνει τον ποιητικό της «φακό» πολύ κοντά στα αντικείμενα της καθημερινότητας, στον μικρόκοσμο της οικογενειακής εστίας όπου διεξάγεται ένα εξωτερικό θα λέγαμε δράμα και όπου τα πάντα αποκτούν εφιαλτικές διαστάσεις.

Το εξωτερικό δράμα αφορά τον οικογενειακό οίκο, χτυπημένο από τον θάνατο του πατέρα (I am afraid to own a body, πολλές μικρές επιστροφές) και τη μητρική μορφή ως ένα βουβό θεατρικό πρόσωπο, ένα είδωλο μιας άλλης εποχής της αθωότητας, στην οποία το ποιητικό υποκείμενο είναι ανέφικτο να επιστρέψει. Είναι η μάνα της οποίας το γάλα γεύεται μέσω της ανάμνησης.

Όλες οι σχέσεις εντός αυτού του οίκου είναι τραυματισμένες και υπογραμμίζουν την απώλεια. Ο άντρας έχει γίνει πια ένας άλλος. Η περιγραφή των ερωτικών σκηνών γίνεται με ένα τρόπο ψυχρό περιγραφικό ωσάν η συμμετοχή σε αυτές να είναι ανύπαρκτη. Οι σχέσεις με τα παιδιά συνθλίβονται, παρά την αγάπη, από μια καθημερινότητα που δεν αφήνει περιθώριο για να αναδειχθεί η ιερότητα του αίματος.

Πρόκειται για έναν οικογενειακό οίκο που γερνάει, νοσεί και πεθαίνει, που έχει κι αυτός το δικό του άρρωστο «σώμα»:

Το σπίτι θα είναι ο ασθενής που διαγνώστηκε
εγκεφαλικά νεκρός, με παγωμένα βλέφαρα κι ανέκφραστο
στόμα. Ένας ρυθμικός γδούπος, απ’ το παράθυρο του μπάνιου,
θα δίνει την αίσθηση πως ίσως ανακάμψει.
(«Η πόλη του κανένα»)

Το κυρίαρχο συναίσθημα δεν είναι ούτε ο έρωτας ούτε η στοργή αλλά περισσότερο ο τραγικός έλεος γι’ αυτό που έχει οριστικά πεθάνει, ενώ εξωτερικά το τραγικό πάθος παραμένει υποκριτικά αθέατο. Το ποιητικό υποκείμενο κινείται μέσα στα «πράγματα που το διώχνουν» και έτσι καταφεύγει σε μια σκηνοθεσία του εσωτερικού του δράματος με σκηνικό και ορχήστρα το ίδιο του το σώμα, χωρίς κανένα θεατή παρά μόνο το ίδιο. Πρόκειται για μια κατάβαση εντός, μια μοναχική κάθοδο στον ψυχικό Άδη απ’ όπου επιστρέφει στον «επάνω κόσμο» των οικογενειακών συμβάσεων μόνο φαινομενικά:

Μπαίνω στο ασανσέρ. Κατεβαίνουν οι όροφοι […] κατεβαίνω
[…]
Ένας ποντικός με κοιτάει με γυάλινα μάτια. Στο σκοτάδι όλα
είναι ίδια. Τα τεντωμένα του μουστάκια θα μπορούσαν να είναι
Οι σκληρές τρίχες της βούρτσας των μαλλιών μου. Κατεβαίνω.
Τώρα είμαι μόνη. Αποσυνδεμένη με το πάνω.
[…]
Με βλέπει κανείς; Βλέπει τι περνάω;
(«Η διαδρομή απ’ τον παράδεισο στην κόλαση και πίσω»)

Σε αυτή τη μοναχική «εἰς Ἅιδου κατάβασιν», το σώμα έχει μόνον έναν αόρατο Θεατή και το κυρίαρχο πάθος του είναι ο φόβος.

Κάπου ανάμεσα στο σώμα μου και τον αόρατο Θεατή υπάρχει
η επιθυμία του φόβου. Πρέπει να σταματήσω να φοβάμαι.

Η άνοδος στον «επάνω κόσμο» σημαίνει την επιστροφή στο εξωτερικό δράμα που βιώνεται ως κάτι το αναπόφευκτο και φαινομενικά ισορροπημένο και ευτυχές. Πρόκειται όμως για μια επίπλαστη ευτυχία, αφού ο ποντικός, σύμβολο του εσωτερικού σκότους και φόβου, δεν έχει πεθάνει, απλώς έχει κρυφτεί:

Θα χτενίσω τα μαλλιά μου, ο ποντικός θα κρυφτεί, τα παιδιά μου
θα φέρουν καλούς βαθμούς.
Κάποιος κάλεσε το ασανσέρ.

Το ποιητικό υποκείμενο βιώνει τα τραγικά πάθη του εσωτερικά. Κραυγάζει εντός του για τις πληγές του σώματος, ενώ εξωτερικά υποδύεται σαν ένα θεατρικό ρόλο τις καθημερινές τις ασχολίες. Αυτή η σύγκρουση μιας φαινομενικά αδιατάρακτης και φυσιολογικής ζωής με την σπαραγμό και τα πάθη της εσωτερικής κάνει τη γυναικεία φωνή πραγματική τραγική. Η μόνη διέξοδος είναι η εσωτερική κραυγή που μοιάζει με τραγικό κομμό και ανακαλεί τον απολογισμό της γυναικείας μοίρας από τη Μήδεια:

Από όλα τα έμψυχα όντα, τα νοήμονα
εμείς οι γυναίκες είμαστε το αθλιότερο φύτρο.

(στιχ. 230-321)

Λένε οι άντρες πως εμείς ακίνδυνη ζωή
στο σπίτι ζούμε ενώ εκείνοι πολεμούν στη μάχη.
Ανόητοι άντρες.
Τρεις φορές θα προτιμούσα σε ώρα μάχης
δίπλα στην ασπίδα να σταθώ
από το να γεννήσω μια φορά.

(Ευριπίδη, Μήδεια, αρχαίο κείμενο, μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκη, εισαγ. D.L.Page, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2013, στιχ. 248-251)

Τέλος, μια ακόμη γραμμή που προσδίδει στην ηρωίδα των ποιημάτων της συλλογής τραγικότητα είναι και η εξάρτησή της από την τυχαιότητα, όπως λειτουργεί στα ευριπίδεια δράματα, εκτοπίζοντας τη μοίρα αλλά και στην ποίηση της Σιμπόρσκα, για να χρησιμοποιήσουμε ένα σύγχρονο παράδειγμα.

Ποια είναι, λοιπόν, η λύσις σε αυτό το δράμα που σκηνοθετεί η τύχη; Είναι κι αυτή ευριπίδεια, κατά κάποιο τρόπο. Μπορεί η ηρωίδα της ΑΒ να «πάσχει» μέσα στα αλλεπάλληλα δράματά της αλλά στο τέλος παίρνει στα χέρια της τη μοίρα της. Η «κάθαρση» απαιτεί την καταστροφή του σώματός της. Πρέπει η ίδια να θυσιάσει τον παλαιό της εαυτό για να γεννήσει τον καινούργιο:

Τα χέρια που θα σε σώσουν πρέπει να μπήξουν τα δάχτυλα μέσα
στα μάτια σου, να προχωρήσουν προς τα κάτω, να περάσουν απ΄
τον στενό λαιμό και να καταλήξουν στο στέρνο. Εκεί πια πρέπει
να συνθλίψουν ό,τι έχει απομείνει απ΄ τον παλιό σου εαυτό.
(«Άφεση»)

Το τελευταίο αίμα απαιτεί να γίνουμε μητέρες του εαυτού μας και να αδράξουμε

το κλαδί της πορτοκαλιάς που λικνίζεται μπροστά μας.
Θα πας;
(«Πρόκνη και αηδόνα»)

Στο ερώτημα της κατακλείδας του ποιήματος η απάντηση είναι επώδυνη αλλά ελπιδοφόρα, όπως κάθε γέννα.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Luis Stettner. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

7 Nina Leen American Womans Dilemma June 16 1947 1920 1
 Nina Leen: American Womans Dilemma (1947)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *