ceb3ceb9ceb1 cf84cebf ceb2ceb9ceb2cebbceafcebf cf84cebfcf85 ceb3ceb9cf8ecf81ceb3cebfcf85 ceb4cf85cebdceadceb6ceb7 cebcceb9cebacf81

παίζοντας με δάση κι ερήμους
Γιώργος Δυνέζης, μικρό και γήινο, Πανοπτικόν, 2022.

Κατανοώ. Μα δεν μπορώ να ορίσω. Αυτό, ακριβώς. Αυτό αισθάνομαι, στην αρχή, όσο διαβάζω το δεύτερο βιβλίο του Γιώργου Δυνέζη. Όμως, για να προλάβω. Ας αποφύγουμε εδώ τα στερεότυπα. Δεν προσπαθώ να βρω καταφύγιο στην κουρασμένη δήλωση πως: η καλή ποίηση εμφωλεύει πάντοτε σε αμφίσημες κοιλότητες. Όχι. Στο κάτω κάτω η αμφισημία μάς την έχει στημένη σε κάθε λέξη και είναι, ίσως, περιττό να το επισημαίνουμε κάθε λίγο. Αδυνατώ να ορίσω, γιατί τα ίδια τα ποιήματα του Δυνέζη, νομίζω, δεν με καλούν να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν μου προσφέρουν μια ενιαία αφήγηση. Δεν στοιχειώνονται στανικά από το συνθετικό φάσμα. Δεν αφήνουν πίσω τους σημαδάκια ενός ερμηνευτικού σχήματος που τα συνέχει, και άπαξ και το ανακαλύψω θα είναι το κλειδί είτε για την εξώθυρα ενός οριστικού τάχα νοήματος, είτε για τη ψηλή πύλη μίας και μόνον σύλληψης. Κρυψώνες, λαγούμια και υπόγεια, βέβαια, υπάρχουν. Και μάλιστα πολλά. Μα είναι όλα μισοφωτισμένα, και πάντως όχι κατειλημμένα ασφυκτικά. Αυτό, ναι, είναι σαφώς μιαν άλλη πρόσκληση εισόδου.

Και ξέρω μάλλον. Αυτή ακριβώς η πρόσκληση με κάνει να κατανοώ. Όμως, για μια στιγμή: Πώς στο καλό γίνεται αυτό; Η ερώτηση φαίνεται εύλογη, ώσπου, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα κείμενα του βιβλίου προσέχω κάτι στα περάσματα των στίχων. Επιμελώς –στρατηγικά, θα έλεγε κανείς– στημένους, σιωπηρούς και συμπαγείς περαματάρηδες. Σου ζητάνε κάθε τόσο να σταθείς, να καταβάλεις για οβολό μία κομμένη ανάσα, κι έτσι να προχωρήσεις. Εικόνες ή ακριβέστερα οπτικές μεταφορές όπως: δύστροποι Καύκασοι, καθρέφτες στην ταράτσα, κάποιο τσουνάμι που ακονίζεται στα δίκαια νερά του, τα άστρα που πέφτουν μόνο από μέσα. Τέτοιες λεκτικές συστοιχίες δεν σου αφήνουν περιθώρια. Διακόπτουν κατ’ επανάληψη τον ομοιογενή χώρο των ποιημάτων και σε αναγκάζουν να σταματήσεις. Να σκεφτείς αυτή τη νέα και απρόσμενη υλική μορφή που κάθε φορά σου προσφέρουν. Και να αναδιατάξεις κάθε φορά στον νου σου ολόκληρο το βιβλίο. Κάθε εικόνα που συναντάω στο βιβλίο με αναγκάζει να το διαβάσω και αλλιώς. Σκέφτομαι πως, εν προκειμένω, δεν θα ‘ταν καθόλου υπερβολικό, αν γινόταν λόγος για κάποια παράξενη γραμματολογική μεταφορά των διαλεκτικών εικόνων (Denkbilder) του Βάλτερ Μπένγιαμιν στην ποιητική επικράτεια. Των εικόνων που ανακατεύουν τα νοηματικά και χρονικά επίπεδα για να παραγάγουν και να «πράξουν» νέες μορφές κατανόησης. Μα ίσως δεν είναι η ώρα γι αυτά. Σε κάθε περίπτωση. Το εικονιστικό στοιχείο, στην ανάγνωσή μου, είναι κυρίαρχο στο έργο του Δυνέζη. Από εδώ, λοιπόν, από αυτό το σημείο, θα προσπαθήσω να σκάψω και εγώ μιαν είσοδο σε αυτό.

[ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ]

Θα είναι ένα δάσος. Ένα δάσος με πεύκα. Όπως μας ενημερώνει η έκδοση, το έχει ζωγραφίσει ο Ιάπωνας Χασεγκάβα Τοχάκου. Είναι υδατογραφία του 1595, με αραιή μελάνη, που καθιστά τις μορφές, απαλές, συγκεχυμένες, ομιχλώδεις. Και παρ’ όλ’ αυτά διαπερατές. Το δάσος αυτό βρίσκεται τώρα στο εξώφυλλο. Θα μας το αποκαλύψει το ανάπτυγμα της μακέτας, παρότι εμείς βλέπουμε αρχικά μόνον δυο κορμούς, που μπορούμε εύκολα, θαρρώ, να τους περάσουμε για δυο σώματα ή για τα δυο πόδια κάποιου που ετοιμάζεται να εισέλθει στον μυστηριώδη γήινο τόπο που ιδρύεται εμπρός του. Γιατί το δάσος –που αντιστέκεται πάντα στην πρώτη ανάγνωση– φέρει σίγουρα ένα μυστήριο, αν όχι κάτι το ιερό. Και σίγουρα, αισθάνομαι, δεν θα ήταν καθόλου αυθαίρετο, να το δω ως τον χώρο που αναδύονται τα ποιήματα, μιας και το συναντούμε συνεκδοχικά σε πολλά από αυτά: Βρίσκοντας πεύκα, ζωύφια, και σκλήθρες, πέτρες, κυνηγούς, μα κι ανεμογεννήτριες. Βρίσκοντας ακόμα, μια διάχυτη ατμόσφαιρα ερημίας, για την οποία οι Γερμανοί ρομαντικοί είχαν συνθέσει τη λέξη Waldeinsamkeit (: μοναξιά του δάσους).

Ωστόσο. Την ίδια στιγμή που στήνεται τούτη η ερημία, την ίδια αυτή στιγμή αμφισβητείται: «μα κάθε ορισμός της ερημίας / δεν πρέπει να περιορίζεται / από ένα τουλάχιστον λουλούδι;». Πόσο μοναχική, άλλωστε, είναι η ζωή σ’ ένα δάσος μέσα στην ακανόνιστη βλάστηση και στους θορύβους των ζώων; Γιατί να μην αντικρίσουμε το δάσος μέσα από μιαν άλλη σύλληψη των Γερμανών ρομαντικών, ως περιπέτεια πραγμάτωσης ή πιο συγκεκριμένα μεταμόρφωσης; Περιπέτεια, όπως «πείραμα», σύμφωνα με την πέμπτη στροφή του εισαγωγικού ποιήματος της συλλογής που φέρει τον τίτλο «Project II: λιλιπούτειοι άγγελοι». Κι ας είναι αυτό το λατινικό δύο τα δύο πόδια «ενός πεζού ως την επούλωση», δείχνοντας πάνω στο χώμα τα ίχνη των βημάτων από το πρώτο βιβλίο του Δυνέζη. Κι ας είναι αυτό το πείραμα μία ερώτηση: Μα, τέλος πάντων, γιατί μιλάμε για ποίηση μες σ’ ένα δάσος κατασκότεινο με υπαρκτό τον κίνδυνο να χαθούμε; Γιατί μιλάμε για ποίηση όσο βιώνουμε μία συνθήκη ανάγκης, που μπορεί να φτάνει έως και τη σημερινή ισοπέδωση της Γάζας, στους πνιγμένους του Αιγαίου, ή στα πρεκάρια σώματα της σύγχρονης αγοράς εργασίας; Δικά μου ερωτήματα αυτά, αλλά. Για να προλάβω πάλι. Μην παρεξηγηθώ. Το ίδιο το βιβλίο μου επιτρέπει να τα θέσω: Με τις υπαινικτικές αναφορές στα θύματα του Πινοτσέτ (βλ. «Man o del Desierto»), στους νεκρούς της πλατείας Τιενανμέν (βλ. «Geisterschreiben»), στο Γκουαντάναμο (βλ. «Η αναπαράσταση»).

Σε αυτήν την ερώτηση προσφέρονται, βέβαια, οι γνωστές κλισέ απαντήσεις: «Μιλάμε για την ποίηση γιατί έχουμε ανάγκη να εκφραστούμε» ή «φτάνει πια, δεν μιλάμε καθόλου για ποίηση». Όλες μου φαίνονται ανεπαρκείς. Γιατί η ίδια η ποίηση είναι –ευτυχώς– ανεπαρκής. Και πρώτα απ’ όλα απέναντι στον εαυτό της. Αναπόφευκτα, λοιπόν. Και οι ερωτήσεις αυτές είναι ανεπαρκείς. Γιατί η ποίηση ξέρει κυρίως να διαφεύγει ή μάλλον να ψηλαφεί διαφυγές, χωρίς να προειδοποιεί, χωρίς καν να ‘χει μια στοιχειώδη σήμανση: «προσοχή ακολουθεί ελευθερία». Και αυτά δεν τα λέω από το μυαλό μου. Ας πούμε πως φτάνουμε σε ένα ξέφωτο και είναι χαραγμένα επάνω σε κορμούς. Ή πως μέσα από τα φυλλώματα μας απευθύνεται το ποίημα «Σιτσουμόν». Με άλλα λόγια, ένα κελάηδημα. Και ξεκινά, όπως και άλλα πολλά ποιήματα του βιβλίου, με μιαν απεύθυνση. Πότε σε ένα άλλο εσύ απροσδιόριστο και πότε προς το κενό το ίδιο. Το «Σιτσουμόν» πάει κάπως έτσι:

Να κελαηδάς δεν είναι ερώτηση
δεν είναι βέβαια κι απάντηση
είν’ ένα σιντριβάνι που γυρίζει τα νερά του
μια στρογγυλή αντίληψη του καταρράκτη
σαν από λάθος να ξυπνάς
στη μέση της πιο εφιαλτικής μεταφοράς

[και συνεχίζει]

και μόνο τότε μάθαμε

ότι αυτό που λέμε τέχνη είναι μια πέτρα που πετάς
ώστε να τουφεκίζει αλλού ο κυνηγός·
κάτσε λοιπόν να κελαηδάς αμέριμνο
στο μαυροπεύκο σου

[και κλείνει]

δεν ξέρεις τίποτα ευτυχώς
για όλα αυτά

κι όποια απάντηση κι αν λάβεις
θα μπάζει πάντοτε νερά

Απλά λοιπόν. Μιλάμε, γράφουμε ποίηση και. Το Δάσος μας γεμίζει νερά. Και τώρα πρέπει να διαλέξω το επόμενο ανεπαρκές μονοπάτι μου που θα με γλυτώσει από τον κίνδυνο μιας πλημμύρας που καραδοκεί, και να συνεχίσω. Τα ποιήματα του Δυνέζη, αναλαμβάνουν, ευτυχώς, το ρίσκο του εγχειρήματος, το ρίσκο της ελευθερίας τους. Μου επιτρέπουν να νοσφιστώ χωρίς ενδοιασμούς την ελευθερία αυτή. Ακόμη και στα όρια του αυθαίρετου.

[ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ]

Μεταφέρω το δάσος στην έρημο. Την συναντώ ρητά σε τρία διαφορετικά σημεία της συλλογής (βλ. «Man o del Desierto», «Ένοικος», «Σιτσουμόν»), και πάντως με βεβαιότητα στο τρίτο μόλις ποίημα με τίτλο: «Man o del Desierto» (: το χέρι της ερήμου). Πρόκειται αυτήν τη φορά για έναν συγκεκριμένο τόπο. Την έρημο Ατακάμα, στη Χιλή. Ο ορίζοντας, όμως, σκαλώνει, καθώς ξαφνικά καρφώνεται πάνω του μιαν άλλη διαλεκτική εικόνα. Η απόληξη ενός ανθρώπινου χεριού. Μιας παλάμης. «Δεν ξέρω αν είναι χέρι / ανθρώπου που βυθίζεται / ή κάποιου που με βία προσπαθεί ν’ αναδυθεί». Θα το περνούσα ασφαλώς για ερείπιο. Τα ερείπια –ίσως μόνο αυτά– ξέρουν να φτιάχνουν, άλλωστε, γλώσσες. Όμως. Πρόκειται για γλυπτό, που αποτελεί ταυτόχρονα μαρτυρία των χιλιάδων θυμάτων των βασανιστηρίων της χιλιανής δικτατορίας. Έχει ύψος κοντά δώδεκα μέτρα και ξεπροβάλλει μέσα από την άμμο, σαν να ‘ναι το ίδιο φτιαγμένο από άμμο. Αν προσπαθήσουμε να το φανταστούμε, υποθέτω, δεν θα είμαστε σίγουροι αν προσεύχεται, αν ικετεύει ή αν προσπαθεί να πάει πέρα από εκεί όπου ανήκει: «αλλά αυτό το χέρι είτε εκπέμπει ραδιοκύματα/ στην καταιγίδα – είτε νομίζω / ψαχουλεύει όαση καταμεσής στην Ατακάμα». Γράφει ο Δυνέζης. Μα εγώ το σκέφτομαι, επιπλέον, να γεωμετρεί το πεδίο. Να ψηλαφεί το δάσος που ανοίκεια και αναπάντεχα στήσαμε γύρω του. Να αναζητά τους λεπτούς ιστούς αράχνης που δένουν τα δέντρα με τη στεγνή γη και μεταξύ τους. Τους ιστούς που ο Δυνέζης συνδέει πάντα και υπόγεια τα όμορα ποιήματα. Τους ιστούς που στον πρώτο άνεμο θα σπάσουν.

Ακόμα. Το χέρι της ερήμου, πρέπει να το πούμε, μας έχει εξαπατήσει. Σαφώς και δεν είναι φτιαγμένο από άμμο. Είναι φτιαγμένο από μπετόν και μέταλλο. Σαφώς και δεν προσεύχεται μονάχα, δεν ικετεύει, δεν παραδίδεται, δεν μετρά. Αλλά. Ακονίζει, με μόχθο, ιάμβους και ανάπαιστους, εναλλάσσει ποιητικές παλιές και νέες φόρμες, σκαρώνει εσωτερικές παρηχήσεις, αλλά και ρίμες φανερές, για να συλλάβει κάτι. Μου είναι καθαρό. Δεν προσφεύγει με κανέναν τρόπο στον φορμαλισμό. Απλά μετέρχεται κάθε πιθανό μέσο που έχει από μιαν αίσθηση ανάγκης. Ψηλαφίζει μέσα από τα φροντισμένα πάθη και τις διαρκείς εναλλαγές της φόρμας γραμμές διεξόδου. Προσπαθεί στο ποιητικό του τώρα να συναιρέσει την ποιητική παράδοση και την ποιητική αναζήτηση, για να συλλάβει κάτι. Πολλές φορές, και αυτό μου έκανε εντύπωση, ο Δυνέζης διαλέγει να γράψει τις λέξεις που ξεκινούνε με το α-της στέρησης σαν να ‘ταν κύρια ονόματα. Το «Απλανές» (σελ. 14), το «Απρόσκλητο» (σελ. 21), το «Ανέλπιδο» (σελ. 23), ίσως και άλλα. Ίσως όλα τα άλφα της ερήμου Ατακάμα ή τις αρχές του αλφαβήτου. Μπορεί αυτά να προσπαθεί να συλλάβει: «να μου πεις – γιατί από δω και πέρα / ξεκινά μιαν άλλη Ατακάμα / και λέω να την πάρω με τα χέρια / κι ας με λυγίζουν αμμοθύελλες / εγώ θα πάω με τα χέρια / έμαθα πια – / πως βγαίνει από την πέτρα Pietà / και πως λιθοβολούνται τ’ άγνωρα» (βλ. «Ένοικος»).

[ΕΙΚΟΝΑ ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ]

Η προσπάθεια του χεριού της ερημίας πρέπει να αποκτήσει μια δική της, επόμενη μορφή. Την αποκτά. Διαβάζω και φαντάζομαι πως είναι ένα τόπι. Ένα κίτρινο τόπι που το χέρι της Ατακάμα εκσφενδονίζει κάθε τόσο στο σύμπαν, στην άβυσσο. Με πλήρη επίγνωση. Ξέροντας καλά πως δεν γυρνά πίσω. Ξέροντας πως το μόνο που μένει είναι είτε να το βλέπει να αναπηδά στον εφιάλτη, να αχνοφαίνεται καθώς χάνεται. Είτε. Να επινοεί κάθε φορά ένα νέο τόπι από την αρχή. Να το πετά και αυτό με την ίδια δύναμη ή με την ίδια ευαισθησία. Νομίζω, οι αλληγορίες μπορούν να υποδέχονται την ευαισθησία αυτή.

Το τόπι αυτό. Εμφανίζεται ήδη από τα παραθέματα στην αρχή του βιβλίου. Ψελλίζει μιαν αναφορά σε μια παρελθούσα ηλικία, σε μια παιδικότητα (όχι απαραίτητα παιδική). Μπαίνει πλάι σε παιδικά τραγούδια ή πάλι χαρακτηρίζεται το ίδιο «παιδικό» στο ποίημα «Η Αναπαράσταση». Είπαμε. Κάτι επιδιώκει να φέρει στο ποιητικό παρόν. Και στο μυαλό μου αυτό μας οδηγεί, μία ή άλλη, κατευθείαν στο παιχνίδι. Ελπίζω να κατάφερα ως τώρα να φανεί πως προσπαθώ να διαβάσω τα νέα κείμενα του Δυνέζη και ως κείμενα ποιητικής (δεν είναι μόνον τέτοια). Με την ποιητική εν προκειμένω να απλώνει τις ρίζες της στα ποιήματα, ενόσω επιχειρεί να παίξει ένα πυριφλεγές και οριακό υπαρξιακό παιχνίδι. Όχι για να νικήσει. Ή μάλλον ξέροντας πως δεν τίθεται καν ζήτημα νίκης. Αλλά ζήτημα στίχων που έτσι ή αλλιώς επιστρέφουν σπίτι γεμάτοι ιδρώτα το απόγευμα. Έχοντας ξεχάσει για πόσες ώρες τρέχανε σε κάθε δρόμο που ξεπηδούσε μπροστά τους. Χωρίς να έχουν βρει τίποτα. Ξέροντας πως θα τρέξουν και θα ξανατρέξουν, και ίσως δεν βρουν τίποτα. Παραφράζοντας τον Αντόρνο, η ποίηση ίσως να είναι η πιο σοβαρή υπόθεση. Και ίσως εν τέλει ο μόνος τρόπος για να το αναγνωρίσεις αυτό είναι παίζοντας ποίηση. Αλλάζοντας φόρμες και μορφές, ματώνοντας τα χέρια. Κάνοντας κάθε τι ώστε να μην εκπέσεις στη σοβαροφάνεια. Αυτό καταλαβαίνω πως επιχειρεί εν τέλει να κάνει ο Δυνέζης, με πολύ φροντίδα.

Βέβαια, το παιχνίδι αυτό –και εδώ (λίγο πριν το τέλος) δεν θα γλυτώσουμε από την κοινοτοπία– δεν είναι ένα εύκολο παιχνίδι. Το παιχνίδι δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν προϋποθέσεις. Ακόμα πιο πολύ: δεσμεύσεις. Ακόμη πιο επικίνδυνα: Το παιχνίδι απαιτεί να αναλάβεις το ρίσκο να παριστάνεις πως κατέχεις το πράγμα, το ελέγχεις. Απαιτεί να παίξεις «στα σοβαρά». Διαβάζω στο ποίημα «Η Αναπαράσταση»:

στο τέλος όλα γίνονται
μάσκες και σανίδια, μια τοποποίηση προσώπων
αν το νοείς, όπως θα έλεγες
και τη γραφή αναπαράσταση των μέσα μας αλγόρυθμων
αν το καλοσκεφτείς – κι ένα ζωύφιο
γνωρίζει πως αν μια μέρα το ζωύφιο δεν υποδυθεί
μ’ αφανισμό θ’ απειληθεί· μήπως μπορεί κανείς να πει,
το δίχως άλλο, ότι δεν είμαστε καρεκλοποιοί
μιας κοσμικής σκηνής, κάτι κινούμενα κοστούμια
από κορδόνια ιδεών, μπορεί με βεβαιότητα να πει
αν και το κείμενο αυτό – δεν είναι άλλο
από την πρόβα νυφικού κάποιας αλλόκοτης
αναπαράστασης σκιών;

Όπως και να έχει, τα ποιήματα του Δυνέζη αναλαμβάνουν τις δεσμεύσες, το ρίσκο και το κόστος τους. Παριστάνουν με πρόθεση τους αντίστροφους αρχαιολόγους, δείχνουν πως δεν χρειάζεται να υπάρχει κάτι για να αρχίσεις να το αναζητάς, και αποδέχονται ακόμη και την ερμητικότητά τους σε σημεία. Τοποθετούν μια παραδοσιακή ιαπωνική κατοικία μίνκα σε μια μπαρόκ ομίχλη, ξέροντας πως μπορεί να διασπείρουν τη φωνή τους. Κάνουν αντίλαλο, ακόμη και με γκελ σε ένα σκοτάδι. Στο τέλος τέλος. Δεν παίζουν, προκειμένου να μην πέσουν. Παίζουν, ίσως, για να βρίσκει να ακουμπά κάπου το κενό. Έστω σε ρήγματα και σε ρωγμές. Παίζουν για να μην εγκαταλείπουν εν τέλει. Αλλά, δείχνουν να σκέφτονται στα σοβαρά και να γνωρίζουν πως: Παίζουν σ’ ένα δάσος που κάποτε το κατακλύζει η ερημιά. Μπορεί να μην βγουν. Παίζουν σε μιαν έρημο που δεν αποκλείει το δάσος. Ωστόσο. Μπορεί να μην φανεί ποτέ. Παίζουν κάτω από έναν ουρανό που μπορεί να «σκάσει στα χέρια μας». Μα δεν πειράζει. Και τι έγινε; Λένε εξάλλου: Όσο ακούγεται το «Σιτσουμόν» να αρθρώνει ηχομιμητικά τον στίχο: «Χακαμαϊρι, ιτσό ιτσό ιτσό/ για». Όσο ακόμα ακούγεται αυτή η φράση που, αν την μεταφράσει κανείς, προμηνύει την πορεία προς το τέλος. Όσο μπορούμε και την ακούμε, σημαίνει πως δεν είμαστε κοντά. Σημαίνει πως μπορούμε κάποτε και να μην την πιστεύουμε. Μπορούμε να συνεχίζουμε να παίζουμε, επιστρέφοντας κάθε φορά πίσω έναν άλλον αντίλαλο, που μπορεί και αυτός με τη σειρά του να λέει συνέχεια: φτου, πάμε μια φορά απ’ την αρχή ακόμα.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Hasegawa Tōhaku, Πεύκα (1595). Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

b271357

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *