ceb3ceb9ceb1 cf84cebf ceb2ceb9ceb2cebbceafcebf cf84ceb7cf82 cf87cf81cf8dcf83ceb1cf82 ceb5cf85cf83cf84 ceb1cebbceb5cebecebfcf80cebfcf8d

Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου, Της γραφής, Εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2023.

Δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε την ποίηση χωρίς μια πλούσια μνήμη

Μότο της συλλογής και άποψη του W.B. Yeats η παραπάνω φράση. Τίποτα δεν λειτουργεί χωρίς τη μνήμη, γι’ αυτό και από τα αρχαία χρόνια ο ποιητής προέτρεπε: έννεπε, Μούσα, άειδε, θεά…

Η μνήμη είναι η πρώτη λέξη και στη νέα συλλογή της Χρύσας Αλεξοπούλου, και έκτη κατά σειρά, στην ωραία έκδοση της Περισπωμένης, με το σκίτσο του Γιάννη Ευθυμιάδη στο εξώφυλλο· σ’ ένα διάφανο τραπέζι ένα ανθοδοχείο από το οποίο βγαίνουν σαν λουλούδια ανθηρά τα άλφα και βήτα και ήτα και δέλτα, τονούμενα, ψιλούμενα… ανάσες, πνοές μιας γλώσσας που έχει αιώνια άνοιξη, από τότε που άρχισε ο κόσμος μέχρι σήμερα.

Η συλλογή αποτελείται από δύο μέρη. Η πρώτη «Της γραφής», με δώδεκα ποιήματα. Η δεύτερη, «Λόγου σημεία», μοιρασμένη στα τρία: α. «Σημεία στίξης», το πρώτο αριθμημένο ελληνικά με το Α΄ και ακολουθούν δεκατρία ακόμα. β. «Τόνοι και πνεύματα», με τέσσερα ποιήματα. γ. «Σχήματα λόγου», με επτά ποιήματα όλα αριθμημένα και το καταληκτικό το ποίημα Ω΄. Συνολικά 41.

Αυτή η πολύπλοκη κατασκευή, κατ’ αρχάς, δίνει την εντύπωση μιας δημιουργίας του κόσμου της γραφής, την αλφαβήτα του από το Α΄ ώς το Ω΄. Φυσικά η «μνήμη» οφείλει να είναι πρώτη λέξη της συλλογής, αφού είναι αυτή που θα ανασύρει από τα βάθη του χρόνου τα υλικά και θα γεννήσει όπως η γη τα γεννήματά της, σαν Δήμητρα θεά. Έτσι και η γλώσσα απάνω στα «λευκά σεντόνια» θα γεννήσει λόγια, τις λέξεις, τα νοήματα, τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις πράξεις. Αρωγός σ’ αυτή την επώδυνη διαδικασία θα είναι η εικόνα όπως προβάλλει από τη ζωή και τον μύθο.

Η μνήμη σε λευκά σεντόνια ξαπλώνει τα γεννήματά της
να λάβουν σάρκα άυλη, ανέγγιχτη από τις δίνες της λήθης,
να ζυγιστούν με αντίβαρο το «θέλω» της φθοράς
της φθονερής

Η μνήμη θα καταγράψει στα «λευκά σεντόνια», στην tabula rasa, τα γεννήματα της, τις λέξεις που θα αντισταθούν στο «θέλω» της «φθοράς της φθονερής». Προσέχουμε τις τρεις λέξεις, καθεμία κι ένα «κατασκουριασμένο» θήτα, θα έλεγε ο Ελύτης, θήτα που φέρνει λησμονιά. Η μνήμη όμως θα αντιμετωπίσει τη φθορά, γιατί «Γονιμοποιητής» θα είναι «το φως που σμήνη σημάδια ξεσηκώνει…» θα καρποφορήσει το χωράφι, θα πάρει μπρος η έμπνευση, θα γεννηθούν οι λέξεις. «Στους δρόμους των ωδίνων» οι κάθετες αναμνήσεις «σε τραβούν να βυθιστείς», να βρεις τις ρίζες των αναμνήσεων, «με αναπνοές οξύτονες, παροξύτονες, προπαροξύτονες,/και τη συνείδηση σε διαστολή». Ο τοκετός επίκειται, οι ωδίνες τονισμένες σε όλες τις αποχρώσεις του πόνου μας προετοιμάζουν για να ακούσουμε το κλάμα της νεογέννητης γραφής.

Μια μήτρα είναι ο εγκέφαλος από όπου θα γεννηθεί το ποίημα, με δύσκολο τοκετό, όπως και το παιδί, σαν φυσικό φαινόμενο και το νόημα θα βγει στο φως σαν «ατίθασο παιδί».

Αίνιγμα η γραφή, όπως η ζωή, όπως η δημιουργία εν γένει. Αν η γλώσσα είναι ένα κοινωνικό γεγονός, η ποίηση είναι το αμέσως επόμενο· το συναισθηματικό γεγονός. Κι ενώ το γεγονός είναι αυτό που είναι, το δέντρο δέντρο, η θάλασσα θάλασσα και ο ουρανός ουρανός, άψυχα όλα, θα έρθει η ποίηση να τους εμφυσήσει πνοή ζωής, να τα γεμίσει αγάπη, να τα προσωποποιήσει.

Η Ποιήτρια, αλλάζοντας τους όρους της γραφής με τους όρους της ζωγραφικής, στήνει εικόνες με λέξεις. Ut pictura poesis. Γιατί τι άλλο από μεταποίηση σε «λευκά σεντόνια» είναι οι στοίβες τα χαρτιά και μετά οι καμβάδες που, με σχήματα και χρώματα, ντύνουν τις λέξεις σε μια σύνθεση γης καρπερής και μνήμης θαλερής. Καμβάδες με μπογιές, με απλωμένα κάτω από το φως τα σιταροχώραφα. Και πάλι, αλλάζοντας τους πίνακες με λέξεις, θα δούμε σελίδες άπειρες να φυτρώνουν από τη γη και λουλούδια σαν σπόρους σταριού κι αρνάκια που βόσκουν.

Σ’ αυτή τη διαπλοκή εικόνας και λόγου, οι λέξεις αναδύονται από τη μνήμη «άφθαρτα φθαρμένες», το νόημα όμως σαν «ατίθασο παιδί» ξεφεύγει, σε πηγαίνει όπου εκείνο θέλει, γιατί οι λέξεις απαιτούν ελευθερία, «Μην τις καρφώνεις», λέει η ποιήτρια, ενώ πίσω της, σε χρόνους δίσεκτους, ο Μανόλης Αναγνωστάκης υποστήριζε ακριβώς το αντίθετο: «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / Να μην τις παίρνει ο άνεμος», επειδή είναι οι καιροί που επιβάλλουν να τις ντύσει στρατιώτες. «Στρατευμένες» (ας μου επιτραπεί η λέξη) στον σκοπό, την ώρα της μεγάλης ανάγκης. Η «σταύρωσή» τους όμως φέρνει πόνο. Γι’ αυτό η Αλεξοπούλου, σε άλλο μήκος κύματος, ζητά ελευθερία, να φύγουν από τον δημιουργό, ας πάρουν και ας δώσουν όποιο μήνυμα θέλουν:

Μην τις καρφώνεις τις λέξεις,
να συμμερίζεσαι τον πόνο της σταύρωσης.
Άφηνέ τες ελεύθερες να μετεωρίζονται,
Να παλινδρομούν ανάμεσα σε σημασία κι αίσθημα.
Μπορεί να σε εκπλήξουν παλλόμενες, καθώς
θα υπερβαίνουν τα μέτρα τους,
θα μεγαλώνουν την απόσταση από σένα,
θα κυκλοφορούν αυτόνομα ωραίες.

Η αγωνία της ποιήτριας, λοιπόν, είναι το πώς οι λέξεις της θα πάρουν τον αέρα που τους πρέπει, θα ανασάνουν και θα πετάξουν, θα γίνουν έπεα πτερεόντα, φτερωτά λόγια θεϊκά. Το ποίημα 7 νομίζω πως περιγράφει την αγωνία του Βαν Γκογκ, την έναστρη νύχτα του και άλλα έργα γνωστά της δημιουργίας του, αφού η νύχτα βοηθάει τους καλλιτέχνες και τους ποιητές να συλλαβίσουν το έργο, γιατί «τις νύχτες πηγαινοέρχονται οι λέξεις απρόσκοπτα/ δεν σκοντάφτουν στα καθημερινά χρεώδη».

Στο 12ο ποίημα, η ποιήτρια συνοψίζει την αγωνία της γραφής· τη δημιουργική νύχτα, την άγνοια για το πού θα πάει το ποίημα, ποιο δρόμο θα πάρει, αν θα αντέξει να ξημερώσει η μέρα και να λουστεί στο φως, να αναδείξει τον μυστικό χορό, τις τύψεις, τις λαχτάρες και τα όνειρα, την ελευθερία, τις ελλείψεις, τα φτερά, τα δάκρυα, τις απώλειες, τα ανομολόγητα κρυμμένα, τα νιάτα που φεύγουν, τα αποτυπώματα του χρόνου στο σώμα, τα μάτια που ψάχνουν το αόρατο· Της γραφής όλα και της Ποίησης, «Της γραφής, όλες οι τεταμένες μας αναμονές».

Και μη προς κακοφανισμόν των μοντέρνων, η γραφή μας, η γλώσσα μας η ελληνική, έχει πολλά από αυτά που πολλοί αγνοούν. Από αυτά τα αγνοημένα και γενικώς παραμελημένα, και συνήθως διαστρεβλωμένα, θα αντλήσει υλικό, για να μιλήσει για το Φθογγολογικό της Γραμματικής, όχι γι’ αυτό το «σχολικό», «σχολαστικό» θέμα, αλλά για κείνη τη λειτουργία που είχαν κάποτε αυτά τα σημαδάκια, που ερμήνευαν ένα νεύμα, μια ματιά, μια απόχρωση φωνής, μια νοσταλγία, μια συγκίνηση, μια αγάπη, για όποια δυνατότητα είχε η γλώσσα να εκφράσει πέρα από τις λέξεις το κάτι ακόμα, και την έχασε με τη ροή του χρόνου, τη μονοτονική και ηλεκτρονική της ισοπέδωση.

Η Χρύσα Αλεξοπούλου είναι φιλόλογος και ποιήτρια και έχει σημασία η πρώτη ιδιότητα και ειδικότητα στη λειτουργία της δεύτερης. Γιατί μνήμη, που μάχεται τη λήθη και αντιστέκεται στη φθορά, σκύβει καλά κι ακούει. Δεν είναι πλέον μόνο Της γραφής το θέμα, αλλά και της μορφής που δεν είναι άμοιρη της ουσίας. Γιατί η προφορά μιας λέξης είναι η προσωπική φωνή του καθενός που γράφει. Γι’ αυτό άλλωστε έχουμε τη φωνή των ποιητών μας καταγεγραμμένη, για να ακούμε την ανάσα τους, τον ήχο της σιωπής τους, πέρα από τις λέξεις –το φλύαρο κενό του λόγου τους– τον τόνο, ψηλά ή χαμηλά, τον «δισταγμό», την «ελπίδα», «το πάθος το ανέκφραστο». Αυτά όλα μας δίνουν τα «Πολύτροπα σημεία στίξης». Την τελεσίδικη «πλήρη τελεία» κι ας μην ολοκληρώθηκε η αναζήτησή μας. Το «Όχι άκαμπτο …κόμμα», τη διπλή τελεία, την άνω τελεία, το «αγέρωχο θαυμαστικό», τα κρυμμένα «αφανέρωτα» μέσα στα «αποσιωπητικά», το «ερωτηματικό» που δίνει «έκταση στην απορία», τη «μεσαία παύλα/ που ανέλαβε τα πρόσωπά σου –μήπως τα προσωπεία;– να βάλει σε σειρά», την «παρένθεση» που βολεύει «την άλλη εξήγηση», τα «εισαγωγικά» που προστατεύουν τα λόγια μας «να μη δραπετεύσει η δύναμη … στην καταιγίδα των εκπλήξεων», τα «ομοιωματικά» «συνήθειες βαρετές,/ πανομοιότυπες ανάγκες/ δειλές αρνήσεις». «Αθώα υπονόμευση» η απόστροφος, «Δύο στιγμές ανυπακοής» τα διαλυτικά.

Μα είναι τόσο ευρηματική η ποιήτρια όταν «τόνοι και πνεύματα» εμφανίζονται σαν «κυματιστοί αντικατοπτρισμοί», «ήχοι βαρείς, τόνοι οξείς», «φωνές ψιλές /δασείς καταβάσεις», η «πολύτροπη» «περισπωμένη». Σ’ αυτή τη μικρή ενότητα, η Αλεξοπούλου δεν βλέπει σημάδια πάνω στις λέξεις, αλλά ακούει τη μουσική, το πνεύμα του αέρα που φέρνει η λέξη και τον τόνο του μουσικού οργάνου της γλώσσας που μεταδίδει κάθε συνθήκη του μυαλού και της καρδιάς. Γιατί είναι γνωστό πως η ελληνική γλώσσα τραγουδάει.

Τέλος στα εφτά ποιήματα για τα «Σχήματα λόγου» επιστρέφει στις εικόνες. Λουλουδιασμένος κήπος και μέλισσες πετούν για να δηλώσουν την «υπερβολή», ενώ η «συνεκδοχή» κάνει οικονομία. Οι «παρομοιώσεις» παίρνουν τη θέση που τους αρνήθηκε η αλήθεια. Το «μακρόθυμο ζεύγμα» το οικονομικό… Το «οξύμωρο» για να συνδυάσει τα ασυμβίβαστα, το «εύφημον» για να αποφύγει την κακιά λέξη, το «ασύνδετο» για να υπαινιχτεί έναν καταρράχτη «ομότροπων και διαφορετικών». Και το Ω΄ στο οποίο ζητά μια θέση στην Επίδαυρο, στον Ασκληπιό «να στέρξει γλώσσα γενναία με νόημα ανθηρό / σε πλήρη ενσάρκωση του άυλου».

Εδώ τελειώνει ο λόγος της, ο Λόγος της ποίησης, ο Λόγος του Θεού που Θεός είναι και ο ίδιος.

Πρέπει να νιώθουμε ευγνωμοσύνη για τους Αλεξανδρινούς που μας έδωσαν αυτά τα σημαδάκια για να υποψιαστούμε της γλώσσας μας τον ήχο, τη φωνή της που μας παραδόθηκε κεφαλαιογράμματη και σιωπηρή πάνω στο μάρμαρο ή στην περγαμηνή.

Να υπενθυμίσουμε πως κάτω από τους στίχους της Χρύσας Αλεξοπούλου, η «μνήμη» που πρώτη επικαλέστηκε, ανέσυρε από τον ποιητικό βυθό, με επιτυχημένες «πορείες κατάδυσης» όλη την ποιητική μας αντρειά. Ο Όμηρος, οι αρχαίοι ποιητές, λυρικοί, τραγικοί, οι νεότεροι, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, άλλοι πολλοί που μας δάνεισαν τα λόγια τους για να πούμε τα δικά μας.

Ένας ύμνος στην Γραφή είναι η συλλογή. Στη γλώσσα και σε όλα τα εξαρτήματα της παρουσίας της που διευκόλυναν τους ανθρώπους να υποψιαστούν, έστω και στο ελάχιστο, τον ήχο της…

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Henriette Browne. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

b282806

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *