ceb3ceb9ceb1 cf84cebf ceb1ceb9cf8ecebdceb9cebf cebaceb1cebbcebfcebaceb1ceafcf81ceb9 cf84cebfcf85 ceb8ceaccebdcebfcf85 ceb3ceb9

Θάνος Γιαννούδης, Το αιώνιο καλοκαίρι, Βακχικόν, Αθήνα 2021.

Η πρώτη μυθιστορηματική απόπειρα του Θάνου Γιαννούδη, που κυκλοφορεί υπό τον τίτλο Το αιώνιο καλοκαίρι, θέτει μια σειρά από ζητήματα που αφορούν τόσο τη θεωρία της λογοτεχνίας, όσο και την ίδια τη λογοτεχνική πράξη και πρακτική. Το πρώτο σχετίζεται με την εμπλοκή ενός νέου σε ηλικία συγγραφέα με την τέχνη της αφηγηματικής πεζογραφίας και, μάλιστα, με το μεγαλύτερο και απαιτητικότερο, ίσως, από τα πεζογραφικά είδη, το μυθιστόρημα. Κι αυτό γιατί η πλειοψηφία των πρωτο-εμπλεκόμενων με τη λογοτεχνία συγγραφέων φαίνεται να προτιμά περισσότερο την ποίηση, όπου το έδαφος είναι ίσως πιο γόνιμο, πιο κατάλληλο, πιο ταιριαστό για να μπορέσει κάποιος να εκδηλώσει και να μορφοποιήσει την εκφραστική του ευαισθησία. Πράγματι, ο ποιητικός λόγος μοιάζει πιο ευεπίφορος για έναν νέο που έλκεται από την ιδέα της προσωπικής κατάθεσης, της αποφόρτισης από το ψυχοσυναισθηματικό φορτίο που φέρει ως αδιαμόρφωτο υλικό μέσα στη σκέψη του και τη συνείδησή του. Απόδειξη είναι ο αισθητά μεγαλύτερος αριθμός πρωτόλειων ποιητικών έργων σε σύγκριση με τα αντίστοιχα μυθιστορηματικά, με την επισήμανση, βέβαια, ότι πολλοί είναι οι νέοι εκείνοι λογοτέχνες που στρέφονται στην αφηγηματική τέχνη, προτιμώντας, όμως, το μικρό σε έκταση διήγημα που προσιδιάζει στην ποιητική τέχνη και τεχνική πάνω στη βάση της συντομίας, της πυρηνικότητας, της εκρηκτικότητας, της συμπύκνωσης και της μέγιστης δυνατής απόσταξης. Ιδιαίτερη, λοιπόν, σημασία αποκτά ο διαφαινόμενος δισταγμός των νέων επίδοξων συγγραφέων να καταπιαστούν και να ασχοληθούν με τη σύνθεση ενός μυθιστορήματος που, εκ φύσεως, είναι ένα εγχείρημα το οποίο απαιτεί την επιστράτευση όλων των συνθετικών δυνάμεων και δυνατοτήτων, την κατάρτιση ενός σχεδίου συγγραφής που θα υπακούει στον βασικό κανόνα που θέλει την πλοκή να ακολουθεί το βασικό τριαδικό σχήμα δέση – κορύφωση – λύση, κυρίως, όμως, την ικανότητα διαγραφής των χαρακτήρων, ώστε να υπακούουν στις απαιτήσεις της αληθοφάνειας και της λογοτεχνικής αλήθειας. Όσο πιθανό είναι, βέβαια, η αναμφισβήτητη αυτή δυσκολία να λειτουργεί αποτρεπτικά, άλλο τόσο πιθανό είναι να λειτουργεί σαν πρόκληση που κεντρίζει το δημιουργικό αισθητήριο και κινητοποιεί τις συνθετικές, εκφραστικές, αφηγηματικές εκείνες δυνάμεις που χρειάζονται για να εκκινήσει η αφήγηση. Αυτή η τελευταία εκδοχή φαίνονται πως ισχύει στην περίπτωση του Θάνου Γιαννούδη ο οποίος, συμμαχώντας με την ηλικία του, προσέρχεται στη λευκή σελίδα με το φιλόδοξο σχέδιο της σύλληψης και της απόδοσης μιας ιστορίας που δεν κρύβει, ούτε αποσιωπά τον πλασματικό της χαρακτήρα, αντίθετα τον αναδεικνύει, τον κάνει να λάμψει μέσα στην αφηγηματική συνθήκη.

Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται με αφορμή τη μυθιστορηματική συγγραφή και το ίδιο το μυθιστόρημα, ως προϊόν και αποτέλεσμα της μυθοπλασίας, σχετίζεται και αφορά τα περιθώρια πειραματισμού και πρωτοτυπίας που έχει ή, καλύτερα, που δίνονται στον συγγραφέα. Πιο συγκεκριμένα, και με δεδομένο ότι το μυθιστόρημα αποτελεί ένα σαφώς ευπώλητο λογοτεχνικό είδος, διατηρώντας την πρωτοκαθεδρία στις προτιμήσεις των αναγνωστών, είναι μάλλον αναπότρεπτη η συστολή, ο δισταγμός και το κράτημα του συγγραφέα απέναντι στην υιοθέτηση και τη χρήση λιγότερο ή περισσότερο καινοτόμων ιδεών και τεχνικών, απέναντι σε πειραματισμούς που αμφισβητούν και θέτουν υπό έλεγχο και κρίση τις πάγιες και παγιωμένες μεθόδους και πρακτικές. Κι αυτό γιατί το αναγνωστικό κοινό που, ως ενιαία οντότητα, συνιστά τον λεγόμενο μέσο αναγνώστη, φαίνεται περισσότερο απρόθυμο στην έκθεσή του σε αφηγήσεις που ξεφεύγουν από το καθιερωμένο, το σύνηθες, το οικείο και γνωστό πλαίσιο των μυθιστορηματικών αφηγήσεων. Γι’ αυτό και το μυθιστόρημα είναι τόσο αργό στην εξέλιξή του, στη διάνοιξη νέων δρόμων και τρόπων αφηγηματικής έκφρασης, κυρίως αν συγκριθεί με την ποίηση που αποτελεί το κατ’ εξοχήν δημιουργικό πεδίο πειραματισμού και πρωτοπορίας. Η συνθήκη αυτή θέτει ασφαλώς τον συγγραφέα μπροστά σε ένα δίλημμα, αν δηλαδή θα επιλέξει να κινηθεί σε μια κατεύθυνση που δεν θα ξαφνιάσει, ούτε, πολύ περισσότερο, θα ξενίσει τον αναγνώστη ή αν θα επιλέξει να θυσιάσει την απήχηση του μυθιστορήματός του στο αναγνωστικό κοινό προκειμένου να δώσει διέξοδο στις νέες ιδέες που έρχονται, αν όχι για να ανατρέψουν, οπωσδήποτε όμως να διευρύνουν τους όρους και τα όρια μέσα στα οποία κινείται και τα οποία υπερασπίζεται το παραδοσιακό μυθιστόρημα. Στην περίπτωση του Γιαννούδη φαίνεται πως διατηρείται μια ισορροπία ανάμεσα στην πειραματική οπωσδήποτε πρόθεση του συγγραφέα και στη διατήρηση ή, καλύτερα, τη συνέχιση της γραμμής πάνω στην οποία εξελίσσεται και διαμορφώνεται η μυθιστορηματική γραφή εν γένει. Αυτό είναι κάτι που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται μετά το πέρας της ανάγνωσης, όταν συνειδητοποιεί ότι αυτή κύλησε χωρίς προσκόμματα, ταυτόχρονα όμως άφησε πίσω της έντονο το στίγμα μιας διαφοράς, μιας διαφοροποίησης που δεν έγκειται τόσο στην εξέλιξη της αφήγησης, όσο στο στήσιμο του ευρύτερου σκηνικού μέσα στο οποίο ξετυλίγεται η δράση.

Ένα τρίτο ζήτημα στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς έχει να κάνει με την κοινωνική λειτουργία και απήχηση του μυθιστορήματος, με τον βαθμό δηλαδή στον οποίο το πεζογράφημα, πέρα από το να αποτελεί ένα λογοτεχνικό έργο που πλάθεται και υπακούει σε αισθητικούς κανόνες και αρχές, έρχεται για να αποτελέσει μια τομή στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, για να το θέσει προ των πυλών μιας αλλαγής, κατά βάση βελτιωτικής. Συνήθως, και αυτό συμβαίνει διαχρονικά, η μυθιστορηματική αφήγηση λειτουργούσε με τους όρους του αντικατοπτρισμού, συνιστούσε δηλαδή έναν καθρέφτη της κοινωνικής πραγματικότητας, μέσα στον οποίο ο αναγνώστης μπορούσε να συναντήσει τον «εαυτό» του ή, όπως συνηθέστερα λέγεται, να ταυτιστεί με κάποιον ή κάποιους από τους ήρωες του βιβλίου και να μεταφερθεί μαζί τους στη μυθιστορηματική συνθήκη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μεταφέρεται και ζει μια κινηματογραφική εμπειρία. Το όλο ζήτημα ανάγεται στο περίπλοκο και πολυσυζητημένο θέμα της σκοπιμότητας της τέχνης, εν προκειμένω του μυθιστορήματος, και της λειτουργίας της είτε μέσα σε πλαίσιο καθαρά αισθητικό, πέρα από κοινωνικές επιταγές και σκοπιμότητες, είτε μέσα σε ένα πλαίσιο που θα προσδιορίζεται από την πάντοτε υπαρκτή ανάγκη ενατένισης και παρέμβασης στην κοινωνική συνθήκη της κάθε εποχής. Το αιώνιο καλοκαίρι πετυχαίνει να διατηρήσει, και σε αυτήν την περίπτωση, μια ισορροπημένη και ισόρροπη θέση, να κρατήσει δηλαδή ίσες αποστάσεις και χωρίς να θυσιάσει ή να παρακάμψει την αισθητική πλευρά της δημιουργίας, να μπορέσει να διαμορφώσει τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας καθαρά κοινωνικής προσέγγισης. Η συγχρονία, πράγματι, περνά μέσα στο έργο του Γιαννούδη και συστήνει τον ιδεολογικό σκελετό του βιβλίου, αυτό που θα προσδιόριζε κανείς ως οπτική και άποψη του συγγραφέα πάνω στα τεκταινόμενα. Ο ίδιος ο τίτλος μάλιστα φαίνεται να συγκερνά και να συνυφαίνει τις δυο αυτές πλευρές ή πτυχές της δημιουργίας με το «καλοκαίρι» να αναφέρεται και να αναδεικνύει την ομορφιά, το κάλλος, την αισθητική πλευρά του πεζογραφήματος και το «αιώνιο» να προσδιορίζει περισσότερο την εξέλιξη, το «γίγνεσθαι», τη δράση, όπως αυτή αποτυπώνεται και στο κοινωνικό πεδίο. Διαμορφώνεται έτσι ένα δίπολο ή, μάλλον, ένα διφυές αποτέλεσμα που συγκροτείται από τη ρομαντική διάθεση και τάση του συγγραφέα, διάθεση η οποία αναδύεται σε πολλά σημεία του μυθιστορήματος, κυρίως στα περιγραφικά αποσπάσματα, αλλά και στο ίδιο το θέμα του, ερωτικό κατά βάση, αλλά και από τη διαφαινόμενη βούλησή του να θέσει μια σειρά από ζητήματα που, τα τελευταία χρόνια, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής πραγματικότητας. Το πιο σημαντικό από αυτά είναι το ζήτημα της μόνωσης και της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου που επιτάθηκε σε μεγάλο βαθμό την τελευταία περίοδο και κορυφώθηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας. Η μοναξιά αυτή, που ταλανίζει τους ήρωες του Γιαννούδη, δεν είναι μόνο εξωτερική, δεν προκύπτει δηλαδή μόνο από την έλλειψη επικοινωνίας με τον κοινωνικό περίγυρο, από τις επιφανειακές και ανούσιες πολλές φορές διαπροσωπικές σχέσεις, είναι και εσωτερική, καθρεφτίζει δηλαδή το μεγάλο εσωτερικό κενό που τείνει να αποτελέσει το περίγραμμα και, ταυτόχρονα, το περιεχόμενο του σύγχρονου ανθρώπου. Στενά συνυφασμένο με το ζήτημα της μοναξιάς είναι και αυτό του σύγχρονου τρόπου ζωής, στον πυρήνα πλέον του οποίου βρίσκεται όλο αυτό το σύστημα των social media που εγκλωβίζει τους ανθρώπους προσφέροντάς τους την ψευδαίσθηση της απελευθέρωσης, της κοινωνικότητας, της φιλίας, της επικοινωνίας.

Φαίνεται, λοιπόν, στο επίπεδο τουλάχιστον της αφήγησης, ότι το αντίδοτο σε όλο αυτό είναι ο έρωτας, όπως αυτός προβάλλει μέσα από τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη Σόνια, την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, και τον μυστηριώδη Στράβωνα Θεοφυλάκτου, μια σχέση που εκτυλίσσεται αντισυμβατικά, ενίοτε παράδοξα, πάντοτε όμως με την προοπτική της λύτρωσης από μια πραγματικότητα η οποία μοιάζει να συνθλίβει τον άνθρωπο, να του απομυζά τη ζωντάνια και τη ζωτικότητά του. Στην πραγματικότητα όμως, όσο κι αν ο έρωτας κατέχει κεντρική, πυρηνική θέση μέσα στο βιβλίο, όσο κι αν λειτουργεί υποσχετικά ενός καλύτερου κόσμου, ενός καλύτερου αύριο, δεν είναι η μόνη, ούτε, ίσως, η πρώτη συνθήκη που πρέπει να ισχύει για να μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να αντικρίσει και να αντιμετωπίσει τις εξελίξεις που μοιάζουν να γίνονται ερήμην του και τις οποίες αδυνατεί να ελέγξει και να διαμορφώσει. Κι αυτό γιατί παράλληλα και πάνω από το έρωτα που ούτως ή άλλως επισυμβαίνει στο επίπεδο της πραγματικότητας, υπάρχει και μια άλλη γονιμοποιός και μορφοποιός δύναμη με καίρια και καταλυτική παρουσία και επενέργεια στον άνθρωπο. Πρόκειται για την τέχνη, εν προκειμένω την τέχνη του λόγου, που διαθέτει την ικανότητα να λειτουργεί ως καταφύγιο και εφαλτήριο μαζί, ως παρηγοριά και κινητήριος δύναμη δημιουργίας. Τη δυνατότητα αυτή που προσφέρει η λογοτεχνία φαίνεται πως εκμεταλλεύεται στο έπακρο ο Γιαννούδης, αφού πολλά είναι εκείνα τα σημεία στα οποία εκτρέπεται σε σκέψεις, σε εξομολογήσεις, σε έναν απολογισμό και μια απολογία της ανθρώπινης ζωής που είναι, άλλωστε, και η δική του η ζωή. Γι’ αυτό και η ενασχόλησή του με αυτή δε μένει απλώς και μόνο στο επίπεδο της αναπαραγωγής, της αντιγραφής, της αναπαράστασης όπως θέλει η ρεαλιστική περί τέχνης θεωρία, αλλά τεχνουργεί μια μυθιστορηματική πραγματικότητα με έντονο το στοιχείο της φαντασίας το οποίο εκδηλώνεται κυρίως στη διαμόρφωση του σκηνικού μέσα στο οποίο τοποθετείται η δράση και κινούνται οι ήρωες. Πρόκειται κυρίως για την επιλογή της πόλης της Σμύρνης η οποία έρχεται για να αποτελέσει το φόντο της εξελισσόμενης ιστορίας, μέσα σε μια συγκυρία και στιγμή που η νεοελληνική λογοτεχνία στρέφεται στους τόπους και τους χρόνους εκείνους των χαμένων πατρίδων για να αντλήσει από εκεί την πίστη της σε έναν κόσμο που θα βγαίνει μέσα από μια μακρά και αξιόλογη παράδοση, θα αποτελεί συνέχεια και προέκταση ενός στέρεου οικοδομήματος και μιας ακόμη πιο στέρεας πραγματικότητας, πόρρω απομακρυσμένης από τη ρευστότητα της σύγχρονης εποχής.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Nicolas de Staël. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

20210708101854 to aionio kalokairi

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *