γράφει η Μάρθα Βασιλειάδη (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)
Όσοι καταπιάνονται με κάποιον από τους μείζονες ποιητές του κανόνα και ειδικότερα με τον Καβάφη έχουν να αντιμετωπίσουν ένα διπλό πρόβλημα: να ακολουθήσουν τις αναγνωστικές διαδρομές που προηγήθηκαν πριν τη δική τους και ταυτόχρονα να χαράξουν τα δικά τους καινούρια ίχνη πάνω στο ποιητικό σώμα. Μετά από δεκαετίες υπερτροφικής καβαφολογίας, φιλολογικές έριδες και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις κανείς ή σχεδόν κανείς δεν φτάνει αθώος στον Αλεξανδρινό: έχουν σίγουρα εντυπωθεί μέσα του σκόρπιοι στίχοι και εικόνες, τυχαία στοιχεία ενός ηδονοβλεπτικού βιογραφισμού ή έτοιμα σχήματα από σχολαστικές φιλολογικές ερμηνείες. Ο ποιητής της Αλεξάνδρειας με την «περιορισμένη, τακτοποιημένη και πεζή» ζωή κατόρθωσε στο κλειστό σύμπαν ενός μικρού σχετικά ποιητικού έργου να ενεργοποιεί σταθερά τα αναγνωστικά μας αντανακλαστικά, να εγγράφεται και να διαμορφώνει τις πιο βαθιές ρίζες της λυρικής μας συνείδησης.
Ο Μιχάλης Τσιανίκας δοκιμάζεται καιρό τώρα στις καβαφικές διαδρομές, και όταν κάποτε λοξοδρομεί πάντα επιστρέφει στην καβαφική ποίηση με έναν ιδιαίτερο, προσωπικό και συχνά αιρετικό τρόπο: γυρίζοντας την πλάτη στην κλασική βιβλιογραφία μοιράζει αλλιώς την τράπουλα κάθε φορά και τολμά να συνομιλεί αντισυμβατικά με τον ποιητή, με το γλωσσικό του ιδίωμα ή τη φιλοσοφική του καταγωγή. Ήδη στις Καβαφικές φωτοθυμίες (Κανάκης, 2007) ή στις Λευκές στιγμές στην Ποίηση (Καστανιώτης, 1998), δοκίμια που τα χωρίζουν μεταξύ τους κάποιες δεκαετίες, ο μελετητής προβάρει τη δική του ερμηνευτική μέθοδο προβάλλοντας συστηματικά αυτό που συνδέει την ποίηση του Καβάφη με το δικό του αισθητικό δόγμα, με το δικό του αναγνωστικό, συχνά αυτοβιογραφικό βίωμα.
Στον καινούριο του τόμο, στις 546 σελίδες του για το Τελευταίο ταγκό στην Αλεξάνδρεια, ο Τσιανίκας τελειοποιεί αυτό το σύστημα της προσωπικής ενατένισης της ποίησης του Καβάφη. Κρατώντας συνειδητά σε απόσταση τα φαντάσματα της κριτικής παράδοσης ο συγγραφέας εγκαταλείπει με τόλμη τον απρόσωπο τόνο των επιστημονικών μελετών και παίζει με τους πολλαπλούς καθρέφτες της αυτοβιογραφίας. Ταξιδιωτική αφήγηση; Ιστορία του χριστιανισμού; Παγκόσμια ιστορία; Εκ του σύνεγγυς ερμηνεία ποιημάτων του Καβάφη που προέρχονται κυρίως από την ιστορική περιοχή; Φιλοσοφική θεωρία; Ιστορία της τέχνης; Μουσική περιπλάνηση; Σε ποιο από όλα αυτά τα οριοθετημένα σύνορα θα μπορούσε να χωρέσει αυτή η μελέτη-αυτοβιογράφημα;
Χωρισμένο σε έξι ογκώδη κεφάλαια, το τελευταίο ταγκό στην Αλεξάνδρεια ξετυλίγει μια ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας η οποία στηρίζεται στους χρονολογημένους τίτλους ποιημάτων του Καβάφη. Δεν είναι τυχαίο ότι το μακρινό 1983 ένας άλλος μελετητής και ψυχίατρος, ο Θάνος Κωνσταντινίδης συγκέντρωσε με το ίδιο σκεπτικό σε ένα μικρό βιβλιαράκι τα καβαφικά ποιήματα που είχαν στον τίτλο χρονολογίες.[1] Ευρηματικό τέχνημα της ιστορικής μεθόδου του Καβάφη οι χρονολογίες ζωντανεύουν ιστορικά ορόσημα και απαιτούν έναν συνεχή, κριτικό διάλογο με την ιστορία. Αυτόν τον διάλογο προσπαθεί να στήσει σκηνοθετικά και με μαεστρία ο Μιχάλης Τσιανίκας αντιστρέφοντας τους όρους με τους οποίους διαβάζουμε τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη. Αν σύμφωνα με τη συνήθη μας πρακτική διαβάζουμε το ποίημα φωτίζοντας αρχικά την αφηγηματική πλοκή του, ξεκλειδώνοντας τις δομές του, βιογραφώντας του πρωταγωνιστές του και σε δεύτερο χρόνο τους τοποθετούμε στα ιστορικά τους συμφραζόμενα, ο Τσιανίκας εκκινώντας πρώτα από τα ιστορικά συμφραζόμενα στις πολιτικές και θρησκευτικές του συνδηλώσεις ξαναπλάθει τα πορτραίτα των καβαφικών ηρώων με βάση μιας ιδεολογικής θέσης που τα τοποθετεί απέναντι στον Χριστιανισμό.
Από το ατελές ποίημα για τους Επτά Παίδες της Εφέσου μέχρι τον Ιουλιανό και τις πολυάριθμες ειρωνικές του εκδοχές ο συγγραφέας ανασυνθέτει με ακρίβεια διασταυρώνοντας φιλοσοφικές και θεολογικές πηγές τη μεταιχμιακή εποχή που ενέπνευσε τον Καβάφη. Κάτω από το δικό του πρίσμα μοιάζει όλη αυτή η πάλη ανάμεσα σε εθνικούς και Χριστιανούς να αποκτά μια νέα ρευστή ερμηνεία που δεν περιορίζεται στην Αλεξάνδρεια και δεν περιγράφει τον θεολογικό διχασμό της αλλά αγκαλιάζει απρόβλεπτα και νεωτερικές πτυχές της παγκόσμιας ιστορίας.
Έτσι, στο τελευταίο Ταγκό στην Αλεξάνδρεια, ο περίφημος Μυρτίας, ο πρωταγωνιστής στο ποίημα-τομή του 1911 «Τα επικίνδυνα», δεν είναι μόνον το θύμα μιας ανέφικτης συνθετικής μεθόδου, μιας επικίνδυνης ακροβασίας ανάμεσα στο ασκητικό πνεύμα και τις «τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες», όπως συνηθίζουμε μηχανικά να υποθέτουμε αλλά κατά τον Τσιανίκα «δεν είναι και τόσο επιπόλαιος, όπως θα τον εκλάμβανε ο μέσος αναγνώστης, αλλά ρεαλιστής, ακολουθώντας την κινούμενη άμμο της εποχής». Με τη σκέψη σε αυτό το θρησκευτικό δίλημμα που γεννά διχαστικές ταυτότητες στην επικράτεια του μότο «εν μέρει εθνικός, εν μέρει χριστιανίζων», ο συγγραφέας οδοιπορώντας για μήνες στα μέρη που σημαδεύτηκαν από την προσπάθεια προσηλυτισμού των Αυστραλών αυτοχθόνων στον χριστιανισμό μεταφέρει το ερώτημα σε άλλο ιστορικό πλαίσιο. Συνδέει την ιστορία του νεαρού Σύρου του Καβάφη με τις συχνά βίαιες πρακτικές της καθολικής εκκλησίας και την αφήγηση ενός νεαρού ιθαγενή που διχάζεται ανάμεσα στις διδαχές της ιεραποστολής και την φυσική του καταγωγή από την τροπική σαβάνα.
Ακολουθώντας το ίδιο σχήμα και στα επόμενα κεφάλαια το ζήτημα που τίθεται κυκλώνει θεμελιώδη ερωτήματα ηθικής και ελευθερίας. Για τον Τσιανίκα, ακόμη και τα ιστορικογενή ποιήματα που επιλέγουν ως σκηνικό τη Σελεύκεια και όχι την Αθήνα, την Ανατολή και όχι την Δύση, λειτουργούν σαν ένα κλείσιμο του ματιού στον υποψιασμένο αναγνώστη που αναγνωρίζει στη φαντασμαγορία του πολύχρωμου κόσμου τους, πριν την επικράτηση του χριστιανισμού, την απόλυτη ελευθερία και τη διεκδίκηση της σεξουαλικότητας.
Πιστός σε αυτή την εξήγηση που ταυτίζει τη χριστιανική θρησκεία με την διαιώνιση της ενοχής, ο μελετητής με πυξίδα τον Καβάφη επιστρέφει σε άλλα κείμενα, ποιητικά και μη, φιλοσοφικά ή θεολογικά. Ταυτόχρονα περιδιαβάζει νοσταλγικά σε άνυδρους τόπους, σημειώνει τις συναντήσεις του με περαστικούς συνοδοιπόρους και κυρίως αναστοχάζεται την αναμέτρησή του με την τέχνη. Βαθιά προσωπικά τα σημεία αυτά λειτουργούν ως ιντερμέδια ιδιωτικότητας και δημιουργούν απροσδόκητες συνδέσεις με το καβαφικό έργο και τις μυστικές του σημασίες. Όπως απρόβλεπτα λειτουργούν και ανοίγουν καλειδοσκοπικά αυτές οι συνάψεις, έτσι και ο λόγος κάποτε δανείζεται μια χαμηλόφωνη προφορικότητα για να επιστρέψει άλλοτε σε ένα πιο πολεμικό δοκιμιακό ύφος με τη σιγουριά της τεχνογνωσίας. Σε αυτό το συναρπαστικό ταξίδι ο Καβάφης σκορπάει σε διαφορετικά κομμάτια, συνομιλεί με την ευρωπαϊκή ποίηση του Μαλλαρμέ και του Γουάιλντ, καθρεφτίζεται στους αιμάτινους πίνακες του Francis Bacon και τους ηδονικούς νέους του Καραβάτζιο, γίνεται ιδέα, χρώματα, αλλά και νότες. Στην παραίνεση του συγγραφέα «όταν διαβάζουμε Καβάφη να ακούμε τα βήματα του χορού» αναγνωρίζει κανείς το τολμηρό εγχείρημα να διαβάζει κανείς ποίηση διαβάζοντας με ειλικρίνεια και συνέπεια τον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν είμαι σίγουρη ότι η συλλογιστική του εγχειρήματος ή τα ποικίλα σχήματα των ερμηνειών που επικεντρώνονται στην ιστορία του χριστιανισμού με βρίσκουν πάντα σύμφωνη. Όπως λέει, όμως, και ο Τοτός στη δασκάλα του στο γνωστό ανέκδοτο: «μ’ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεστε».
***
γράφει ο Μιχ. Γ. Μπακογιάννης (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)
Όταν πήρα στα χέρια του το βιβλίο του Μιχάλη Τσιανίκα, σκέφτηκα: «Άλλο ένα βιβλίο περί Καβάφη. Μα δεν τα έχουν πει όλα;» Όταν διέτρεξα τα περιεχόμενα, η διάθεση άλλαξε. Ακόμα και για μένα, που δεν είμαι καβαφιστής/καβαφολόγος, ίσως ούτε καν επαρκής γνώστης της πληθωρι(στι)κήςκαβαφικής βιβλιογραφίας, και η αρχική απορία έγινε περιέργεια.
«Το βιβλίο έχει άποψη, η οποία θα φέρει κάποιους σε δύσκολη θέση και θα ενοχλήσει πάρα πολλούς, αλλά θα ικανοποιήσει και κάποιους ολίγους: σε αυτούς κυρίως απευθύνομαι», γράφει κάπως αυτάρεσκα ο Τσιανίκας στην εισαγωγή του (σ. 15). Ξεκινώντας το διάβασμα του βιβλίου, κατάλαβα ότι μάλλον θα είμαι στους πρώτους, τους ενοχλημένους. Αυτό το τέχνασμα του Τσιανίκα να ενσωματώνει στην πραγμάτευσή του ιστορικο-φιλοσοφικά πραγματολογικά στοιχεία και προσωπικές του εμπειρίες που φαινομενικά δεν έχουν καμιά σχέση με τη μελέτη της καβαφικής ποίησης ξαφνιάζει τον αναγνώστη. Δύο παραδείγματα: Στην υποενότητα του κεφαλαίου 1 η οποία έχει τον τίτλο «Εν μέρει Ζαν Φρανσουά, εν μέρει Ιωάννης Βαπτιστής» (σ. 67-68), ο αναγνώστης διαβάζει την ιστορία του νεαρού ευγενούς Jean-Francois Levefre, που διαπομπεύτηκε δημόσια και καταδικάστηκε το 1766 και που αργότερα το όνομά του αποκαταστάθηκε. Η ιστορική αυτή αφήγηση τελειώνει με ένα καβαφογενές ποίημα του ίδιου του Τσιανίκα, με τίτλο ίδιο με αυτόν της υποενότητας. Στο δεύτερο παράδειγμα (σ. 197-198), η παρέκβαση αφορά αυτή τη φορά ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο: ο μελετητής Τσιανίκας αλλάζει τώρα ρόλο και γίνεται ένας πρωτοπρόσωπος αφηγητής-πρωταγωνιστής που μας εξιστορεί την αποκαλυπτική γι’ αυτόν εμπειρία της νομιμοποιημένης στην Αυστραλία αρπαγής παιδιών που είχαν πατέρα λευκό και μητέρα Αυστραλή ιθαγενή.
Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά και άλλα πολλά ανάλογα με την καβαφική ποίηση; Πώς ένα βιβλίο που λοξοδρομεί από την παραδοσιακή ή λιγότερο παραδοσιακή φιλολογική βιβλιογραφία μπορεί την ίδια στιγμή να εντάσσεται σε αυτήν; Η γνώμη μου είναι ότι το βιβλίο του Τσιανίκα είναι ειδολογικά ένα υβρίδιο και ο ερμηνευτικός σχολιασμός των καβαφικών ποιημάτων μια στρατηγική επικάλυψης μιας άλλης διανοητικής διεργασίας.
Ως το πρώτο, ότι πρόκειται για ένα υβρίδιο, θα αρκεστώ να σημειώσω ότι η ανάμειξη της φιλολογικής μεθοδολογίας με παρεκβάσεις αφήγησης από τους κύκλους της Ιστορίας, της Φιλοσοφίας, των πολιτισμικών σπουδών, της θρησκειολογίας και της προσωπικής εμπειρίας δημιουργεί μια συνθήκη πλάγιας συνομιλίας με το συγγραφικό εργαστήρι, είναι μια επαναλαμβανόμενη πρόσκληση να δούμε τη διαδικασία της σύνθεσης όχι μόνον του μελετήματος αλλά και της ίδιας της σκέψης του Τσιανίκα.
Ως προς το δεύτερο σημείο, ότι δηλαδή ο ερμηνευτικός σχολιασμός των καβαφικών ποιημάτων λειτουργεί σαν ένας μηχανισμός επίστρωσης, παρατηρούμε αρχικά ότι η σύλληψη της ιδέας του Τσιανίκα ξεκινά από ένα σημείο-τομή για τον δυτικό πολιτισμό. Πρόκειται για το σημείο εκείνο της διασταύρωσης του παγανισμού με τον χριστιανισμό και της εδραίωσης του τελευταίου ως συμπλέγματος όχι μόνον θρησκευτικών αντιλήψεων αλλά και αντιλήψεων διαμόρφωσης της ατομικής και εθνικής αυτοσυνειδησίας. Για τον Τσιανίκα, ο Καβάφης θέλει να φωτίσει την ανθρώπινη ενδοχώρα μέσα από την παρακολούθηση της διαδικασίας κατασκευής και απορρύθμισης αυτής της αυτοσυνειδησίας. Έτσι, η καβαφική ποίηση γίνεται γι’ αυτόν ένα πέρασμα, μια οδός που τον φέρνει σε έναν διαρκή διάλογο με τα ίδια τα ποιήματα και αυτά με τη σειρά τους με ένα πολύ πυκνό και ευρύ δίκτυο ρητών και υπόρρητων, ορατών και αόρατων δικών του διακειμενικών αναφορών που εκτείνονται από την αρχαία ελληνική και φτάνουν μέχρι και τη νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία, από την αρχαία ελληνική λογοτεχνική γραμματεία μέχρι και τους εκφραστές της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής νεωτερικότητας και μετανεωτερικότητας.
Όλες αυτές οι αναγνωστικές διαδρομές αποτελούν δείκτες πολιτικής και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας του μελετητή και η διαρκής κινητικότητα που συνεπάγονται ανάμεσα στην απεραντοσύνη των πολιτικο-φιλοσοφικών και αισθητικών ιδεών και στον καβαφικό ποιητικό γαλαξία φέρνει και τον ίδιο τον Τσιανίκα συνεχώς αντιμέτωπο με τη δική του υποκειμενικότητα ως πνευματικού ανθρώπου και διανοούμενου. Εξάλλου, το λέει στην εισαγωγή του: «το βιβλίο είναι αποτέλεσμα ενός ζωντανού υποκειμένου που πάσχει ταυτόχρονα με την παθολογία του ποιητικού ή στοχαστικού λόγου» (σ. 15).
Κι η αιτία για την οποία ο Καβάφης και η ποίηση, ο μελετητής και ο δοκιμιακός/στοχαστικός και αυτοαναφορικός του λόγος πάσχουν δεν είναι τόσο έξω και πέρα από μας σήμερα. Η αίτια της παθολογίας είναι εσαεί παρούσα στο πρόσωπο του ανθρώπου και στην κοινωνία του. Είναι τα όρια που έχει ή που δεν έχει η ανθρώπινη συνείδηση, προκειμένου να αξιωθεί την ελευθερία της και να πασχίσει γι’ αυτήν ούτε μέσα από την ευκαιριακή πολιτική επαναστατική γυμναστική ούτε μέσα από τη διαχείριση και τη μεταποίηση του κυρίαρχου οικονομικού και πολιτισμικού μοντέλου αλλά μέσα από τη διαπάλη της με τις ιδέες, με την τέχνη και τις προβλέψεις ή τις τυχαιότητές της, με τις συνέχειες, τις ρηγματώσεις και τις αναστηλώσεις της ανθρώπινης φύσης η οποία είναι προορισμένη για τη φθορά και τον σπαραγμό.
Για τον Τσιανίκα, η καβαφική ποίηση, με τους φθόγγους και τους ιαμβικούς της αναβαθμούς, τη σωματοποιημένη αίσθηση της γραφής, αλλά και με τον μετεωρισμό της ανάμεσα στη φθορά και στη μνημείωση, στην πραγματικότητα και στην επινόηση χορεύει με τρόπο επιδέξιο ένα ταγκό με παρτενέρ την ελευθερία, γνωρίζοντας ότι η ύπαρξη και ο εαυτός μπορούν να ακεραιωθούν και να πολλαπλασιαστούν μέσα από το βίωμα της ηδονής, που εσωκλείει την κορύφωση των ορμών του ατόμου και το παγιδεύει. Για τον Τσιανίκα, τα καβαφικά ποιήματα γράφτηκαν για να μας θυμίσουν όχι την ιστορικότητά μας αλλά την προέλευσή μας από τον κόσμο των επιθυμιών μας, που είναι ταυτόχρονα ο δεσμώτης και ο ελευθερωτής μας. Και ως τέτοια σχολιάζονται ερμηνευτικά και καλειδοσκοπικά στο βιβλίο του.
Υπό αυτήν την έννοια, το καβαφικό ποιητικό σύμπαν γίνεται για τον Τσιανίκα σαν την εξωτερική επικάλυψη ενός παλίμψηστου, η οποία συγκαλύπτει την πρώτη στρώση γραφής που αφορά την ταυτότητα και την αυτοσυνειδησία μας. Εάν αφήνει κάποιο αποτύπωμα σε μας αυτό το βιβλίο, αυτό δεν έχει να κάνει μόνον με τον Καβάφη και με την ερμηνεία του Τσιανίκα. Έχει να κάνει και με τον καθένα από εμάς, γιατί αναδιατάσσει και επανελέγχει τον τρόπο με τον οποίο έχει δομηθεί η υποκειμενικότητά μας μέσα από το ιδεολογικό μνημόνιο του ελληνοχριστιανισμού, όπως λέει ο Τσιανίκας – και του ελληνοκεντρισμού, θα πρόσθετα.
Στην αρχή του διαβάσματος αυτού του βιβλίου είχα σκεφτεί ότι θα ήμουν στην πλευρά αυτών που θα ενοχλούνταν. Φτάνοντας στο τέλος, συνειδητοποίησα είχα αλλάξει πλευρά.
[1] Θάνος Κωνσταντινίδης, Χρονολογημένοι Τίτλοι Ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη, Αθήνα, Νεφέλη, 1983.
Μιχάλης Τσιανίκας, Καβάφης. Το τελευταίο ταγκό στην Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2023