ceb3ceb9ceb1 cf84ceb7 cf87ceb1cebcceb7cebbcf8ccf86cf89cebdceb7 cf84cf8ccebbcebcceb7 cf83cf85cebbcebbcebfceb3ceb9cebacf8c cead

Ασπασία Γκιόκα /Ζωή Κατσιαμπούρα/ Τασούλα Καραγεωργίου/ Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη/ Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου/ Ανθούλα Δανιήλ, Η χαμηλόφωνη τόλμη. Ελένη Σ. Λάμαρη, Μαρία Πολυδούρη, Αιμιλία Δάφνη, Μυρτιώτισσα, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου. Έξι λυρικές ποιήτριες του εικοστού αιώνα, Νίκας, Αθήνα 2023. 

 

Η πρόσφατη κυκλοφορία ενός βιβλίου που συνδυάζει τη μελέτη με την ποίηση, της ανθολογίας με τίτλο Η χαμηλόφωνη τόλμη, η οποία περιλαμβάνει έξι φιλολογικά κείμενα που συνέγραψαν ισάριθμες σύγχρονες λογοτέχνιδες για έξι λυρικές ποιήτριες του 20ού αιώνα, συνοδευόμενα από μια ανθολόγηση ποιημάτων τους, θέτει εκ νέου και με άκρα ευθύτητα το ζήτημα της ανάγκης για τη συνύπαρξη των λογοτεχνών, των μελετητών, των συγγραφέων κάτω από τη σκέπη ενός βιβλίου. Συνύπαρξη πολλαπλώς ευεργετική όχι μόνο για τους συμμετέχοντες, από τη στιγμή που αυτοί ωθούνται και προσέρχονται μέσα σε ένα συνεργατικό, συν-γραφικό πλαίσιο, όσο και για τους αποδέκτες που έχουν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με ένα πολλαπλό, ένα πολύπτυχο έργο που παρουσιάζει τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά ενός άλμπουμ, μιας περιήγησης σε πρόσωπα και κείμενα του καιρού και του τόπου. Πρόκειται, λοιπόν, για τις σύγχρονες συγγραφείς Ασπασία Γκιόκα, Ζωή Κατσιαμπούρα, Τασούλα Καραγεωργίου, Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη, Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου και Ανθούλα Δανιήλ, που ανέλαβαν την παρουσίαση της ζωής και του έργου έξι λυρικών ποιητριών που έζησαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και σχημάτισαν με το έργο τους μια γραμμή και μια συνέχεια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ως προς τη διαμόρφωση και την εξέλιξή της. Ελένη Σ. Λάμαρη, Μαρία Πολυδούρη, Αιμιλία Δάφνη, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη και Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου είναι οι ποιήτριες εκείνες που επελέγησαν για να αποδειχθεί, μέσα από την παρουσίαση της εργοβιογραφίας και μέρους της ποίησής τους, αυτό ακριβώς που ο τίτλος του βιβλίου δηλώνει, η τόλμη και η τολμηρότητά τους, όπως αυτή εκφράστηκε στις ποιητικές τους δημιουργίες οι οποίες εντάχθηκαν και εξακολουθούν να εντάσσονται στην περιοχή της χαμηλόφωνης ποίησης, της στιχουργίας που επιδιώκει και θέλει να υιοθετήσει έναν χαμηλό τόνο, μια διακριτική έκφραση χωρίς εξάρσεις και μεγαληγορίες. Η φράση του τίτλου, όμως, μπορεί να μην αναφέρεται μονάχα στις ποιήτριες, αλλά να χαρακτηρίζει και την ίδια τη στάση των μελετητριών και ανθολόγων απέναντι στο υλικό τους, την πρόθεσή τους δηλαδή να τολμήσουν, χωρίς εξάρσεις και εμφατικές διατυπώσεις, αλλά με άκρα ευαισθησία και σεβασμό, την παρουσίαση των καλλιτέχνιδων αυτών, οι περισσότερες από τις οποίες, με εξαίρεση την Πολυδούρη, ίσως και τη Μυρτιώτισσα, παρέμειναν στο ημίφως και το περιθώριο του ελληνικού λογοτεχνικού γίγνεσθαι. Το βιβλίο, λοιπόν, αυτό, έτσι όπως σχηματοποιήθηκε, προσφέρεται για μια σειρά από παρατηρήσεις και υποθέσεις που αφορούν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον τμήμα της νεοελληνικής ποιητικής παραγωγής, αυτό που θα όριζε κανείς ως γυναικεία λυρική ποίηση και που τόσες συζητήσεις έχει εγείρει τελευταία λόγω και της εκτεταμένης επίδοσης πολλών γυναικών στην ποίηση, ιδιαίτερα μετά το γύρισμα του αιώνα.

Το πρώτο που θα είχε να επισημάνει κανείς, θεωρώντας τις συγκεκριμένες ποιήτριες ενδεικτικούς σταθμούς της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα, είναι πως αυτές, έτσι όπως παρουσιάζονται μέσα από τη ζωή, τη δράση και το έργο τους, διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε δε θα ήταν υπερβολή να ισχυρισθεί κανείς ότι η σχετική με το ομοιόμορφο και το ομοιότροπο της ποιητικής μορφής και της ποιητικής παραγωγής των γυναικών που έζησαν τον 20ό αιώνα και έδωσαν το έργο τους γύρω ή μέσα στον Μεσοπόλεμο, θα πρέπει τουλάχιστον να τεθεί και πάλι υπό συζήτηση. Βεβαίως, τα σημεία σύγκλισης, οι κοινοί τόποι και τρόποι δε λείπουν, ίσα ίσα μάλιστα που μπορούν να εντοπιστούν σε μια σειρά από πυρήνες που αφορούν το περιεχόμενο, τη μορφή, το κλίμα και την ατμόσφαιρα των ποιημάτων. Αν όμως υπεισέλθει κανείς βαθύτερα και θελήσει να αντικρίσει την ποίηση και την ποιητική καθεμιάς από τις δημιουργούς υπό το πρίσμα ενός σώματος εν εξελίξει θα διαπιστώσει, πράγματι, ότι η εξέλιξη και η πορεία αυτή πραγματοποιήθηκε με όρους διαφοροποιημένους κατά περίπτωση, ανάλογα με την εποχή και με τις ιδιαίτερες επιλογές και κλίσεις κάθε ποιήτριας. Από αυτήν την άποψη, θα ήταν πιο δίκαιο ίσως να μιλήσει κανείς για ένα κοινό προσωπείο, τεχνουργημένο από μια σειρά χαρακτηριστικών που έρχονται σε πρώτο πλάνο και γίνονται αντιληπτά με την πρώτη ματιά, κάτω από το οποίο όμως ενυπάρχουν τα πρόσωπα των ποιητριών, η ιδιαίτερη ποιητική τους φυσιογνωμία που είναι και φορέας μιας διαφορετικής, κατά περίπτωση, θερμοκρασίας.

Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με τη χρήση και τη λειτουργία του επιθέτου «λυρικός». Η συζήτηση που μπορεί να ανοίξει με κέντρο και πυρήνα τη συγκεκριμένη έννοια είναι ανεξάντλητη και, για να είναι κανείς πλήρης και ακριβής, θα πρέπει να ξεκινήσει από την πρώτη εμφάνισή της στην αρχαιότητα, όταν η λέξη χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει την ποίηση που τραγουδιόταν με τη συνοδεία της λύρας. Η διαδρομή της βεβαίως μέσα στον χρόνο και μέσα στους αιώνες μετέβαλε σημαντικά την πρώτη αυτή σημασία και, έτσι, στη σύγχρονη εποχή, λυρική μπορεί να θεωρηθεί η ποίηση που εκφράζει προσωπικές κυρίως αλήθειες, εμπειρίες και αισθήματα, που ρέπει προς το τραγούδι και είναι φορέας μιας ευαισθησίας που άλλοτε αναδύεται στην επιφάνεια και άλλοτε μένει να κινείται και να λειτουργεί υπόγεια. Στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί πράγματι κανείς να επισημάνει την ένταξη των έξι ποιητριών στην περιοχή του λυρισμού πάνω κυρίως στη βάση μιας ποιητικής έκφρασης που μορφοποιείται με οδηγό τη βαθιά επιθυμία, που καθίσταται σχεδόν ανάγκη, να κατακυρωθεί, σχεδόν να αποκτηθεί η ταυτότητα και, γενικά, η οντότητα μέσα και μέσω της ποίησης. Θα μπορούσε να δει κανείς εδώ τη λειτουργία της τέχνης του στίχου ως καταφυγίου, όπως τη θέλησε και ο Καρυωτάκης, ως μιας λύσης ανάγκης, ως μιας περιοχής, στην άκρη της ζωής, που προσφέρεται για να αποτελέσει μια κατάκτηση και ένα κέρδος μαζί, μια υπέρβαση και μια νίκη του ανθρώπου που αντικρίζει τη δημιουργία με τους όρους μιας πρωτόγνωρης, ξεκάθαρα ερωτικής επαφής. Εδώ ακριβώς μπορεί να εντοπιστεί και μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πτυχή της ποίησης των έξι. Ενώ δηλαδή πολλά από τα ποιήματά τους εκκινούν και αφορμώνται από τον έρωτα, στοιχείο που ενισχύει τη λυρικότητά τους, στην πραγματικότητα ο έρωτας ως κέντρισμα και αφορμή εντάσσεται κάτω από τη σκέπη του ερωτισμού που αναπτύσσουν οι λογοτέχνιδες με την ίδια τους την τέχνη. Αυτή ίσως είναι και η βαθύτερη αλήθεια της λυρικής ποιητικής έκφρασης, η στενή της συνάφεια και σχέση με τη έλξη του δημιουργικού νου προς την ιδέα και την πράξη της στιχουργίας και, ευρύτερα, της τέχνης. Έτσι, ενώ σε εξωτερικό, επιδερμικό επίπεδο ο λυρισμός προκύπτει κυρίως από τη μετρικορυθμική πλευρά των ποιημάτων, στο εσωτερικό απορρέει από αυτήν την ακαθόριστη, απροσδιόριστη αίσθηση ότι ανάμεσα στον δημιουργό και την ποίηση εξυφαίνεται μια μυστική συμφωνία ένωσης και παντοτινής συνύπαρξης.

Το τρίτο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθεί ο αναγνώστης στο μέτρο και στον βαθμό που οδηγεί σε μια μερική ανατροπή της πάγιας και παγιωμένης εντύπωση σχετικά με την εγγύτητα της στιχουργίας των ποιητριών αυτών στην ποίηση και στην ποιητική του Καρυωτάκη, έχει να κάνει με ένα άλλο ποιητικό κέντρο, με το οποίο φαίνεται ότι ανέπτυξαν μια σχέση ιδιαίτερα γόνιμη και ενδιαφέρουσα. Πρόκειται για τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος φάνηκε προς άσκησε άλλοτε μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη επίδραση στο έργο, την τεχνοτροπία και την ποιητική συγκρότηση των ποιητριών, παρατήρηση που προσλαμβάνει και άλλες προεκτάσεις καθώς δεν περιορίζεται μόνο στο διαφαινόμενο άνοιγμα του Παλαμά στις γυναίκες ποιήτριες του καιρού και του τόπου, αλλά και στην εγγύτητα της ποίησης που εξετάζεται με το παλαμικό ποιητικό σύμπαν, με την παλαμική στιχουργία που φαίνεται να προσελκύει όχι μόνο πάνω στη βάση του λυρισμού της, της χειμαρρώδους έκφρασης, της πληθωρικότητάς της, αλλά και της προοπτικής της να αποτελέσει μια πρόταση για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Ο Παλαμάς, βεβαίως, κινείται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο και περιβάλλον από τον Καρυωτάκη και εδώ ακριβώς έγκειται το ενδιαφέρον και το αξιοπερίεργο, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο οι ποιήτριες αυτές γεφύρωσαν τις δύο αυτές κατευθύνσεις, την τραγική του Καρυωτάκη, την οραματική και εμπνευσμένη του Παλαμά. Αν ήθελε κανείς να αποπειραθεί μια υπόθεση θα μπορούσε να κάνει λόγο για μια ακροβασία των ποιητριών ανάμεσα στους δύο τρόπους που άλλοτε κλίνει προς τη μια και άλλοτε προς την άλλη πλευρά. Μια γεφύρωση, μια συμφιλίωση και μια σύζευξη που αποδεικνύει πως στα ήσσονα εδάφη της ποιητικής δημιουργίας, της γυναικείας ποιητικής δημιουργίας εν προκειμένω, εναπόκεινται ενδεχομένως οι πλέον ανανεωτικές και απροσδόκητες προτάσεις για τη λογοτεχνική γραφή.

Τα τρία αυτά ζητήματα, όπως εξετάστηκαν, εκβάλλουν από κοινού στο πολυσυζητημένο και άκρως επίκαιρο ζήτημα της γυναικείας ποίησης και του τρόπου με τον οποίο αυτή ορίζεται και λειτουργεί. Το συγκεκριμένο εγχείρημα τοποθετείται ευθύς εξ αρχής ως προς αυτό το θέμα, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά τη γυναικεία ποίηση ως υποείδος του ευρύτερου γένους της ποίησης. Πρόκειται για μια άκρως ενδιαφέρουσα θέση στο μέτρο και στο βαθμό μάλιστα που αναγνωρίζει τη γυναικεία ποίηση σε βάθος χρόνου, σε διάρκεια και εύρος που ξεπερνά τη συγχρονία όπου εμφανίζεται περισσότερο έντονα η σχετική προβληματική. Η γυναικεία ποίηση είναι μια πραγματικότητα από αρχαιοτάτων χρόνων, συνδεόμενη άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο στενά με το γυναικείο ζήτημα, τη θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, τη σχέση της με το ανθρώπινο γίγνεσθαι. Έχει προσλάβει, μάλιστα, τρεις διαστάσεις ή λειτουργίες που δημιουργούν ένα πολυεπίπεδο πεδίο και σκηνικό. Όταν μελετάται ως γυναικεία ποίηση φαίνεται ότι καλεί σε μια αποτίμηση και έναν προσδιορισμό των στοιχείων που την διακρίνουν ως τέτοια, όταν γράφεται ως γυναικεία ποίηση φαίνεται ότι αποκλίνει, απέχει, απομακρύνεται από το να παρουσιάζεται ως τέτοια. Όταν, τέλος, διαβάζεται ως γυναικεία ποίηση ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στην αναγνώριση της πρόθεσής της να μην περιχαρακώνεται μέσα σε σχήματα κλειστά, μέσα σε ορισμούς που εξαλείφουν τις αποχρώσεις, την ιδιαιτερότητα, τη μοναδικότητα, και στην αποτίμησή της ως εκφοράς μιας συγκεκριμένης ποιητικής φωνής, της γυναικείας, που σφραγίζεται, μεταξύ άλλων, από τη χαμηλόφωνη τόλμη της.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Luigi Ghirri. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

τολμη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *