ceb2ceb1cf84cf81ceaccf87ceb9ceb1 cf83ceb5 cf83cebaceb7cebdcebfceb8ceb5cf83ceafceb1 ceadcf86ceb7cf82 cebccf80ceafcf81cebccf80

Frogs3©Kaplanidis


«Διόνυσός ἐστι μετὰ θεράποντος Ξανθίου κατά Εὐριπίδου πόθον εἰς Ἄιδου κατιών· ἔχει δὲ λεοντῆν και ῤόπαλον πρὸς τὸ τοῖς ἐντυγχάνουσιν ἒκπληξιν παρέχειν. Ἐλθὼν δὲ ὠς τὴν Ἠρακλέα πρότερον, ἲνα ἐξετάση τὰ κατὰ τὰς ὀδούς, ἦ καὶ αὐτός ἐπί τόν Κέρβερον ὢχετο, καὶ ὀλίγα ἆττα περί τῶν τραγικῶν τούτω διαλεχθείς ὀρμᾶ πρὸς τὸ προκείμενον».

Με το όνομα του Αριστοφάνη σώζονται 11 κωμωδίες -με την παλιότερη να διδάσκεται το 425 π.Χ. και τη νεότερη το 388 π.Χ.- καλύπτοντας την 20ετή περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου. Μία από αυτές τις κωμωδίες είναι και οι Βάτραχοι οι οποίοι διδάχθηκαν το 405 π.Χ. στα Λήναια, ένα χρόνο πριν την τελική ήττα της Αθήνας, και κέρδισαν το πρώτο βραβείο (Οι Μούσες του Φρύνιχου το δεύτερο και τρίτο έργο ήταν ο Κλεοφών του Πλάτωνα). Ο Αριστοφάνης, στους βατράχους του, περιλαμβάνει πέντε βασικές ομάδες χαρακτήρων. Η πρώτη ομάδα αποτελείται από θεούς και μυθικούς ήρωες, η δεύτερη από εξέχοντες Αθηναίους της εποχής, η τρίτη από χαρακτηριστικούς «τύπους» της κωμωδίας, η τέταρτη από ζώα και η πέμπτη από χαρακτήρες γνωστούς εκείνη την εποχή οι οποίοι διακατέχονταν από σφοδρά πάθη. Σημαντικό είναι το γεγονός πως στο έργο υπάρχουν δυο χοροί (πρώτη φορά συνέβηκε αυτό σε κωμωδία) με την ιδιαιτερότητα πως ο δεύτερος των Βατράχων δεν εμφανίζεται κατά την περιφορά του Διόνυσου στο κάτω κόσμο, άλλα μόνο ακούγεται, κάτι το οποίο είναι λογικό αν σκεφτεί κανείς πως ένα χρόνο πριν την ήττα της αποκλεισμένης Αθήνας δεν υπήρχαν χρήματα για χορηγίες σε ενδυμασία κ.α.

Στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας παρακολουθήσαμε μια διασκευή (ίσως και όχι) του Αριστοφανικού έργου σε σκηνοθεσία Έφης Μπίρμπα. Η έννοια διασκευή κατά τον Barthe είναι όταν το δραματικό κείμενο δεν είναι «κλειστό» αλλά παράγει μια θεατρικότητα μακριά από την ακριβή αναπαράσταση της συγγραφικής αποτύπωσης και συνήθως συνυφασμένη με την εποχή της. Ο αισθητικός φορμαλισμός της παράστασης στην προσπάθεια παρουσίασης μιας διασκευής των Αριστοφανικών Βατράχων «κλυδώνισε» την μονοσημία του πνεύματος της παράστασης σε μια κεντρομόλο ανάγνωση του έργου, δήθεν προστατευόμενη από τον τίτλο «Βατράχια». Η συγκεκριμένη διασκευή εκτός από ξεπερασμένες Ελιοτικές τελεολογίες (τσιτάτα από έργα του Καθολικού συντηρητικού T.S.Eliot) και διακειμενικές αναφορές σε Χρήστο Μαλεβίτση και Τάσο Λιγνάδη λειτουργεί σε ένα άτολμο πλαίσιο μια Μιλερικής αποδομητικής τάσης (Ο H. Muller αποδομούσε έργα και έχτιζε στην ραχοκοκαλιά αυτών) χωρίς να καταφέρνει να παρουσιάσει μια σκηνοθετική καθαρότητα. Η Μπίρμπα έκπαλαι «παίζει» με το εξπρεσιονιστικό, μετα-εξπρεσιονιστικό θέατρο, πλέον όμως έχει αρχίσει και κουράζει αυτή η συχνή τάση να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα ίχνη νοημάτων στα έργα της. Από την Μπεκετική έμπνευση του περιμένοντας τον Γκοντότ που βλέπουμε στη σκηνή, με τους δυο (μοναχικούς πολλές φορές) ήρωες μέχρι την αυτοαναφορικότητα εν είδει μετα-θεάτρου, χωρίς να καταλαβαίνει απόλυτα το μη ειδικευμένο κοινό τις αυτό-αναφορές, δεν είναι ξεκάθαρο αν η σκηνοθέτις έχει αντίληψη σε ποιο (εκτός θεατρικής πραγματικότητας) κοινό απευθύνεται. Ο ανύπαρκτος χορός, σε ένα έργο με δυο χορικά είναι χωρίς δικαιολογία, καθώς απαιτείται η σκηνική χρήση του για να«δέσει» το έργο. Επίσης, η εικαστική σύλληψη με τον αραμπά που στο τέλος μετατρέπεται- αποκαλύπτεται σε καρδιά ώστε να εκθέσει ο Σερβετάλης τους «προβληματισμούς» του και η περιφορά των πωλητών Ρομά στις γειτονιές ως στοιχείο ελληνικότητας (έχει ξαναπαρουσιαστεί πολλάκις) αφήνει έκθετη τη σκηνοθέτις. Θα μπορούσαμε να πούμε πως στη σκηνή είδαμε λίθους, πλίνθους και κεράμους ατάκτως ερριμένους στο όνομα μιας κάποιας διασκευής.

Frogs©Kaplanidis


Σημαντικό ρόλο έπαιξε η χρήση των αριστοφανικών «εργαλείων» όπως η αίσθηση της δημόσιας ευθύνης του ποιητή, περιβεβλημένη από θρησκευτικές αναφορές στο συγκεκριμένο έργο και το σκατολογικό στοιχείο· βέβαια για να δέσει η Μπίρμπα το συγκεκριμένο στοιχείο παραλήφθηκε το παρά προσδοκίαν (αριστοφανικό τέχνασμα), όπου στο αρχικό έργο, ο Διόνυσος, εμφανίζει τις φιλολογικές του προτιμήσεις μέσω μιας σούπας· κάτι το οποίο στο συγκεκριμένο έργο αλλάχτηκε – χωρίς λόγο- και κρατήθηκε μόνο η σούπα και συγκεκριμένα η φασολάδα. Στα μείον της παράστασης είναι το γεγονός πως επιλέχθηκε μια κατευθυντήρια γραμμή εννοιολογικής διασποράς των Αριστοφανικών Βατράχων ή όποιας διασκευής αυτών, με μεταφυσικούς προβληματισμούς όπως για παράδειγμα η αποδόμηση της λογικής με λανθάνοντες μαθηματικούς υπολογισμούς του τύπου 12 +12 =35, 1200x 1500= 2000, ώστε να δείξουν τη μειονεκτική θέση της λογικής έναντι του πνεύματος.

Σχετικά με την μετάφραση από τον Κωνσταντίνο Μπλάθρα, όπου υπάρχει σύγκλιση με το αρχαίο είναι αρκετά συνεκτική, καθώς και η μουσική από τον Constantine Skourlis συνταιριάζει με την αισθητική της παράστασης χωρίς να ενοχλεί. Παράλληλα, τα κυκλικά, πάνω στη σκηνή τοποθετημένα, Led φώτα από τον Γιώργο Καρβέλα σε συνδυασμό με το γυαλιστερό έδαφος απομακρύνουν από οποιοδήποτε αρχαίο συνειρμό και τονίζουν τον χρωματισμό των αισθημάτων των ηθοποιών. Ξεχωρίζει το φωτόσπαθο του Νταρθ Βέιντερ, εν είδει φακού, κάτι το οποίο δεν κολλάει πουθενά στην παράσταση, αλλά προσφέρει γέλιο.

Τα κοστούμια από την Έφη Μπίρμπα και Βασιλεία Ροζάνα δεν ακολουθούν το αρχαίο πρότυπο του έργου, να είναι υπερβολικά τερατώδη, κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό. Όμως, η σκευή του Διονύσου δεν παρουσιάζει καμία συνάφεια με το ρόλο, περισσότερο θυμίζει τύπο από Κομέντια Ντελ Άρτε, ενώ τα κρινολίνα από την εποχή της Ιακωβινικής Μάσκας (είδος θεάτρου), δεν προάγουν την οποιαδήποτε κίνηση. Παράλληλα ο δούλος Ξανθίας, όπως λέει το όνομά του ήταν ξανθός, κάτι το οποίο δεν είδαμε στη σκευή του μαυρομάλλη Μιχάλη Σαράντη στον ομώνυμο ρόλο.

Στο υποκριτικό κομμάτι όλοι οι ηθοποιοί κινούνται σε εξαιρετικό υποκριτικό πλαίσιο ο Άρης Σερβετάλης παρά τις ιδεολογικές εκφράσεις και αυτοαναφορές, βγάζει την απαραίτητη ένταση και τους απαραίτητους αστεϊσμούς του Διόνυσου ως χαρακτήρας με αρκετή κίνηση και εξαιρετικές αναπνοές. Από κοντά και ο Μιχάλης Σαράντης που αποδίδει πολύ καλά τη χορική μετατόπιση του Ξανθία με τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα και πολύ καλές αισθητικές τοποθετήσεις. Ο Αργύρης Ξάφης βγάζει αρκετά καλά τις όποιες αισθητικές τοποθετήσεις του ρόλου(Πλούτωνας/ Αισχύλος) και η εξαιρετική Ηλέκτρα Νικολούζου μαγεύει με τον μονόλογό της. Σε αρκετά καλά επίπεδα κίνησης και φωνητικής έκφρασης κινείται και ο Μιχάλης Θεοφάνους (Ευριπίδης). Οι Έκτορας Λιάτσος, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη, Κυριάκος Σαλής εκθέτουν με εξαιρετικό τρόπο τον επικουρικό κόσμο της παράστασης και είναι αρκετά λειτουργικοί με πολύ καλό «σκηνικό εκτόπισμα».

Συμπερασματικά, η κωμωδία Βάτραχοι σε σκηνοθεσία Έφης Μπίρμπα τοποθετείται διασκευαστικά σε ένα φαντασιακό μικρόκοσμο με μια παραμορφωμένη και ασύνδετη αισθητική πανδαισία, σε μια προσπάθεια αγχώδους συν-κάλυψης της απόστασης από το αρχαίο κείμενο και σύγχρονης μετά-νεωτερικής προβολής του με λανθάνοντα μεταφυσικά ίχνη νοημάτων.

The post «Βατράχια» σε σκηνοθεσία Έφης Μπίρμπα – Μια ναρκωμένη, κατακερματισμένη διασκευή first appeared on tetartopress.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *