ceb3ceb9ceb1 cf84cebf ceb5cebbcebbceb9cf80ceadcf82 cebcceadcf84cf81cebf cf84ceb7cf82 cebcceb1cf81ceafceb1cf82 cf84ceb6ceb9ceb1

Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ, Eλλιπές μέτρο, εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2022.

Η πρόσφατη συλλογή (πεζο)ποιημάτων της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ διαθέτει ένα πιάνο, παρτιτούρες, μουσικότητα, ρυθμό, ατμόσφαιρα, παύσεις και μελωδίες με εισαγωγή που ξυπνά τη μνήμη κι έτσι, μεταξύ μνήμης, βιωμάτων και χρόνου που συστέλλεται και διαστέλλεται, οι λέξεις στροβιλίζονται και υφαίνουν ιστορίες. Πρώτη επίσημη ανθολογία ποιητικού λόγου της Τζιαούρη-Χίλμερ την οποία συναντήσαμε, θαυμάσαμε και εκτιμήσαμε περίπου τρία χρόνια πριν, όταν κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Το Ροδακιό η συλλογή διηγημάτων της με τίτλο Γραμμή ανάμεσά μας, που συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Κύπρου 2020.

Κάτοικος Κύπρου όπου και εργάζεται ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση, με ποιήματα και διηγήματά της να έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά, η Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ, μια ξεχωριστή νέα φωνή των ελληνικών και κυπριακών γραμμάτων, επιστρέφει με το Ελλιπές μέτρο της καρδιάς της σε μια φροντισμένη και καλαίσθητη έκδοση από το Σαιξπηρικόν, του εξαίρετου Γιώργου Αλισάνογλου. Με την αισθαντική, φινετσάτη και, ταυτόχρονα, αιχμηρή της πένα δημιούργησε 36 (πεζο)ποιήματα ή ποιητικά πεζά που θυμίζουν θεατρικούς μονολόγους. Γραμμένα σε πρώτο ενικό, δεύτερο ενικό, τρίτο ενικό και πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, τα αφαιρετικά, ελλειπτικά και υπαινικτικά πεζοποιήματα στο Ελλιπές μέτρο σφύζουν από ζωή αληθινή κι έχουν στα βάθη τους ανθρώπινες ιστορίες και φωνές, χωρισμούς, αποχωρισμούς, αναχωρήσεις κι επιστροφές, στεριές και θάλασσες, ουρανό και γκρεμούς, εξομολογήσεις για τη ζωή όπως ξεδιπλώνεται και μεταλλάσεται σε όλες τις αποχρώσεις και τους τόνους της, για το «μετά» του θανάτου –φυσικού και ψυχολογικού– και την παγερή αμηχανία της επιστροφής σ’ ένα έρημο –σαν ξένο πια– σπίτι με μυρωδιές οικείες και αναμνήσεις, με την ηχώ ενός tango σε μια χορογραφία με χέρια πλεγμένα και βήματα αδέξια που βρίσκουν τελικά την πορεία και τον ρυθμό τους. Και τι θαύμα: σε αυτούς τους ποιητικούς μονολόγους / ποιητικές αφηγήσεις –των οποίων η έκταση είτε καλύπτει μια σελίδα είτε μόνο πέντε με έξι γραμμές– φανερώνεται μια ολόκληρη ζωή με όλα τα γλυκόπικρα υλικά της.

Στην πρωτοπρόσωπη ποιητική εξιστόρηση, η αφηγήτρια, σε εξομολογητικό τόνο, βγαίνοντας μέσα από τις στάχτες της υψώνεται σαν φοίνικας και, μέσω μνήμης, ξετυλίγει το βίωμα του έρωτα και του τέλους του, τη μοναξιά που ακολουθεί, τις μύχιες τσακισμένες σκέψεις, τη μέρα που δίνει θέση στη νύχτα και στο ξημέρωμα της καρδιάς. Και παράλληλα με το προσωπικό βίωμα συνυφαίνεται και το συλλογικό: η εποχή, το τι / ποιοι είμαστε, το τεντωμένο σχοινί της ανθρώπινης ύπαρξης, η μετανάστευση, η νοσταλγία, η απώλεια, τα κόκκινα σημάδια του τόπου και του χρόνου που χαρίζουν το αίμα τους στο κλάμα μιας καταιγίδας.

Η Χίλμερ, ικανότατη και εμβριθής μάρτυρας και παρατηρήτρια ρωγμών γράφει τα (πεζο)ποιήματά της αποφεύγοντας μελοδραματισμούς και κλισέ, δίχως να ωραιοποιεί τις καταστάσεις του υποκειμένου και των χαρακτήρων της παρά τις καταγράφει ως έχουν: πικρές και ρεαλιστικές αλλά με μια συγκινητική τρυφερότητα.

Η συλλογή ξεκινάει με μέτρημα και άρσεις και ολοκληρώνεται με την επιθυμία να πλαστεί η ζωή απ’ την αρχή. Και στο ενδιάμεσο, πλήθος στιγμών και σκηνών σε υποδειγματικό ημίφως. Με τον άηχο θρήνο του τέλους μιας σχέσης, με μινιατούρες θύμησης, με σκόρπιες ανείπωτες λέξεις να συγκεντρώνονται και να συγκολλώνται με σελοτέιπ, με ένα γράμμα που βγαίνει απ’ τον κλειστό του φάκελο και ξεχειλίζει από αγάπη και υπερηφάνεια και φέρνει πολύποθητα δάκρυα, με μια φωνή αλησμόνητη – κάτω απ’ το χώμα– να νοιάζεται και ν’ αγαπά, με υπομονή και καρτερικότητα, με τ’ απολεσθέντα κρυμμένα πίσω από βλέφαρα –κάτω απ’ το χιόνι, με μια προτροπή για σιωπή προσωρινή ή μόνιμη, με υφέσεις, με μια ορχήστρα να παίζει στ’ ακροδάχτυλα ενός μαέστρου, με ένα ζευγάρι χέρια σαν μάτια πάνω στα πλήκτρα, με δέκα δάχτυλα σε σπουδή σε ρε δίεση ελάσσονα, με τον χρόνο να περιστρέφεται στις φιγούρες ενός βαλς. Ένα παλιό αμάξι κι η ιστορία του, η πνοή του, η σκόνη του.

Η επιστροφή στο πατρικό, τριάντα χρόνια μετά, η κληρονομιά, ο ήχος κι η μυρωδιά η γνώριμη που αφήνει ξέφραγο το ποτάμι στα μάτια. Το αγόρι με τα σπίρτα, το παιχνίδι – φωτιά και η φωτιά– επανάσταση κόντρα στη χρόνια συγκατάβαση. Η βροχή που ξεπλένει τον φόβο. Η ρίψη σταυρών στον βυθό και τα πτώματα στην επιφάνεια της θάλασσας, πατρίδα και Θεός σε αναζήτηση.

Ένα φορτίο στην πλάτη –προστασία από την απόλυτη συντριβή. Ο φόβος που έχτισε σπίτι στους μαστούς. Η παλλόμενη αναρχία της καρδιάς, η αγιοσύνη των φίλων, οι σκορπισμένοι κόκκοι ζάχαρης στα πικρά χείλη της ζωής.

Η μνήμη – Τα πρόσωπα – Η άμμος και η θάλασσα – Οι νύχτες χωρίς φεγγάρι που αγκαλιάζουν τις παύσεις – Το εγκώμιο της μάνας. Οι α μ φ ι β ο λ ί ε ς και τα α ν της ζήσης μας.

Με ακρίβεια και βάθος και με απόλυτη ισορροπία φωτός και σκοταδιού, η Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ κεντάει ψιλοβελονιά του ανθρώπου τις κλωστές. Απλώνει τα χέρια της προς τον ουρανό και φέρνει τ’ άστρα, τα σύννεφα και τον ήλιο πιο χαμηλά, τα μετατρέπει σε ψιθύρους και σε νότες, σε ψιχάλες που φέρνουν λυτρωμό στα πάθη μας και καθαρότητα στα ασπρόμαυρα στιγμιότυπά μας.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Sofía Bonati. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

 

ελλιπές

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *