ceb3ceb9ceb1 cf84cebf ceb4cf85cebdceb1cebccf8ecf83cf84ceb5 cf84ceb7 cebccebfcf85cf83ceb9cebaceae cf80ceb1cf81ceb1cebaceb1cebbcf8e

Μιχάλης Μαλανδράκης, Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ, Πόλις, Αθήνα 2023.

«Αν και ξεκίνησε την καριέρα του απ΄ το διεθνές ρεπορτάζ και συνέχισε αργότερα στο πολεμικό, ο Χάρης Αλεξιάδης δεν άργησε να περάσει στην ψυχαγωγία, όπου πρωταγωνίστησε για έντεκα συνεχόμενα χρόνια. Το σπικάζ συνεχίζεται, ενώ προβάλλονται πλάνα απ΄ το σήμα έναρξης του Δυναμώστε με τις νότες, τις κιθάρες και τα ντράμς να πέφτουν απ’ τον ουρανό, σαν βόμβες που προσγειώνονται στο έδαφος (σελ. 231).

Tον Απρίλιο του 1992 το Σαράγεβο μετατράπηκε σε μια ανοιχτή φυλακή, καθώς ξεκίνησε η πολιορκία του από σερβικές δυνάμεις, μια πολιορκία που διήρκησε μέχρι το 1996, καθιστώντας την την πιο μακροχρόνια πολιορκία πρωτεύουσας στη σύγχρονη ιστορία. Το καλοκαίρι του 1993, μία από τις περιόδους κατά τις οποίες εκτυλίσσεται η δράση στο νέο μυθιστόρημα του Μ. Μαλανδράκη, βρέθηκε στο Σαράγεβο η Annie Leibovitz για να φωτογραφίσει τα πολεμικά γεγονότα. Ήταν ήδη εκεί, από τον Απρίλιο, η Susan Sontag προετοιμάζοντας την παράσταση Περιμένοντας τον Γκοντό, μια πράξη ακτιβισμού ενάντια στο α(δια)-νόητο του πολέμου. Σε κείμενό της, αργότερα, η Sontag αναφέρει ότι πλήθος αξιόλογων δημοσιογράφων βρίσκονταν εκεί μεταδίδοντας τόσο τα πολιτικά ψεύδη όσο και τη φρίκη των σφαγών. Αν τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και στη μυθοπλασία γίνονται κάποτε δυσδιάκριτα, μπορούμε να φανταστούμε ότι ένας από αυτούς τους δημοσιογράφους είναι και ο Χάρης Αλεξιάδης, ο πρωταγωνιστής στο νέο πεζογράφημα του Μ. Μαλανδράκη.

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης έκανε την πρώτη του πεζογραφική εμφάνιση πριν από τρία χρόνια με τη νουβέλα Patriot (Πόλις, 2020), για την οποία έλαβε το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Ο ήρωας, ο Αγκίμ, ένας νέος Αλβανός μετανάστης, διχασμένος ανάμεσα σε δυο πατρίδες, παρουσιάζεται πολλαπλά κυνηγημένος από τις αντιξοότητες, τον κοινωνικό ρατσισμό, την ίδια την πραγματικότητα που βιώνει τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία. Η οικονομική μετανάστευση, η αναζήτηση ταυτότητας, οι περιορισμένες επιλογές ζωής, συνθέτουν ένα σκηνικό επίπονης φυγής. Μια τάση φυγής που θα τη συναντήσουμε και στο νέο πεζογραφικό κείμενο του Μαλανδράκη.

Οι διθυραμβικές κριτικές για το Patriot και η συνακόλουθη βράβευση είναι πολύ πιθανό ότι θα δημιούργησαν στον συγγραφέα την ανάγκη να ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες που δημιούργησε με το πρώτο του πεζογραφικό έργο. Το ευτύχημα είναι ότι με το νέο του έργο καταφέρνει να ανταποκριθεί εξαιρετικά. Τρία χρόνια μετά, εκδίδει ένα μυθιστόρημα υποδειγματικό ως προς τη δομή του, με προσεγμένες αναδρομικές αφηγήσεις που συνιστούν μνημονικές ανακλήσεις, χωρίς να χάνεται η αφηγηματική ροή. Το κείμενο είναι εξαιρετικά δουλεμένο ως προς την εκφραστική λιτότητα και τον ρυθμό, αλλά και πολυεπίπεδο ως προς τις δυνατότητες αναγνωστικών προσεγγίσεων. Τόσο η διαδοχή των εικόνων όσο και ο ρυθμός παραπέμπουν συχνά στην τέχνη του κινηματογράφου. Ρεαλισμός, λακωνικότητα, διαρκείς εναλλαγές σκηνικού και σκηνών, συνεχή οπτικά παιχνίδια ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, όπως στους πίνακες του Καραβάτζιο. Τόπος δράσης και πάλι τα έκρυθμα Βαλκάνια.

Στην προμετωπίδα μάς υποδέχονται στίχοι από το τραγούδι «Αμνησία» (Τρύπες, 1985) και από ένα ποίημα του Semezdin Mehmedinović, Βόσνιου ποιητή. Το πρώτο κείμενο από ένα άκρως ρυθμικό τραγούδι αναφέρεται στη λήθη ως μηχανισμό άμυνας («όσοι περνάνε τη χώρα της απόγνωσης παθαίνουν αμνησία») και το δεύτερο στην ματαιοπονία της απόπειρας φυγής ακριβώς λόγω του αναπόφευκτου του θανάτου. Οι δύο αυτές αναφορές, ας είναι οι δρομοδείκτες για την βαθύτερη κατανόηση του μυθιστορήματος.

Το κεντρικό μυθοπλαστικό πρόσωπο αυτή τη φορά είναι ένας Έλληνας, ο Χάρης Αλεξιάδης, γεννημένος κάπου στη δεκαετία του 1960. Τις παιδικές του μνήμες στοιχειώνει ο θάνατος της μικρής αδελφής του και οι ήχοι από το κλάμα με αναφιλητά ενός αντιστασιακού γείτονα που γύρισε στο διπλανό διαμέρισμα μετά από τον βασανισμό που υπέστη στη Μπουμπουλίνας. Από τον οικογενειακό εφιάλτη μέσα σε ελάχιστες σελίδες περνάμε στον συλλογικό. Αυτή τη γοργότητα ρυθμού, τη συνύφανση ατομικού και συλλογικού, την καταλυτική επίδραση της Ιστορίας στις ατομικές ζωές, τη διερώτηση για το κατά πόσο μπορούμε να διαφύγουμε από την ειμαρμένη, θα τη συναντάμε διαρκώς μέχρι το τέλος.

Ο Χάρης προσπαθεί να ξεφύγει από τις σκιές που τον κατατρέχουν καθώς ενηλικιώνεται. Αρνείται να αποκατασταθεί επαγγελματικά στην εργασία του πατέρα του κι ακολουθεί τη δική επαγγελματική διαδρομή που τον φέρνει στον χώρο της δημοσιογραφίας και από εκεί στα πεδία όπου γράφεται η σύγχρονη ιστορία των Βαλκανίων. Παρακολουθεί δημοσιογραφικά την πολιορκία του Σαράγεβο, τον βομβαρδισμό σχολείων και νοσοκομείων, τις δολοφονίες αμάχων, τις κηδείες αθώων πολιτών. Διαρκή εγκλήματα πολέμου που δίνονται με τρόπο λακωνικό, ρεαλιστικό, νηφάλιο. Αφηγείται με τον δημοσιογραφικό του λόγο ο Χάρης, με τον συγγραφικό ο Μαλανδράκης. Οι δυο γραφές ενώνονται και κατασκευάζουν μια άκρως ενδιαφέρουσα αφήγηση όπου ο λόγος του ήρωα-δημοσιογράφου και ο λόγος του συγγραφέα-δημοσιογράφου μας δίνουν μια εικόνα του πώς ένας ταλαντούχος γραφιάς, παρά το νεαρό της ηλικίας του, μπορεί να συνθέσει γραφές, νοήματα, πραγματικότητες, να πλάσει μύθους με τρόπο απολύτως αληθοφανή. Η ζωή και η δράση του Χάρη, όμως, δεν σταματά στο Σαράγεβο και στις τρομακτικές μνήμες ενός πολέμου που άλλαξε με τρόπο δραματικό τον χάρτη των Βαλκανίων. Επιστρέφοντας στην Αθήνα αποφασίζει να εργαστεί όχι πια στο ρεπορτάζ αλλά στη νεοσύστατη ιδιωτική τηλεόραση, δηλαδή σε ένα πεδίο που άλλαξε άρδην το πολιτισμικό τοπίο της ελληνικής πραγματικότητας. Γρήγορα οδηγείται στον τομέα των ψυχαγωγικών εκπομπών. Μια απόφαση φαινομενικά ασύμφωνη με την προηγούμενη πορεία του. Τίποτα όμως δεν είναι τυχαίο στο σύμπαν που δημιουργεί ο Μαλανδράκης, αφού ο πρωταγωνιστής του δεν είναι ένας επίπεδος χαρακτήρας. Παρακολουθεί και εκεί, ζώντας πλέον στη δεκαετία του 2000, τις μάχες της τηλεθέασης, αυτή τη φορά και ως πρωταγωνιστής, ενώ παράλληλα προσπαθεί να βρει τρόπο να ισορροπήσει μέσα από κοινωνικές και ερωτικές σχέσεις. Οι μνήμες όμως καραδοκούν και επανέρχονται μέσα από τις έντεχνα ενταγμένες αναδρομικές αφηγήσεις. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε επιμέρους σύντομα κεφάλαια –που κάποια από αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν μικροδιηγήματα– γραμμένα με τρόπο ασθματικό, με λόγο μικροπερίοδο, προφορικό, που εντείνει τη γοργότητα του ρυθμού. Κάθε φορά μας γνωστοποιείται ο χωρόχρονος, ώστε να μπορούμε να παρακολουθούμε τις μνημονικές ανακλήσεις του ήρωα αλλά και να εντασσόμαστε σε ένα ρευστό συγκείμενο που τελικά ιζηματοποιείται μέσα στον ψυχισμό του ήρωα.

Ο τίτλος Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ φαινομενικά και μόνο σχετίζεται με το πρώτο τηλεπαιχνίδι στο οποίο συμμετέχει ως παρουσιαστής (σελ. 54). Η ευγενική αυτή προτροπή συνδέεται με πολλαπλές αναφορές μέσα στο κείμενο, όποτε η μουσική (η τέχνη γενικότερα) καλείται να λειτουργήσει είτε παραμυθητικά είτε για να καλύψει με την ομορφιά της (αφού μόνη της δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο) τον διάχυτο ζόφο είτε για να αποδώσει τη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα. Ενδεικτικά, ακολουθεί απόσπασμα από τη σ. 152, όπου ο συνεργάτης του Αλεξιάδη έχει καταφέρει να κάνει ρεπορτάζ σε ένα ορφανοτροφείο στο Σαράγεβο:

«..Δεν φαντάζεσαι. Αλήθεια σου λέω, δεν μπορείς να φανταστείς, κανείς δεν μπορεί. Πήγαμε σήμερα και καθίσαμε εννιά ώρες. Σου μιλάω για σκατά, εντελώς σκατά. Βρομούσε σαν κόλαση. Παρατημένος χώρος, τα παιδιά κοιμόνταν στα πατώματα. Οι γυναίκες που δούλευαν εκεί μας είπαν πως τα φρόντιζαν, αλλά όταν ρωτήσαμε τα ίδια τα παιδιά, αυτά μας είπαν ότι υπήρχαν και βράδια που κοιμόνταν έξω…». Η μουσική συνέχιζε. «Και μερικά παιδιά ήταν, δεν ξέρω πώς να το πω… δεν φαίνονταν καλά, εννοώ στα μυαλά τους. Δεν ήταν εντάξει στη συμπεριφορά, έμοιαζαν σαν να τα ΄χαν χαμένα. Κάρις, δυο παιδιά, δύο κορίτσια, μας είπαν περίεργα πράγματα για κάποιους άνδρες που πήγαιναν και ξάπλωναν μαζί τους. Με καταλαβαίνεις;» Το κομμάτι του χοιρινού παρέμενε σφηνωμένο στα δόντια του Έντσο. «Όταν ρωτήσαμε αν αυτοί οι άνδρες φορούσαν στρατιωτικές στολές, μας είπαν “ναι”. Όταν ρωτήσαμε τι εννοούσαν όταν είπαν ότι κοιμόνταν μαζί τους μας απάντησαν ότι τις έπαιρναν αγκαλιά. Εσένα αυτό πώς σου ακούγεται;» Ο Χάρης κοίταζε σιωπηλός. Άκουγε τη μουσική, γνωστή μελωδία, κάτι του θύμιζε αλλά δεν μπορούσε να βρει τι. Ο Έντσο έριξε πάλι το σώμα του στην πλάτη της καρέκλας. «Γαμημένο μέρος, σου λέω, δεν μπορείς να φανταστείς, ένα σκέτο…» και κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Ο Χάρης τον κοίταζε αλλά δεν άκουσε τα επόμενα λόγια του. Όλη του η προσοχή στη μουσική. Ένα κλασικό κομμάτι, σίγουρα. Μ’ έντονο το βιολί, και το πιάνο σε δεύτερο πλάνο. Ο Χάρης δεν απάντησε τίποτα, ούτε προσπάθησε να φανταστεί τίποτα απ’ όσα του είχε περιγράψει ο Έντσο. Άκουγε απορροφημένος, μόνο άκουγε. Τη μουσική. Τις ανεπαίσθητες παραλλαγές του αρχικού μοτίβου, τις ξαφνικές απειλητικές αλλαγές που τόνιζε το πιάνο, μέχρι το τελευταίο, απροσδόκητα χαρούμενο γύρισμα της μελωδίας.

Τα ευάλωτα σώματα των νεαρών κοριτσιών γίνονται η συνεκδοχή για την αντικειμενοποίηση των γυναικείων σωμάτων κυρίως σε περιόδους πολέμου αλλά και σε περιόδους ειρήνης. Η γυναίκα-αντικείμενο στο έργο εμφανίζεται τόσο μέσα από τα καλλιστεία του 1993 στο Σαράγεβο –εν μέσω πολιορκίας– όσο και μέσα από τα γυναικεία σώματα που παρελαύνουν κι αυτά στο reality show, με τίτλο King, που θα παρουσιάζει αργότερα ο Χάρης, όπου ο Βασιλιάς πρέπει να επιλέξει από πλήθος γυναικών που θα διαγ(κ)ωνίζονται για την εύνοιά του, όπως συνέβαινε ήδη από τη μυθολογική εποχή του Πάρη, την εποχή του Βυζαντίου με τον Θεόφιλο και την Κασσιανή, αλλά και την εποχή της παιδικής μας ηλικίας με το παραμύθι της Σταχτοπούτας. To κεφάλαιο που αναφέρεται στα Καλλιστεία του 1993, όπου οι διαγωνιζόμενες κρατούν στο τέλος το πανό «Don’t let them kill us», ενώ ακούγεται το «Eve of Destruction», ένα τραγούδι διαμαρτυρίας της δεκαετίας του 1960, πυκνώνει υποδειγματικά όχι μόνο τις αφηγηματικές αρετές του βιβλίου αλλά και τη διήθηση ελαφρότητας και τραγικότητας με την οποία οδοιπορεί διαρκώς η ανθρωπότητα, ιδίως από την ψυχροπολεμική εποχή έως και σήμερα. Άκρως ενδιαφέρουσα η θεαματοποίηση της διαμαρτυρίας, προκειμένου να βρει απήχηση αλλά και η αδιάπτωτη συνέχιση της καταστροφικής πορείας εν μέσω χειροκροτημάτων και χαμόγελων. Άλλωστε, το θέαμα είναι διαρκώς παρόν είτε σε συνθήκες πολέμου είτε σε συνθήκες ειρήνης. Ενώ οι νεαρές γυναίκες στο Σαράγεβο προβάλλουν τα σώματά τους και γίνονται θέαμα προκειμένου τα ΜΜΕ να στραφούν και να μεταδώσουν την έκκλησή τους, οι νεαρές γυναίκες που προβάλλουν τα σώματά τους στο εγχώριο τηλεπαιχνίδι King δεν έχουν κάποιο λόγο να διαμαρτυρηθούν. Ελπίζουν στο βραβείο, στη διασημότητα, ζώντας στην απατηλή κι εφήμερη λάμψη της ιδιωτικής τηλεόρασης. Το σώμα πια δεν παρουσιάζεται ως ευάλωτο, ως στόχος ελεύθερων σκοπευτών, αλλά ως μέσο επίτευξης προσωπικών στόχων. Ο δημοσιογράφος παρακολουθεί όσα συμβαίνουν και, όταν συμμετέχει, γνωρίζει ότι γίνεται συνένοχος. Δεν τελεί «εν πλήρει συγχύσει αθώος» και αυτό είναι που σταδιακά τον καταβάλλει.

ηψηξξγψ

Οι λεπτομέρειες γύρω από τις συνθήκες της πολιορκίας, τις ανελέητες σφαγές, τις σχετικές πολιτικές εξελίξεις στη διεθνή διπλωματία, την υποκρισία της διεθνούς κοινότητας αλλά και για τη ζωή στην Αθήνα την επόμενη δεκαετία, καθιστούν προφανές ότι ο Μαλανδράκης έχει επιχειρήσει εξονυχιστική αρχειακή έρευνα για όσα συνέβησαν στο Σαράγεβο τη δεκαετία του 1990 αλλά και για τις στάσεις, τις συμπεριφορές και τις νοοτροπίες της ελληνικής κοινωνίας κατά τη δεκαετία του 2000, μια δεκαετία υλικής «ευμάρειας» που έκλεισε με πάταγο όταν ξέσπασε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση το 2008. Ως συγγραφέας κινείται με χαρακτηριστική άνεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο δεκαετίες αποδίδοντας με τρόπο σχεδόν ντοκουμενταριστικό γεγονότα, αντιδράσεις, ατμόσφαιρα. Η απήχηση όλων αυτών στον ψυχισμό του ήρωα πολλαπλασιάζει τον αντίκτυπό τους και μας καθιστά κοινωνούς της διαχρονικής διερώτησης όχι μόνο για το επαναλαμβανόμενο του φαινομένου του πολέμου αλλά και για τη δυνατότητα –ή μη– αλλαγής της ανθρώπινης φύσης.

Ο Χάρης Αλεξιάδης είναι ένας άνθρωπος που «Ήθελε, ζητούσε και περίμενε» (σελ. 216). Όπως στο λογοτεχνικό σύμπαν του Beckett, έτσι και εδώ, ο ήρωας είναι καταδικασμένος να αναζητά απαντήσεις και νόημα σε έναν ζοφερό και ανελέητο κόσμο. Αναμένει, κυρίως, να απαλύνει την υπαρξιακή οδύνη του η ουσιαστική διαπροσωπική επαφή. Τον στοιχειώνουν διαρκώς, όμως, οι μνήμες και η αδυναμία απαλλαγής από το βάρος του υλικού κόσμου. «Το χτες είναι μέσα μας δύσβατο και απειλητικό», γράφει ο Beckett στη μελέτη του για τον Proust. Το παρελθόν του ήρωα, συνυφασμένο με οδυνηρές ατομικές και συλλογικές μνήμες, με απώλειες και τραύματα, με βαρύ το αποτύπωμα της Ιστορίας, τον οδηγεί σε διαρκείς απόπειρες διαφυγής, όπως εκείνη μετά τον θάνατο της αδελφής του τότε που «Ξαφνικά, σαν να μην το αποφάσισε ο ίδιος αλλά αυτόματα το σώμα του, ο Χάρης αρχίζει να τρέχει προς τα έξω. Διασχίζει τον σκοτεινό διάδρομο, το μωσαϊκό δροσίζει τα πέλματά του, το φωτεινό στεφάνι που σχηματίζεται στην έξοδο θαμπώνει τα μάτια του. Με έναν πήδο περνάει το σώμα του μέσα από αυτό» (σελ. 17). Θα τα καταφέρει; Ο Μαλανδράκης μας δίνει την απάντηση στο τέλος του βιβλίου.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Εικονογράφηση: ©Annie Leibovitz, Bloody Bicycle, (Sarajevo, 1993). Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

402283342 3704093923245799 3744579328152701361 n

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *