ceb1cf82 cf86cf8dceb3cebfcf85cebcceb5 cebbcebfceb9cf80cf8ccebd ceb1cebbceadcebeceb1cebdceb4cf81cebfcf82 ceb4ceb9ceb1cebcceb1cebdcf84

 

Ας φύγουμε λοιπόν

Αλέξανδρος Διαμαντής

Νουβέλα

Εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Αλέξανδρος Διαμαντής: «Ας φύγουμε λοιπόν» (diastixo.gr)

 

%CE%95%CE%BE%CF%8E%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%BF


 

 

Σκηνοθέτης θεάτρου και ιστορικός τέχνης ο Αλέξανδρος
Διαμαντής, παρουσιάζεται εδώ με το πρώτο του βιβλίο, μια νουβέλα που προσφέρει
μια άποψη ζωής, μια θέα στη σύγχρονη νεαρή ηλικία, ή, έστω, σε μια μερίδα της,
που αποδεικνύεται ενδιαφέρουσα. Το ενδιαφέρον δεν προκύπτει τόσο από τις
ενασχολήσεις των νεαρών ατόμων, ούτε από τις σκέψεις που κάνουνε, ικανές να
διαμορφώσουν ένα νέο τοπίο στην κοινωνική πραγματικότητα. Ίσα ίσα, διαβάζοντας
συχνά νιώθεις εντελώς απέναντι σ’ αυτή τη νοοτροπία, που είτε αδρανεί σε
τελματώδη νερά είτε «εξεγείρεται» σε λάθος κατεύθυνση.

Τουλάχιστον αυτή είναι η πρώτη αντίδραση,
δικαιολογημένη εν μέρει, με γνώμονα την καθιερωμένη αντίληψη για τον ρόλο της
εκάστοτε νέας γενιάς, ως δύναμης γενεσιουργού των εξελίξεων. Αν, ωστόσο,
προσγειωθούμε στις απαιτήσεις μας και εξετάσουμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα,
την κοινωνική (για να μην αναφερθούμε στην πολιτική) κατάσταση, θα
προσεγγίσουμε ορθότερα τους δύο χαρακτήρες που μοιράζονται τον πρώτο ρόλο στη
νουβέλα του Διαμαντή. Θα κατανοήσουμε το αδιέξοδο που βιώνουν, θα βρούμε αρκετές
δικαιολογίες για τη στάση τους. Με κοινά σημεία αλλά και με διαφορές, ο Νίκος
και ο Θεοδόσης, φοιτητές και συγκάτοικοι, μοιάζει να συνιστούν μία και μόνη λογοτεχνική
«περσόνα», γεννημένη στη φαντασία του συγγραφέα ως απότοκο πολλών επιμέρους
παρατηρήσεων, με προσωπικά ή όχι στοιχεία αδιάφορο· έτσι κι αλλιώς ό,τι
γράφεται απηχεί με άμεσο ή έμμεσο τρόπο προσωπικά βιώματα. Ο ένας σε μια διαρκή
ένταση και αναζήτηση, χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς τον ικανοποιεί. Ο άλλος σε
πιο γερό έδαφος, όμως κι αυτός να μη βρίσκει ικανοποίηση στην περισσότερο
ρεαλιστική αποδοχή της ζωής. Δίπλα τους η «άπιαστη» Δέσποινα, ένα όνειρο και
για τους δύο, με μια πιο θετική όψη της ζωής η ίδια, χωρίς να τους χαρίζει όμως
την ερωτική εύνοια, παρά μόνο τη φιλία της.

Γύρω τους, μια παρέα λίγο πολύ όμοιων με αυτούς που,
παρά τις ιδιαιτερότητές τους, φαίνεται να συγκλίνουν σε μια κατεύθυνση: να
πάρουν από τη ζωή ό,τι πιο πρόσκαιρα έντονο μπορεί να τους προσφέρει,
βυθιζόμενοι σε κραιπάλες με αλκοόλ, ναρκωτικά και εφήμερο σεξ. Τι, όμως, έχει
να τους δώσει ο κόσμος, μέσα στον οποίο βρέθηκαν εκόντες άκοντες, για να
ελπίσουν σε κάτι καλύτερο, εκτός από μια ανώμαλη προσγείωση σε μια
πραγματικότητα αμφίβολη και ασταθή, καθόλου ενθαρρυντική για το μέλλον τους;

 

Όλοι τους
παρόμοιοι, ο ένας σαν τον άλλον κι όλοι σαν τον ίδιο, χαρτογραφημένοι,
ταξινομημένοι και μελετημένοι. Ο καλύτερος απ’ όλους τους πιθανούς κόσμους – το
όριο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον παράδεισο
. (σ. 71).

 

%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82%20%CE%94%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AE%CF%82


Μοιάζει να  τους
αρκεί η προσωπική τους «δυστυχία» (βαρύς ο όρος με τόσο μικρό χρονικό εκτόπισμα
λόγω ηλικίας), άρα δεν υπάρχει ανάγκη να κοιτάξουν γύρω τους και να νιώσουν
μέρος ενός  συνόλου που (ίσως περισσότερο
από αυτούς) αναζητά νόημα σε μια αδιέξοδη ζωή. Ας δούμε, παρ’ όλ’ αυτά, δίπλα
σ’ αυτή τη σκοτεινή εικόνα, να αχνοφέγγει ένα όνειρο φυγής.

 

Ο Κόσμος στο
μεταξύ γινόταν όλο και πιο τρελός, η Πραγματικότητα γινόταν όλο και πιο
δυσάρεστη. Αλλά αυτό του ήταν αδιάφορο. Ο Κόσμος, η Αλήθεια, η Πραγματικότητα
κι όλα τ’ άλλα ηχηρά παρόμοια – τι μαλακίες, Θεέ μου! Ο Κόσμος γενικά ήταν πολύ
μεγάλος και ο ίδιος ήταν πολύ μικρός και του φαινόταν άσκοπο ν’ ασχολείται με
τη συλλογική μοίρα. Η ατομική δική του δυστυχία αρκούσε από μόνη της για να τον
κρατά συνεχώς σε εγρήγορση. Είχε μια αρχή, είχε μια πίστη και μ’ αυτήν  πορευόταν στη ζωή του: δεν θα σταματούσε να
κρατάει τις σκέψεις του για το φεγγάρι που έπλενε και τον ήλιο που στέγνωνε τον
ουρανό
. (σ. 41).

 

Κινηματογραφικός ο τρόπος που ο Διαμαντής παρουσιάζει
την ιστορία του, με  μια ενδιαφέρουσα
τεχνική αφήγησης, με πλάνα που τρέχουν το ένα μετά το άλλο χωρίς σταματημό, με
χειμαρρώδη γλώσσα, χωρίς κεφάλαια, χωρίς διάκριση των προσώπων, παρά μόνο με το
όνομά τους, καθώς με παράλληλη αφήγηση πηδά από το ένα στο άλλο. Έτσι, η εικόνα
που σου μένει τελικά είναι μία, το πρόσωπο στην ουσία είναι ένα. Ο χρόνος της
ιστορίας μόλις ένα εικοσιτετράωρο, όσο δηλαδή μας επιτρέπει μια φευγαλέα εικόνα
από μια χαραμάδα, μια γρήγορη παρατήρηση της ζωής των προσώπων. Αυτό που μένει,
αν προλάβουμε με οξυδερκή ματιά να κοιτάξουμε, είναι ένα σύγχρονο τοπίο που
μπορεί  να μη μας αρέσει και τόσο, ωστόσο
είναι εδώ, ζωντανό, υπαρκτό, και μέσα του οι φιγούρες που τρέχουν να προλάβουν
τη ζωή (ναι, αυτό που καταλαβαίνουν για ζωή), να κολυμπήσουν προς τις
«Ελευθερίες» τους, ακόμη κι αν μόνοι τους αντιμετωπίζουν μια άγρια θάλασσα
([…]
η θάλασσα ήταν άγρια και χωρίς αρχή και
τέλος, και δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο ανθρώπινο, εκτός από τα λόγια τους
. σ.
121)
, να φύγουν λοιπόν, όπως εύστοχα δηλώνει ο τίτλος της νουβέλας, αντλημένος
από τον στίχο του T. S. Eliot. Αν η
συνειδητοποίηση της κατάστασης που βιώνουν ενεργοποιείται ακόμη και σε μια,
όπως φαίνεται αρχικά, αδιέξοδη ζωή, μπορεί 
να θεωρηθεί ικανά αισιόδοξη η ιστορία με την οποία εισχωρεί εντυπωσιακά (ή
καλύτερα εισβάλλει;) στο πεδίο της πεζογραφίας ο Αλέξανδρος Διαμαντής.

 

Διώνη Δημητριάδου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *