ceb3ceb9ceb1 cf84cebfcf85cf82 cf80cebfceb4ceb7cebbceaccf84ceb5cf82 cf84cebfcf85 ceb2ceb1cf83ceafcebbceb7 cebbceb1ceb4ceac

Βασίλης Λαδάς, Ποδηλάτες, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2022.

Στο τελευταίο βιβλίο του πεζογράφου και ποιητή Βασίλη Λαδά, με τίτλο Ποδηλάτες, το πρώτο που θα διαβάσει κανείς ανοίγοντάς το, είναι το απόσπασμα από τη Θεογονία, του Ησιόδου –από εκεί έχει επιλέξει το μότο του βιβλίου ο συγγραφέας– και πιο συγκριμένα το χωρίο εκείνο όπου οι μούσες λένε στον ποιητή: «ίδμεν ψεύδεα πολλά λέγειν ετύμοισιν ομοία, ίδμεν δ’ εύτ’ εθέλωμεν, αληθέα γηρύσασθαι». Δηλαδή: «Ξέρουμε να λέμε ψέματα πολλά, που μοιάζουν με αλήθειες, μα ξέρουμε, όταν θέλουμε και αλήθειες να ιστορούμε».

Πριν προχωρήσουμε στην ανάγνωση του αφηγήματός του, δηλαδή, ο Λαδάς μας επισημαίνει, και ίσως μας προειδοποιεί, πως ό,τι πρόκειται να διαβάσουμε δε θα είναι απλώς μια επινόηση, αποτέλεσμα της φαντασίας του ως συγγραφέα, αλλά μια ιστορία μπολιασμένη με αληθινά περιστατικά και γεγονότα.

Όσο για την ιστορία που θέλει να μας διηγηθεί, όλα αρχίζουν ξημερώματα δεκαπενταύγουστου, το 2012, στην έρημη σχετικά Πάτρα, καθώς μια παρέα φίλων ποδηλατών επιστρέφουν από το βραδινό τους μπάνιο. Σε κάποιο σημείο αυτής της χαρούμενης πορείας (πιο συγκεκριμένα εκεί που η «Ηρώων Πολυτεχνείου» συναντά την «Κανελλοπούλου» –ίσως να μην είναι τόσο τυχαία επιλεγμένη αυτή η διασταύρωση), ενώ η ώρα έχει πάει πέντε και τριάντα το πρωί, μια κοπέλα, η Δανάη, προπορεύεται, έχοντας αφήσει κάποια μέτρα πίσω όλους τους υπόλοιπους. Για κακή της τύχη ένα θηριώδες τζιπ, που το οδηγεί ο γιος ενός από τους βιομηχάνους της πόλης, ο Τηλέμαχος, πέφτει επάνω της και την τραυματίζει θανάσιμα.

Ο Τηλέμαχος, παρ’ όλο που έχει περάσει με κόκκινο και βρίσκεται σε βαριά μέθη –σκνίπα στο μεθύσι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο– καθοδηγούμενος από την οικογένειά του, η οποία κρίνει ότι το πιθανό πόσο της αποζημίωσης που θα απαιτούνταν να καταβληθεί είναι αρκετά μεγάλο, ενώ ασφαλώς έχουν την οικονομική δυνατότητα να το καταβάλλουν, αρνείται την ενοχή. Αυτή ακριβώς η ύβρις που διαπράττεται από την οικογένεια του Τηλέμαχου, είναι που δίνει ώθηση στην πλοκή.

Με σταθμούς τις δύο δίκες οι οποίες πραγματοποιούνται για αυτή την υπόθεση, με την πρωτόδικη το 2015, όπου ο Τηλέμαχος, με τη βοήθεια ψευδομαρτύρων και επίορκων δικαστών, αθωώνεται, και την έφεση αυτής το 2019, όπου τελικά θα αποδοθεί δικαιοσύνη, θα συναντήσουμε και θα γνωρίσουμε μια πληθώρα χαρακτήρων, όπου όλοι συσχετίζονται με κάποιον τρόπο με μία από τις δύο οικογένειες που αντιπαρατίθενται.

Από τη μία πλευρά, από την οικογένεια Μίχου, την οικογένεια του Τηλέμαχου δηλαδή, θα γνωρίσουμε τον στενό πυρήνα της οικογένειας σε βάθος τριών γενεών πίσω (τον γενάρχη αυτής τον Ματθαίο, τους γιους του Λουκά και Μάρκο, τη Βίκυ –πρώην σύζυγο του Λουκά και μητέρα του Τηλέμαχου, και βέβαια τον Τηλέμαχο Μίχο) και μαζί με αυτούς ανθρώπους τους, όπως είναι ο Μπελμοντό (ο άνθρωπος για τις βρώμικες δουλειές των Μιχαίων) ή ο ανέντιμος δικηγόρος Καλογρίδης.

Ενώ από την οικογένεια της νεκρής Δανάης, την οικογένεια Νίκα, παρ’ όλο που και εδώ μαθαίνουμε γεγονότα σε βάθος τριών γενεών πίσω, ωστόσο αυτούς που θα γνωρίσουμε καλύτερα από τον στενό της πυρήνα, εκτός ασφαλώς από τη Δανάη, είναι τον πατέρα της Νίκο και την Ελένη, μητριά της Δανάης, με την οποία ο Νίκος έχει δύο αγόρια. Και μαζί με αυτούς, για να αναφέρουμε μερικούς, τον δικηγόρο Φραγκίδη (ενδεχομένως σε κάποιο βαθμό alter ego του συγγραφέα), τον Δημήτρη, φίλο της οικογένειας Νίκα και πρώην συνδικαλιστή, ή τον παπά Φιλόλαο, που μοιάζει να τιμά το όνομά του, και ασφαλώς τους ποδηλάτες (εκ των οποίων εμείς θα γνωρίσουμε τον Θανάση και τον Φώτη), έναν μικρό σχετικά πυρήνα νέων ανθρώπων που λειτουργούν ακτιβιστικά, οι οποίοι μέσω της αγωνιστικής τους δράσης τόσο στους δρόμους, για παράδειγμα με ποδηλατοδρομίες για τη μνήμη της Δανάης, όσο και στο διαδίκτυο, με αναρτήσεις για τη σκανδαλώδη αθώωση του Τηλέμαχου, καταφέρνουν να υπερβούν τη συνωμοσία της σιωπής, που στήνεται από τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης για τη συγκεκριμένη υπόθεση, μιας και αυτά μέσω των διαφημίσεων είναι εξαρτημένα, συνεπώς υποταγμένα, στους ισχυρούς, άρα και στην οικογένεια Μίχου.

Ο Λαδάς για να μας διηγηθεί αυτή την ιστορία έχει επιλέξει να μη βασισθεί σε κάποιους λίγους κεντρικούς ήρωες οι οποίοι θα σήκωναν το κύριο βάρος της πλοκής, αλλά αντίθετα (ενδεχομένως εδώ να κρύβεται και μια πολιτική θέση του συγγραφέα), καθένας από όσους αναφέρθηκαν συνεισφέρει, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο σε αυτή, καθώς ο συγγραφέας ακολουθεί με μαεστρία πότε τον ένα και πότε τον άλλο, ενώ καταφέρνει να μας δώσει τα ψυχολογικά τους πορτρέτα και να μας τους ζωντανέψει μπροστά μας, ακόμα και αν χρησιμοποιεί, για ορισμένους εξ αυτών, μόνο λίγες αράδες.

Επίσης ο Λαδάς κατορθώνει, καθώς μας μιλά για τις ζωές αυτών των χαρακτήρων, να μας εξιστορήσει ένα μέρος της νεότερης ελληνικής ιστορίας, με επίκεντρο πάντα την Πάτρα, από την εποχή του μεσοπολέμου ως το 2019, σκιαγραφώντας την προπολεμική φτώχεια, τον πόλεμο, τον εμφύλιο, τα αποτελέσματα του εμφυλίου, τη δημιουργία των μεσοαστικών στρωμάτων και την εκβιομηχάνιση της χώρας, τα χρόνια της μεταπολίτευσης και τα χρόνια των μνημονίων.

Αυτό το ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο, στο οποίο μας παρασέρνει ο Λαδάς, επιτυγχάνεται καθώς, όπως ειπώθηκε, διερευνά και εξετάζει τις δύο αυτές οικογένειες σε βάθος τριών γενεών πίσω, των οποίων οικογενειών, αν και η αφετηρία είναι παρόμοια –και οι δύο ξεκινούν μες στη φτώχεια– με την πάροδο των ετών η μία περνά από την πλευρά των ιδιαίτερα πλούσιων, οπότε και των ισχυρών, και άλλη από την πλευρά των υπολοίπων.

Αντιπροσωπεύουν οι δύο αυτές οικογένειες δηλαδή, δύο κόσμους που συνυπάρχουν στην ίδια πόλη, και θα μπορούσαν να υπάρχουν παράλληλα εσαεί, αν δε διασταυρώνονταν στην τρίτη γενιά, με τον εξ αμελείας φόνο της Δανάης Νίκα από τον Τηλέμαχο Μίχο.

Το βιβλίο, όπως ίσως έγινε φανερό, είναι δυνατό να διαβαστεί ως δικαστικό δράμα –άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας, παλαίμαχος δικηγόρος, ξέρει από μέσα πώς λειτουργεί το σύστημα δικαιοσύνης της χώρας. Μπορεί επίσης να διαβαστεί ως κοινωνιολογική και ψυχολογική μελέτη ή σαν μια προσπάθεια ιστορικής καταγραφής της πορείας της χώρας με επίκεντρο την πόλη της Πάτρας, εκεί όπου διαδραματίζονται κυρίως τα γεγονότα ή, ασφαλώς, ως μια πολιτική καταγγελία. Ασφαλέστερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί εξαιρετικό μείγμα όλων αυτών. Και βέβαια, στο βιβλίο ο συγγραφέας καταθέτει και πολλές άλλες ιδέες, απόψεις και σκέψεις του, που μπορεί κανείς, διαβάζοντάς το, να σχολιάσει και να συζητήσει.

Επίσης αναδεικνύονται και κάποιες έγνοιες του συγγραφέα, όπως η έγνοια του, άρα και αγάπη του, για την πόλη της Πάτρας, ίσως όχι τόσο για κάθε από τους ανθρώπους μεμονωμένα, που ωστόσο τους κατανοεί, αλλά για την ιστορία και το μέλλον της ως σύνολο.

Ή, ασφαλώς, η έγνοια του για την απόδοση της δικαιοσύνης, και πώς μπορεί αυτή καλύτερα να επιτευχθεί, δίνοντάς μας ως παράδειγμα προς αποφυγή την περίπτωση της πρώτης δίκης, εκεί όπου επικρατεί ηρεμία και δικάζει ο δικαστής, ο άνθρωπος δηλαδή, ο οποίος μπορεί να είναι καλός, αλλά μπορεί και όχι. Γι’ αυτό και δηλώνει εχθρός τής εντός εισαγωγικών ηρεμίας και επισημαίνει πως «όταν περιμένεις το αποτέλεσμα χωρίς αγωνία, να περιμένεις τα αντίθετα». Γι’ αυτό εμφατικά υπογραμμίζει ότι οι δικαστές πρέπει, όπως και ο νόμος ορίζει, να δικάζουν συνεπικουρούμενοι από τον λαό στο όνομα του οποίου εντέλει απονέμεται η δικαιοσύνη –γι’ αυτό οι δίκες απαιτείται να διεξάγονται με ανοικτές θύρες– και εδώ ως παράδειγμα μας παρουσιάζει τη δεύτερη δίκη και το αποτέλεσμα αυτής.

Και όλα αυτά σε ένα βιβλίο που διαβάζεται αβίαστα, όπου ο αφηγητής κρατά σχεδόν πάντα απόσταση από τα γεγονότα, καταγράφοντάς τα με έναν σχεδόν δημοσιογραφικό τόνο, καθώς προσπαθεί να ρίξει φως σε κάθε πτυχή της υπόθεσης, δίχως να καταφεύγει σε έντονες δραματικές κορυφώσεις, παρά τα όσα δραματικά γεγονότα συμβαίνουν, μη διστάζοντας ωστόσο να γίνει ήπια συγκινητικός σε αρκετά σημεία της αφήγησης.

Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε στο πώς ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο, όχι ασφαλώς για καθέναν από τους χαρακτήρες, παρά μόνο για τους εκπροσώπους της τρίτης γενιάς, μιας και αυτοί αντιπροσωπεύουν το μέλλον. Ιδωμένο από αυτή την οπτική, το βιβλίο μοιάζει ενδεχομένως να απέχει από το να χαρακτηριστεί αισιόδοξο.

Από τη μία, στην οικογένεια Μίχου, ο Τηλέμαχος όχι μόνο συνεχίζει να υπάρχει, αλλά διοικεί πλέον και την οικογενειακή επιχείρηση, αν και το κατά πόσο αυτή θα συνεχίσει να ακμάζει οικονομικά ή, όπως προφητεύει κάπου στα μέσα του βιβλίου ο συγγραφέας, θα καταρρεύσει, μιας και «Δύσκολα κρατά ο πλούτος σε τρίτη γενιά», δεν το ξέρουμε. Σίγουρα όμως όσο κι αν διαρκέσει η διοίκησή του, μοιάζει ότι θα είναι πιο σκληρή και πιο απάνθρωπη από ό,τι ήταν πριν, όταν η επιχείρηση ήταν στα χέρια της προηγούμενης γενιάς.

Όσο για την οικογένεια Νίκα, μπορεί να αποδόθηκε δικαιοσύνη για τη Δανάη, αλλά αυτή πλέον είναι νεκρή, ενώ τα άλλα δύο παιδιά του Νίκου Νίκα, αυτά από τη δεύτερη σύζυγό του Ελένη, –στα οποία ο συγγραφέας δε δίνει ονόματα– ο πατέρας τους μοιάζει να χάνει την επαφή μαζί τους όλο και πιο πολύ, και παρά την προσπάθεια που μοιάζει να είναι έτοιμος να καταβάλει για την αποκατάσταση της σχέσης τους, αυτό που ξέρουμε για την ώρα, από τα ελάχιστα στοιχεία που μας δίνονται για αυτά, πως είναι αδιάφορα, ενώ δεν τους προσδίδεται κανένα θετικό χαρακτηριστικό γνώρισμα.

Οπότε τι θα γίνει με την τρίτη γενιά των δύο οικογενειών που έχει απομείνει; Ως γενιά θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη; Και αυτό τι συνεπάγεται, αν το μεγεθύνουμε, και για τη μοίρα της ίδιας της πόλης ή και της χώρας στην οποία κατοικούν; Όλα θα πάνε από το κακό στο χειρότερο; Ίσως ναι, ωστόσο κάπου, κατά τον συγγραφέα, κρύβεται η ελπίδα, μιας και παράλληλα αυτής της τρίτης γενιάς στέκουν οι ποδηλάτες (οι οποίοι ενδεχομένως να μπορούν να ιδωθούν και ως κομμάτι της οικογένειας Νίκα, μιας και η Δανάη, ήταν αναπόσπαστο μέλος τους). Σε κάθε περίπτωση, εκεί φαίνεται να θέλει να στρέψουμε την προσοχή μας ο συγγραφέας, γι’ αυτό και ο τίτλος του βιβλίου είναι αυτός που είναι.

Εκεί ο Λαδάς εναποθέτει τις ελπίδες του για ένα καλύτερο αύριο, κλείνοντάς μας το μάτι και λέγοντας ότι ναι, υπάρχουν ακόμα περιθώρια αισιοδοξίας. Το αν εντέλει αυτές ευδοκιμήσουν ή όχι, όπως πάντα, μόνο το μέλλον θα το δείξει.

Ως τότε μπορούμε να διαβάσουμε και να ξαναδιαβάσουμε αυτό το βιβλίο ή κάποιο από τα υπόλοιπα έργα του Λαδά –από τα ποιητικά ή τα αφηγηματικά του– ή, χωρίς αυτό να αποκλείει τα προηγούμενα, και όπως κατά έναν τρόπο ο συγγραφέας μας προτρέπει, να γίνουμε και εμείς φορείς αυτής της αλλαγής, ακολουθώντας το παράδειγμα των ποδηλατών.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

coverpodilates ekdosis kpsm

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *