ceb3ceb9ceb1 cf84cebfcebd ceb8cf85cf81cf89cf81cf8c cf84cf89cebd ceb7cebcceb5cf81cf8ecebd cf84ceb7cf82 ceb5cf85cf84cf85cf87ceaf

Οικουμένη σε ασφυξία

Διαβάζοντας το ποιητικό βιβλίο της Ευτυχίας Λουκίδου, Ο θυρωρός των ημερών, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2022 από τις εκδόσεις Κέδρος, μπαίνουμε σε ένα σύμπαν όπου η ποιήτρια μιλάει για τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου και τα διλήμματα που τον διέπουν. Πρόκειται για το όγδοο ποιητικό βιβλίο της Λουκίδου, της οποίας η γραφή υποβάλλει από την πρώτη στιγμή συναισθηματικά τον αναγνώστη, μέσω των έντονων εικόνων που χρησιμοποιεί.

Η ποιήτρια αντικρίζει τον κόσμο σαν έναν λαβύρινθο που στενεύει, όπου επικρατεί σιωπή κι ακινησία. Η υπαρξιακή της αγωνία ψάχνει τρόπο διαφυγής από την οδύνη, αν και γνωρίζει πως τίποτα δεν ξεφεύγει από τη δύναμη της κατάρρευσης. Άλλωστε καμία ήττα δεν αποσιωπάται κι αυτή η επίγνωση αρκεί για ολόκληρη τη ζωή.

«Κανένα συμβάν δεν ναυαγεί τόσο εκθαμβωτικά/ όσο η στιγμή που ο ύστατος σφυγμός/ πλησιάζει στο παράθυρο/ και διαιρεί τη μέρα σε μικρούς γκρεμούς…»

Τα ποιήματα στον Θυρωρό των ημερών έχουν  έντονα στοιχεία αφήγησης. Ξεδιπλώνονται σαν μικρές ιστορίες,  που δημιουργούν διάδραση με τον αναγνώστη, καθώς ψηλαφούν τον καθημερινό, αδυσώπητο κόσμο με μια φιλοσοφική ματιά κι ενσυναίσθηση. Έτσι ο έρωτας γίνεται μια ανελέητη κατακραυγή, ο εαυτός διαψεύδεται συνεχώς, κάθε εγρήγορση παγιδεύεται στην αμφιβολία και ό, τι αναπνέει, βάλλεται.

«Μόναχο- Σαλονίκη- Αθήνα- Βόλος- Λεμεσός/ μια οικουμένη σύσσωμη σε ασφυξία» γράφει.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, είναι φανερό το υπαρξιακό κενό, τα αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου, το δυστοπικό σύμπαν, στο οποίο η καθημερινή επικοινωνία περιορίζεται, όπως και κάθε μορφή ελευθερίας. Το γεγονός της θνητότητας απασχολεί έντονα την ποιήτρια, το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στη ζωτικότητα και στο σκοτάδι του θανάτου. Στέκεται λοιπόν σαν να περιφρουρεί την απόσταση που χωρίζει τις αντιθέσεις τους, μια θυρωρός των ημερών, που αναμετριέται μαζί τους, μέσα στην αδιαφανή ανθρωπογεωγραφία της εποχής και τις απειλές που τη διέπουν.

Όμως οι σκληρές διαπιστώσεις της δεν την εμποδίζουν να αναζητά στις λέξεις, το άγγιγμα που σώζει. Το ποίημα είναι ακριβώς αυτή η δυνατότητα, μια λύση που εναντιώνεται στον θάνατο, στον χρόνο που αθετεί την υπόσχεσή του.

«Ο πρώτος θάνατος συμβαίνει μες στη γλώσσα» διαπιστώνει, μέσα σε μια περιοχή ενδιάμεση που βρίσκεται ανάμεσα στην ιδέα και στο κείμενο. Ο θάνατος απασχολεί την Λουκίδου, η θεατρική του φυσικότητα, η λάμψη και η ριπή του, αλλά κι η αιωνιότητα που συνεχώς ψεύδεται.

«Μη μας μνημονεύετε τα ψυχοσάββατα/ παράγγελναν οι τόποι/ μη μας

μνημονεύετε/ τέφρα αναρριχάται στις φωνές/ και σε αλωνάκι υδάτινο/

φοβάται ο θάνατος τον τρόμο…»

Αλλά τι μπορεί κάποιος να πει στους νεκρούς; Πώς να συνομιλήσει μαζί τους; Πώς συγκολλούνται ένα ένα τα σπασμένα; Πώς ησυχάζει το σκοτάδι όταν αλέθει τη σκόνη παλιών βημάτων; Όλα αυτά ενδιαφέρουν την ποιήτρια, που μέσα από τους στίχους της ενεργοποιώντας παλιές μνήμες, συνομιλεί με άλλους ποιητές, όπως η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, η Σύλβια Πλαθ, ο Τσελάν, ο Ασλάνογλου, ο Άσμπερι.  Εστιάζοντας στο κέντρο του βιώματος, η Λουκίδου ψάχνει απαντήσεις. Η ποίησή της δεν εξαντλείται σε επίπεδο αυτοβιογραφικό αλλά  ανοίγεται σε πεδία συλλογικού προβληματισμού, όπως η γλώσσα, η εποχή μετά την πανδημία, ο θάνατος, η ανθρώπινη επαφή.

Η γλώσσα, το εύρος της, οι μίμοι, οι μορφασμοί, ο τρόπος που απογυμνώνονται λεκτικά τα πράγματα γύρω μας, οι μεταμφιέσεις πίσω από κάθε λέξη, γίνονται ο καμβάς για το δεύτερο μέρος του ποιητικού της βιβλίου. Οι ποιητές, ερημίτες και μοναχικοί, ακούν μικρά σπασίματα γυαλιών, επινοούν διαφυγές, ώστε η γλώσσα να μην πλήττει. Αποχαιρετούν καθετί εύκολο και δε διστάζουν μπροστά στα επικίνδυνα σημεία της.

«Η ρυθμική της γλώσσας μόλις ξεκίνησε ν΄ απλώνεται απ΄ το σαλόνι στα

δωμάτια. Πιο μεταδοτική από κάθε πανδημία» αναφέρει.

Η Σιμόν Βέιλ γράφει ότι «δεν υπάρχουν άλλα όρια στο θέλημά μας, εκτός από την αναγκαιότητα της ύλης και την ύπαρξη των άλλων ανθρώπων γύρω μας. Κάθε φανταστική διεύρυνση αυτών των ορίων είναι απολαυστική, κι επομένως, υπάρχει απόλαυση σε καθετί που μας κάνει να ξεχνάμε την πραγματικότητα των εμποδίων». Κι η ποίηση επιχειρεί αυτό, την έκφραση κόντρα στο κακό, την εξύψωση της ομορφιάς κόντρα στην απόγνωση, στα οποία βρίσκεται η ψυχή, μέσα «στον στροβιλισμό της αιωνιότητας που ψεύδεται ασύστολα και προσποιείται τη στήριξη και τη διάρκειά της».

Η καθαρότητα της γραφής της συνοδεύεται από μια φιλοσοφική σκέψη, που ξετυλίγεται από ποίημα σε ποίημα. Έτσι το βιβλίο λειτουργεί συνολικά σαν μια εσωτερική περιπλάνηση. Γίνεται μια συνομιλία που υπαινίσσεται ό, τι αδυνατεί να ερμηνεύσει.

Η γραφή της, είναι καθαρή, πυκνή και ζωτική. Oι εικόνες της ρέουν, εναλλάσσονται, παραμονεύουν, τολμούν. Κάποιες φράσεις λειτουργούν σαν αφορισμοί, προσφέροντας στον αναγνώστη, το ερέθισμα της συνειρμικής ελευθερίας, που εξάπτει τη φαντασία και δεν καθηλώνει σε μια συμβατική ανάγνωση.

Τέλος, αν η γραφή λειτουργεί σαν ένα πεδίο αποτύπωσης γόνιμου προβληματισμού, σαν έναν τόπο όπου δοκιμάζονται τα πάντα, όπου ακόμη κι η ίδια η γλώσσα επαναστατεί , η Ευτυχία Λουκίδου επιλέγει να σταθεί στον πυρήνα της, οικοδομώντας μια σύγχρονη ατμόσφαιρα παρακμής, όπου όλα αίρονται ή τελούν υπό καθεστώς αμφισβήτησης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *