ceb3ceb9ceb1 cf84ceb7cebd ceb1cebbceb9cf81cf81cf8cceb7 cf84cebfcf85 ceb3ceb9cf8ecf81ceb3cebfcf85 ceb4ceb5cebbceb9cf8ccf80cebf

Γιώργος Δελιόπουλος, Αλιρρόη. Το μηδέν στον καθρέφτη, Εκδόσεις ΑΩ, 2023.

«Εμείς οι δυο μαθητευόμενοι θεοί/ Είναι καιρός ν’ αποδημήσουμε την άνοιξη»

Ο Γιώργος Δελιόπουλος μας παρουσιάζει την τελευταία ποιητική δημιουργία του με τον ευφάνταστο, κρυπτικό και παράδοξο τίτλο Αλιρρόη. Το μηδέν στον καθρέφτη (εκδόσεις ΑΩ, 2023). Ποιά είναι η Αλιρρόη και πώς μπορεί να σταθεί το μηδέν μπρος στον καθρέφτη, διερωτάται εύλογα ο αναγνώστης. Το ανάπτυγμα εξώφυλλου και γενικά το βιβλίο κοσμείται από καλοδουλεμένα έργα με αιχμηρά και πολυσύνθετα γεωμετρικά σχέδια, σε αντιστοιχία με τη λεκτική σκιαγράφηση των δύσκολων συναισθημάτων, της εικαστικού Γλύκας Διονυσοπούλου, συντρόφου του ποιητή και προφανώς μούσας του, καθώς της το αφιερώνει. Ο ποιητής με το προσωπείο μιας γυναίκας, της Αλιρρόης καταβυθίζεται στον γυναικείο ψυχισμό με βαθιά ενσυναίσθηση και έγνοια για να μιλήσει για τη γυναικεία συνθήκη, τα πάθη και τα παθήματά της.

«Η Αλιρρόη, μια μορφή ρευστή σαν τη θάλασσα, αρνείται, θυμώνει, βλασφημεί, αποδέχεται την ήττα, βάζει τα κλάματα, απογοητεύεται, ώσπου τολμάει να κοιτάξει στον καθρέφτη το μηδέν της –το ίδιο μηδέν που φοβόμαστε όλοι μας– κατακόρυφα, σαν να κοιτάζει προς τα κάτω το κενό», αναφέρεται σε σχετικό ενημερωτικό κείμενο. Η Αλιρρόη (νεολογισμός: αλς + ροή), που μονολογεί οργισμένη «Κι αν έχουν σβήσει τα μικρόφωνα/ κι έληξε πρόωρα η ποίηση/ δεν τη γλιτώνετε, ξέρω τα ονόματα σας/ (μα στο δικό μου πάντα δυσκολεύομαι)» (η εποχή της οργής, σ. 20), αφορά σε μια ποιητική σύνθεση, που ανοίγει αυλαία με την είσοδο για να ακολουθήσουν οι εποχές της άρνησης, της οργής, του μηδενός, της θλίψης, οι οποίες εκφράζουν μια κλιμακούμενη δυσφορική συνθήκη εγκλεισμού, ανελευθερίας, απόγνωσης και συντριβής, ενώ στην επόμενη, την εποχή του καθρέφτη, μετά από οδυνηρές διεργασίες πένθους και αναζήτησης ανακύπτει σταδιακά η αίσθηση αυτογνωσίας και κάθαρσης με ανοίγματα φωτός και διαφυγής και η ποιητική σύνθεση κλίνει με την έξοδο σαν σε αρχαία τραγωδία, όπου το μότο «Σε κάθε λίθινη του τέλους εποχή/ ανακαλύπτω μια φωτιά στα σωθικά μου» (σ. 59), σηματοδοτεί αναζωπύρωση και νέα είσοδο.

Οι πέντε εποχές και ενότητες της ποιητικής σύνθεσης, περιγράφοντας την ψυχοσυναισθηματική και ψυχοκοινωνική συνθήκη της γυναίκας, παραπέμπουν στην ψυχική τραυματική κρίση και τη διαχείρισή της, όπως την αναλύει ο καθηγητής ψυχολογίας και συγγραφέας Γιούχαν Κούλμπεργ (Johan Cullberg) [1], την οποία βιώνει κάθε ανθρώπινος ψυχισμός σε κρίση προσπαθώντας να την αντιμετωπίσει για να μην εγκλωβιστεί σε κάποια μορφή ψυχοπαθολογίας, όπως εύστοχα το εκφράζει και ο ποιητής: «γράφω ανάμεσα στα ερείπια, και η τρέλα// μια πόρτα κινδύνου να βγεις και να μπεις.» (σ. 11). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι εποχές αντιστοιχούν στα ανάλογα στάδια, η εποχή της άρνησης στο στάδιο του σοκ όπου το άτομο καθηλωμένο και απαθές αρνείται την κρίση και την αιτία της ή παραλύει από την τραυματική συνθήκη. Στη συνέχεια, οι εποχές της οργής και του μηδενός αντιστοιχούν στο στάδιο της έντονης συναισθηματικής αντίδρασης, όπου το άτομο κατακλύζεται από εκφάνσεις κενού, πόνου, οργής και ανεξέλεγκτων συναισθημάτων συντριβής και απόγνωσης, που διαλύουν, «σπάνε» τον ψυχισμό του, όπως το «κρακ» που ακούγεται στους στίχους: «κι ακούς ένα κρακ! Στα σεντόνια/ – τον ήχο γυναίκας που σπάει.»(σ. 39). Ακολουθεί η εποχή της θλίψης «Πόσο κρύο μετά δικαιούμαι την άνοιξη;/ στα δελτία καιρού οι γυάλινες σφαίρες/ δεν έχουν απάντηση.// Αιωνία η θλίψη μου.» (σ. 41), δηλαδή το στάδιο της επεξεργασία των συναισθημάτων οδύνης και πένθους για να φτάσει μετά στο στάδιο του αναπροσανατολισμού, που αντιστοιχεί στην εποχή του καθρέφτη, όπου ο ψυχισμός απελευθερωμένος από το βαρύ συναισθηματικό φορτίο συμφιλιώνεται με το τραύμα και αναπροσδιορίζει την πρόσληψη της δεδομένης συνθήκης, τη στάση του απέναντι σ’ αυτήν, όπως και την αίσθηση του εαυτού του, και τελικά έρχεται αντιμέτωπος με τον εσωτερικό καθρέφτη, αποκτά επίγνωση και με βαθύτερη αυτογνωσία ετοιμάζεται για νέα ανοίγματα και νέα πορεία, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι το άτομο έχει το ψυχικό σθένος να βιώσει όλα τα στάδια για να μπορέσει να εξέλθει από την τραυματική κρίση.

Σε ένα άλλο επίπεδο η Αλιρρόη εκφράζει την ανθρώπινη ψυχή γενικά στον αγώνα της μπρος στις ενδοψυχικές, διαπροσωπικές και ψυχοκοινωνικές τραυματικές συνθήκες κρίσης, άλλωστε η ποιητική σύνθεση γράφτηκε σε περίοδο οικονομικής και πανδημικής κρίσης, εκφράζει και τις υπαρξιακές αγωνίες και τις αναζητήσεις της ψυχής. Επίσης η Αλιρρόη συνδιαλέγεται με την ποίηση και καταθέτει ερωτήματα και στοχασμούς του ποιητικού υποκειμένου για την ποιητική και την ποίηση, όπως π.χ. στο ιδιαίτερο ποίημα: «άδειες λέξεις// Με φλογισμένα ποιήματα ξεκίνησα/ μικρή-μικρή καταμεσής του δρόμου/ κι έφθασα να θρηνώ την ηλικία μου/ με κάρβουνα σε αναμμένα χείλη.// Γιατί χρειάζομαι αλήθεια ποιητές;/ όταν καούνε οι προσευχές μας στον βωμό/ κι όταν καθένας κουλουριάζεται στην όχθη του/ όταν κανείς δεν επισκέπτεται τον στίχο/ κι όπως οι λέξεις τους δεν ακουμπούν τα πράγματα/ όταν μυρίζουν ναφθαλίνη στο συρτάρι/ αφού δε γίνονται σωσίβια, άρα πνίγονται// πώς θα φωνάξουν τ’ όνομά μου βυθισμένες;» (σ. 37). Εδώ ο ποιητής με το προσωπείο της Αλιρρόης ταυτίζεται με τη γυναίκα-ποίηση ασκώντας κριτική στους ποιηματογράφους [2] και εκφράζοντας τις ανησυχίες του για την αναγκαιότητα και επιβίωση της ποίησης, οδηγώντας τους συνειρμούς μας στον Οκτάβιο Πας που υποστηρίζει: «Γι’ αυτό μπορώ να πω με κάποια ασφάλεια ότι, όσο υπάρχουν άνθρωποι, θα υπάρχει ποίηση. […] Αν ο άνθρωπος λησμονήσει την ποίηση, θα λησμονήσει τον ίδιο του τον εαυτό του. Θα ξαναγυρίσει στο αρχέγονο χάος.» [3]

Ο Δελιόπουλος δομεί το ποιητικό του σύμπαν με ολιγόστιχα κυρίως ποιήματα μέσα από αφηγηματικά εξομολογητικά στιγμιότυπα σε πρώτο ενικό πρόσωπο γένους θηλυκού με γενναιότητα κι ευαισθησία, με βαθιά ενσυναίσθηση και έγνοια για τη γυναίκα και τον άνθρωπο, την ποίηση και το ψυχοσυναισθηματικό και ψυχοκοινωνικό κλίμα που μας περιβάλλει. Κάποιες φορές ο ρυθμός και η μελωδικότητα της ποίησής του παραπέμπουν σε δημώδη άσματα με σύγχρονο ποιητικό λόγο και προβληματική που ευφραίνουν και εγείρουν αναστοχασμούς αναπλαισίωσης και αναδιαπραγμάτευσης με στόχο την αναζήτηση αυτοεκπλήρωσης και αυτοπραγμάτωσης εν ελευθερία και γαλήνη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί στις τεχνικές του η αξιοποίηση με ευρηματικό τρόπο της διακειμενικής και υφολογικής συνομιλίας του με τις ευαγγελικές γραφές και ρύσεις, εντείνοντας την αισθητική του προσωπικού του ύφους και προσδίδοντας του κάτι το εξόχως ξεχωριστό και πρωτότυπο, όπως π.χ. στο υπέροχο ποίημα που ακολουθεί:

προσευχή

Πάτερ ἡμῶν, πώς με γκρέμισες κάτω
κι απ’ τη γλώσσα μαζεύω συντρίμμια

σκέπασε γύρω τούς τοίχους με σύμβολα
μήπως κοιτώντας τρομάζω λιγότερο

δὸς ἡμῖν σήμερον ένα σημείο φυγής
λίγο ψωμί παραπάνω στα όνειρα

ἄφες ἡμῖν αμαρτίες που σάπισαν
ῥῦσαι ἡμᾶς από σκέψεις που κάρφωσες

Πάτερ ἡμῶν, λιτανείες τα χρόνια μου πέρασαν
στα κηρύγματα βράδιασα κι έμεινα βρέφος

μα προσεύχομαι τώρα, ἐλθέτω ἡ ἔξοδος
κι ένα μόνο ζητώ, γενηθήτω τὸ νῦν θέλημά

Μου.

Η κτητική αντωνυμία «Μου» στον τελευταίο στίχο, με το κεφαλαίο «Μ» και τον συμβολισμό του, διαμηνύει σπαρακτικά την πανανθρώπινη ανάγκη για αυτοπραγμάτωση και εγγύτητα, όπως εκφράζονται εύσχημα και περίτρανα στους στίχους: «Εμείς οι δυο μαθητευόμενοι θεοί/ Είναι καιρός ν’ αποδημήσουμε την άνοιξη.» (σ. 57).

Σημειώσεις

1. Johan Culberg, Kris och utveckling, Natur och Kultur, Stockholm 1980, σσ. 128-142. (Γιούχαν Κούλμπεργ, Κρίση και ανάπτυξη, εκδόσεις Natur och Kultur, Στοκχόλμη 1980).

2. Ο Νίκος Φωκάς εισήγαγε τη διάκριση μεταξύ ποιητών και ποιηματογράφων.

3. Οκτάβιο Πας, Η άλλη φωνή Η ποίηση στο τέλος του αιώνα, μετάφραση Πέγκυ Πάντου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1999, σ. 190.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Robert Farber. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

9786185675356

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *