ceb3ceb9ceaccebdcebdceb7cf82 cebcceb1cf81cebacf8ccf80cebfcf85cebbcebfcf82 1939 10 6 2023

Η θλιβερή είδηση του θανάτου του συνθέτη Γιάννη  Μαρκόπουλου έγινε γνωστή το βράδυ του Σαββάτου. Τη σχολιάσαμε βέβαια στο ιστολόγιο, αλλά πιστεύω ότι αξίζει και  ειδικό άρθρο, αφού ήταν μεγάλη η  σημασία και η προσφορά του Μαρκόπουλου και επηρέασε τη γενιά μας.

Παρόλο που η κατάληξη  -όπουλος κατά κανόνα παραπέμπει σε Πελοποννήσιους, ο Γιάννης Μαρκόπουλος ήταν  Κρητικός, γεννημένος στο Ηράκλειο στις 18 Μαρτίου 1939. Ο πατέρας του, Γιώργος  Μαρκόπουλος, ήταν δικηγόρος γεννημένος στην Ιεράπετρα και είχε  σταδιοδρομία ως υπηρεσιακός νομάρχης. Η μητέρα του, Ειρήνη Αεράκη, ήταν από τη Σητεία. Ο συνθέτης μεγάλωσε στην Ιεράπετρα, όπου πήρε και τα πρώτα μαθήματα μουσικής στο ωδείο της πόλης.

Στην προσωπική μου κατάταξη, τον Μαρκόπουλο τον έχω πολύ ψηλά, αμέσως πιο κάτω από τον  Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι -είναι λοιπόν ενδιαφέρον ότι και οι τρεις έχουν κρητικές ρίζες, αν και οι δύο αρχαιότεροι γεννήθηκαν εκτός Κρήτης. Ο Μαρκόπουλος διατηρούσε ευδιάκριτα ίχνη από την κρητική προφορά στην ομιλία του.

markop

Σε συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη στη Lifo, ο Γιάννης Μαρκοπουλος θυμάται:

Γεννήθηκα στις 18 Μαρτίου του 1939, στην κλινική του Ιερωνυμάκη στο Ηράκλειο. Τώρα η κλινική αυτή έχει γίνει περίφημο Ωδείο, και μάλιστα πάνω από το πιάνο υπάρχει η φωτογραφία μου, εκεί μέσα, δηλαδή, που με γέννησε η μάνα μου. Η οικογένεια των Μαρκόπουλων καταγόταν από την Ιεράπετρα. Εγώ ψηφίζω ακόμη στην Ιεράπετρα. Εκεί μεγάλωσα μέχρι τα 17 μου χρόνια που ήρθα στην Αθήνα. Η γενέτειρά μου χωριζόταν στα δύο: στην Κάτω Μερά και στην Πάνω Μερά. Στην Κάτω ήταν οι πρόσφυγες, οι ψαράδες, ενώ στην Πάνω ήταν η διοίκηση, οι προύχοντες ας πούμε. Έχω άλλα τρία αδέρφια –εγώ είμαι ο μεγαλύτερος– και θυμάμαι ότι μου άρεσε να ακούω τα τραγούδια των λαϊκών ανθρώπων και των βαρκάρηδων της Κάτω Μεράς. Μέχρι σήμερα που είμαι 76 ετών δεν έχω αλλάξει καθόλου.

Ήμασταν αστικό σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος και είχε διατελέσει νομάρχης σε πολλά μέρη στην Ελλάδα. Η μητέρα μου έπιανε την κιθάρα και τραγουδούσε. Στην Κατοχή σχετίζονταν με τους Κούνδουρους, τη μεγάλη, γνωστή οικογένεια που μεταφέρθηκε στον Άγιο Νικόλαο. Ο Νίκος Κούνδουρος είναι μακρινός συγγενής μου, εκτός από συνεργάτης μου, αλλά και αυτός που με παρέλαβε κυριολεκτικά από το πλοίο της γραμμής όταν έφτασα στην πρωτεύουσα.

Οι μουσικές μου σπουδές ξεκινούν στα έντεκά μου χρόνια, όταν ο αδερφός του πατέρα μου γίνεται δήμαρχος. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να φτιάξει μια μπάντα. Παραγγέλνει τα όργανα, έρχεται κι ένας καλός δάσκαλος, ο Σερέπετσης, ωραίος, αριστερός, μαθητής του Καλομοίρη και του Κωνσταντινίδη, μα δεν πάτησε κανένας! Πιάνουν τον πατέρα μου και του λένε «Στείλε τον Γιαννάκη να μάθει κάνα όργανο, γιατί όλοι στην Κάτω Μερά φοβούνται μην πάθουν πνευμονία, καθώς θα φυσάνε τα όργανα». Πήγα, λοιπόν, ως μέλος μιας τεράστιας, αγαπημένης συμμορίας νεαρών που κοιτάζαμε να κάνουμε δύο κινήσεις: πρώτον, να παίζουμε πόλεμο με την Κάτω Μερά, αλλά ταυτόχρονα να παίζουμε και να βρίσκουμε τραγούδια δικά μας, και δεύτερον, και σημαντικότερο, να βοηθάμε τους γέρους. Στη Φιλαρμονική έκατσα μέχρι τα 16-17 μου, μαθαίνοντας κλαρίνο και βιολί. Ο Σερέπετσης κατάλαβε την κλίση μου, όταν στα 12 μου έφτιαξα τη μελωδία από τα μετέπειτα «Μαλαματένια λόγια», θέλοντας να γράψω κάλαντα! Είχα γράψει και στίχους: «Κι εσύ, Χριστέ μου, τώρα θα ανασάνεις που εγεννήθηκες πολύ μικρός…».

Ήρθε 17 χρονών στην Αθήνα. Φοίτησε στην τότε Πάντειο χωρίς να πάρει πτυχίο, ενώ συνέχισε σπουδές μουσικής στο Ωδείο Αθηνών. Το 1959 συνθέτει τα Τρία σκίτσα για χορό που ηχογραφούνται και μεταδίδονται από την τότε συμφωνική ορχήστρα του ΕΙΡ και τον Οκτώβριο του 1960 κυκλοφορεί το πρώτο του 45άρι με τραγούδια:  το Κοριτσάκι, σε στίχους Νότη Περγιάλη και τη Βάγια σε στίχους Νίκου Γκάτσου, με τραγουδιστή τον Γιάννη Βασιλούνη.

Ακούμε τη Βάγια σε λίγο μεταγενέστερη εκτέλεση, με τον Τέρη Χρυσό στην πρώτη εμφάνισή του (από το αρχείο του Γιώργου Παπαστεφάνου):

Τον Γενάρη του 1961 κυκλοφορεί το δεύτερο 45άρι του: «Νανούρισμα» με στίχους του Νότη Περγιάλη και το «Σ’ένα ψηλό καμπαναριό» του Νίκου Γκάτσου (με το ψευδώνυμο Βασίλης Καρδής).

Συμμετέχει στο ρεύμα των νέων συνθετών της δεκαετίας του 1960. Το  1963 βραβεύεται στο  Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η  μουσική του στην  ταινία Μικρές Αφροδίτες του Νίκου Κούνδουρου. Σε  προχτεσινό  σημείωμά του, ο Κώστας Φέρρης  θυμάται ότι ο Μαρκόπουλος ήταν ο αγαπημένος συνθέτης των  εκκολαπτόμενων σκηνοθετών που επρόκειτο να διαμορφώσουν τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Τον ίδιο χρόνο παρουσιάζει το χορόδραμα Θησέας.

Από τη νεανική περίοδο του Μαρκόπουλου βάζω το «Οι νεκροθάπται», σε στίχους Μποστ, με τον  Γιώργο Ζωγράφο:

Με την επιβολή της δικτατορίας φεύγει για το Λονδίνο,  όπου σπουδάζει και συνθέτει, Το 1969 επιστρέφει στην  Ελλάδα και αρχίζει να παρουσιάζει μουσικές παραστάσεις στη Λήδρα, με έντονο το θεατρικό στοιχείο, κάτι που άλλωστε αποτελεί, κατά  τη  γνώμη μου, το βασικό χαρακτηριστικό του Μαρκόπουλου.

Το  άλλο χαρακτηριστικό του Μαρκόπουλου είναι ότι τα βασικά του έργα τα έχει συλλάβει και παρουσιάσει ως ενιαία σύνολα και όχι ως άθροισμα τραγουδιών.

Πρώτο από αυτά, το 1970, είναι το Χρονικό, ένας από τους σημαντικότερους ελληνικούς δίσκους της εποχής, σε στίχους Κ.Χ.Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου), με το οποίο γίνεται η γνωριμία του τεράστιου Νίκου Ξυλούρη με το ευρύτερο πανελλήνιο κοινό. Εστω και λογοκριμένος, ο δίσκος άσκησε τεράστια επίδραση.

Ο χορός που ανοίγει τον δίσκο ειναι ένα  ακόμα σήμα κατατεθέν του Μαρκόπουλου: γρήγορος ρυθμός, επαναλαμβανόμενα μικρά μοτίβα.

Το  1972, η Ιθαγένεια με τους ίδιους συντελεστές. Ακούμε το Χίλια μύρια κύματα

Ενδιάμεσα  όμως είχε δώσει και μερικά μεμονωμένα σατιρικά τραγούδια, όπως το Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν και το Τούμπου τούμπου ζα, που εδώ το βλέπουμε με τον Παύλο Σιδηρόπουλο σε εκτέλεση  – μονόπρακτο:

Με τη Θητεία το 1974 γνωρίσαμε τον  Χαράλαμπο Γαργανουράκη (ένα παλικάρι ίσαμε κει πάνω, έλεγε ο Μαρκόπουλος) στους έξοχους στίχους του Μάνου Ελευθερίου, μαζί με τον  Λάκη Χαλκιά και την Τάνια Τσανακλίδου, που έκανε επίσης ντεμπούτο.

Τον ίδιο χρόνο, αλλά μετά τη μεταπολίτευση, παρουσίασε τους Μετανάστες σε στίχους Γιώργου Σκούρτη, με τη Βίκη Μοσχολιού και τον Λάκη Χαλκιά. Στην  ξενιτειά όταν βρίσκομαι, με συγκινεί πάντα αυτό το τραγούδι με τη δωρική φωνή του Χαλκιά.

Λίγο αργότερα έχουμε τον διπλό Θεσσαλικό κύκλο, μια μουσική παράσταση (είχα την τύχη να τη δω ζωντανή) σε στίχους του Κώστα Βίρβου.  Ένα εύθυμο τραγούδι που μου άρεσε, με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τη Λιζέτα Νικολάου:

Το  1978 η μουσική του για τη σειρά του BBC Who pays the ferryman? του δίνει διεθνή φήμη. Το 1979 στο Σεργιάνι στον κόσμο συνεργάζεται με τον Νταλάρα, αλλά το τραγούδι που διάλεξα ακούμε και τον ίδιο (όπως και τον Χάρυ Κλυνν):

Δεν τελειώνει βέβαια εδώ το έργο του Μαρκόπουλου, αλλά θα τελειώσει εδώ η περιήγησή μας -αναγκαστικά λειψή, αλλά υπολογίζω πως θα συμπληρώσετε στα σχόλιά σας.

Ακούνε Μαρκόπουλο οι σημερινοί 25ρηδες; Θα μου πείτε επίσης στα σχόλια. Πρόσφατα έγινε αρκετός θόρυβος για μια διασκευή έργων του Μαρκόπουλου από τον Παύλο Παυλίδη, που θεωρήθηκε, από πολλούς παλιότερους, αποτυχημένη. Δεν την έχω ακούσει, δεν έχω άποψη.

Αλλά θα κλείσω με ένα από τα γνωστότερα παλιά τραγούδια του σε εκτέλεση ραπ και αλλαγμένους (κατόπιν αδείας) στίχους:

Μας σημάδεψε, θα τον θυμόμαστε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *