Το Αίμα Μηχανή του Γιώργου Λαμπράκου συνηθίζεται να αντιμετωπίζεται με αμηχανία από την κριτική, η οποία δυσκολεύεται να το κατατάξει με ασφάλεια κάπου ειδολογικά. Η σύμμειξη πολλών και διαφορετικών λογοτεχνικών κατηγοριών, όπως η επιστημονική φαντασία, η αρχαιοελληνική τραγωδία και η δυστοπία, προκαλεί μια έμφυτη αντίδραση ταξινόμησης, μια ταξινόμηση ωστόσο αδύνατη, η οποία θα αφορά μόνο την περιγραφή μιας ιδιαιτερότητας, γιατί εν τέλει αυτό είναι το βιβλίο του Λαμπράκου: μια τέμνουσα πολλαπλότητα ειδών. Και απαιτεί τρομερή ικανότητα και γνώσεις, τόσο του λογοτεχνικού όσο και του φιλοσοφικού υλικού από το οποίο αχόρταγα αρδεύει ο Λαμπράκος, ώστε ο συγγραφέας να μη «στοιβάζει» απλά είδη και ιδέες, αλλά να αξιοποιεί τις συζεύξεις με τέτοιον λογοτεχνικό τρόπο, ώστε να επιτυγχάνεται υπέρβαση του μερικού προς όφελος του όλου.
Λίγα λόγια για την πλοκή. Ύστερα από απανωτές παγκόσμιες καταστροφές, μια εξελιγμένη κάστα ανθρώπων που έχουν δεχτεί μηχανικές και γενετικές βελτιώσεις, οι Μηχάνθρωποι, έχουν αποτραβηχτεί σε υπόγειες φουτουριστικές μεγαλουπόλεις που ονομάζονται Μηχανές. Η υπόλοιπη –μη προνομιούχα– ανθρωπότητα επιβιώνει σε τρομακτικές και πρωτόγονες συνθήκες στην επιφάνεια μια ερειπωμένης γης. Εντός μιας τέτοιας Μηχανής, ο Ρεστ, ένας μοναχικός Μηχάνθρωπος, απαντά σε ένα απεγνωσμένο email από τη μυστηριώδη Λ-60, με αποτέλεσμα να μπλέκει σε μια πρωτοφανή και ανατρεπτική για όλους και για όλα περιπέτεια.
Ως εδώ το σκηνικό παραπέμπει σε μοτίβα και προθέσεις που έχουν ξαναγραφεί και θα ξαναγραφούν. Αν ο Λαμπράκος εστίαζε στην πλοκή θα είχαμε στα χέρια μας ένα οπωσδήποτε καλό, αλλά όχι ένα ξεχωριστό έργο. Όμως ο συγγραφέας επιτυγχάνει μια υψηλή στάθμη λογοτεχνικότητας, ξεπερνώντας τις αντιστάσεις των επιμέρους στοιχείων (όπως η επιστημονική φαντασία) που συνήθως δεν συνηγορούν υπέρ αυτού που περιοριστικά ορίζεται ως καλή λογοτεχνία. Το γεγονός βέβαια πως το Αίμα Μηχανή δεν αυτοπαγιδεύεται και αρνείται να αποδεχτεί τις αφηγηματικές συμβάσεις του κάθε είδους που έχει εγκολπωθεί, επιτρέπει οπωσδήποτε μια εκ των έσω υπονόμευση των συνηθισμένων αφηγηματικών δικλείδων, προκαλώντας πολλές εκπλήξεις και γόνιμες υπερβάσεις των αναγνωστικών προσδοκιών. Αλλά δεν είναι μόνο οι ειδολογικές παρεκκλίσεις και εξαρθρώσεις που μεγεθύνουν το αποτύπωμα του τόμου στα εγχώρια γράμματα. Υπάρχει επιπλέον ένας δομικός και ένας νοηματικός άξονας, πάνω στους οποίους στήνει ο συγγραφέας τη δουλειά του, και οι οποίοι καθίστανται ως οι τελεσίδικοι παράγοντες μιας ευμενούς υποδοχής του βιβλίου.
Ο δομικός: Το κείμενο μας παραδίδεται περίπου ως χειρόγραφο. Υπάρχουν παραπομπές του Αφηγητή και του Μεταφραστή στα υποσέλιδα, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο το εξής παράλογο αποτέλεσμα: Η θέση του αναγνώστη παραχαράσσεται, δοκιμάζεται, προκαλείται. Τα ενδοικειμενικά στρατηγήματα που υποσκάπτουν τη θέση του αφηγητή είναι συνηθισμένα στη λογοτεχνία, όμως εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό. Η σκοπιά παραμένει στη γωνία εστίασης του παντογνώστη αφηγητή, κάθε φορά είναι ξεκάθαρο ποιος μιλάει, δεν υπάρχουν μεγάλα χρονικά άλματα μπρος – πίσω κτλ. Όταν όμως όλη αυτή η εξιστόρηση παραπέμπεται στο υποσέλιδο σε έναν πολυπρόσωπο δίχτυ ενδιάμεσων, τότε σε ποιον αναφέρεται η διήγηση; Σε κάποιον επιμελητή; Σε κάποιον έμπιστο; Ή στον μαζικό αναγνώστη;
Ο νοηματικός: Οι διαφορετικές εκδοχές του τέλους της ιστορίας που μυθιστορούνται είναι ένα είδος εφαρμοσμένης λογοτεχνίας. Υπό κανονικές συνθήκες, και ακολουθώντας τον συγκολλητικό μύθο της Ορέστειας, θα έπρεπε ο Λαμπράκος να είχε επιλέξει έναν μόνο τρόπο για να ολοκληρώσει την ιστορία του. Ωστόσο κάτι υπεισήλθε στη δημιουργική πορεία και τελικά διαθέτουμε πολλές και διαφορετικές παραλλαγές. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου καταγράφονται μια σειρά πιθανών καταλήξεων, και κάθε εκδοχή συνιστά μια ξεχωριστή οντότητα, κλώνοι –για να χρησιμοποιήσω την «ορολογία» του Λαμπράκου. Αυτά τα «τέλη» δεν αφορούν ένα γεγονός που παραμορφώνεται από διάφορους καθρέφτες, αλλά για διακριτά συμβάντα per se. Δηλαδή μοναδικά. Και η κάθε εκδοχή πολλαπλασιάζεται από τη βασική θεματική του βιβλίου. Τι θέση έχει και πώς μπορούμε να μιλάμε για μοίρα, ένα κατεξοχήν ατομικό μεταφυσικό προϊόν, και υποκειμενικότητα σε μια εποχή που η προσωπικότητα εκπίπτει σε ταξικούς/κοινωνικούς/βιολογικούς ανθρωπότυπους;
Κοινώς ο συγγραφέας εναποθέτει και εντοπίζει την έννοια της μοίρας στις νέες δυνάμεις της βιολογίας. Το ερώτημα, ειδικά στις μέρες μας, λαμβάνει απειλητικές διαστάσεις, οπότε η λογοτεχνική διαχείρισή του από τον Λαμπράκο είναι καίρια και σημαντική.
Καταλήγοντας. Το Αίμα Μηχανή είναι ένα βιβλίο που κρύβει μέσα του τόσα μυστικά που απαιτεί πολλαπλές αναγνώσεις για να ανασυσταθούν όλοι οι τρόποι με τους οποίους ο συγγραφέας δοκίμασε να «ταρακουνήσει» τον αναγνώστη. Παρά την ατυχή εκδοτική του πορεία, ήταν ένα από τελευταία βιβλία που εξέδωσε ο Σάμης Γαβριηλίδης με αποτέλεσμα να αποσυρθεί σύντομα από τα βιβλιοπωλεία, η επανέκδοσή του από τις εκδόσεις Οκτώ θα επιτρέψει στο συγκεκριμένο έργο να βρει τη θέση του στον σύγχρονο λογοτεχνικό Κανόνα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Μάκης Θεοφυλακτόπουλος (1939-24.6.2023). Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]