Πρώτα πρώτα το όνομα. Γιάννης Θεοδωράκης (1932-1996). Πρόκειται για τον κατά εφτά χρόνια νεότερο αδελφό του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος ήταν τελειόφοιτος Γυμνασίου στον Γαλατά Χανίων, όταν έφτασε εκεί σοβαρά τραυματισμένος από τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο ο Μίκης, στις 23 Αυγούστου 1949. Και, ενώ ο Εμφύλιος είχε λήξει έναν χρόνο πριν, στην Κρήτη συνεχιζόταν μέσα σε καθεστώς φόβου με τις ομάδες των κυβερνητικών δυνάμεων Χωροφυλακής, Εθνοφυλακής και συμμοριών. Όπως μαρτυρεί ο Μίκης Θεοδωράκης, ο αδελφός του ο Γιάννης, που ήταν τότε στην έκτη Γυμνασίου, όπως όλοι ήταν ένοπλος. Επομένως ούτε πειθαρχία υπήρχε, ούτε σεβασμός ούτε υπακοή. Ο πατέρας του δεν του μιλούσε, γιατί φοβόταν μήπως πυροβολήσει τα βαρέλια με το κρασί. Κι ενώ έτσι ήταν η διάθεσή του εκείνη την εποχή, έγραφε ποιήματα. Γιατί κατά την κρίση του Μίκη «το ’χε ανάγκη». Κι αφού σκάλιζε τους στίχους του πάνω στο άσπρο χαρτί, μετά το πετούσε «για να δείξει στον εαυτό του πως έγινε άντρας σκληρός, υπεράνω της ποίησης». Ο Μίκης μάζευε αυτά τα χαρτάκια σαν να ήταν «κολοκύθια ή αγγούρια μέσα από τον κήπο». Ο ίδιος ο Γιάννης είπε σε συνέντευξή του στον Γιάννη Παληοτάκη: «Κι όταν εγώ πήγα στην Κρήτη, δεν είδα παρά μόνο ένα σαφάρι γι’ αντάρτικα κεφάλια. Οι πάντες γυρίζανε με όπλα, για να βρούνε αντάρτη να τον σφάξουν».
Τέσσερα από εκείνα τα πεταμένα ποιήματα της περίστασης –«Θα γίνεις δικιά μου» («Όμορφη πόλις»), «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας» και «Χάθηκα»– ηχογραφήθηκαν στην Columbia με τον ίδιο τον Μίκη στο τραγούδι, τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι, τον Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα και τον Σπύρο Λιβιεράτο «Καζάνα» στα κρουστά. Καθένας κι ένας μύθος στο είδος του κι ο Μίκης μέγας.
Τίτλος αυτού του κύκλου των τραγουδιών είναι οι Λιποτάχτες. Μια πρώτη ερμηνεία του τίτλου έρχεται από τον ίδιο τον Μίκη, ο οποίος πιθανολογεί ότι ο Γιάννης, γράφοντας ποιήματα μέσα σε τέτοιες περιστάσεις, θεωρούσε ότι «λιποταχτούσε» από την πραγματική σκληρότητα της ζωής, γι’ αυτό και τα πετούσε σαν να ήθελε να «ξορκίσει» αυτή την «παρεκτροπή» του. Μια δεύτερη εκδοχή είναι αυτή που αναγράφεται στο 45άρι του δίσκου: Οι Λιποτάχτες είναι οι άνθρωποι που χάνονται στα μικρά λιμάνια και στενά σοκάκια της αδιέξοδης επαρχιακής πολιτείας. «Τα δύο αδέλφια έζησαν την αγωνία και τη θλίψη που αναδίνει το όμορφο, αλλά κενό λιμάνι των Χανίων της κοινωνίας όπου βρισκόταν το σπίτι τους». Μια τρίτη εκδοχή είναι ότι λιποτάχτης είναι αυτός που δραπετεύει από τον πόλεμο, και μάλιστα τον Εμφύλιο. Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από το «βαθύτατο αντιπολεμικό μήνυμα, παράλληλα με τον νεανικό ερωτισμό που βγαίνει ως αντίβαρο στις τραγικές συνθήκες». Ο Γιάννης Θεοδωράκης, εν τέλει, μετουσιώνει ποιητικά τις εμπειρίες του από την εθνική Αντίσταση. Θεωρεί ότι ανήκει στη γενιά της ήττας, ενώ τα πρώτα Αετόπουλα έστω και για λίγο άγγιξαν την εξουσία. «Εμείς δεν κάναμε άλλο από το να τρώμε ξύλο και να υπογράφουμε δηλώσεις μετανοίας…». Ωστόσο, κάπου στους στίχους του μέσα λάμπει η ελπίδα.
Τις παραπάνω πληροφορίες, μαζί με πολλές άλλες, παραθέτει στον Πρόλογο του βιβλίου ο Σπύρος Αραβανής.
{jb_quote}Γεννήθηκε μέσα στη συμφορά και ανδρώθηκε με την ιδέα της πατρίδας και της αναγέννησής της, της ελευθερίας και της πραγματοποίησης του ονείρου, όπως περιγράφεται στην «Όμορφη πόλη».{/jb_quote}
Πρώτο ποίημα η «Επιλογή» και τελευταίο ο «Επίλογος». Η πρώτη ενότητα, ομότιτλη με τη συλλογή –«Λιποτάχτες»–, έχει αρίθμηση ελληνική και ποιήματα από το Α έως το Ρ. Η δεύτερη ενότητα «Μαντινάδες, Χωριό Γαλατάς», απαρτίζεται από πέντε συνθέματα, χωρίς αρίθμηση, και η τρίτη με τον τίτλο «Υδροκέφαλος» έχει αρίθμηση λατινική, Χ (δέκα ) ποιήματα.
Η «Περιγραφή» είναι προφανές ότι μιλάει για τον Εμφύλιο που χώρισε το χωριό στα δυο:
Το κυπαρίσσι/ απ’ εδώ στη δύση/ χωρίζει την πεδιάδα/ ύστερα έρχονται τα νερά των ποταμιών/ οι φράχτες των σπιτιών/ τα σημάδια των πουλιών και των ονείρων/ στο πλάι/ δυο καρδιές χτυπάνε δυνατά/ απ’ εδώ ο νοτιάς/ απ’ εκεί ο βοριάς/ και τέλος τ’ αγάλματά μου/ να σφαδάζει κάπου κάτω/ ή πάνω απ’ τη γη/ η χαράδρα γεμάτη νερά κι αντανακλάσεις/ κάτω από την πέτρα ένα χαλίκι./ Η νύχτα καθήλωσε τη ματιά της.
Υπάρχει ελπίδα, άραγε:
Να δούμε καράβια στον Ιλισό. Να δούμε καϊκάκια/ να δούμε βαρκούλες.
Ο Ιλισός είναι γνωστός ψυχοπομπός ποταμός, για κάθε είδος πλεούμενο μεγάλο ή μικρό. Ο Γιάννης Θεοδωράκης χτυπάει το πόδι/ λες από πείσμα/ στη γη, κρατάει τον ρυθμό ή δίνει μήνυμα στους πεθαμένους, εδώ είμαι κι εγώ!
Στο παράθυρό μου ο νοτιάς της νύχτας/ έφερ’ ένα αμπέχονο για να μετράω τ’ αστέρια/ η φωτιά/ πέταξε στην τελευταία της σπίθα ένα χαμόγελο καληνύχτα, μας λέει, δηλώνοντας το άγριο ξενύχτι εκείνου που μετράει τα πάθη της καρδιάς του, ενώ μια σπίθα της φωτιάς παρέχει ίχνος ελπίδας.
Νιόπαντροι μοιράζαμε στα δυο τη νύχτα/ ύστερα ήρθε το παιδί/ τη μοιράζαμε στα τέσσερα/ ύστερα ήρθ’ ο πόλεμος/ κι έσβησε τη νύχτα
Κι έτσι αμφίθυμος ο ποιητής τη μια ψάχνει τη σπίθα στα κάρβουνα του ουρανού, την άλλη έρχεται ο πόλεμος και την καταργεί.
Βρέχει/ σκίζεται ο κόσμος αστραπή/ κι εμείς οι παρόντες στην έρημη πλατεία/ κάτω από την ίδια ομπρέλα/ μαχαιρωθήκαμε/ αν και δεν είχαμε ν’ αφαιρέσουμε/ τίποτ’ απ’ τη ζωή μας.
Ο Γιάννης Θεοδωράκης σαν ποιητής μού θυμίζει τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Είναι ποιητής της περίστασης. Γεννήθηκε μέσα στη συμφορά και ανδρώθηκε με την ιδέα της πατρίδας και της αναγέννησής της, της ελευθερίας και της πραγματοποίησης του ονείρου, όπως περιγράφεται στην «Όμορφη πόλη». Η «νύχτα» με την οποία θα κλείσει το ποίημα –η νύχτα έπεσε, οι δρόμοι χαθήκαν– θα ακυρώσει το όνειρο. Δεν ανήκει στους τυχερούς που θα ζούσαν και θα χόρταιναν τα χρόνια της ειρήνης, η πόλη δεν θα γινόταν «δικιά» του. Κι ακόμα δεν πρόλαβε να δει πώς κατέληξαν οι αγώνες και τι ακολούθησε μετά, στη στροφή του αιώνα. Ωστόσο, δεν παραιτήθηκε ποτέ και πάντα έδινε χρόνο στο όνειρο να πραγματοποιηθεί:
Στην κομματιασμένη πατρίδα μου/ θα ’ρθουνε καινούριες μέρες/ βάψε τον ουρανό γαλάζιο/ πράσινο το δάσος/ το πρόσωπό μου μ’ ό,τι χρώμα θες/ ο τόπος δεν χωράει άλλο, σίδερα και τάφους/ […] / σε λίγο ο κόσμος θα ’ναι δικός μας.
Ο Μίκης είχε πει πως μέχρι το 1960 δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι αυτά τα τραγούδια εκτός από τον ίδιο, τη Μυρτώ και δυο-τρεις φίλους θα ενδιέφεραν κάποιον. Η ιστορία τον διέψευσε. Το ένστικτό του τον δικαίωσε. Η αλήθεια των τραγουδιών μάς αγγίζει εξακολουθητικά.
Λιποτάχτες
Γιάννης Θεοδωράκης
Μετρονόμος
σ. 48
ISBN: 978-618-5748-07-4
Τιμή: 10,60€