ceb3ceb9ceb1 cf84cebfcebd cf83cf85cf81cf84cf8c cf83cf84ceb1 cf84cf81ceafceb1 cf84ceb7cf82 ceb5ceb9cf81ceaecebdceb7cf82 cebaceb1

Ειρήνη Καραγιαννίδου, Συρτός στα τρία, εκδόσεις Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2023.

Έξι χρόνια μετά το Παραθαλάσσιο οικόπεδο η Ειρήνη Καραγιαννίδου έρχεται με αυτό το τρίτο βιβλίο της, με αυτόν τον Συρτό στα τρία, να κάνει το βήμα εκείνης της μετάβασης από την ενικότητα του ποιητικού Εγώ ‒διακριτή στο Οικόπεδο‒ στην πολλαπλότητα της γλώσσας και του κόσμου. Και το πετυχαίνει, βάζοντας από τη μια συνομιλητή της το δημοτικό τραγούδι, την ανοιχτότητα της προφορικής λαϊκής παράδοσης, με το γλωσσικό και συναισθηματικό, ή και κοινωνικό ακόμη φορτίο που κουβαλάει, και από την άλλη, μέσω αυτής της παράδοσης, φέρνοντας τον λόγο της στη συνθήκη ενός, επίσης ανοιχτού, κυκλικού χορού που έρχεται από την αρχαιότητα και που χορεύεται από άνδρες και γυναίκες. Ενός συρτού χορού, που όσο μπορεί να φαίνεται πειθαρχημένος σε βήματα, άλλο τόσο δίνει ελευθερία στις κινήσεις· που πίσω απ’ την απλότητα και τη λιτότητά του ‒τα λεγόμενα δωρικά του στοιχεία‒, κρύβει την ένταση και το πολύπλοκο των αισθημάτων.

Έτσι, με τον τρόπο αυτό, τα βασικά χαρακτηριστικά τής ποίησής της: η αμεσότητα του λόγου, η ειρωνεία, ο σαρκασμός, η αυτοαναίρεση, η υπονόμευση των στερεοτύπων που φτάνει ενίοτε στα όρια ενός λυρικού κυνισμού, χωρίς να εκπίπτουν, χωρίς να χάνουν τίποτε από τη δύναμή τους, ανοίγονται πλέον σε έναν ευρύτερο, πιο απλωμένο χώρο, σε ένα χοροστάσι, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, για να ταιριάξουμε, τη λέξη.

Τι είναι όμως ο «Συρτός στα τρία»; Είναι τρία βήματα μπροστά και δύο πίσω, έτσι ώστε να μπορεί ο χορευτής-ποιητής και να κινεί προς τα εμπρός τον χορό-λόγο, και με τα βήματα προς τα πίσω να αποστασιοποιείται από αυτόν, διευρύνοντας και εποπτεύοντας το στοχαστικό του πεδίο.

Το βιβλίο ξεκινά με ένα ποίημα που έχει τίτλο «Εξόδιο», κάτι που θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί και ποιητικός τρόπος, το τέλος δηλαδή ως αρχή ή ως μια ανάποδη ανάγνωση από πίσω προς τα εμπρός. Πιστεύω, ωστόσο, πως ο πραγματικός στόχος του είναι να μας προϊδεάσει για το ότι αυτό που θα ακολουθήσει θα προσιδιάζει με κάποιου είδους «έξοδο» (αρκεί να φέρουμε στον νου την «Έξοδο» του Χορού στο αρχαίο δράμα), θα είναι δηλαδή το τελευταίο μέρος ενός συντελεσμένου γεγονότος. Ενός γεγονότος το οποίο έχει διαδραματιστεί με όρους μνήμης μη-μνήμης και στον ενδιάμεσο τόπο μεταξύ συγκαταβάσεων και αρνήσεων, επιθυμιών και ματαιώσεων, πίστης και διάψευσης, σε αυτό το ανάμεσα, εντέλει, όπου πηγαινοέρχεται συγχυσμένη η ανθρώπινη ύπαρξη.

Οι επιλεγμένοι από το ελληνικό δημοτικό τραγούδι στίχοι, είτε ενταγμένοι στη ροή, είτε τοποθετημένοι παρενθετικά κάτω απ’ τον τίτλο κάθε ποιήματος, εν είδει αποφθεγματικής φράσης και δεύτερου τίτλου, ενώ μπορεί να εκληφθούν και ως καταγωγικές απηχήσεις, θεωρώ πως στην ουσία λειτουργούν ως κάποιου είδους σημειολογικές σηματοδοτήσεις, κάποιου είδους κώδικες επικοινωνίας με το περιεχόμενο του ποιήματος. Το στέρεο έδαφος της παράδοσης ανασκαμμένο ‒επειδή αυτό ακριβώς κάνει η Καραγιαννίδου: ανασκάπτει και φέρνει στην επιφάνεια γλωσσικά ακούσματα και σημεία του παρελθόντος, συναιρώντας τα στον παρόντα ποιητικό χρόνο με ό,τι αποτελεί τη ζώσα ποιητική πραγματικότητά της· το έδαφος λοιπόν της παράδοσης γίνεται το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται αυτό που η ίδια ονομάζει «πόλεμο των λέξεων», μια διόλου αναίμακτη μάχη, όπου οι έξω λέξεις παλεύουν, όπως γράφει, να εκπορθήσουν τις έγκλειστες. Βέβαια, η λέξη «εκπορθώ» εμπεριέχει την έννοια της άλωσης, όμως αυτό δεν είναι η ποίηση; Η άλωση των λέξεων από λέξεις;

Παραθέτω το ποίημα «Μαυροθαλασσίτισσα», για να γίνει πιο ξεκάθαρο αυτό που εννοώ: σχέση με την παράδοση. Το οποίο ποίημα, αν εξαιρέσουμε την απουσία του δεκαπεντασύλλαβου, δεν διαφέρει και τόσο πολύ ως προς τη θεματική, την αφηγηματικότητα και τη διαχείριση της δραματικής έντασης, από μια παραλογή:

Μαυροθαλασσίτισσα

(Ήλιε μου πώς εβιάστηκες να πας να βασιλέψεις)

Άμα ο ήλιος κατεβεί καθώς βυθίζεται ώς κάτω
τη Γραμβούσα αφήνοντας στο γλυκό σκοτάδι
και πηγαίνοντας, ποιος θα ’ξερε για πού,
ένα μίλι κύμα, όχι παραπάνω,
στην καλύβα μένει του ανδρός της
η μάνα του Βασίλη, μαύρη σιλουέτα.

(Πρόσφατα φερμένος με καΐκι
Τόσο αθόρυβα που λίγο έλειψε να μην το
αντιληφθεί)

Μ’ έναν σπάγκο απ’ τον λαιμό περνάει το κοχύλι
σαν να ’τανε αγκίστρι σε μικρούλα πετονιά
τα καλοκαίρια όπως ψαρεύανε στον μώλο,
στο στήθος το μισόγυμνο
γιορτάζει την καλή ψαριά.
Στην καλύβα μένει του ανδρός της
η μάνα του Βασίλη μένει μαύρη σιλουέτα
μαύρη μάνα του Βασίλη.

Τα βρεγμένα σπίρτα ανάβει. (σελ. 19)

Και ασφαλώς, διαβάζοντας τους στίχους αυτούς, μας έρχεται αντίλαλος το κρητικό παραδοσιακό τραγούδι «Στης Γραμβούσας το ακρωτήρι», ένα τραγούδι που ξεκινά ως γλέντι και τελειώνει ως θρήνος, όπως περίπου αρχίζει και τελειώνει η ζωή.

Ας ξεφύγουμε όμως από το γενικό πλαίσιο και ας δούμε τα ίδια τα ποιήματα μέσα απ’ τους τρόπους της δημιουργίας τους. Η Καραγιαννίδου δομεί το ποιητικό της σύμπαν σαν μια σειρά απευθύνσεων προς ένα πρόσωπο που άλλοτε είναι «εσύ» και άλλοτε «αυτός ή αυτή», που άλλοτε ως ήρωας γνωρίζει «πως κατά βάθος δεν ειν’ της Θέτιδας μα της Βασιλικής ο γιός», άλλοτε ως «γύφτος πετάει το σκεπάρνι και τα κλαρίνα πιάνει», και άλλοτε ως «κόρη, καλοκόρη στους άδειους τενεκέδες καίει τις λύπες της», ενώ το δημιουργικό «εγώ», λειτουργώντας ως η κυρίαρχη αφηγηματική φωνή, είναι αυτό που «πλέκει και πλέκει ένα πουλόβερ μάλλινο για κάθε ιστορία».

Και αυτές οι ιστορίες, φαινομενικά των άλλων, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από τον αγώνα του ποιητικού υποκειμένου να ανοίξει τον δικό του χώρο, για να χωρέσει τον κόσμο που το περιβάλλει, τη γλώσσα που το ιστορεί. Δεν είναι δηλαδή παρά η αυτο-παρατήρηση και αυτο-ιστόρησή του. Επειδή τίποτε δεν μπορεί να είναι έξω, αν δεν εγγράφεται και στο έσω του όντος, επειδή καμιά αλήθεια του έξω δεν μπορεί να δει ο ποιητής, χωρίς να την προβάλει και ως πάσχουσα αλήθεια εντός του. Και αυτά είναι τα δύο βήματα πίσω τού συρτού χορού: το άνοιγμα χώρου για το κοίταγμα προς τα έξω κι ο αναστοχασμός τού έξω ως εσωτερική πια εμπειρία. «Κι αν πας δυο βήματα πιο πίσω / καταλαβαίνεις πιο σωστά αυτό που βλέπεις», γράφει η Καραγιαννίδου στο «Νταλί σεσημασμένος», μεταφέροντας την αντίληψη της εικόνας του κόσμου στις διαστάσεις ενός ζωγραφικού καμβά.

Η ποίηση της Καραγιαννίδου υφαίνεται στο αδράχτι των αντιφάσεων που συνθέτουν και κανοναρχούν, θα μπορούσα να πω, τη ζωή κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Και αυτές τις αντιφάσεις, ή μάλλον τη συνθήκη της συνύπαρξής τους ‒συνύπαρξης που συνίσταται στην αδυναμία μιας έννοιας να υπάρξει αν δεν υπάρχει το αντίθετό της‒, αυτές τις αντιφάσεις επιδιώκει η ποιήτρια να δει, να εννοήσει και να περιγράψει: τη διάψευση, που είναι η πίσω όψη της ελπίδας, την άρνηση, που είναι η συνοδοιπόρος της πίστης στον δρόμο προς τον ίδιο προορισμό, την ψευδαίσθηση, που ακκίζεται παρέα με την αλήθεια στον ίδιο παραμορφωτικό καθρέφτη. Και το επιδιώκει με μια γλώσσα άμεση, που και αυτή μιλάει τις δικές της αλήθειες και ψευδαισθήσεις, τις δικές της ελπίδες και διαψεύσεις, τις δικές της ακυρωμένες βεβαιότητες· με μια γλώσσα που εκθέτει τις δικές της αντιφάσεις, τα δικά της αντικρουόμενα αισθήματα και που κυρίως μιλάει για τις απώλειες, για όλες και για κάθε είδους απώλεια, επειδή κάθε απώλεια τη θεωρεί δική της· και εκείνου που:

επιτέλους χωρίς θόρυβο
θυμάται φράσεις που σωπάσαν ξαφνικά,
αρχίζοντας τα ίδια απ’ την αρχή
χωρίς ειρμό και δίχως τέλος,
μα ως εκ τούτου ευχαριστημένος είναι που βαδίζει σε λευκό,
όπως βαδίζει ο ποιητής
κρύβοντας το πνευμόνι του
κάτω από τα χαρτιά του

και εκείνης του λιγνού κοριτσιού που:
πουτάνα στη Λαμία αφού τελειώσει αναπολεί
τα βογκητά της στον καθρέφτη, το τρίξιμο
των ξύλων της παλιάς μικρής μασίνας, στάχτες στη φλοκάτη
στο σπίτι του χωριού
Λιγνό κορίτσι με μαλλιά λυτά στους ώμους
[…]
τουρίστρια στην Πάρο
με μπλοκ σημειώσεων
κι ένα μπλε στυλό διαρκείας
που πάντα λάθος καταλαβαίνει των άλλων τη σιωπή.

Και ακόμη: Η Ειρήνη Καραγιαννίδου καταφέρνει να κάνει ποίηση, θέτοντας εν αμφιβόλω το υποστασιακό τής ποίησης στοιχείο: τη μνήμη. Στη θέση της ανακαλεί την παράδοση. Αυτή είναι η μνήμη των ποιημάτων, αυτή κουβαλά στους ώμους της τον χρόνο, όχι μονάχα τον παλιό μα και τον τώρα, αυτή είναι η μνήμη και ο χρόνος των ζωντανών, ένας συρτός χορός που επιβιώνει δεκάδες αιώνες τώρα, τρία βήματα εμπρός για να ζήσεις τη ζωή, δυο βήματα πίσω για να την δεῖς και να την ονομάσεις. Γιατί την άλλη μνήμη, τον άλλο χρόνο, αὐτά τα τάχα άφθαρτα κι αιώνια, τα παίρνει μαζί του ο καθείς στην έξοδό του:

Φαντάσου η μνήμη
να μην είναι όπως λένε
άφθαρτη κι αιώνια.
Να κουράζεται να ταξιδεύει,
αργά αλλά σταθερά να φυλλορροεί κι αυτή.

Όλη, εκτός από εκείνη που πρόλαβε να πάρει ο νεκρός μαζί του.

Κι αν το βιβλίο ανοίγει μ’ ένα εξόδιο, κλείνει με το μπαϊράκι που ανεμίζουν τα ονόματα εκείνων που ξεχάστηκαν. Και κλείνει ακόμη με υστερόγραφό του τον μακαρισμό των νοημόνων, τον μακαρισμό των ονειροπόλων, κυρίως όμως με τον μακαρισμό των αναλφάβητων που δεν σκαμπάζουν γρυ από νι και σίγμα.

Θα σταματήσω εδώ σημειώνοντας ότι: ένα βιβλίο που ξεκινά με τις λέξεις «αντιπαθώ θανάσιμα κάθε λογής μνημόσυνα», ένα βιβλίο που αποποιείται τις συγκαταβάσεις, ένα βιβλίο που έχει τη διάθεση να γλεντά τις λύπες τσέρκι στη λεωφόρο, ένα βιβλίο που έχει την εντιμότητα να ομολογεί την ίδια τη ματαιότητά του, γιατί ό,τι πίστεψε ο ποιητής / η ποιήτρια για την ποίηση έχει ματαιωθεί, και να επιμένει ωστόσο στο μάταιό του, αυτό το βιβλίο, αυτή η ποίηση πιστεύω ότι αξίζει να προσεχτεί, αξίζει να διαβαστεί:

Κάποτε πίστεψε
πως ήτανε μια παλιγγενεσία η ποίηση
κι ο ποιητής σημαία της επανάστασης
που ανέμιζε μιαν άρνηση θανάτου
Τώρα που στα σαράντα της
κουτσαίνει απ’ το ’να μάτι — Λέει
το πάλεψε φιλότιμα.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Artwork: ©Rin Mizuho με ΑΙ (σχόλιο στον Θ. Αγγελόπουλο). Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

syrtos

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *