Άννα Μαρίνα Κατσιγιάννη, Η σχεδία του λόγου. Μελέτες για την κινητικότητα των λογοτεχνικών έργων, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2022.
Πρόκειται για συναγωγή μελετών που πρωτοδημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και σύμμεικτους τόμους σε ένα μεγάλο άνυσμα χρόνου τριών και πλέον δεκαετιών˙ αρθρώνονται σε πέντε ενότητες, με τους τίτλους: «Καλλιτεχνικοί υβριδισμοί – Η συναίρεση των τεχνών»/ Όψεις του λυρισμού – Μούσα πεζόμορφη»/ «Εκλεκτικές συγγένειες»/ «Διαπολιτισμικές σχέσεις. Τόποι της διχοτόμησης και γέφυρες της γραφής»/ «Ιστορική ποιητική: Λογοτεχνία και τρέλα.»
Όπως γίνεται ενδεχομένως φανερό, ακόμη και από τους τίτλους, προνομιακό πεδίο για να πλοηγηθεί η σχεδία του λόγου είναι η ποίηση στις διασταυρώσεις και τους συγχρωτισμούς της κυρίως με τον πεζό λόγο (λ.χ.μούσα πεζόμορφη). Όχι μόνο˙ βρισκόμαστε ενώπιον μιας ποιητικής του μεταιχμίου είτε αφορά είδη, γραφές σε ενδιάμεσους χώρους και χρόνους της εκφοράς, εκλεκτικές συγγένειες και υβριδικότητες, σχέσεις ανάμεσα σε επιστήμες και τέχνες. Η παρούσα συνθήκη στις μελέτες της Κατσιγιάννη διερευνάται αναλογικά μέσα από κοινούς τόπους, δυναμικά μοτίβα σε διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα.
Η κινητικότητα εννοείται, στον παρόντα τόμο, με δύο τρόπους: α) στην κίνηση του ρυθμού, της προσωδίας, του μέτρου (εδώ χρειάζεται να επισημάνω ότι η Κατσιγιάννη και σε διδακτικό αλλά και σε ερευνητικό επίπεδο, ειδικά σε ό,τι αφορά επίβλεψη μεταπτυχιακών εργασιών και διδακτορικών διατριβών, θεραπεύει με συνέπεια και συστηματικότητα το πεδίο της μετρικής που δεν μετρά πλέον παρά ευάριθμους καλλιεργητές) και β) στο γεγονός ότι τα λογοτεχνικά κείμενα ακολουθούν δρομολόγια αναπτύσσοντας ποικίλες ταχύτητες που οφείλονται σε ποικίλους παράγοντες, σε διαφορετικές λόγου χάριν ιστορικοκοινωνικές συνθήκες, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται συνδέσεις οφειλόμενες ακόμη και σε ασύνειδες διεργασίες στο βαθύ πηγάδι του μυαλού.
Τα μελετήματα της Κατσιγιάννη εστιάζουν κυρίως σε κείμενα του 19ου και του 20ού αιώνα και, χωρίς να αρνούνται την ιστορικότητά τους στη μακρά διάρκεια του χρόνου, έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στο παρόν με την εξής έννοια: καταθέτουν την φροντίδα για την βιβλιογραφική ενημέρωση και λαμβάνοντας υπόψη όσα στο μεταξύ προηγήθηκαν προτείνουν αναθεωρητικές αναγνώσεις. Τα εργαλεία για να επιτευχθούν τα παραπάνω είναι πρόσφορα πεδία της συγκριτικής φιλολογίας που εστιάζουν σε σχέσεις ανάμεσα σε κείμενα, ανάμεσα σε διαφορετικά σημασιοδοτικά συστήματα, σε συγχορδίες τεχνών, στο τι και το πώς της εκάστοτε αφήγησης, με άλλα λόγια σε αισθητικά, ποιητολογικά, υφολογικά και ιδεολογικά ερωτήματα.
Έτσι, από την αρχή κιόλας, η πρωταγωνιστική θέση αποδίδεται στον Ανδρέα Εμπειρίκο, ο οποίος έχει απασχολήσει τη συγγραφέα και σε άλλα μελετήματα που δεν περιλαμβάνονται στον τόμο∙ σε εμβληματικά λοιπόν κείμενα του Εμπειρίκου, όπως το «Αμούρ-Αμούρ» και το «Ες-Ες-Ες-Ερ Ρωσσία» προτείνεται η μείξη των τεχνών. Η ίδια οπτική και μεθοδολογία θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ισχύει και για το μελέτημα «Νεοελληνικός Βαγνερισμός» κυρίως για τον γενάρχη Παλαμά αλλά και για τον Βάγκνερ στο πρώιμο αφηγηματικό έργο του Καζαντζάκη. Δίπλα λοιπόν στην αποπομπή της αντίληψης για την αυτάρκεια και την αυτοδυναμία των κειμένων, με αφορμή τα συγκεκριμένα μελετήματα και ειδικά για τον «νεοελληνικό βαγνερισμό», χρειάζεται να πιστωθεί στη συγγραφέα η γραμματολογική –και όχι μόνο η ερμηνευτική ή θεωρητική– εποπτεία του πεδίου με πρωτογενή έρευνα σε περιοδικά κι εφημερίδες προκειμένου να χαρτογραφηθούν οι ιστορικότητες των φαινομένων.
Η κινητικότητα των ποιητικών κειμένων και η κατασκευή της δικής τους σχεδίας λόγου, στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου, με τον εύγλωττο τίτλο «Όψεις του λυρισμού – Μούσα πεζόμορφη» εστιάζει αυτονοήτως σε ποιητικά και πεζόμορφα κείμενα του Παλαμά και του Καβάφη και στις προσωδιακές μεταρρυθμίσεις τους. Εξετάζονται μορφικοί και ειδολογικοί μετασχηματισμοί στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους διασταυρώνονται και συγχρωτίζονται οι κινήσεις με τον γαλλικό συμβολισμό. Θα έλεγα ότι οι μελέτες της ενότητας βρίσκονται σε αγαστή συνοδοιπορία κι έλκουν εν πολλοίς την καταγωγή τους από τη διδακτορική διατριβή της συγγραφέως που υποστηρίχθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (2001), με τίτλο Tο πεζό ποίημα στη νεοελληνική γραμματεία. Γενεαλογία, διαμόρφωση και εξέλιξη του είδους (από τις αρχές ώς το 1930), τ. Α’, τ. Β’ (Επίμετρο), μια ενδελεχή εξέταση του πεζού ποιήματος με ιστορικές ορίζουσες πλήθους κειμένων.
Οι διακειμενικές μεταμορφώσεις και μεταπλάσεις (ή εκλεκτικές συγγένειες, όπως προτιμά να τις ονοματίζει στον τίτλο της ενότητας η Κατσιγιάννη) αναδεικνύουν ως κεντρική μορφή –που άλλωστε έχει απασχολήσει πολλαπλώς τη συγγραφέα– τον Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος τοποθετείται συγκριτικά και συνεξετάζεται άλλοτε με τον Μωρίς ντε Γκερέν ή με τον Πωλ Κλωντέλ και άλλοτε πάλι με τον Κύπριο Νίκο Νικολαϊδη και τον Όσκαρ Ουάιλντ.
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω, αναγκαστικά υπαινικτικά, ότι, καθώς διασταυρώνονται συγγραφείς και κείμενα από διαφορετικές εθνικότητες και διαφορετικά περιβάλλοντα, έρχονται στο φως νέες αναγνώσεις που προκύπτουν ακριβώς από αυτές τις συγγένειες, όπως εμπεριστατωμένα αναλύονται από την συγγραφέα. Το τελευταίο μελέτημα της ενότητας, στο οποίο θα ήθελα να σταθώ, γράφτηκε χρόνια πριν (1999) και αναφέρεται στις μεταπλάσεις ενός «πτητικού» αρχαιοελληνικού μύθου, του Ίκαρου στη νεοελληνική ποίηση. Η Κατσιγιάννη, χωρίς να παραλείπει κρίσιμες αναφορές σε εμβληματικά ευρωπαϊκά κείμενα ή σε εικαστικές, γλυπτικές και κινηματογραφικές αναπλάσεις, προχωρεί σε μια τυπολογία των ρόλων και των λειτουργιών που αναλαμβάνει ο Ίκαρος σε νεοελληνικά ποιητικά κείμενα του 19ου και του 20ού αιώνα. Ένας παρόμοιος χειρισμός, κατά την άποψή μου, απαιτεί όχι μόνο γνώση των κειμένων αλλά και ικανότητα χειρισμού του υλικού τέτοια ώστε να προκύπτει με ευκρίνεια μία πινακοθήκη διαφορετικών Ίκαρων στην πορεία του χρόνου, όπως: α) Ίκαρος του έρωτα β) ο Ίκαρος ως σύμβολο της τεχνολογικής προόδου, αεροναύτης γ) ο Ίκαρος αγωνιστής για την ελευθερία, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τον Ανδρέα Κάλβο δ) ο Ίκαρος καλλιτέχνης (σε κείμενα του Σεφέρη ή του Σικελιανού, λ.χ.) ε) ο Ίκαρος ως αναζητητής της γνώσης και του ονείρου και τέλος στ) ο ανατρεπτικός Ίκαρος σε σύγχρονους λογοτέχνες (όπως συμβαίνει με τη Ρέα Γαλανάκη, τον Νάσο Βαγενά ή τον Χάρη Βλαβιανό).
Η βαλκανική και τουρκοκυπριακή γραφή είναι ο κεντρικός άξονας των μελετημάτων της τέταρτης ενότητας. Σε ό,τι αφορά βαλκανικές γραφές, η συγγραφέας στην πραγματικότητα επιχειρεί μια συστηματική προσέγγιση στο έργο αναφοράς Αίμος. Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης, έκδοση της πολιτιστικής εταιρείας των Φίλων του περιοδικού Αντί, και σταματά σε ποικίλα ερωτήματα που θέτει ο τόμος όπως ιδεολογικά, ιστορικά, εθνοθρησκευτικά, γλωσσικά, πολιτισμικά κ. ά. Επιλέγει όμως να μελετήσει και να εστιάσει την προσοχή στα συρραπτικά νήματα, όπως είναι για παράδειγμα δείκτες μιας κοινής πολιτισμικής ταυτότητας και κληρονομιάς, κοινά σύμβολα, προσεγγίσεις στον χριστιανικό και πολιτισμικό μύθο κοκ. Το έδαφος για τη μελέτη της τουρκοκυπριακής γραφής και την ανάδυση μιας υβριδικής πολιτισμικής ταυτότητας μοιάζει ολισθηρό. Από την αρχή ωστόσο η Κατσιγιάννη μοιάζει να καταθέτει την πίστη της στη δύναμη της τέχνης όχι μόνο για την απόλαυση σε «χρόνια σακάτικα», όπως θα έλεγε και ο Εγγονόπουλος, αλλά και για μια πιο δραστική παρέμβαση ώστε να επιτευχθεί μια «ποιοτικότερη διαμόρφωση και εξέλιξη των διακοινοτικών σχέσεων». Η συνύπαρξη της βαλκανικής και της τουρκοκυπριακής γραφής, κάτω από την κοινή ομπρέλα της ίδιας ενότητας, μπορεί να στηριχθεί σε κοινούς μνημονικούς τόπους –και συνεπώς στην κατασκευή, την υπονόμευση ή την ανατροπή μιας παράδοσης ή μιας συλλογικής αναφοράς, την εσωτερική μετανάστευση ή την επιβίωση κοινών μορφών προφορικής ποίησης κοκ. Ανάμεσά τους, όπως προτείνουν τα αντίστοιχα μελετήματα, συμπεριλαμβάνονται οι χαμένες παλίμψηστες μητριές πατρίδες και γλώσσες, η συνύπαρξη ποικίλων γλωσσών, ή η διττότητα του υποκειμένου. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς άραγε εδώ για «εναρμόνιον κράμα», όπως θα έλεγε ένας αγαπημένος της Κατσιγιάννη, ο Παλαμάς, όταν μιλούσε στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα για τα πεζογραφήματα του Βιζυηνού;
Tέλος, η σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην τρέλα δεν είναι κάτι καινοφανές. Από την ένθεη μανία έως τις ποικίλες διασταυρώσεις ανάμεσα σε πορίσματα «διαφορετικών» πεδίων (Τέχνη και ψυχανάλυση, Τέχνη και ιατρική ή διεπιστημονικές προσεγγίσεις) ο δρόμος είναι μακρύς και δύσκολος. Τα ευάριθμα μελετήματα αυτής της ενότητας επιστρέφουν στον Παλαμά και φέρνουν στην επιφάνεια τα «ραϊσμένα κρύσταλλα του νου» του Γιάννη Σκαρίμπα.
Οι μελέτες της Κατσιγιάννη, καθώς επιλέγουν να κινηθούν στον ευρύ και γενναιόδωρο χώρο της νεοελληνικής ποίησης και πεζογραφίας του 19ου και του 20ού αιώνα και καθώς διασταυρώνονται με κείμενα από διαφορετικές, κυρίως ευρωπαϊκές, γραμματείες, με έτερους σημειολογικούς και πολιτισμικούς κώδικες, με την ιστορία των ιδεών, ή/και την επιστήμη, αναδεικνύουν αναλογίες, παραλληλισμούς, κοινά σύμβολα, μνημονικούς τόπους, διευρύνοντας στην πραγματικότητα τους χώρους της ανάγνωσης. Έτσι όμως κατατίθενται και αποσκευές της συγγραφέως, η οποία επιμένει να πατά σε σταθερό έδαφος της πρωτογενούς έρευνας, της ιστορικότητας, της προσεκτικής προσέγγισης των λογοτεχνικών κειμένων και, στη συνέχεια, στους ποικίλους συνδυασμούς τους.
⸙⸙⸙
[Η Μαίρη Μικέ είναι Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ. Πρώτη δημοσίευση της κριτικής στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Carl Larsson. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]