ceb2ceb1cf81ceb2ceb1cf81cebfcf80ceacceb6ceb1cf81cebf

Θα αναρωτηθείτε,  τι να  είναι αυτό. Η  λέξη του τίτλου γκουγκλίζεται (αν  και βγάζει  μονοψήφιο αριθμό ευρημάτων) και  την  έχουμε χρησιμοποιήσει και στο ιστολόγιο καναδυό φορές.

varvarΒαρβαροπάζαρο ήταν μια στήλη που είχε καθιερώσει ο Νουμάς,  το όργανο του μαχόμενου δημοτικισμού στις  αρχές του 20ού αιώνα. Σε αυτή τη στήλη, που συντασσόταν και με τη βοήθεια των αναγνωστών, δημοσιεύονταν γλωσσικά μαργαριτάρια αλιευμένα από κείμενα στην καθαρεύουσα,  κατά προτίμηση μάλιστα γραμμένα από γλωσσαμύντορες καθηγητές ή δημοσιογράφους. Ο σκοπός, πέρα από τη  διασκέδαση,  ήταν να δειχτεί πως  η  καθαρεύουσα δεν  είναι φυσική γλώσσα αφού και οι υπέρμαχοί της κάνουν  στοιχειώδη  λάθη που δεν θα τα έκαναν στη δημοτική.

Βλέπετε εδώ ένα δείγμα από τον Νουμά (τχ 726, Μάρτιος 1921). Στην αρχή έχουμε μια υπερδιόρθωση, διότι στην  καθαρεύουσα είναι «η οδοντογλυφίς», άρα πληθυντικός «οδοντογλυφίδες», που όμως φαινόταν «μαλλιαρός». (Συχνότατη υπερδιόρθωση τότε ήταν το «αι γυναίκαι» ενώ το σωστό στην καθαρεύουσα ήταν «γυναίκες»).

Μετά έχουμε ένα καταπληκτικό  μακροβούτι,  ένα εξαπλό υπερβατό, αριστούργημα πραγματικό, και μετά μια ανακοίνωση σε «έναν από τους πινάκους» του πανεπιστημίου με φρικτές ανορθογραφίες.

Το Βαρβαροπάζαρο του Νουμά το είχε μιμηθεί και ο Τρίβολος, η σατιρική εφημερίδα της  Μυτιλήνης, που είχε καθιερώσει στήλη «Το αθηναϊκό σολοικοπάζαρο» (αυτά διαφέρουν, βαρβαρισμός είναι, κατά το ΛΚΝ,  το γραμματικό λάθος ενώ σολοικισμός το συντακτικό λάθος, αλλά βέβαια  στην πράξη και οι δυο στήλες στηλίτευαν κάθε λογής γλωσσικά λάθη).

Θα σκεφτήκατε πως τα καθιερωμένα σαββατιάτικα μεζεδάκια μας μοιάζουν με το Βαρβαροπάζαρο του  Νουμά ή το σολοικοπάζαρο  του  Τριβόλου,  και σωστά θα το σκεφτήκατε, αν και τα μεζεδάκια έχουν ευρύτερο πεδίο αφού επίσης ασχολούνται με μεταφραστικά, ψευτοαποφθέγματα κτλ. Βέβαια εμείς γράφουμε σε ένα ολότελα διαφορετικό γλωσσικό τοπίο αφού η δημοτική έχει πια επικρατήσει κι έχει, με τους αναπόφευκτους συγκερασμούς, αποτελέσει τη βάση της κοινής νεοελληνικής και σχεδόν  κανείς πια δεν γράφει καθαρεύουσα.

Αυτόν τον  καιρό επιμελούμαι έναν  τόμο με 400 φιλολογικά χρονογραφήματα του Βάρναλη, που ελπίζω να κυκλοφορήσει τον  Δεκέμβριο από τις εκδόσεις Αρχείο. Σε αυτόν τον τόμο υπάρχουν και αρκετά γλωσσικά χρονογραφήματα, και σε καμιά δεκαπενταριά από αυτά ο Βάρναλης αναβιώνει το Βαρβαροπάζαρο του Νουμά και μαζεύει μαργαριτάρια από εφημερίδες και άλλα κείμενα γραμμένα στην καθαρεύουσα. Μάλιστα, σε κάποια από αυτά τα χρονογραφήματα δίνει τον  τίτλο Βαρβαροπάζαρο και εξηγεί στους αναγνώστες  του τι ήταν αυτό.

barb2Στο αρχείο Βάρναλη υπάρχουν πρόχειρα χειρόγραφά του που του χρησίμευαν για τα χρονογραφήματα,  ας  πούμε σελίδες με καρφιτσωμένα αποκόμματα από εφημερίδες ή χειρόγραφες σημειώσεις του, μεταξύ άλλων και για γλωσσικά θέματα, όπως αυτό το απόσπασμα που βλέπετε, όπου διακρίνουμε μαργαριτάρια του τύπου «ο νεκρός επεβιβάσθη αυτοκινήτου», «διανομή γάλα εβαπορέ» (και όχι «γάλατος») ή «εφημερίδαν» (αφού είναι τριτόκλιτο, η εφημερίς –> την  εφημερίδα) ή, στο τέλος, «αστυνομικά όργανα … προβάντες εις έρευναν» (και όχι προβάντα).

Ο Βάρναλης  ήταν φιλόλογος κι έτσι ήταν σε θέση να εντοπίζει και να διορθώνει λάθη, παρόλο που βέβαια ο ίδιος δεν έγραφε σε καθαρεύουσα. Όπως θα δείτε πιο κάτω, κάποια από τα λάθη που εντοπίζει ο Βάρναλης, γράφοντας το 1950,  τα βρίσκουμε και σε σημερινά κείμενα (π.χ. το «καταργηθέντων εξετάσεων» ή το «ουδείς  δεν») ενώ άλλα δεν μπορούν να υπάρξουν σε σημερινά κείμενα  διότι αφορούσαν μια γλωσσική ποικιλία που δεν  χρησιμοποιείται  πια -ας πούμε αφού δεν  χρησιμοποιούμε πια τη δοτική δύσκολα θα δούμε λανθασμένες δοτικές.

Θα παρουσιάσω δύο «λαθοθηρικά» γλωσσικά χρονογραφήματα του Βάρναλη, που νομίζω ότι έχουν και σήμερα ενδιαφέρον. Θα  δείτε ότι σε κάποιες περιπτώσεις δέχεται τον «σολοικισμό» και τον θεωρεί νομιμοποιημένο,  ενώ αλλού απαιτεί από τους  καθαρευουσιάνους να χρησιμοποιούν με συνέπεια την καθαρεύουσα, συχνά για να δείξει ότι η καθαρεύουσα είναι ανεφάρμοστη -ας πούμε, αν λέτε «Γλυφάδος» πρέπει να λέτε και «η Γλυφάς».

Ξεκινάω  με το χρονογράφημα  «Βαρβαροπάζαρο» που δημοσιεύτηκε στον Προοδευτικό Φιλελεύθερο στις 23 Μαΐου 1951.

Βαρβαροπάζαρο

Έτσι ονόμαζε ο «Νουμάς» μιαν ειδική στήλη του, όπου κάθε βδομάδα ανέγραφε τα γραμματικά και συνταχτικά λάθη των καθαρομάχων εφημερίδων. Βαρβαροπάζαρο, λοιπόν, αλλά και σολοικοπάζαρο. Κι όχι μονάχα τότε παρά και τώρα.

Αφού οι καθαρόαιμοι έχουν την ιδέα πως γράφουν την «εθνική» γλώσσα και φυσικά οι δημοτικιστές την «αντεθνική», θα έπρεπε να τη γράφουνε σωστά. Αλλά για να τη γράφουνε σωστά την «εθνική» γλώσσα, πρέπει να την ξέρουν, αλλ’ αφού δεν την ξέρουν, δεν είναι… «εθνική».

Άσε πια κι αν πρέπει να τη μιλήσουνε σωστά! Δε θέλει συζήτηση, πως τόσο ελληνικότερη είναι η γραφόμενη γλώσσα, όσο πιο αττική. Αλλ’ όσο πιο αττική, δυστυχώς, τόσο λιγότερη ελληνική.

Πάντως στην καθαρεύουσα πλήθος είναι τ’ ανάττικα στοιχεία. Κι αυτά είναι τα ζωντανότερά της στοιχεία. Χάρη σ’ αυτά η καθαρεύουσα μπορεί, αυτή η συμβατική γλώσσα, να σέρνει το πτώμα της διά μέσου του χρόνου.

Π.χ. τα ρήματα υποθέτω, καταθέτω, παραθέτω, δεν είναι αττικά. Τα αττικά είναι: υποτίθημι, κατατίθημι, κλπ. Ομοίως το κατασχέτω αντί κατίσχω· το καταχρώμαι τι αντί καταχρώμαι τινί· το υπόσχομαι αντί υπισχνούμαι· το επροστάτευσεν αντί προεστάτευσεν· τα καθιστώ και εφιστώ αντί καθίστημι και εφίστημι· το επαναστατώ αντί επανίσταμαι· το καθηγήτρια αντί καθηγήτειρα κτλ.

Όλ’ αυτά είναι της ομιλουμένης, της δημοτικής, που τα πήρε η καθαρεύουσα και τα νομιμοποίησε. Και καλά έκανε. Αυτές της οι υποχωρήσεις δείχνουν την έλλειψη δικής της ζωής.

Πάντως κοντά σ’ αυτά τα τυπικά και συνταχτικά λάθη η καθαρεύουσα έχει κι ένα σωρό εννοιολογικά ‒ που κι αυτά τα έχει νομιμοποιήσει και καλώς έπραξε!

Π.χ. γνωρίζω στην αρχαία θα πει: καθιστώ γνωστόν, γνωστοποιώ· στη νέα σημαίνει γινώσκω, ξέρω. Συνέπεια στην αρχαία θα πει: σύμφρασις στη νέα θα πει συμπέρασμα, αποτέλεσμα, ακολουθία. Αναχωρώ στην αρχαία θα πει: επιστρέφω πίσω από κει που ξεκίνησα, στη νέα θα πει: φεύγω, απέρχομαι. Φεύγω στην αρχαία θα πει είμαι εξόριστος ή εναγόμενος σε δικαστήριο, στη νέα θα πει: απομακρύνομαι κτλ. Αποκτώ στην αρχαία δεν υπάρχει· υπάρχει όμως το μέσον αποκτώμαι που θα πει: χάνω κάτι που έχω· το νεολογικό αποχτώ θα πει το αντίθετο: γίνομαι κύριος κάποιου πράγματος.

Αυτά τα στοιχεία είναι τρόπαια της ομιλουμένης εναντίον της γραφομένης. Αλλ’ η γραφομένη κάμνει και κάτι άλλα λάθη (τι άλλο να κάνει αφού είναι γλώσσα τεχνητή!), που ρεζιλεύουνε την αμάθειά της, γιατί ’ναι ολότελα δικά της όχι του ζωντανού λόγου. Π.χ. «αξίζουν μνείας και θαυμασμού»· σύγχυση μεταξύ του άξιος ειμί τινός και του αξίζω τι. «Θα χρησιμοποιήσωμεν το όπλον αποχή» αντί αποχήν. «Ξέρεις τα καθήκοντά σου ως δεσμοφύλαξ» αντί «δεσμοφύλακος». «Προς ενίσχυσιν περικυκλωθέντων ομάδων» αντί «περικυκλωθεισών». «Ενοικιάζεται δωμάτιον εν… Γλυφάδα»! (πρβ. εν Πετραλώνοις, εν Κουκουβάουναις!). «Εζητωκραυγάσθη» αντί «τον εζητωκραύγασαν». «Δύο έγκριται αγγλικαί επιθεωρήσεις» αντί έγκριτοι.

Συχνά γίνεται σύγχυση στη σύνταξη του ουδείς και κανείς: «Ουδείς δεν διέφυγε» αντί «ουδείς διέφυγε», ενώ λέμε «κανείς δε γλίτωσε» κι όχι «κανείς εγλίτωσε». Δηλ. η επανάληψη του αρνητικού δεν πριν από το ρήμα είναι νόμος της δημοτικής και αμάρτημα της καθαρεύουσας.

Αλλά το πιο ανυπόφορο λάθος (σχεδόν χωρίς εξαίρεση) γίνεται με τη σύνταξη του αναφορικού μορίου που. Πρέπει μετά το που να μπαίνει η αόριστη αντωνυμία: τον, την, τους, τα και τας. «Πενθεί τη γυναίκα του, που εκέρδισε στα χαρτιά». Ο καθένας θα νομίζει πως η γυναίκα εκέρδισε κι όμως ο άντρας της την εκέρδισε στα χαρτιά. Έπρεπε να γραφτεί: «που την εκέρδισε στα χαρτιά». «Αι γυναίκες, που ηγάπησαν… οι άνδρες» αντί που «τας ηγάπησαν άνδρες», «Θύμα πέτρας, που κάποιος άγνωστος πέταξε»! αντί «που την επέταξε».

Μεγάλη απουσία γλωσσικού αισθήματος πρέπει να έχουν όσοι γράφουν: «Στο κοιμητήρι, που στάθηκε» αντί «όπου στάθηκε» «Σύζυγος Δημητρίου Ρ. ετών 32» (Ποιος είναι ετών 32, η σύζυγος ή ο σύζυγος;). «Είχε δυο τέκνα από τον πρώτον σύζυγόν της αποθανόντα κτλ.» (Τα τέκνα αποθανόντα ή τον σύζυγον;). Άλλοτες άλλα.

Κι  ένα  δεύτερο χρονογράφημα, γραμμένο λίγο νωρίτερα από το πρώτο, στις 30 Νοεμβρίου 1950, στην ίδια εφημερίδα.

Γλωσσικά

Ας αφήσουμε το «μύλο να γυρίζει και να κροτεί», κατά το παλαιό τραγούδι του σκολειού· ας αφήσουμε το «φίλεργον ρυάκι» να τρέχει (εκτός από κείνα που παγώσανε) και να κροτεί κι αυτό! Δηλαδή ας αφήσουμε τα καθημερινά σκάνδαλα των καταχρήσεων της εξαετίας να τρέχουνε και να κροτούν (ας κροτούν!). Ας αφήσουμε μ’ άλλα λόγια την «ουσία» του νεοελληνικού ηθικού ρυθμού κι ας ασχοληθούμε κι άλλη μια φορά με τον «τύπο» της νεοελληνικής αρρυθμίας, της γραφτής μας γλώσσας.

Ένας τέτοιος περίπατος σ’ ένα τέτοιο Βαρβαροπάζαρο και Σολοικοπάζαρο είναι διασκεδαστικός. Η γραφτή μας γλώσσα δεν μπορούσε να μην τρέχει κι αυτή και να κροτεί από λάθη γραμματικά και συνταχτικά. Και νιώθουμε ξεχωριστή χαιρεκακία, που τα λάθη αυτά τα κάνουν οι καθαρευουσιάνοι, οι παλαιοημερολογίτες της γλωσσικής Κερατέας! [Υπαινιγμός στο «σκάνδαλο της Κερατέας», που απασχολούσε την επικαιρότητα με αφορμή τα τεκταινόμενα στην παλαιοημερολογίτικη μονή της Παναγίας Πευκοβουνογιάτρισσας.]

*

Υπάρχει μια ειδική γλώσσα, η συγκοινωνιακή. Αυτή κάνει τα περισσότερα λάθη. Λένε και γράφουν: «τα λεωφορεία Γλυφάδος», «η γραμμή Βαρκίζης». Δηλ. τα ελληνικά του λαού τα κάνουν ελληνικούρες με την αλλαγή των καταλήξεων. Αλλά για να πεις Γλυφάδος πρέπει να πεις και ονομαστική η Γλυφάς! Και για να πεις Βαρκίζης πρέπει να πεις και Σαμαρίζης, Σαρίζης, Καλογρέζης, Σκιπίζης, Βαρβασαίνης κλπ. κλπ. Είναι να γελά κανείς με το γλωσσικό αίσθημα των δραστών αυτής της σαλάτας.

Διαβάζουμε στις πόρτες μερικών λεωφορείων: «Μη ωθείτΑΙ τας θύρας» ή «Προσοχή! Αι θύραι ανοίγΩσι και κλείΩσιν αυτομάτως». Και κάποτες διαβάσαμε στο κάθισμα του εισπράχτορα: «Θέσις… εισπρακτώρου» (ονομαστική ο… εισπράκτωρος!).

Ρώτησα τον αξέχαστο φιλόλογο Λορεντζάτο, πώς θα κάν’ η κλητική τέτοιου ονόματος.

‒ Ψιτ! Είναι η κλιτική όλων των ονομάτων!

*

Διαβάσαμε τη φράση: «η εποχή των παχέων αγελάδων». Αυτή η σύγχυση της γενικής αρσενικού και θηλυκού δεν εντοπίζεται σ’ αυτό το παράδειγμα. Σε μιαν ανακοίνωση κάποιου ιδιωτικού Σχολείου διαβάσαμε: «Καταργηθέντων των… εξετάσεων». Όταν οι καθηγητές κάνουνε τέτοια λάθη, τι να κάνουν οι άλλοι! Λένε, πως κι ο ίδιος ο Κοραής έγραψε κάπου: «αδόντων των Μουσών και χορευόντων των Χαρίτων»…

Ένα πολύ συνηθισμένο λάθος είναι και τούτο: «ο πρέσβυς της Αγγλίας», «οι πρεσβευταί των Μ. Δυνάμεων» και τράβα κορδέλα! Τα σωστά είναι στον ενικό πρεσβευτής και στον πληθυντικό οι πρέσβεις.

Στις δηλώσεις γάμων που δημοσιεύονται καθημερινά στις εφημερίδες επαναλαμβάνεται τυπικά η παράτυπη φράση: «ο δείνα και η τάδε μέλλουν να έλθουν εις γάμον». Αυτό θα πει: να πάνε ως καλεσμένοι σε γάμο! Το σωστό θα ήτανε, και πολύ απλό μαζί, «να νυμφευθούν». Το «έρχομαι εις γάμου κοινωνίαν» είναι σχολαστικισμός.

Δυο μόρια της αρχαίας έχουνε μπει στη γραφτή και πολύ συχνά και στην προφορική μας γλώσσα: το όθεν και το άρα (το συμπερασματικό). Τα τοποθετούμε κατά κανόνα στην αρχή της φράσεως. Κι όμως η θέση τους, όπως και του αρχαίου επίσης γαρ, είναι μετά μια η δυο λέξεις. Όχι: «όθεν επιβάλλεται κλπ.» ή «άρα τα τρίγωνα είναι ίσα κλπ.» παρά «Επιβάλλεται όθεν» και «τα τρίγωνα άρα είναι ίσα». Μονάχα το ερωτηματικό άρα (με περισπωμένη) μπαίνει στην αρχή της φράσης: «άρα (= άραγε) με θυμάται»;

Ένας επίσης πολύ νομιμοποιημένος σολοικισμός διαπράττεται με το ρήμα αφορώ. Όλοι λένε και γράφουν: «αυτός ο νόμος αφορά τους καπνεργάτας». Οι αρχαίοι δε λέγανε ποτέ «αφορώ τι» αλλ’ «αφορώ εις τι».

Το τελευταίο παράδειγμα που φέρνει ο Βάρναλης μάς απασχολεί ακόμα (έχουμε  άλλωστε γράψει άρθρο). Προσέξτε όμως ότι ενώ θεωρεί «σολοικισμό» το «αφορά τους  καπνεργάτες», τον  θεωρεί επίσης «πολύ νομιμοποιημένο» και παρατηρεί ότι «όλοι λένε και γράφουν» το «αφορά» χωρίς πρόθεση. Όλοι, μαζί και ο ίδιος ο Βάρναλης, που σε άλλο χρονογράφημα γράφει: Είναι μια σπουδαία επιστημονική εργασία, που αφορά την πολυποίκιλη σημασία …. Στην αναβίωση  της χρήσης του εμπρόθετου «αφορά στο» πρέπει να έπαιξε καθοριστικό ρόλο η συνηγορία του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη. 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *