ceb3ceb9ceb1 cf84cebf ceb2ceb9ceb2cebbceafcebf cf84ceb7cf82 ceb1cebdceb8cebfcf8dcebbceb1cf82 ceb4ceb1cebdceb9ceaecebb cebfceb9 ceb1

Ανθούλα Δανιήλ, Οι αξέχαστοι φίλοι μου, Νίκας, Αθήνα 2023.

«Γονατίζοντας ευλαβικά στη μνήμη αξέχαστων φίλων»

Κάθε χρόνο στην τελετή της «Γονατιστής» που γίνεται κατά την εορτή της Πεντηκοστής, οι γονατισμένοι πιστοί αναπέμπουν ειδικές ευχές για να επανέλθουν, όπως πιστεύεται, οι νεκροί ήσυχοι στον κάτω κόσμο. Έτσι και η Ανθούλα Δανιήλ με το καινούργιο βιβλίο της είναι σαν να γονατίζει με ευλάβεια για να περάσουν οι ψυχές των αξέχαστων φίλων της, επιφανών και μη, στην αιωνιότητα και να κερδίσουν το μέρος της αθανασίας που τους αναλογεί.

Κάθε βιβλίο της γνωστής φιλολόγου και κριτικού Ανθούλας Δανιήλ μάς μεταφέρει τη δροσιά και την αύρα, τη σπιρτάδα και τη ζωντάνια μιας ξεχωριστής γραφής. Με το πρόσφατο πόνημά της μάς μεταγγίζει όλες τις ποιότητες της πένας της στηρίζοντας μιαν ενδιαφέρουσα ιδέα, να παρουσιάσει μέσα από την προσωπική της ματιά τη ζωή και το έργο ανθρώπων που πέρασαν από τη ζωή της και άφησαν σε αυτήν το στίγμα τους. Είναι άνθρωποι που (εκτός από την Ολυμπία Καράγιωργα) έχουν πεθάνει και με τους οποίους η συγγραφέας διατηρούσε προσωπικές, φιλικές, αλλά και επαγγελματικές σχέσεις. Το βιβλίο Οι αξέχαστοι φίλοι μου, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Νίκας πριν λίγο καιρό αποτελεί μια πινακοθήκη ανθρώπων που με τον χρωστήρα της απαθανατίζει και προσφέρει τον πίνακα/βιβλίο ως δώρο στους αναγνώστες της.

Ήδη, από τον τίτλο διαγράφεται η συγγραφική πρόθεση, όπως μαρτυρείται άλλωστε και στον Πρόλογο του πονήματος από τη συγγραφέα: «Ένα βιβλίο γεμάτο από μικρά αφιερώματα σε ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μου και άφησαν το στίγμα τους έντονο». (σ.11) Πράγματι, η Δανιήλ μνημονεύει με μιαν απλόχερη και ανιδιοτελή αγάπη, ευαισθησία και κατανόηση τις στιγμές ανθρώπων με τους οποίους έχει συνυπάρξει, αποτυπώνοντας παράλληλα αξιομνημόνευτα ψήγματα από το έργο τους. Μέσα από πολυάριθμες λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές αναφορές, όπως είναι άλλωστε η χαρακτηριστική της συνήθεια, ζωντανεύει στα μάτια του αναγνώστη πρόσωπα που έχουν χαράξει σημάδια στη ζωή της, όπως είναι οι συνάδελφοι, οι συγγενείς, αλλά και γνωστοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Αυτό το ωραίο ταξίδι ξεκινά από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής της πορείας όπου νέοι και ωραίοι με όραμα και ιδανικά πορεύονταν όλοι από κοινού στη ζωή, μέχρι τότε που έρχεται, αργά η γρήγορα, η οδυνηρή συνειδητοποίηση «ότι κι εμείς ψάρια είμαστε, που θα έρθει η ώρα να φαγωθούμε». (σ. 40)

Ταυτόχρονα βέβαια, η συγγραφέας αναγνωρίζει ότι στο τέρμα αυτού του δρόμου είναι που ο άνθρωπος παίρνει τις αληθινές του διαστάσεις. (σ. 59-60) Εν τω μεταξύ, γονατίζει μπροστά στο ανεκπλήρωτο και ημιτελές για όλους δράμα της προσωπικής ζωής κομίζοντας γνήσια προσφορά στη μνήμη τους.

Γιατί είναι φανερό ότι η Δανιήλ στα κείμενα της παροχέτευσε όλη την αγάπη της για τους ανθρώπους αυτούς, την εκτίμηση για το έργο τους, την κατανόηση, αλλά και τη φροντίδα για τα πρόσωπα που άφησαν πίσω. Γράφει για τους αξέχαστους φίλους της έχοντας πάντα στο νου της τις ομορφιές της ζωής, τις όμορφες στιγμές που χάρισαν στη ζωή της και που γι’ αυτό τους ευγνωμονεί. Από την άλλη, αισθάνεται ηθικό χρέος να διαιωνίσει τη μνήμη τους, μερικούς τους νιώθει άλλωστε και πνευματικούς της προγόνους, ή οδηγητές στον δρόμο της ζωής και έχει παρακαταθήκη τα λόγια τους: «Μη θλίβεσαι και μη λυπάσαι, εσύ γράφε, εμείς καλά είμαστε εδώ».

Αυτό το χρέος η Δανιήλ το φορτίζει με την αλήθεια της και το μεταμορφώνει μέσα από τη διεργασία της ολοζώντανης γραφής της, γιατί, όπως παραδέχεται: «Κι αν σου μιλάω για θάνατο, στον νου μου έχω την αγάπη». Αυτό είναι το μότο, αλλά και η ουσία του βιβλίου. Δεν είναι πένθιμο το βιβλίο, αλλά, όπως μαρτυρεί και η ίδια, είναι βιβλίο της ψυχής, της μνήμης, της αγάπης και της νοσταλγίας. (σ. 16)

Η αγάπη αυτή ρέει αβίαστη, δεν ωραιοποιεί, ούτε απομονώνει το παρόν από το παρελθόν. Και όπου πάει να αναπολήσει ωραίες στιγμές και να τις συγκρίνει με ένα μίζερο παρόν, αυτό γίνεται με κατανόηση και καλοσύνη, όπως γίνεται όταν μας αφηγείται την επίσκεψη που έκανε στο παλιό της σχολείο:

«Στην αρχή επισκεπτόμουν το σχολείο μου στις εθνικές εορτές και άλλες εκδηλώσεις. Κάθε φορά όμως έβλεπα και άγνωστα πρόσωπα. Την τελευταία φορά που πήγα, το γραφείο των καθηγητών είχε μεταφερθεί σε μία σχολική αίθουσα με μεταλλικά γραφεία γύρω γύρω και στη μέση κενό, χωρίς χρώμα και αίσθηση οικειότητας. Μπήκα και γνώριζα ελάχιστους. Εκείνοι που γνώριζα με χαιρετούσαν με χαρά. Η Βιβή με σύστησε με μεγάλη θέρμη στους άγνωστους, με συνημμένο ένα σύντομο βιογραφικό μου, και εκείνοι μου ανταπέδωσαν έναν τυπικό χαιρετισμό. Ούτε η Έκφραση-Έκθεση που ήμουν στη συγγραφική ομάδα και οι φιλόλογοι τουλάχιστον είχαν στα χέρια τους και τη δίδασκαν ούτε η ενασχόληση μου με τον Ελύτη και τα άλλα βιβλία μου τους κίνησαν το ενδιαφέρον. Ένιωσα θλίψη, όχι γιατί δεν γνώριζαν τα βιβλία μου, αλλά γιατί αυτό το γραφείο δεν ήταν αυτό που είχα στην καρδιά μου». (σ. 56-7)

Το άβολο παρόν, παρόλα αυτά, δεν την αποθαρρύνει, καθώς η μνήμη των τεθνεώτων φίλων-συναδέλφων καθηγητών που μαζί συμβίωσαν κάποτε σε αυτό το σχολείο την κάνει να αναπολήσει με γλυκύτητα το παρελθόν, αλλά και να σκεφτεί για το μέλλον όλης της ανθρώπινης κατάστασης. Καταφεύγει γι’ αυτό στον αγαπημένο της ποιητή Γιώργο Σεφέρη και παρηγοριέται με στίχους από το ποίημα «Ο βασιλιάς της Ασίνης», όπου ο μεγάλος ποιητής εκφράζει μια παρόμοια αναστοχαστική διάθεση: «ναι! Υπάρχουν η κίνηση του προσώπου του, το σχήμα της στοργής του… το βάρος της νοσταλγίας μιας ύπαρξης ζωντανής…εκείνου που λιγόστεψε τόσο παράξενα στη ζωή μας…». (σ. 54)

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η Δανιήλ, ως άξια κριτικός μεταφέρει με δεξιοτεχνία και κριτική ικανότητα στοιχεία από το πνευματικό έργο πολλών από τους αξέχαστους φίλους της. Οι φιλολογικές γνώσεις της, αλλά και η εμπειρία της γραφής βοηθούν τον αναγνώστη να διεισδύσει στην ουσία αυτού του έργου. Έτσι, συγκεφαλαιώνει π.χ. με αδρές πινελιές το έργο του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη, συμφωνώντας μαζί του για το νόημα της ποίησης ή και της ζωής: «η αγάπη μας για τη ζωή και η ανάγκη μας να κρατηθούμε μέσα στη φυγή». (σ. 68)

«Ο ποιητής στέλνει μήνυμα από τον βυθό, όπου έχει σωριαστεί μαζί με το πιάνο του. Μια θαλασσινή Νέκυια και πάλι σκηνοθετεί. Ο Άδης του είναι θαλασσινός. Και ό,τι σαν μήνυμα στον πάνω κόσμο θα ήθελε ο ίδιος να στείλει, αυτό το ‘ήθελε’ είναι οι νότες του άχρηστου βουλιαγμένου πιάνου, που σαν βουλιαγμένο πλοίο εκπνέει. Είναι φωλιά ιππόκαμπων και ψαριών, ‘διακόσμηση πυθμένος’». (σ. 72-3)

Με ύφος ανάλογο, όπου η πικρή διαπίστωση εναλλάσσεται με μιαν ανάλαφρη νότα θαυμασμού και αγάπης βλέπουμε να αφηγείται μνήμες από έναν πρόσφατα χαμένο φίλο και σημαντικό πνευματικό άνθρωπο:

«Αλλά εγώ θα σταθώ στον πιο ωραίο της παρέας, τον Αντώνη Ζέρβα, τον άνθρωπο που ξεχώριζε με όλα του και για όλα του. Πρώτα πρώτα με την εξωτερική του εμφάνιση· το ντύσιμο, το στήσιμο, το πώς σαν άρχοντας καθόταν στην καρέκλα, το πώς κρατούσε το τσιγάρο του. Μόνο με τους μεγάλους ηθοποιούς του Χόλιγουντ μπορούσε να παραβληθεί. Αλλά εκείνοι ήταν ηθοποιοί. Ο Αντώνης ήταν ο ίδιος η αλήθεια του. (σ. 116-7)

Το χρέος κι εδώ μεγάλο και ειλικρινής η διαβεβαίωση για την εκπλήρωσή του :

«Αντώνη Ζέρβα, Αριστείδη Κουτζοθεόδωρε, παραμένει εκκρεμής η υπόσχεση να διαβάσω το Iπποτικό μυθιστόρημά σου, πότε; Για σένα, βέβαια, δεν έχει σημασία πια, εγώ όμως πρέπει να βιαστώ…Σ’ ευχαριστώ που με θυμήθηκες και πια δεν σε ξεχνώ…(σ. 123)

Ναι, το βιβλίο είναι ένα δώρο της Ανθούλας Δανιήλ προς τον Αντώνη Ζέρβα, τους άλλους τεθνεώτες φίλους, τους οικείους τους, αλλά και μια προσφορά προς τους αναγνώστες που μέσα από τη γλυκόπικρη αφήγηση θα οδηγηθούν σε μια γνήσια αναγνωστική απόλαυση, αλλά κυρίως θα μυηθούν σε μια λογοτεχνική διαδικασία που απαλύνει τη ψυχή μέσα από τη συνειδητοποίηση της ανθρώπινης θνητότητας. Γιατί η ζωή δεν τέλειωσε και πάντα συνεχίζεται χλοερή, ζωηρή και ανυπόμονη…, όπως συμπεραίνει η Δανιήλ.

Πάντα βοηθάει σ’ αυτό βέβαια η τέχνη, γιατί, όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, μόνιμος συγκάτοικος κι αυτός στο έργο της Ανθούλας Δανιήλ,

Όμως απ’ αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει
Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας
Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος.

(«La pallida morte», από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη Τα ελεγεία της Οξώπετρας, 1991).

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Ahmed Flex. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *