Κι επειδή ακόμα δεν έχω επιστρέψει στη βάση μου, καταφεύγω στη λύση της αναδημοσίευσης για να μη σπάσει το σερί της καθημερινής ανάρτησης άρθρου. Θα ξαναδημοσιεύσω ένα άρθρο από το… μποστάνι του ιστολογίου, που αρχικά είχε δημοσιευτεί πριν από 9 και κάτι χρόνια, με κάποιες προσθήκες και αλλαγές.
Δεν εννοώ βέβαια τη συγκινητική στιγμή μιας ταινίας ή ένα τραγούδι που το έχουμε συνδέσει με ωραίες στιγμές της ζωής μας, κυριολεκτώ, άλλωστε θα σας προϊδέασε η εικόνα. Το άρθρο, που δεν είναι το πρώτο που αφιερώνω στα φαγώσιμα, αφορά το κρεμμύδι -και το κρεμμύδι, το ξερό, πράγματι φέρνει δάκρυα σε όποιον το καθαρίζει και το κόβει.
Το κρεμμύδι φέρνει δάκρυα, επειδή περιέχει αιθέρια έλαια που όταν το ψιλοκόβεις απελευθερώνονται και ερεθίζουν τα μάτια. Στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, σε ένα σημείο όπου ο χορός των γερόντων κάνει κόντρα με τον χορό των γυναικών, ο γέροντας λέει: Βούλομαί σε γραυ κύσαι, παναπεί θέλω να σε φιλήσω, και απαντάει η γυναίκα: Κρομμύων τ’ άρ’ ου σε δει, παναπεί: άρα, δεν θα χρειαστείς κρεμμύδια -εννοώντας ότι θα τον δείρει τόσο που να κλάψει χωρίς να έχει ανάγκη να χρησιμοποιήσει κρεμμύδι για τούτο· ή, στη μετάφραση του Πολ. Δημητρακόπουλου, «Αλλ΄ανάγκη πια δε θάχεις από κρομμυδιού κομμάτια, να σου κλάψουνε τα μάτια».
Το κρεμμύδι βρίσκεται από πολύ παλιά στα μέρη μας -είναι από εκείνα τα λαχανικά που τα μνημονεύει ο Όμηρος -και μάλιστα στην Ιλιάδα, στη ραψωδία Λ, διαβάζουμε ότι πρόσφεραν κρεμμύδι σαν μεζέ για το κρασί (κρόμυον ποτῷ ὄψον), κάτι που σήμερα δεν νομίζω να συνηθίζεται, όσο κι αν το κρεμμύδι, μαζί με ψωμί, ελιές και τυρί ήταν συστατικό στοιχείο στο λαϊκό κολατσιό μέχρι πρόσφατα.
Σίγουρα πάντως οι αρχαίοι έτρωγαν πολύ κρεμμύδι, ιδίως στον στρατό. Στην Ειρήνη του Αριστοφάνη ο Τρυγαίος χαίρεται που δεν θα φοράει πια κράνος και δεν θα τρώει τυρί και κρεμμύδια (κράνους ἀπηλλαγμένος τυροῦ τε και κρομμύων).. Στο βιβλίο «Η γλώσσα της γεύσης» της Μ. Καβρουλάκη βρίσκω ότι ο Ηρόδοτος λέει ότι οι αθλητές έτρωγαν ένα κρεμμύδι το πρωί κι ένα το βράδυ -το κακό όμως είναι ότι δεν το βρίσκω πουθενά στον ίδιο τον Ηρόδοτο, οπότε η πληροφορία ίσως πρέπει να θεωρηθεί «απόφευγμα».
Το κρεμμύδι το συνδέουμε συχνά με το σκόρδο, και όχι άδικα. Άλλωστε και βοτανολογικά συγγενεύουν, αφού ανήκουν στην ίδιο γένος, το Allium (Κρόμμυον) και διαφοροποιούνται ως προς το είδος: Allium cepa, κρόμμυον το κοινόν, είναι το κρεμμύδι και Allium sativa, κρόμμυον το σκόροδον, είναι το σκόρδο. Υποτίθεται μάλιστα ότι στο στρατό, για να μάθουν κάποιους εντελώς ανεπίδεκτους νεοσύλλεκτους να ξεχωρίζουν το αριστερό από το δεξί, τους έδεναν ένα σκόρδο στο ένα χέρι κι ένα κρεμμύδι στο άλλο. Αυτό μπορεί και να μην είναι μύθος, αν πιστέψουμε τον συγγραφέα της «Στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι»: Ενθυμούμαι ένα άλλον κατόπιν, εις τον οποίον έγινε ανάγκη να κρεμασθώσι εις το εν ούς κρομμύδιον και εις το άλλο σκόρδον· ώστε με το παράγγελμα «Κεφαλή δεξιά!» του έλεγον και «Από το κρομμύδι μεριά!» ή, «Κεφαλή αριστερά!», «Από το σκόρδο μεριά!». Πάντως, και στα χρόνια τα δικά μας, αν κάποιος φαντάρος μπέρδευε το δεξί με το αριστερό, του φώναζαν «σκόρδο-κρεμμύδι». Ωστόσο, αν είναι να μιλήσουμε και για το σκόρδο, το άρθρο θα παραβαρύνει, οπότε στο εξής θα περιοριστώ αυστηρά στην «από το κρομμύδι μεριά».
Όπως είδαμε πιο πάνω, η αρχαία λέξη είναι κρόμμυον (με ένα μι στους επικούς, μάλλον για μετρικούς λόγους), αλλά από την αρχαιότητα υπήρχε παράλληλος τύπος κρέμμυον, και από τα υποκοριστικά τους φτιάχτηκαν οι λέξεις κρεμμύδι και κρομμύδι, από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια. Ο τύπος κρομμύδι ήταν πολύ συχνότερος παλιότερα (είδαμε και στο απόσπασμα της Στρατιωτικής ζωής, που είναι από τα μέσα του 19ου αιώνα), αλλά τώρα έχει υποχωρήσει νομίζω. Στον βυζαντινό Πωρικολόγο, που δεν έχει μόνο ενσαρκώσεις φρούτων αλλά και λαχανικών, εμφανίζεται ο κυρ Κρομμύδιος, μετά κοκκίνης στολής, δισέντυτος, τρισέντυτος, το γένειον αυτού χάμαι συρόμενον, και μιλάει μετά δριμείας χολής.
Στα αγγλικά και στα γαλλικά το κρεμμύδι λέγεται onion/oignon, από το λατινικό unio, αιτιατ. unionem, που δήλωνε στην αυτοκρατορική εποχή ένα είδος κρεμμυδιού, αλλά και το μαργαριτάρι’ εδώ υπάρχει παρετυμολογική σύνδεση με το unus, το ένα, διότι το κρεμμύδι παρά τα πολλαπλά στρώματά του είναι «ένα», ενώ το σκόρδο χωρίζεται σε σκελίδες. Στα λατινικά η κατεξοχήν λέξη για το κρεμμύδι ήταν cepa, που έδωσε το ιταλικό cipolla, το ισπανικό cebolla, αλλά και το γερμανικό Zwiebel (εδώ όμως είχαμε και παρασυσχέτιση με το Zwei, δύο). Στα τούρκικα είναι σογάν, στα βουλγάρικα και στα ρώσικα είναι лук (λουκ), αν και στα Ρώσικα προκειμένου για το σύνηθες κρεμμύδι, τον βολβό, χρησιμοποιείται συνήθως το υποκοριστικό λούκαβιτσα) ενώ στα σλαβομακεδόνικα είναι κρομίντ (кромид), παρμένο από τα ελληνικά.
Έχουμε κάμποσες παροιμίες και φράσεις με το κρεμμύδι. Καταρχάς, επειδή τα φλούδια του κρεμμυδιού σχηματίζουν αλλεπάλληλες στρώσεις, λέμε ότι κάποιος «ντύθηκε σαν κρεμμύδι» όταν φοράει πολλά ρούχα. (Για τον ίδιο λόγο, συχνά λέμε ότι η δομή κάποιου πράγματος είναι σαν του κρεμμυδιού, όταν έχει πολλές επάλληλες στρώσεις).
Πιο διαδεδομένη είναι η έκφραση «τον έκανε με τα κρεμμυδάκια», που σημαίνει τον κατατρόπωσε, τον εξουδετέρωσε εντελώς, του άσκησε εξοντωτική κριτική· ή, απλώς, τον ξυλοφόρτωσε. Τα κρεμμυδάκια είναι εδώ τα μικρά κρεμμύδια του στιφάδου. Εννοείται ότι όχι απλώς τον νίκησε αλλά τον έφτιαξε καρυκευμένο έδεσμα, στιφάδο. Η φρ. λέγεται συχνά για ανελέητη ανασκευή/κριτική, σε διαξιφισμούς λογίων.
Για τη μονότονη επανάληψη, λέμε «τα ίδια και τα ίδια, πατάτες και κρεμμύδια». Μια άλλη έκφραση, που έχει κάπως παλιώσει, είναι η «όσο να πεις κρεμμύδι», που σήμερα έχει εκτοπισθεί μάλλον από την «όσο να πεις κύμινο» -είχα γράψει προ δεκαετίας για τις εκφράσεις αυτές, που μάλλον γεννήθηκαν στην κουζίνα. Και μια ακόμα έκφραση, που έχει εντελώς παλιώσει, είναι η «θα χάσει ο Χριστός ένα (σάπιο) κρεμμύδι», που δηλώνει ότι και η «θα χάσει η Βενετιά βελόνι».
Για να μη μας πούνε ελληνοκεντρικούς, ας βάλω και τη διαδεδομένη γαλλική φράση c’est pas tes oignons = δεν είναι δική σου δουλειά ή occupe-toi de tes oignons, κοίτα τη δουλειά σου. Στα αγγλικά, he knows his onions = ξέρει τι κάνει. Και βέβαια, Onion είναι το σατιρικό αμερικάνικο ηλεκτρονικό περιοδικό που προσπαθεί να μιμηθεί το ελληνικό Κουλούρι -η διατύπωση της φράσης είναι εσκεμμένα ασαφής
Ο καημένος ο Κοτζιούλας, τον καιρό που έμενε σ’ ένα χαμώι στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ, δίχως αριθμό, έπαθε μια μεγάλη νίλα:
Κει μέσα μου χαθήκανε (φύλλα μικρά χαρτί)
και κάμποσα χειρόγραφα που τα ’χα πώς και τι.|
Θα τα ’ριξε η Δημήτραινα κι αυτά μες στα σκουπίδια,
τα πέταξε σα να ’τανε φλούδες από κρεμμύδια.
Αλλά φυσικά ο εμβληματικός στίχος με κρεμμύδια είναι «οι γυναίκες π’ αγαπιούνται καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια», ένας από τους πολλούς θανάτους που παραμόνευαν το «στοχαστικό αδέρφι θλιβερό» του Κοτζιούλα, τον Καρυωτάκη στην Πρέβεζα:
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.