ceb3ceb9ceb1 cf84cebf ceb2ceb9ceb2cebbceafcebf cf84cebfcf85 cf83cf84ceb1cf8dcf81cebfcf85 cf83cf84ceb1cf85cf81cf8ccf80cebfcf85cebbcebf

«Το τέλος είναι εκεί που αρχίζουμε» [1]

Σταύρος Σταυρόπουλος, Θα σε δω ξανά στο άδοξο τέλος, Σμίλη, Αθήνα 2022.

Το νέο ποιητικό κάλεσμα του Σταύρου Σταυρόπουλου, Θα σε δω ξανά στο άδοξο τέλος, φαντάζει ως πεποίθηση για το αναπόδραστο και το μοιραίο του τέλους. Ο ποιητής καλεί τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες σε ένα ερωτικό παιχνίδι της ζωής και του θανάτου, της λογοτεχνίας και της ζωής. Τι άλλο μπορεί να είναι η τέχνη «αν όχι η άρνηση της ζωής;», όπως σημειώνει ο Φερνάντο Πεσσόα [2]. Γράφει χαρακτηριστικά ο Σταυρόπουλος:

«Κάθε μέρα έσβηνες κι από έναν θεό/Ένα σπίτι/Έναν τόπο/Κάθε μέρα έσβηνες κι από έναν κόσμο/Όπως συνήθως γίνεται στη λογοτεχνία» (σελ. 18).

Οι κοινές εμπειρίες των ανθρώπων, η ζωή και ο θάνατος, αποτελούν σημεία ταύτισης κι επικοινωνίας μεταξύ του Σταυρόπουλου και του αναγνωστικού του κοινού μέσα από την ποίησή του, καθώς η τέχνη αποτελεί τη «μύχια ταύτισή μας με τους άλλους, ταύτιση χωρίς την οποία δεν υπάρχει τρόπος επικοινωνίας αλλά ούτε και ανάγκη» [3]: «Κάθε θάνατος είναι εσύ/Κάθε ζωή είναι εσύ/Εσύ όπως εγώ εμείς αυτοί» (σελ. 14). Έντονες αισθήσεις και χαμηλόφωνο συναίσθημα προσδίδουν δραματικό τόνο, πολλές φορές υπενθυμίζοντας την τραγικότητα των όντων ως προς την επίγνωσή τους για το τέλος:

«Γερασμένοι ήδη/Από τη ζωή που ερχόταν καταπάνω μας/Ενώ ξέραμε καλά ότι δεν θα ζήσουμε» (σελ. 34).

Αυτό που είναι αξιοσημείωτο στο εν λόγω βιβλίο είναι το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας. Ο Σταυρόπουλος παραθέτει την περιπέτεια της συγγραφικής του πορείας και μιας ποιητικής/υπαρξιακής αγωνίας με υποδηλωτικό τρόπο και εξομολογητικό ύφος, αξιοποιώντας επαναληπτικά σχήματα με εκφράσεις όπως: «Έτσι έγινε», «Έτσι ξεκίνησε», «Έτσι συνέβη», «Μπορεί και να έπρεπε». Η συγγραφή αποτυπώνεται ως φυσική αναγκαιότητα και ως νομοτέλεια που θα επιφέρει, παρά την επώδυνη πράξη της δημιουργίας, τη λύτρωση και την ισορροπία, με το ζωοποιό σώμα των λέξεων να έχει καθοριστικό ρόλο. Για παράδειγμα:

«Είμαι ιδιαίτερα επιρρεπής στις λέξεις/Θέλω να μπορώ να ξέρω ότι μένω/Σ’ αυτήν την ταραγμένη επιφάνεια της γης/Μοιράζοντας πράσινα και μπλε τριαντάφυλλα/ Βαμμένα από σένα» (σελ. 45).

«Και τα χέρια μου γέννησαν όνειρα/Και γέμισαν όλο το σώμα μου απ’ τη μελάνη/Κι όλο λάδωνα τα κομμάτια που έπεφταν/Που χωρίζονταν από μένα/Να μην ακούγεται ο ανατριχιαστικός θόρυβος του χαρτιού» (σελ.18).

Η αυτοαναφορικότητα του Σταυρόπουλου δεν περιορίζεται σε ένα προσωπικό πλαίσιο, αλλά ανάγεται σε κοσμοθεωρία, από όπου αναδύεται η αντίληψη του ποιητή για τη σύσταση και τον ρόλο της λογοτεχνίας και του δημιουργού, τη θέση τους στον κόσμο, τη ζωή του βιβλίου από τη συγγραφή έως την έκδοσή του, το ρόλο του αναγνώστη. Σε αρκετά σημεία, μέσα από την αμφισημία του λόγου του Σταυρόπουλου, η λογοτεχνία με το δομικό υλικό της, τη γλώσσα, υποδηλώνεται ως μια γυναίκα-αρχέτυπο, που διατρέχει την ανθρώπινη ιστορία, τον χώρο και τον χρόνο, για να τον υπερβεί ως ιδέα και να ενσωματωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο ή «στη μνήμη των κυττάρων» (σελ. 35):

«Σε είχα κοντά μου/Πεντακόσια χρόνια πριν τον Τρωικό Πόλεμο […]Από τον ιερογλυφικό δίσκο της Φαιστού/Δέκα επτά αιώνες πριν τον Χριστό/Είχα όλα σου τα σύμβολα στη μια πλευρά/Κι όλα σου τα ερείπια στην άλλη» (σελ. 35).

Σε άλλα σημεία, όμως, η λογοτεχνία αμφισβητείται, συγκεκριμένα όταν επέρχεται η λεηλασία, συχνά λόγω της φθοράς του χρόνου και της ακεραιότητας του ανθρώπου ή λόγω της χειραγώγησης της τέχνης και της αλλοτρίωσής της:

«Και σε έχασα/Μέσα στις επιγραφές και τις ομοιοκαταληξίες της Ακαδημίας» (σελ. 35).

«Κι έπειτα μου είπαν/Ότι θα έπρεπε να είμαι το έργο/Να συνεχίσω να είμαι τα έργο/Χωρίς εμένα αλλά με θεατές […]Και να μείνω ακίνητος/Σαν βάλτος/Να ταιριάζουν τα νερά και τα χνώτα μας/Να εφάπτεται το βρώμικο και το καθαρό/Και να μη νιώθω/Ούτε πόνο/Ούτε θλίψη/Μόνο μια αρρώστια εκμεταλλεύσιμη» (σελ. 26-27).

«Το ένα κομμάτι σου/Μοιράστηκε στα βιβλιοπωλεία/Και το άλλο στους εκδότες της αγοράς/Σαν τυπογραφική βοήθεια/Για τους μετανάστες των εξώφυλλων/Για όσους πεινούν για καινούργιο δέρμα […] Δεν είχες πια όνομα είδος συνάφεια γένος» (σελ. 22).

«Όπως βιβλίο που εκδίδεται/Και μετά πεθαίνει/Πεθαίνω σαν βιβλίο» (σελ. 46).

«Αναρωτιόμουν κάθε φορά/Γιατί πεθαίνουν τόσο γρήγορα τα βιβλία/Χωρίς θεατές/Από τις λεηλασίες του χρόνου» (σελ.13).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της φθοράς διαφαίνεται κι ο ρόλος του ποιητή. Είναι εκείνος που θα αντισταθεί να εκπέσει και να χάσει την καθαρότητα της ψυχής του και τις αυθεντικές αξίες:

«Όλο και περισσότεροι άνθρωποι/Συνωστίζονται σ’ αυτή την πλαστική μαύρη σακούλα […] Με την ευχή πάντα/Να μην είμαι εγώ/Ελπίζοντας πάντα/Ότι κάποια μέρα/Δεν θα κατεβάσω τον εαυτό μου/Και θα αντισταθώ/Σ’ αυτή την ακατάπαυστη ροή σκουπιδιών» (σελ. 52).

Ο ποιητής είναι εκείνος που θα αναζητήσει την αλήθεια στο ορατό και το αόρατο, στο πραγματικό και το υπερβατικό και θα διασώσει την αγνότητα και το φως μέσα στο όνειδος του κόσμου, βαδίζοντας προς έναν άλλο κόσμο, ουτοπικό:

«Θα γίνεις ένα υπόγειο φαρμακείο φωτός/Και θα περάσουμε μαζί/Με τα απασχολημένα χέρια μας/Τις συνοικίες των μελλοθάνατων/Και θα φτάσουμε στην αόρατη ήπειρο/Εκεί που τα σύννεφα είναι μονίμως διπλά/Και τα σεντόνια αναστατωμένα/Με μοναδικά έπιπλα τα παιδικά μας σώματα» (σελ. 28)

«Με την ποίηση του φωτός/Απλωμένη ξυπόλυτη» (σελ. 38)

Ο δρόμος του ποιητή, ωστόσο, διαφαίνεται δύσβατος με συνεχείς εξωτερικές συγκρούσεις απέναντι στην απαξίωση του ανθρώπου και της ποίησης:

«Κι αντί για λέξεις μου πετούσες καρφίτσες/Και χαλασμένα καλώδια/Και καρφιά/Και ποιήματα/Παραποιημένα» (σελ.20)

«Και με απέκλεισαν» (σελ. 26)

Μα κυρίως, ο ποιητής ταλανίζεται από τις εσωτερικές συγκρούσεις του, τις «εμφύλιες εμμονές» και «την εκτυφλωτική ανακύκλωση της ήττας του», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Σταυρόπουλος (σελ.11). Ακροβατεί ανάμεσα στην προσδοκία και την αναμονή, από τη μια, και στην διάψευση και τη ματαίωση από την άλλη:

«Περίμενα […] Να πάψουν να βγαίνουν νεκρά ψάρια από μέσα σου […] Να μάθεις πρώτη να με αναζητάς με τα μάτια σου/Όμως μάταια σε αναζητούσα εγώ στις σελίδες μου» (σελ. 15, 17).

Εν τέλει, ο ποιητής αναδεικνύεται ως ένας μάρτυρας, ένας άγιος ή ως Εσταυρωμένος. Πρόκειται για μια αντίληψη που συναντάμε ξανά και στο So long Marianne [4], αλλά και για ένα μοτίβο αρκετών προπατόρων μεγάλων ποιητών, π.χ. του Ρίτσου. Ο Σταυρόπουλος αξιοποιεί λέξεις-σύμβολα που εγκαθιδρύουν αυτόν τον συσχετισμό και τη νοηματοδότησή του:

«Αλλά κουβαλούσα μόνο/Ένα μεγάλο Σταυρό/Δικός σου ήταν αυτός όχι δικός μου/Και κουβαλούσα το βάρος όλης της γης» (σελ. 31).

«Πλέκουν με τα σάλια τους ένα ακάνθινο στεφάνι/Και μου το φορούν» (σελ. 50).

297028164 2095903363945620 1471456074156874771 nΤο στοιχείο της διακειμενικότητας είναι μια σταθερή αισθητική επιλογή του Σταυρόπουλου, που διέπει γενικά το έργο του. Η μουσική, η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος, η Ιστορία, ο μύθος, τα εικαστικά διαχέονται με ρητές και άρρητες αναφορές σε έργα, δημιουργούς, ήρωες, τραγούδια κ.ά. Με τα υλικά αυτά, ο Σταυρόπουλος δομεί ένα νέο κειμενικό πλαίσιο, όπου αναδεικνύεται το προσωπικό ύφος του και τα θέματα που τον ταλανίζουν. Επιπλέον, η ποίηση του διαφαίνεται ως ένας ζωντανός οργανισμός, τον οποίο τροφοδοτούν οι δομημένες εμπειρίες του από το πεδίο της τέχνης, φιλτραρισμένες, όπου εμπλέκεται και το μετουσιωμένο αισθητικά προσωπικό βίωμα. Δημιουργούνται, έτσι, αλλεπάλληλοι κύκλοι ανάγνωσης, με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον να ενώνονται. Με το παιχνίδι της διακειμενικότητας, ουσιαστικά, ο Σταυρόπουλος εδραιώνει μια «ιστορική αίσθηση», η οποία, όπως σημειώνει ο Τ. Σ. Έλιοτ, συνεπάγεται την αντίληψη του παρελθόντος που είναι παρόν, τη συνείδηση του συγγραφέα που γράφει, «έχοντας μέσα στα κόκκαλά του, όχι μόνο τη δική του γενεά». Γιατί «ουδείς ποιητής, ουδείς καλλιτέχνης, όποιας τέχνης, έχει ολόκληρο το νόημά του ως μεμονωμένο άτομο» [5]. Παραθέτουμε δυο παραδείγματα:

«Και για να απαντήσω/Στο μεγαλύτερο δίλημμα του κόσμου/Αυτό που τέθηκε από τους επικεφαλής/Αν δηλαδή υπήρξαμε ποτέ εμείς/Αν θα θυμάται κάποιος τ’ όνομά μας/Θα σου πω ευθαρσώς […] Ότι κανείς δεν θυμάται ονόματα που δεν υπήρξαν/Παρά μονάχα ονόματα που προσπάθησαν να ουρλιάξουν (σελ. 33) [6].

«Τα ποιήματα του Σεγκόβια/Πολεμούν με μια αρμαθιά ειδώλων/Από τα πρόσωπα του Πεσσόα/Είμαι τυφλός σαν τον Μπόρχες» (σελ. 50).

Τα μάτια είναι ένα από τα βασικά λεκτικά μοτίβα που συναντάμε στα έργα του Σταυρόπουλου. Διακρίνουμε βέβαια και τα χέρια ως σύμβολο δημιουργίας και ως μέσο που αιχμαλωτίζουν την ανάμνηση του αγγίγματος, αλλά και την αίσθηση της ακοής με έντονες ακουστικές εικόνες. Όμως, τα μάτια και γενικά η αίσθηση της όρασης έχουν μεγαλύτερη συχνότητα (βλ. και τον τίτλο του παρόντος βιβλίου). Τα μάτια για τον Σταυρόπουλο δεν κοιτάζουν απλώς, αλλά βλέπουν σε βάθος. Γίνονται μάτια της ψυχής, θέαση του κόσμου μέσα από τον άλλο. Αισθητοποιούν την εμπειρία από τους ανθρώπους και τα πράγματα, η οποία ενσωματώνεται στα ποιητικά κύτταρα και γίνεται ενόραση. Γι’ αυτό και η απουσία της όρασης συμβολίζει την απώλεια και την αποδιοργάνωση. Για παράδειγμα:

«Και να σε φέρω μπροστά στα ερωτευμένα μάτια μου/Να σε δω σαν νέα ιστορία» (σελ. 24).

«Θέλω οι λεπτομέρειες των μελών σου/ Να βάψουν τα μάτια μου» (σελ. 29).

«Και προσπαθούσα να ανοίξω τα μάτια μου/Που παρέμεναν κλειστά/Από τότε που έφυγες/Και παρέμεναν ορφανά» (σελ. 31).

«Θα έκανα πολλά […] Αλλά δεν μπορώ/Και κυρίως/Δεν ξέρω/Αφού δεν έχω άλλα μάτια» (σελ. 38).

Το βιβλίο αποτελείται από 22 ποιητικές ενότητες. Ο Σταυρόπουλος αρχίζει και ολοκληρώνει τον ποιητικό του λόγο με κυκλική δομή. Η πρώτη και τελευταία ενότητα ξεκινούν με τρεις όμοιους στίχους, μεγεθύνοντας με αυτόν τον τρόπο την αίσθηση του τέλους, αλλά και της κάθαρσης: «Έτσι ξεκίνησε/Μπορεί και να έπρεπε/Δεδομένης και της ακατάσχετης διαρροής των ματιών» (σελ. 11, 53). Οι τελευταίοι στίχοι που ακολουθούν ακούγονται σαν παραλήρημα, σαν εσωτερικός σπαραγμός: «Αλλά τώρα/Μετά από έξι δεκαετίες νερού […] Έτσι θα έπρεπε να τελειώσει/Κι ας μοιάζει με αποχαιρετισμό/Έτσι θα τελειώσει/Τελειώνει/Τελείωσε/Τέλος (σελ. 53). Στίχοι που μας υπενθυμίζουν ότι «αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος/όχι μ’ ένα πάταγο αλλά μ’ ένα λυγμό» [7]. Το τέλος ενός κόσμου, πραγματικού ή μυθοπλαστικού. Κι αυτή ακριβώς η αμφισημία είναι που οδηγεί τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση και την πράξη της δημιουργίας.

Πώς μπορεί να μπει τέλος στα έργα των ανθρώπων, οι οποίοι έζησαν κι αποτύπωσαν στην ολότητά του το όραμα για έναν κόσμο αγνό και καθάριο; Κι αν τελικά ορίσουμε τη λέξη «τέλος» με τη σημασία του σκοπού, τότε ο σκοπός είναι ακριβώς αυτός: η αέναη πάλη ενάντια στη φθορά μέσω της ποίησης και γενικότερα της τέχνης. Και τούτος ακριβώς είναι ο βαθύτερος παλμός του βιβλίου του Σταυρόπουλου, που για τον ίδιο η αληθινή ποίηση δεν έχει και δεν θέτει τέλος. Αλλά διασώζει και διασώζεται, αναγεννά και αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες. Είναι το σημείο όπου το τέλος και η αρχή, το μηδέν και το άπειρο εφάπτονται. Είναι ένας ακόμα ποιητικός κύκλος που ολοκληρώνεται, για να γεννηθεί ξανά ως νέος στα μάτια των αναγνωστών. Γιατί, αν αναλογιστούμε και τις απόψεις από το πεδίο της Αναγνωστικής Θεωρίας, ο αναγνώστης ως συνδημιουργός του ποιήματος είναι πλέον εκείνος που θα «το φέρει στη ζωή», με βάση τα προσωπικά του αποθέματα και θα το ανακαλεί κάθε φορά στη μνήμη του, κάνοντάς το κομμάτι της δικής του ζωής [8]. Εν τέλει, η ανάγνωση ενός έργου δεν τελειώνει ποτέ. Το ίδιο και οι ιστορίες των ανθρώπων. Το διατρανώνει ο Σταυρόπουλος:

«Οι ιστορίες άλλωστε δεν τελειώνουν ποτέ
Ακόμα και με το θάνατό τους
Συνεχίζουν να γράφονται» (σελ.15).

Σημειώσεις

[1] Στίχος από τα Τέσσερα Κουαρτέτα (Little Gidding), του Τ.S. Eliot.

[2] Pessoa, F. (1997). Το βιβλίο της ανησυχίας (επιλογή κειμένων). Μτφρ. Α. Σπυράκου. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 160.

[3] ό.π. σ. 97.

[4] Αναφέρω ενδεικτικά τους στίχους: «Πως αγαπήθηκες/Από έναν άγιο». Σταυρόπουλος, Σ. (2017). So long Marianne: Ποιήματα στη Μαρία, Αθήνα: Σμίλη, σ. 23.

[5] Eliot, T.S. (2003). Δεν είναι η Ποίηση που Προέχει: Δοκίμια για την ποίηση και τους ποιητές. Μτφρ. Σ. Μπεκατώρος. Αθήνα: Πατάκης, σ. 126-127.

[6] Συνομιλία με τους στίχους του τραγουδιού «Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου» του συγκροτήματος Διάφανα Κρίνα.

[7] Στίχοι από τους Κούφιους Ανθρώπους του Τ.S. Eliot.

[8] Rosenblatt, L. M. (1994, 2η έκδ.). The Reader, the Text, the Poem: The Transactional Theory of the Literary Work. Carbondale: Southern Illinois University Press.

⸙⸙⸙

[Η Μίκα Ντάκα είναι δρ Παιδικής Λογοτεχνίας και ποιήτρια. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Herbert Böttger. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

270718693 620764389143964 3716702186862809318 n 1

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *