ceb3ceb9ceb1 cf84cebf ceadceb2ceb4cebfcebccebf ceb8cf8dcebcceb1 cf84cebfcf85 cf83cf84ceacceb8ceb7 ceb9cebdcf84ceb6cead

Eνορχηστρώνοντας αφηγήσεις

Το νέο βιβλίο του Στάθη Ιντζέ – διευθύνει τις εκδόσεις ενύπνιο – είναι ένα σπονδυλωτό αφήγημα 81 σελίδων μικρού μεγέθους. Η σύνθεση, υπαινικτική και πολυεπίπεδη, βρίσκεται στον αντίποδα των μακροσκελών αφηγήσεων και της υπερ-πληροφορίας, που μας τριγυρίζουν.

to evdomo thymaΜε θητεία στην ποίηση (Συνωμοσία ταυτοχρονισμού, Σεληνάκατος, Gadium), ο συγγραφέας έχει ασκηθεί στην τέχνη της διακειμενικής αναφοράς και του υπαινιγμού. Άλλωστε και η Μήνα του – Η Μήνα και άλλες ιστορίες, Κίχλη, 2019 – παρόλο που ανήκει στο είδος της πεζογραφίας, φλερτάρει με την πυκνότητα του ποιητικού λόγου. Βέβαια στη Μήνα, ο συγγραφέας συγκέντρωσε και συμπεριέλαβε μικρές ανεξάρτητες ιστορίες -διηγήματα, ενώ στο Έβδομο θύμα, επιχειρεί – και επιτυγχάνει – μια σύνθεση, με τα πολλά όργανα της ορχήστρας να συνεργάζονται και να παράγουν αρμονία. Τέτοια όργανα εντοπίζονται στα κείμενα που εμπεριέχονται, (παγασητικά νέα – σχολική έκθεση – αφήγηση – εμβόλιμες αυτοτελείς μικρές ιστορίες-διηγήματα), αλλά και γύρω από αυτά. Ποικίλες αναφορές ενδοκειμενικές και εξωκειμενικές, ρητές και υπόρρητες.

“Το έβδομο θύμα” είναι η ελληνική απόδοση του τίτλου The Seventh Victim, μιας δραματικής ταινίας μυστηρίου και τρόμου σε σκηνοθεσία Μαρκ Ρόμπσον. Ένα φιλμ νουάρ του 1948. Στην υπόθεσή του, έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν στοιχεία διαφωτιστικά της αφήγησης του Ιντζέ. Παραθέτω συνοπτικά: Η Μαίρη Γκίμπσον, όταν η μεγάλη της αδελφή, Ζακλίν, εξαφανίζεται, αφήνει το ιδιωτικό της σχολείο και ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη για να την βρει. Θα ανακαλύψει ότι η αδελφή της μένει στο Γκρήνγουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης σ’ένα δωμάτιο πάνω από ένα εστιατόριο, που ονομάζεται Dante. Ωστόσο το δωμάτιο το βρίσκει άδειο, μόνο με μία καρέκλα και μια θηλειά να κρέμεται από το ταβάνι. Στην πορεία η Μαίρη θα γνωρίσει και θα ερωτευθεί τον δικηγόρο, πρώην σύζυγο της Ζακλίν και έναν ψυχίατρο, ο οποίος γνωρίζει πού βρίσκεται η αδελφή της, ενημερώνοντάς την ταυτόχρονα ότι η Ζακλίν πάσχει από κατάθλιψη και εμμονικές ιδέες αυτοκτονίας. Αποκαλύπτεται ότι η τελευταία ήταν μέλος μιας σατανιστικής οργάνωσης, η οποία θέλει να σκοτώσει την ίδια, επειδή αποκάλυψε κάποια μυστικά σχετικά με τη δράση της ομάδας. Σύμφωνα με το VICE, το έργο είναι μια “Ταινία Τρόμου του ‘40 που «Αγκάλιασε» τις Λεσβιακές Σχέσεις και τον Σατανισμό

Στο βιβλίο του Ιντζέ, ο δεκαπεντάχρονος ναυτόπαις Ισίδωρος Ταγιάννης παρακολουθεί την ταινία “το έβδομο θύμα”. Φεύγει όμως από την κινηματογραφική αίθουσα πριν τελειώσει η προβολή γιατί θέλει να προλάβει το τραίνο που θα τον οδηγήσει στην πρωτεύουσα. Όσο διαρκεί αυτό το ταξίδι – που δεν θα αποκαλύψουμε την κατάληξή του – ο αναγνώστης εισάγεται σε ένα κόσμο ο οποίος μοιάζει με αυτόν της ταινίας. Δεν είμαστε στην Αμερική αλλά στην Ελληνική επαρχία και ο τρόμος υπάρχει και επικρέμαται σε όλες τις καταγραφές. Δαίμονες αρπάζουν παιδιά, αγόρια κυκλοφορούν σε νεκροταφεία με φρεσκοσκαμμένους τάφους για να μαζέψουν χώμα, ενώ γιαγιάδες μιλάνε για ξωτικά και διαβολικούς σκύλους. Ακόμη σάτυροι και σκληροί άντρες τρομοκρατούν τους κατοίκους.

Το δαιμονικό και το υπερφυσικό παρεισφρέει παντού, ακόμη και στο οπισθόφυλλο: «Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι ο άνθρωπος βγαίνει πιο δυνατός, πιο όμορφος από τον πόνο. Έτσι θυμάμαι το πρόσωπο της μάνας μου, όταν στέγνωσαν τα πρώτα της δάκρυα και μου μιλούσε στη φωτογραφία στη σιρβάντα. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή· μας μαζεύανε σε κομμάτια. Τα χέρια μου μπήχτηκαν στο χώμα· το κορμί μου ορφανό μέσα στους θάμνους. Τα σκυλιά μάς μύριζαν με τις υγρές μουσούδες τους. Τα πουλιά φτεροκοπούσαν μέσα στις φωλιές τους. Άλλαξα πολύ από τότε που πέθανα».

Η περιρρέουσα κατάσταση απειλής, υποβάλλεται από το περιεχόμενο και το ύφος των μικρών διηγημάτων – το δυστύχημα που επίκειται ή ο μικρός που ανεβαίνει στο τρακτέρ και τρέχει κατευθείαν στο χαντάκι κλπ – όπως στην ταινία από τα ασπρόμαυρα πλάνα για παράδειγμα ή τη θηλειά στο δωμάτιο.

Ο θάνατος παραμονεύει και από το εξώφυλλο με τον τεράστιο βράχο και το αγόρι που ετοιμάζεται να κάνει βουτιά στη θάλασσα. Λες και έχει αποτυπωθεί η αίσθηση της απειλής, όπως τη νιώθουμε όλοι τα τελευταία χρόνια  γύρω μας να ποτίζει το δέρμα και να στάζει μέσα μας, σαν ύπουλη υγρασία που χτυπάει τις ευαίσθητες αρθρώσεις.

Ακόμη και γλωσσικά διακρίνεται η ενορχήστρωση των ποικίλων στοιχείων της πραγματικότητας που επιχειρεί το ολιγοσέλιδο αφήγημα. Τόσο η γλώσσα όσο και το ύφος των κειμένων ακολουθούν με συνέπεια το είδος που υπηρετούν για να αφηγηθούν το σύντομο πέρασμα ενός ανθρώπου από τη ζωή, σε ένα κόσμο απέραντο και ανεξιχνίαστο. Έτσι τα αποσπάσματα της σχολικής έκθεσης του Ισίδωρου Ταγιάννη “το χωριό μας” είναι γραμμένα σε απλή καθαρεύουσα. Παρόλο που μόνο μια φορά στην έκθεση δίνεται η παραπομπή, υποθέτουμε ότι και οι επόμενες αναφορές, αποτελούν μέρη της ίδιας έκθεσης, καθώς περιγράφουν σημεία του χωριού χρησιμοποιώντας εισαγωγικά και την ίδια γλώσσα. Τα δημοσιογραφικά παραθέματα, που παρεμβάλλονται επίσης, διατηρούν την άνευρη γλώσσα του Τύπου, ενώ οι λαϊκότροπες αφηγήσεις παρατίθενται με λέξεις ντοπιολαλιάς. Οι λογοτεχνικές τέλος καταγραφές του συγγραφέα, τα μικρά διηγήματα, συνδέουν, εμβαθύνουν, διερευνούν και αναστοχάζονται.

Μια σημείωση στο τέλος του βιβλίου μας πληροφορεί ότι το έργο βασίζεται σε πραγματικό γεγονός, ενώ αναφέρεται ως πηγή μια εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης. Συνδέοντας στοιχεία και ανατρέχοντας στην ειδησεογραφία της εποχής, καταλαβαίνουμε ότι η μυθοπλασία χτίζεται πάνω σε ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα (τρομακτική σύμπτωση η έκδοση του βιβλίου να συμπέσει με τη μεγάλη καταστροφή στα Τέμπη).

Με όλα αυτά τα μέσα (και άλλα που που διαφεύγουν αυτής της καταγραφής), ο συγγραφέας, όπως γράφει η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη στο κόκκινο της φωτιάς, “αναζητά την αλήθεια που κρύβουν τα φαινόμενα, μετατοπίζοντας το βλέμμα του στο αόρατο ή δυσδιάκριτο αποτύπωμα που αφήνουν στον ψυχισμό και στη συνείδηση όσα υποφέρουν κι όσα διαπράττουν οι ήρωες, οι πιστοποιήσεις που κάνουν, οι τρόποι που σοφίζονται για να κρύψουν ή για να δείξουν τις πληγές που προκάλεσαν και τα τραύματα που έχουν δεχτεί”.

Κλείνοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης, παρόλη την απειλητική ατμόσφαιρα και τις τρομακτικές απώλειες, δεν νιώθει βάρος αλλά μια ελαφράδα. Γιατί, έχω την αίσθηση, πως ο συγγραφέας επιλέγει – και κατορθώνει – στο τέλος και στο βάθος, να σώσει την ψυχή του. Μαζί, φαίνεται να σώζει και την ψυχή του αναγνώστη, ακόμη και όταν όλα μοιάζουν καταδικασμένα να χαθούν. Αν πίσω από αυτή την επιλογή είναι ο Άι Μόδεστος, η νεότης του βλέμματος, ο ήλιος τούτης της χώρας ή ακόμη και η αγάπη που, όσο κι αν γκρινιάζουμε, κυκλοφορεί στις φλέβες, νομίζω μικρή σημασία έχει.

Πάντως, ξανακοιτάζοντας από αυτή την οπτική την εικόνα του εξωφύλλου, μπορούμε να δούμε απλώς ένα νεαρό αγόρι που ετοιμάζεται να βουτήξει στη θάλασσα. Τα χέρια πίσω, τα γόνατα λυγισμένα, αέρας στο στήθος και βουτιά στη ζωή. Γιατί δεν μπορεί παρά να βουτάει στη ζωή ένα νεαρό αγόρι. Και ένας συγγραφέας, επίσης, δε μπορεί παρά να προσπαθεί να διακρίνει αυτή τη ζωή. Ακόμη κι αν είναι μικρή, σύντομη, θυσία ή έγκλημα το απότομο τέλος της.

Το έργο, πατώντας στο ρεαλισμό και έχοντας αυτόν ως αφετηρία, ανασαίνει νομίζω με υπερρεαλιστικά πνευμόνια και η καρδιά του χτυπάει στο κατακερματισμένο μετα-μεταμοντέρνο ψηφιακό μας παρόν.

 Καλές διαδρομές του εύχομαι.


Αναφορές:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *