Σαπφώ, Τα Ποιήματα, Πρόλογος, μετάφραση, σημειώσεις: Τασούλα Καραγεωργίου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2022.
Ο όμορφος είν’ όμορφος όσον καιρό τον βλέπεις,
μα ο καλός είν’ όμορφος και τώρα και για πάντα.
Ανάμεσα στην πλούσια εκδοτική παραγωγή του 2022, ξεχωριστή, κατά τη γνώμη μου, θέση κατέχει το βιβλίο με τα ποιήματα της Σαπφώς από τις εκδόσεις Κέδρος, σε μετάφραση της ποιήτριας και φιλολόγου Τασούλας Καραγεωργίου, με πρόλογο και εμπεριστατωμένες σημειώσεις της ίδιας. Ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση από κάθε άποψη με τη μορφή της Σαπφώς από το ομώνυμο έργο του σπουδαίου διεθνούς φήμης Ηπειρώτη γλύπτη Θεόδωρου Παπαγιάννη να κοσμεί το σκληρό εξώφυλλο και από τις δυο όψεις του βιβλίου. Η Σαπφώ, μορφή ιερή με τα χέρια ανοιχτά, στάση τελετουργική, δοξαστική στην ομορφιά του σύμπαντος με ένα άνθος στο αριστερό της χέρι, με τα χείλη της μεγαλειώδους μορφής της μισάνοιχτα σαν να εκφέρει τον ποιητικό της λόγο, σαν έτοιμη να αγκαλιάσει τον κόσμο.
Η σχέση της Τασούλας Καραγεωργίου με τη Σαπφώ δεν είναι καινούργια. Αρχίζει να οικοδομείται ήδη από τα νεανικά της χρόνια, τότε που ανακαλύπτει τη γοητεία της λυρικής ποίησης. Η εμπνευσμένη μετάφραση που απολαμβάνει ο αναγνώστης στην έκδοση αυτή αποτελεί βεβαίως καρπό πολυετούς μόχθου της Καραγεωργίου, η οποία έχτισε το μεταφραστικό της έργο δίνοντάς του τον χρόνο που απαιτεί ένα έργο τέτοιας ποιότητας. Η μακρόχρονη ενασχόλησή της με τη μετάφραση του σαπφικού έργου εμφαίνεται, όπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε κατά την πορεία της “ανάγνωσής” μας, όχι μόνο από την προηγηθείσα έκδοση μετάφρασης μέρους των ποιημάτων της Σαπφώς (εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2009) αλλά και από πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές του προσωπικού της ποιητικού έργου στο οποίο παρεισφρέει το πρόσωπο της μελιρρύτου ποιήτριας.
Η μεταφράστρια προτάσσει του προλόγου της δυο γραμμές από τον Πλάτωνα που όρισε ως δέκατη μούσα τη Σαπφώ, κρίνοντας απερίσκεπτους όσους είπαν πως οι μούσες ήταν εννέα. Ο τίτλος του Προλόγου, «Ο θρίαμβος της ομορφιάς», που τόσο εύγλωττα αποδίδει την προγραμματική θέση της ίδιας της ποιήτριας, παρατίθεται στο πρωτότυπο και μεταφράζεται ως εξής:
[Την αβρότητα εγώ αγαπώ και σε μένα ο έρωτας/ στου ήλιου το λάμπος και στην ομορφιά έχει δώσει μερίδιο]. Εδώ, ο συνειρμός της Τασούλας Καραγεωργίου – Αλεξάνδρεια η πατρίδα της– με τον υπέροχο στίχο του Καβάφη που παραθέτει (την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου), του Καβάφη το έργο του οποίου μελέτησε, έγραψε γι’ αυτό και κυρίως δίδαξε σε σχολειά και στις παντός είδους μετεκπαιδεύσεις καθηγητών από τα νεανικά της χρόνια, ήταν αναμενόμενος. Αυτή η νύξη γίνεται για έναν λόγο: για να επισημάνουμε για άλλη μια φορά πόσο μακρύς και κοπιαστικός είναι ο δρόμος για τον δημιουργό προκειμένου να αγγίξει την ομορφιά και να τη μοιραστεί. Και αναμφίβολα η μετάφραση είναι δημιουργία.
Η Καραγεωργίου θεάται την ομορφιά του σαπφικού έργου με δέος και απέραντο σεβασμό. Αισθάνεται ως το βάθος τον καλλιεπή και ηδύ λόγο της, είναι σαν να αντιλαμβάνεται τις λέξεις του σαπφικού ποιητικού λόγου με όλες της τις αισθήσεις, ψαύοντάς τες με τα δάχτυλά της σαν να είναι ψηφίδες ενός πίνακα που απεικονίζει την ομορφιά του κόσμου, του έρωτα, του πάθους, της φιλίας, της αγάπης, τα μικρά και τα μεγάλα που ορίζουν το θαύμα της ζωής.
Αυτή η αίσθηση που βιώνουμε διαβάζοντας τον μεταφρασμένο ποιητικό λόγο της Σαπφώς απορρέει από τη γλωσσική ευαισθησία της μεταφράστριας, η οποία μυημένη από καιρό στην ποίηση, δουλεύοντας στο προσωπικό της ποιητικό εργαστήρι, με εφόδια τη βαθιά γνώση που πηγάζει από την παιδεία της, έχει ανακαλύψει τον τρόπο να κάνει τον αναγνώστη κοινωνό του σαπφικού κόσμου. Η οικείωσή μας με τον σαπφικό λόγο, πέρα από τη συγκίνηση και τη χαρά, προσφέρει την ώθηση για πολλές αναγνώσεις και είναι στ’ αλήθεια δώρο να επιστρέφεις στο βιβλίο ξανά και ξανά.
Αν ιδρυμένος στόχος της μετάφρασης, όπως σημειώνεται στον πρόλογο, είναι η ανάδειξη του «καλλίστου ποιητικού κόσμου» της Σαπφώς, ανεπιφύλακτα η μεταφράστρια τον υπηρετεί με τρόπο διττό: με την εγγύτητα και τον σεβασμό στο πρωτότυπο και με την επιστράτευση της προσωπικής της ποιητικής φωνής από την οποία αναβλύζει η γλυκύτητα, η απλότητα, η αγνότητα που εκπηγάζει από την παράδοση της νεοελληνικής ποίησης και τον θησαυρό του δημοτικού τραγουδιού.
Στον πρόλογό της εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η αξιοποίηση παλαιών μαρτυριών για την αποτίμηση του ποιητικού έργου της Σαπφώς, όπως εκείνη στο Περί ύφους έργο του Δημητρίου (166), όπου εξαίρει την πλαστουργική δύναμη της γλώσσας της και αναφέρεται στις ωραίες λέξεις της «που έχουν συνυφανθεί στην ποίησή της κατά τρόπο ανάλογο της φωλιάς που πλέκει η αλκυόνα για τα μικρά της», εικόνα που μαρτυρά την αγάπη της για τη γλώσσα με μητρική φροντίδα, μέγιστη έκφραση αγάπης. Αισθάνομαι ότι η Καραγεωργίου εναρμονίζει τον μεταφραστικό της λόγο με την ίδια τέχνη και υπομονή, φθάνοντας έτσι στο αποτέλεσμα που απολαμβάνουμε.
Σε αναφορές της που αφορούν στη μετάφρασή της ανακαλύπτουμε τα μεθοδολογικά της εργαλεία και το απόθεμα γνώσης και μελέτης που προϋποθέτει ένα τέτοιο εγχείρημα. Το παράδειγμα των δύο εκδοχών του τραγουδιού της Σαπφώς για τη Γογγύλα, που παραθέτει στο εισαγωγικό σημείωμά της, διαφωτίζει με ευκρίνεια το κοπιώδες έργο κλασικών φιλολόγων και παπυρολόγων στις απόπειρες αποκατάστασης των σπαραγματικών σαπφικών ποιημάτων και ως εκ τούτου και στις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει ο μεταφραστής. Η βάσανος κατά την πορεία της μετάφρασης γίνεται αντιληπτή από τον μεγάλο αριθμό ερωτημάτων που προκύπτουν σχετικά με το γλωσσικό ύφος, το μέτρο, την επίτευξη ενός λόγου λιτού με την αποφυγή μελοδραματικών τόνων, τη χρήση έμμετρου ή πεζού λόγου κ.ά. Στο πέρασμά της η μεταφράστρια από την πρώτη στην παρούσα, πλήρη έκδοση του έργου της προσθέτει δύο ακόμη ερωτήματά της. Το πρώτο αφορά στη διερώτησή της αν «… θα μπορούσε η σύγχρονη νεοελληνική ποιητική γλώσσα να δεχθεί στους κόλπους της έξοχες λέξεις, όπως αλγεσίδωρος (έρωτας που περνάει καημούς), ιοκόλπος, ανθεμώδης κ.ά.». Το δεύτερο, αν «…θα μπορέσει… η νεοελληνική ποίηση να “μεταφράσει” στην πρωτότυπή της παραγωγή την απλότητα, τη φυσικότητα, τη χάρη και την αισθαντικότητα της σαπφικής ποίησης». Κατά τη γνώμη μου, οι απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα που θέτει είναι καταφατικές. Όσες αρχαίες λέξεις παραμένουν αμετάφραστες ή με ελάχιστη διαφοροποίηση στο σώμα του νεοελληνικού λόγου της παρούσας μετάφρασης λειτουργούν εξαιρετικά εναρμονισμένες με το γλωσσικό ήθος του κειμένου και άλλοτε υποκινούν στη δημιουργία νέων λέξεων που δίνουν ξεχωριστό ηχόχρωμα στη γλώσσα. Έτσι, αντιπαραβάλλοντας αρχαίο κείμενο και μετάφραση βλέπουμε ότι η απεύθυνση στην Αφροδίτη (πολύθρονη… δολόπλοκε) παραμένει ως έχει στο πρωτότυπο, οι στρούθοι γίνονται στρουθιά, το ρήμα κελάδει -κελαρύζει, αφού πρόκειται για το ψύχρον ύδωρ, το δροσερό νερό, ο λείμων -λειμώνας, η χαρίεσσα μόρφα– χαρίεσσα όψη, η Αρτεμις αγροτέρα και ελαφηβόλος. Λυσιμελής παραμένει στη μετάφραση ο έρωτας (αλήθεια, ποια λέξη θα μπορούσε να αποδώσει ακριβέστερα τον αληθινό έρωτα που σωματοποιεί τη δύναμή του) και οι χρύσειοι ερέβινθοι παρέμειναν ερέβινθοι χρυσοί να φυτρώνουν στ’ ακρογιάλι. Καλλίσφυρες παρθένες ανάμεσα στο πλήθος που συνωστίζεται για να θαυμάσει Έκτορα και Ανδρομάχη στους γάμους τους –τόση ομορφιά που η λεπτότητα των αστραγάλων των κοριτσιών αποθεώνεται στον σαπφικό στίχο– και ο αδυμέλης αύλος γίνεται ηδύφωνος αυλός. Ο γιος του Κρόνου παραμένει στη μετάφραση μεγαλώνυμος και η Δίκα καλείται να πλέξει ερατεινά στεφάνια (στεφάνοις εράτοις) στα μαλλιά της. Πολύανθη η γη (πολυανθέμης αρούραις) και τα τριφύλλια ολάνθιστα (ανθεμώδης) …χάμαι δε τε πόρφυρον άνθος.. και το πορφυρό άνθος (του υάκινθου) κείτεται κατάχαμα.
Εισαγωγικά αναφερθήκαμε στη μακρά σχέση της μεταφράστριας με το ποιητικό έργο της Σαπφώς. Αυτή η σχέση έξω από τα όρια της μετάφρασης διαπιστώνεται και σε μια άλλη της διάσταση. Δεν φαίνεται τυχαίο το γεγονός ότι με κάθε ευκαιρία το πρόσωπο της Σαπφώς παρεισφρέει και στο ποιητικό έργο της Καραγεωργίου και αξίζει να αφουγκραστούμε τη συνομιλία τους. Στην ποιητική της συλλογή Η Πήλινη Χορεύτρια (επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος μαζί με τη συλλογή της Η χελώνα του Κεραμεικού με τον τίτλο Τα Πήλινα Ποιήματα) και συγκεκριμένα στο ποίημα «Έτσι ο Κάλβος με αγάπησε», το ποιητικό υποκείμενο σε μια συνομιλία του στο φαντασιακό πεδίο και με καταργημένο τον χρόνο με τον ποιητή Ανδρέα Κάλβο, στο ερώτημά του «...Υπάρχει ελπίς πατρίδος;» απαντά: «…Έχω για σένα λέξη…από το λέσβιον μέλος/ με την ηχώ από βότσαλα που τα κυλάει το κύμα-και του προσφέρω μυστικά το επίθετο αλγεσίδωρος» και ακολουθεί η υποθετική απάντηση του Κάλβου συνθεμένη σε κάλβεια στροφή:
«Ω θαυμασία λέξις”/- πλήρης χαράς αναφωνεί-/ επτασυλλάβου στίχου/ ατίμητον χάρισμα/ αλγεσίδωρος έρως/ με κυριεύει…». Ιδού, λοιπόν, ο σαπφικός λόγος γεφυρώνει το “τότε” με το “πριν” και το “παρόν” και τα «ευωδή κοράσια του Αιγαίου», που ύμνησε ο Κάλβος, κρατιούνται από το χέρι με τις αβρές κόρες, φίλες της Σαπφώς και της Ήριννας. Και τείνουν τα χέρια στο σήμερα γιατί πάντα ο έρωτας είναι αλγεσίδωρος, «δωρίζει πόνους και λύπες» και εγγράφεται ευανάγνωστα στο έργο μια ποιήτριας του καιρού μας.
Στην ίδια συλλογή και στο ποίημα «Σαν μικρά ελαφάκια», η μνήμη ενός σαπφικού σπαράγματος: «ήρος άγγελος ιμερόφωνος αήδων». Στη μετάφραση της Καραγεωργίου: «της άνοιξης άγγελος/ αηδόνι/ φωνή που τους πόθους ξυπνάει». Και στο δικό της ποίημα διαβάζουμε: «…Και στο ποίημα τώρα ηχούν/ ρυθμικά του χορού τα πατήματα/ σαν νεβροί τώρα ορχούνται ιμερόφωνοι στίχοι/σαν ζαρκάδια που αγέραστα/ απ’ τα βρόχια γλιτώσαν…». Η φωνή του αηδονιού που ξυπνάει τους πόθους εμπνέει τους ιμερόφωνους στίχους που ορίζουν τον ρυθμό στα πατήματα του χορού. Όπως αναφέρεται στις σημειώσεις που παρατίθενται στο τέλος της συλλογής “το ποίημα συνομιλεί με το τραγούδι του Τιθωνού, ένα σχετικά πρόσφατα δημοσιευμένο ποίημα της Σαπφώς, το οποίο και εμπεριέχεται στην ενότητα της μετάφρασης με τον τίτλο “Τα νέα ποιήματα της Σαπφώς”. Κοινό σημείο των δύο ποιημάτων το θαύμα της νεότητας που υπονομεύεται από το αναπόφευκτο γήρας. Παρούσα στο ποίημα της Καραγεωργίου «… εκείνη/που τ’ αθάνατα ρόδα των Μουσών έχει αγγίξει./Κι αν οι λέξεις, που οι πάπυροι φέραν στο φως/ για τη νιότη μιλούν που όλο φεύγει και χάνεται/…ξέρει εκείνη καλά τη φθορά να ξορκίζει». Έτσι, γεννιέται ένα καινούργιο ποίημα, εμπνευσμένο από μια άλλη φωνή που δεν χάθηκε στο βάθος του χρόνου.
Αλλά και στην ποιητική συλλογή Η χελώνα του Κεραμεικού, στο ποίημα «Με την παλιά πατρίδα» ο τελευταίος στίχος έρχεται από πολύ μακριά, από ένα δίστιχο της Σαπφώς: «Έρος δηύτε μ΄ ο λυσιμέλης δόνει,/γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον» που θα πει: «Αχ, πάλι ο έρωτας που τα γόνατα λύνει/ εμένα τραντάζει και πάλι/-γλυκόπικρο ερπετό ακαταμάχητο». Στο ποίημα το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται και πάλι στο αρχαίο νεκροταφείο, στον χώρο του Κεραμεικού, μιλά σε πρώτο πρόσωπο και έχοντας συνείδηση ότι ανήκει στο σήμερα, στο αστικό τοπίο, επιλέγει τούτο τον χώρο:
«...καλύτερα ανάμεσα στις ανεικονικές στήλες του Φαληρέως/παρά μέσα στο βουητό των υπογείων συρμών/–καλύτερα με τους νεκρούς και την παλιά πατρίδα/Ο δρόμος έξω φέρνει τ’ άνεργα παιδιά/–πού άραγε τα πάει;/ Ας μείνω το λοιπόν εδώ/…και μες στο βάθος της σπηλιάς μια κυκλοδίωκτη λύπη,/ γλυκόπικρη σαν δάγκωμα ερπετού».
Θα σταθούμε σε ένα ακόμη ποίημα με τίτλο «Τα δύο θαύματα», δημοσιευμένο στο ηλεκτρονικό περιοδικό Poeticanet (16.9.2020). Εδώ, η επίκληση της Σαπφώς και του κόσμου της είναι άμεση και η ποιήτρια Καραγεωργίου μοιράζεται μαζί μας αυτό το κάλεσμα:
«Το ‘να θαύμα το θέλω/ να συμβεί στ’ όνειρό μου:/ σαρκοφάγος ν’ ανοίξει/ και στο φως να φανεί/ένα θραύσμα παπύρου,/της Σαπφώς με σπαράγματα στίχων/ ξαφνικά να ευωδιάσει ο αέρας,/μυρωδιές υακίνθων και ρόδων/ να σκορπίσουν τριγύρω/κι ακόμα, να μυρίσω επιτέλους το σπάνιο εκείνο,/το άγνωστο βρένθειον μύρο». [1]
Επιστρέφοντας στη μετάφραση: Η ανάγνωση των ποιημάτων της Σαπφώς πυροδοτεί συνειρμούς, που οδηγούν σε βιωμένες εικόνες και περιεχόμενα της νεοελληνικής ζωής και της τέχνης του λόγου. Οι σημειώσεις της μεταφράστριας, που απαντώνται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, εξόχως διαφωτιστικές, αποκαλύπτουν εκτός των άλλων, παραλληλίες με δημοτικά τραγούδια, παραδείγματα και στίχοι των οποίων παρατίθενται, και σχολιάζονται αναλογίες, όπου υπάρχουν. Οι παραλληλίες αφορούν σε θεματικά μοτίβα, στην εικονοποιία και στους τρόπους αποτύπωσης συναισθημάτων σε μεγάλες στιγμές του βίου. Έτσι, σχολιάζονται παραλληλίες ανάμεσα στα δημοτικά τραγούδια και τα σαπφικά επιθαλάμια, στους κοινούς τρόπους με τους οποίους αποδίδεται ο έπαινος για την ομορφιά των κοριτσιών και τη λεβεντιά των ανδρών, ο έρωτας, η θλίψη για την απουσία του αγαπημένου προσώπου. Οι σημειώσεις αποτελούν ένα μικρό δείγμα της ερευνητικής δουλειάς της Καραγεωργίου ως φιλολόγου υπηρετώντας άριστα τις ανάγκες του συγκεκριμένου έργου.
Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα που είχε τεθεί, αν θα μπορέσει η νεοελληνική ποίηση να “μεταφράσει” στην πρωτότυπή της παραγωγή την απλότητα, τη φυσικότητα, τη χάρη και την αισθαντικότητα της σαπφικής ποίησης, απαντά η ποιότητα της ίδιας της μετάφρασης που πέτυχε με την απλότητα, τη φυσικότητα, τη χάρη και την αισθαντικότητά της να μας εμβαπτίσει στην εντέλεια του σαπφικού ποιητικού έργου.
Για του λόγου το αληθές, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς μέτρα και ρυθμούς που έχουν υιοθετηθεί και με πόση λεπτότητα και χάρη ο νεοελληνικός ποιητικός λόγος της μετάφρασης αποδίδει τον σαπφικό. Παρατηρούμε, για παράδειγμα, ότι σε δίστιχα, που μπορούν να χαρακτηριστούν γνωμικά, η μετάφραση σε ιαμβικό μέτρο παραπέμπει στον παραδοσιακό, νεοελληνικό τρόπο σύνθεσης:
Ο όμορφος είν’ όμορφος όσον καιρό τον βλέπεις,
μα ο καλός είν’ όμορφος και τώρα και για πάντα.
Τα πλούτη δίχως αρετή είναι κακοί γειτόνοι,
αν όμως ενωθούν τα δυο, να η τέλεια ευτυχία.
Σε άλλες περιπτώσεις η επιλογή της καίριας λέξης μέσα στο περιβάλλον του ποιήματος, δίνει μια απίστευτη δύναμη στο ποίημα. Ιδού ένα παράδειγμα-διαμάντι της μετάφρασης με καίρια λέξη το ρήμα “τράνταξε”:
Όπως τινάζει ο άνεμος/στα όρη τις βαλανιδιές/ έτσι και μένα ο έρωτας/ μου τράνταξε τα σπλάχνα.
Άλλοτε, η επιλογή μιας απλής, καθημερινής γλώσσας εναρμονισμένης με την απλότητα του σαπφικού στίχου, ιδίως όταν οι στίχοι είναι ευχετικοί ή επαινετικοί, ανταποκρίνονται ακόμη και σε σύγχρονους τρόπους έκφρασης γαμήλιων ευχών και επαίνων:
άλλο κορίτσι σαν κι αυτό δεν βρίσκεται, γαμπρέ μου
χρόνια πολλά να ζήσετε, νυφούλα μου,/ κι εσύ καλέ γαμπρέ μου
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός
Κάποτε διαβάζουμε στη μετάφραση σπαράγματα που ανακαλούν κάτι σαν χαϊκού:
μικρό κορίτσι/ τρυφερό/ που μάζευε λουλούδια, ενώ ένας στίχος μπορεί να μας παραπέμπει στον τύπο ενός αινίγματος: με χίλια μύρια χρώματα όλα ανακατεμένα.
Η χρήση υποκοριστικών στο νεοελληνικό λόγο ντύνει κάποιους στίχους με άφατη τρυφερότητα: κοριτσάκι γλυκόφωνο…σαν το κρινάκι του βουνού/ που τό’ λιωσαν τα πόδια των βοσκών/και κείτεται κατάχαμα το πορφυρό του άνθος.
Είναι επίσης άξιο προσοχής το πόσο κάποιες εικόνες αντλημένες από ένα στίχο-σπάραγμα αποδίδονται έτσι που γεννούν εικόνες ή αποτελούν αφορμές για μια υποθετική ιστορία:
να τη δώσουμε, είπε ο πατέρας – μαντιλάκι που μούσκεψε – αγέρας που μ’ ορμή από ψηλά φυσάει – για στολίδια κι αρώματα θήκη – και στολίζεται η γη με στεφάνια χιλιόχρωμα – ολόγιομη φαινόταν η σελήνη,/όταν εκείνες στάθηκαν σαν γύρω σε βωμό – με τη σταλαγματιά του πόνου μέσα μου.
Κλείνοντας και αφήνοντας ανοιχτή τη δική μας ανάγνωση, οφείλουμε δυο λόγια ακόμη. Είναι γνωστό πως η Τασούλα Καραγεωργίου κατοικεί στων ποιητών το σπίτι. Με την έξοχη αυτή δουλειά της, ένα δώρο για τους αναγνώστες της, μας τιμά, όπως και εκείνη οι Μούσες την τίμησαν και τη δική τους της χάρισαν τέχνη.
Σημειώσεις:
1. Σε αναλογία, η ενασχόληση της Καραγεωργίου με την Ήριννα, μια άλλη σπουδαία λυρική φωνή, της Ελληνιστικής εκείνη εποχής, σπαράγματα και επιγράμματα της όποίας μετέφρασε (Ηρίννα, Ηλακάτη, σπαράγματα και επιγράμματα, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια: Τασούλα Καραγεωργίου, Εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2013, την υποκινεί να εντάξει μέσα σε ένα δικό της ποίημα την Ήριννα από την Τήλο που στα δεκαενιά της έφυγε από τη ζωή. Έτσι, την φέρνει κοντά μας στην ποιητική της συλλογή Fragmentum αριθμός 53, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1994, στο ποίημα υπό τον τίτλο «Ελληνιστικό»: Η Βαυκίδα κηδεύει τ’ αηδόνι της/και πλάι της η Ήριννα/χαμογελά θλιμμένα/ Κόρες αβρές/ Προσφέρονται για αναλύσεις φιλολογικές. Ίσως στον τελευταίο στίχο σκόπιμα υποφώσκει μια ελαφρά ειρωνεία που ανατρέπεται από τη στάση και το πολύμοχθο μεταφραστικό έργο της Καραγεωργίου που έφερε κοντά στο σημερινό αναγνώστη τόσο τη Σαπφώ όσο και την Ήριννα. Και οι όποιες ανακλήσεις τους στο δικό της ποιητικό έργο δεν είναι παρά το «υπόγειο ποτάμι» που κελαρύζει στον προσωπικό της ποιητικό κόσμο.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]