ceb3ceb9ceb1 cf84cebf ceb2ceb9ceb2cebbceafcebf cf84cf89cebd cf87ceb5cf81ceb9cf8ecebd cf84cebfcf85 ceb1cebdcf84cf8ecebdceb7 cebc

Αντώνης Μπαλασόπουλος, Το βιβλίο των χεριών, Εκδόσεις Θράκα, Λάρισα 2023.

Τα χέρια κατέχουν εξέχουσα θέση στις (πλείστες) δυτικές ανθρωπολογικές θεωρίες: στην δαρβινική ανθρωπολογία, στην ανθρωπολογία του Χριστιανισμού, στην ανθρωπολογία της μαρξιστικής παράδοσης, καθώς επίσης και στην ανθρωπολογία της φαινομενολογίας. Yπάρχει μια όχι τυχαία συμφωνία ως προς τη σημαντικότητα των χεριών, όντας αυτά συνδεδεμένα με την ειδοποιό διαφορά που κάνει τον άνθρωπο ξεχωριστό έμβιο ον, που ξεχωρίζει ή/και υπερτερεί σε σχέση με τα άλλα ζώα. Τα ανθρώπινα χέρια είναι σε όλες αυτές τις παραδόσεις συνδεδεμένα με την κατάκτηση του βαδίσματος στα δύο πόδια, την κατάκτηση της τεχνολογίας, και με την ανάπτυξη της γραφής και του ορθού λόγου.

Στη δαρβινική ανθρωπολογία υπάρχει μια γενική συμφωνία ότι το ανθρώπινο χέρι είναι ένα καταπληκτικό όργανο –προϊόν εκατομμυρίων ετών επιλεκτικών μεταβολών στην ιστορία της εξέλιξης [1]. Παρόλο που ο μηχανισμός της εξέλιξης περιέχει την τυχαία μετάλλαξη, εντούτοις οι μορφολογικές αλλαγές που επιβιώνουν δεν είναι αυθαίρετες, αλλά «επιλέγονται» από μηχανική αναγκαιότητα, δηλ. επιβιώνουν εξυπηρετώντας τον σκοπό της επιβίωσης και της αναπαραγωγής. Σύμφωνα με αυτή την επιστημονική θεώρηση, το χέρι, απαλλαγμένο από τις ευθύνες της βάδισης/μετακίνησης, συνδυάζεται με τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο έτσι ώστε να υποστεί οστεολογικές και μυολογικές αλλαγές που επιτρέπουν την ανάπτυξη ικανοτήτων λεπτού χειρισμού, με κοινωνικές, λειτουργικές, και πολιτιστικές προεκτάσεις. Έτσι, η μορφή του ανθρώπινου χεριού υπερέχει κατά πολύ ακόμα και των μορφών των χεριών των πλησιέστερων συγγενών μας (των χιμπατζήδων).

Εκφράζοντας τη χριστιανική ανθρωπολογία, ο Γρηγόριος Νύσσης στο Περί Κατασκευής Ανθρώπου θεωρεί τον άνθρωπο, ως δημιουργημένο από τον ίδιο τον Θεό, «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» του και θεωρεί τη σωματική κατασκευή του ανθρώπου ως «βασιλική», συνδέοντας το σώμα και τα όργανά του με τον ορθό λόγο. Τα χέρια δημιουργήθηκαν για να υπηρετούν τον ορθό λόγο. Όμως τα χέρια δεν σχετίζονται με τον ορθό λόγο μόνο ως επικουρικά εργαλεία που απλώς τον διευκολύνουν, αλλά ως όργανα που μετέχουν οργανικά στον λόγο, ως όργανα που «αποτελούν ιδιότητα της λογικής φύσης» [2].

Και η μαρξιστική ανθρωπολογία θεωρεί την ανάπτυξη των χεριών ως καθοριστική στιγμή στην εξέλιξη του ανθρώπου, και συγκεκριμένα για την ανάδυση της εργασίας. Ο Φρίντριχ Ένγκελς, στο κείμενό του «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου» (1876) [3], υποστήριξε ότι η σταδιακή απόκτηση της συνήθειας να βαδίζει ο άνθρωπος στα δύο πόδια, ήταν «το αποφασιστικό βήμα για το πέρασμα από τον πίθηκο στον άνθρωπο», ένα πέρασμα «χασματικό». Το χάσμα ανάμεσα στο μη ανεπτυγμένο χέρι ακόμα και του πιο ανθρωποειδούς από τους πιθήκους και στο χέρι του ανθρώπου που έχει τελειοποιηθεί με την εργασία χιλιάδων αιώνων.

Η διαλεκτική ανάλυση του Ένγκελς περιγράφει μια αμφίδρομη αιτιώδη σχέση μεταξύ της ανάπτυξης του χεριού από τη μια, και της ανάδυσης της εργασίας από την άλλη. Το χέρι δεν είναι απλά το όργανο-αιτία πίσω από την εργασία, δεν έχει λογική ή χρονική προτεραιότητα απέναντι στην εργασία. Δεν είναι μέσω του απελευθερωμένου χεριού που μετά διαμορφώνεται η εργασία, αλλά και ανάποδα: μέσω της εργασίας, από την εργασία, αναδύεται και διαμορφώνεται το χέρι! Η ουσία του διαμορφωμένου ανθρώπινου χεριού είναι η εργασία. Παρόλο που η σχέση μεταξύ χεριού και εργασίας δεν επιβεβαιώνεται στο επίπεδο της βιολογικής εξέλιξης με τον λαμαρκιανό τρόπο που περιγράφει ο Ένγκελς, εντούτοις η διαλεκτική σχέση υφίσταται σε επιστημολογικό και οντολογικό επίπεδο: το χέρι αποκτά νόημα μέσα από την επιτέλεση, μέσα από την πράξη και το έργο του, και άρα μέσα από την εργασία. Το χέρι γίνεται αυτό που είναι μέσα από αυτά που διαμορφώνει. Το χέρι κάνει την εργασία, και η εργασία το χέρι. Το χέρι από μόνο του, όπως λέει ο Ένγκελς, δεν είναι τίποτα: «[Τ]ο χέρι δεν υπάρχει καθαυτό» [4]. Επιπλέον, όπως και η χριστιανική ανθρωπολογία, έτσι και ο Ένγκελς συνδέει την ανάπτυξη του χεριού με την ανάπτυξη της γλώσσας και του λόγου.

Αλλά και ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο, θα υποστηρίξει ότι η εργασία είναι μια ένσκοπη διαδικασία ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο, επιδρώντας με την εργασία στην εξωτερική φύση και μεταβάλλοντάς την με τρόπο που μέσα από την εργασία μεταβάλλει και τη δική του φύση, και συνδέοντας το χέρι με τον λόγο («κεφάλι») [5].

Και η φαινομενολογική παράδοση αποδίδει στο χέρι προνομιακή θέση. Ο πρώιμος Χάιντεγκερ θα καταδείξει ότι ο πρωταρχικός τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος (Dasein) κατανοεί τον κόσμο και τα όντα, είναι μέσω της χρήσης εργαλείων. Τα όντα σχηματοποιούνται μέσα από τη χειρωνακτική εργασία, και αρχικά φανερώνονται, κατανοούνται, ως πρό-χειρα (zu-handene), μέσα από την τελεολογική χρήση.

Όπως ο Γρηγόριος Νύσσης και όπως και ο Ένγκελς, έτσι και ο Χάιντεγκερ θα δώσει έμφαση στη διαφορά μεταξύ του χεριού εννοημένο ως ζωικό όργανο, ως το όργανο που είναι ανατομικά σχεδιασμένο για να πιάνει (grasping organ), και του ανθρώπινου χεριού. Στη διάλεξή του με τίτλο «Τι ονομάζεται σκέψη;» (Was heißt Denken?), ο Χάιντεγκερ θα υποστηρίξει ότι υπάρχει αβυσσαλέα οντολογική διαφορά μεταξύ του ανθρώπινου χεριού και του οργάνου που πιάνει», του οργάνου που έχουν τα άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά. «Μόνο ένα ον που μιλά, δηλαδή που σκέφτεται, μπορεί να έχει χέρια», λέει ο Χάιντεγκερ. Αυτό που εννοεί εδώ, που διαφοροποιείται από την μαρξιστική παράδοση, είναι ότι η χειρωνακτική εργασία δεν είναι απλώς τρόπος παραγωγής ή τρόπος μετασχηματισμού της ύλης και οικειοποίησης της φύσης. Η τέχνη δεν χρησιμοποιεί απλώς την ύλη ως απόθεμα, όπως συμβαίνει με την παραγωγή έργων με χρηστική αξία. Η τέχνη που ξεχωρίζει το ανθρώπινο χέρι από τα άλλα μη ανθρώπινα χέρια, είναι αυτή που παράγει το έργο τέχνης, είναι η ποίηση, η οποία φανερώνει το είναι των πραγμάτων αλλά και του ιδίου του ανθρώπου. Ο άνθρωπος παράγει φιγούρες, σύμβολα, και σημεία με τα χέρια του, επειδή ο ίδιος είναι ένα σημείο [vermutlich weil der Mensch ein Zeichen ist]. Τι είδους σημείο είναι ο άνθρωπος; Εδώ ο Χάιντεγκερ μνημονεύει τον Χέλντερλιν. Μνημονεύει το ποίημα του Χέλντερλιν «Μνημοσύνη»: «Ένα σημάδι είμαστε, ανερμήνευτο». [Ein Zeichen sind wir, deutungslos].

Από τον τίτλο Το βιβλίο των χεριών συμπεραίνει κανείς ότι το θέμα των ποιημάτων είναι τα χέρια. Διαβάζοντας τα ποιήματα, όμως, αντιλαμβάνεται κανείς ότι μέσω των χεριών συνυφαίνεται και ένα άλλο σημαντικό θέμα: ο λόγος. Εξάλλου, ο τίτλος της ποιητικής συλλογής δεν είναι Τα χέρια, αλλά Το βιβλίο των χεριών. Ένας αμφίσημος τίτλος, που σημαίνει ταυτόχρονα το βιβλίο που γράφτηκε από/με τα χέρια, και το βιβλίο που γράφτηκε για τα χέρια. Είναι ο ποιητικός λόγος των χεριών και τα χέρια του ποιητικού λόγου. Είναι τα χέρια που γράφουν ποίηση για τον εαυτό τους.

***

Το Βιβλίο των χεριών δεν είναι φιλοσοφικό κείμενο, ωστόσο δεν παύει να είναι φιλοσοφημένη ποίηση (ας μου επιτραπεί το κλισέ), που δεν παύει να συνομιλεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τη φιλοσοφία και την ιστορία της.

Η συνομιλία της ποίησης του Μπαλασόπουλου και με τη φαινομενολογική παράδοση δεν είναι –πιστεύω– αυθαίρετα προβεβλημένη εκ μέρους μου. Είναι ένας διάλογος, μια «αναμέτρηση», που λαμβάνει χώρα σε διάφορα σημεία και στιγμές του έργου του Μπαλασόπουλου, τόσο στο περιεχόμενο των ποιημάτων του Βιβλίου των χεριών, όσο και έξω από αυτό.

Για παράδειγμα, το ποίημα «Η Επιστροφή στο Λευκό» παραπέμπει στο ποίημα «Λευκό στο λευκό» (Ενύπνιο 2021), το οποίο «πραγματεύεται», όπως έχω αναφέρει και αλλού, την οντολογική διαφορά, που είναι κεντρική «ιδέα» στη φαινομενολογική παράδοση. Όμως ο φαινομενολογικός χαρακτήρας των ποιημάτων του Μπαλασόπουλου εντοπίζεται και αλλού, εκεί όπου δεν τίθεται ξεκάθαρα η οντολογική διαφορά, αλλά άλλες φαινομενολογικές «ανακαλύψεις».

Ο φαινομενολογικός χαρακτήρας στο Βιβλίο των χεριών τεκμηριώνεται και από το εξής: Πέρα από τον λόγο ως γλώσσα, ως ομιλία, ως επικοινωνία, ως διαλεκτική σχέση υποκειμένου-αντικειμένου, αναδεικνύεται η (προεννοιολογική) φαινομενολογική ουσία της γλώσσας: η αναφορικότητα. Ότι το χέρι έχει δάχτυλα, και τα δάχτυλα και οι λέξεις είναι «σημεία», είναι σημαίνοντες ήχοι και χειρονομίες που δείχνουν προς κάτι, που αναφέρονται σε κάτι, που σχετίζονται με κάτι. Η σχέση που αναδεικνύεται είναι αποβλεπτική. Δεν είναι τυχαίο που τα ποιήματα στο Βιβλίο των χεριών συχνά εστιάζουν στο δάχτυλο που ενεργητικά «δείχνει» και δείχνοντας εδραιώνει μια αποβλεπτική σχέση, η οποία είναι κάποτε ετεροαναφορική, κάποτε αυτοαναφορική (και κάποτε και τα δύο: στη χουσερλιανή φαινομενολογία περιγράφεται το φαινόμενο της «διπλής αποβλεπτικότητας»).

Για παράδειγμα, στο «Βιογραφικό Σημείωμα» γράφει ο Μπαλασόπουλος:

Είμαι αυτός που του δείχνουν το δάσος
και κοιτάει το δάχτυλο
και βλέπει το δάσος.

Στο «Θωμάς και Ιησούς, 1602»:

Φοράει τα μάτια του στα δάχτυλα
Και λέει: Η παρουσία είναι πληγή!

Στη «Νοηματική»:

Εκεί που υπάρχουν
Τα δάχτυλα
Δεν υπάρχει σιωπή.

Και στο ποίημα «Μια Μπαλαρίνα», η αυτοαναφορικότητα:

Τα δάχτυλά της
Παραπομπές του οστού […]

Κάποιες φορές η αναφορικότητα είναι φορτισμένη με ιερότητα. Στο ποίημα «Ο Λαγός», τα δάχτυλα, μέσα από την κίνηση αγγίζουν τον άλλον, αναφέρονται στον άλλον, και συνάμα μέσω αυτής της επιτέλεσης προσεύχονται. Και στο «Voler, Voleur» η αυτοαναφορικότητα πάει χέρι-χέρι με την αγιότητα.

Σε άλλους στίχους, η αποβλεπτική σχέση εδραιώνεται όχι μέσω δεικτικού ενεργήματος, αλλά ως παθητική δεκτικότητα μέσω της αφής ή/και ως ιδιοδεκτικότητα. Για παράδειγμα, στο «Braille»:

Ο πρώτος ποιητής, λένε,
δεν έβλεπε.
Με τα χέρια του διάβαζε
τον κόσμο, μαθαίνοντας
στις ρώγες των δαχτύλων του
τη μνήμη
των λευκών λόφων
των λευκών κοιλάδων
των όντων.

Τα ποιήματα για τα χέρια, όμως, δεν εξαντλούνται στα δάχτυλα. Τα δεικτικά ενεργήματα δεν εξαντλούν τις δυνατότητες του χεριού. Συχνά τα ποιήματα αναφέρονται στην παλάμη: στην παλάμη που ζητάει, στην παλάμη που παρακαλάει, στις παλάμες που προσεύχονται, όπου ο χαρακτήρας της έλλειψης, της δεκτικότητας και της παθητικότητας γίνεται πιο πρόδηλος. Πιο προφανής όμως γίνεται και μια ασυμμετρία μεταξύ του ευάλωτου υποκειμένου-χεριού που ζητάει και δέχεται, και του υπερβατικού Άλλου που ενεργεί (ή που λείπει).

Συνοψίζοντας, τα ποιήματα αναδεικνύουν την αναφορικότητα των χεριών, τη δεικτικότητα και τη δεκτικότητα, την παθητικότητα, την ενεργητικότητα, την ιδιοδεκτικότητα, την ιερότητα και το θαύμα, και όλα αυτά είτε σε συμμετρικά προσδιορισμένες σχέσεις υποκειμένου-αντικειμένου/υποκειμένου είτε σε σχέσεις ασύμμετρες και απροσδιόριστες υπερβάσεις.

Θα ήταν παραπλανητικό, όμως, αν δεν αναφέραμε μια άλλη σημαντική «λειτουργία» των χεριών, την οποία ανταμώνουμε σε διάφορους στίχους: την εργασία. Για παράδειγμα, στο «Ο Επαίτης» αντιπαρατίθενται τα χέρια που σαν χούφτες στραμμένες στον ουρανό ζητάνε, με τα χέρια «που όργωναν τη γη». Στη «Συνεκδοχή», η λέξη «χέρια» είναι μια συνεκδοχή των εργατών, και άρα το ποίημα είναι για την εργατική τάξη. Στο ποίημα «Η διαδικασία, πάλι» αναφέρεται η χειρωνακτική εργασία, η αγροτιά. Στο ποίημα «Η Επιστροφή στο Λευκό» αναφέρεται η εργασία της γραφής. Και στο «Επίμετρο», ο Μπαλασόπουλος φέρνει όλες τις «λειτουργίες» μαζί, αναφέροντας φυσικά και την εργασία: το χέρι ποιεί· το χέρι εργάζεται· το χέρι μιλά· το χέρι γράφει· το χέρι οριοθετεί το ανθρώπινο.

Θα κλείσω με έναν προβληματισμό. Παρόλο που έχω υποστηρίξει ότι το Βιβλίο των χεριών συνομιλεί με τέσσερις φιλοσοφικές-ανθρωπολογικές παραδόσεις, εστίασα κυρίως στη φαινομενολογία, ως να λέω: το Βιβλίο των χεριών είναι φαινομενολογική ποίηση. Το ακαδημαϊκό και δοκιμιακό έργο του Μπαλασόπουλου, όμως, αβίαστα εντάσσεται στη μαρξιστική παράδοση. Τι ισχύει, λοιπόν, με το ποιητικό του έργο; Είναι φαινομενολογικό ή διαλεκτικό; Είναι οι δύο «παραδόσεις» συμβατές μεταξύ τους; Με επιφύλαξη, θα απαντούσα ότι το ποιητικό έργο του Μπαλασόπουλου διαφέρει από το υπόλοιπο του έργο. Η ποίησή του είναι φαινομενολογική, επειδή φρονώ ότι η ποίηση είναι εγγενώς πιο «συγγενική» με τη φαινομενολογία, η οποία επιτρέπει τον οντολογικό πλουραλισμό, ούσα δεσμευμένη με ελάχιστες οντολογικές προϋποθέσεις. Έτσι που να μπορεί να είναι και διαλεκτική, και έτσι που η διαφορά μεταξύ της ποίησης και της διαλεκτικής να είναι ελάχιστη.

Σημειώσεις

1. Chavez, J. T., & Morrell, T. N. “The Evolution of the Human Hand From an Anthropologic Perspective,”Hand Surg Am. 2022;47(2):181—185.

2. Βλ. εδώ.  

3. Το οποίο ενσωματώθηκε 20 χρόνια αργότερα στη Διαλεκτική της Φύσης.

4. Βλ. εδώ.  

5. Karl Marx, Το Κεφάλαιο: Τόμος Πρώτος, Μετάφραση: Θανάσης Γκιούρας, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2017, σσ. 153-154.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

20230421132307 to vivlio ton cherion

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *