ceb1cebdceb1ceb6ceb7cf84cf8ecebdcf84ceb1cf82 cf84cebfcebd ceb1cebbceb7ceb8ceb9cebdcf8c ceb5cf87ceb8cf81cf8c ceb3cf81ceaccf86ceb5

Ανοίγεις το βιβλίο (του Κώστα Αρκουδέα Συλλέκτης μανιταριών, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2023). Από την πρώτη σελίδα μεταφέρεσαι σε ένα πυκνό δάσος με δαιδαλώδη μονοπάτια. Μπαίνεις κατευθείαν στα παπούτσια του συλλέκτη. Περπατάς, περπατάς μες στο δάσος… Μια αίσθηση καταδίωξης πλανάται στην ατμόσφαιρα. Κάθε πατημασιά σου, κάθε τρίξιμο ξερόφυλλων, ενεργοποιεί τον μηχανισμό φυγής. Φυγής όχι μάχης. Δεν μπορείς να αναμετρηθείς με τέτοιον θηρευτή. Το ξέρεις. Στο ’χουν μάθει. Νιώθεις στην πλάτη σου να τρέχει κρύος ιδρώτας. Ο διώκτης σου πλησιάζει. Πρέπει να τρέξεις…

syllektis manitarion

Η ώρα περνά κι εσύ χώνεσαι όλο και πιο βαθιά στο δάσος. Την ξέρεις καλά τη γεωγραφία του, περηφανεύεσαι. Ασθμαίνοντας πλησιάζεις στην άκρη ενός ξέφωτου.  Μες στην καταχνιά ξεκρίνεις τη μορφή ενός λύκου να πλησιάζει. Οι φόβοι σου επαληθεύονται.

Ο λύκος φτάνει μπροστά σου. Κοιτάζεστε. Ορθωμένα αυτιά, ψυχρά γκρίζα μάτια, υγρή μουσούδα, μυώδης λαιμός. Βλέμμα γεμάτο υπεροψία. Έχει ανθρώπινη έκφραση στο πρόσωπό του. Σε μετρά με το βλέμμα. «Τι είσαι;» ρωτά. «Συλλέκτης μανιταριών», του απαντάς. Μια σειρά από αιχμηρούς και ακονισμένους κυνόδοντες αστράφτουν στο φως. Ξέρεις καλά τι ζημιά μπορούν να κάνουν αυτά τα δόντια. Που  δεν ξεχωρίζουν ανθρώπους ή ζώα για θήραμα.  Έτσι σου είπαν. Πώς να μη φοβάσαι;

Στο δάσος νιώθεις ασφαλής. Μπορείς να κουβεντιάζεις με τις ηλιαχτίδες, ν’  ακούς τα χρώματα να μιλούν, τις ευωδιές να ψιθυρίζουν. Έχεις πολλούς φίλους εδώ. Εδώ νιώθεις ελεύθερος.  Ο λύκος σε περιεργάζεται. Ρωτάει. Θέλει να μάθει για τα μανιτάρια. Γιατί τ’ αγαπάς.  Γιατί μπήκες στο δάσος του να τα μαζέψεις. Γιατί τον έδιωξες από κει. Ο λύκος ρωτάει τ’ αυτονόητα. Του λες να κάνει ησυχία μην ξυπνήσει τα νερά που κοιμούνται.

Βαδίζετε πλάι πλάι. Όσο περνά η ώρα, νιώθεις οικειότητα μαζί του. Η συζήτηση καταλήγει φιλοσοφική.  Εσύ μιλάς για το εσωτερικό μας ζύγι. Που παλεύει να ισορροπήσει αλληλοσυγκρουόμενους εαυτούς. Ο λύκος διατρανώνει πως όλοι γεννιόμαστε κακοί. Κι εκεί που περιμένεις να προτάξει το μίσος έναντι της αγάπης, σε ξαφνιάζει με το αντίθετο. «Τι παράξενος λύκος!», σκέφτεσαι.  Αλλιώς σου τα ’χαν πει…

Περπατάτε, περπατάτε στο δάσος, μες στην πηχτή καταχνιά. Ανοίγεσαι κι άλλο. Κάποιες φορές παρατηρείς πως η μορφή του λύκου είναι δυσδιάκριτη, ακαθόριστη. Προχωράτε μαζί. Και συζητάτε. Αλιεύεις μια μυρωδιά ευκάλυπτου στον αέρα. Το κρύο σταδιακά υποχωρεί. Ο ουρανός έχει πάρει το χρώμα του λιωμένου μπρούντζου. Μιλάς για αυταπάτες, για ψευδαισθήσεις. Που μοιάζουν με ρούχο κομψό. Που σε κάνει να νιώθεις όμορφα και μετά -τσουφ- εξαφανίζονται. Και που, όταν τις χάνεις, αντιλαμβάνεσαι την αξία της ζωής. Και την αξία του χρόνου. Που λες ότι μοιάζει με οριζόντια κλεψύδρα. Και τον λύκο τον προβληματίζεις… Ξέρουν άραγε οι λύκοι από κλεψύδρες; Ή μόνο από θηράματα;

Ο λύκος εξακολουθεί να σε ξαφνιάζει. Και να σου πάλι η συζήτηση για τους πολλαπλούς εαυτούς. Και μια ιστορία για έναν γέρο Ινδιάνο. Που έλεγε για τους δυο λύκους που κρύβουμε μέσα μας. Έναν  καλό κι έναν κακό. Που, αν αφουγκραστείς, θα μάθεις ποιος νικά στο τέλος. «Στο κάτω κάτω, κι ο άνθρωπος είναι ένα επικίνδυνο ζώο», προσθέτει ο λύκος και η φράση του γδέρνει το αόρατο παραπέτασμα μεταξύ σας. “Πολύ φιλοσοφημένος αυτός ο λύκος”, σκέφτεσαι…

Φτάνετε στο τέρμα της διαδρομής. Τα πέπλα της ομίχλης γύρω σας έχουν αποτραβηχτεί. Ο λύκος τρίζει τα δόντια από αγανάκτηση. Για τα ψέματα μιλά. Πως τα μεγαλύτερα από αυτά τα λέμε στον εαυτό μας. Στρέφεται σε σένα. Ξεσπά. Σε κατηγορεί πως παραμυθιάζεσαι με ωραίες ιστορίες, σαν αυτές που κυκλοφορούν στα δάση. Και, ξαφνικά, σου  πετάει κατάμουτρα πως δεν υπάρχουν λύκοι. Κι εσύ μένεις άναυδος. Και τότε αρχίζει η όρασή σου να ξεθολώνει. Αντιλαμβάνεσαι αλλιώς τον λύκο. Και τον εαυτό σου. Στρέφεις το βλέμμα προς τα κάτω, στο χώμα. Προσπαθείς να κουνηθείς. Μπορείς;

Κλείνεις το βιβλίο. Επιστρέφεις στην πραγματική ζωή. Ανοίγεις μια εφημερίδα. Σου τραβά την προσοχή ένα άρθρο για λύκους. Που όλο και πιο συχνά κατεβαίνουν στις πόλεις για να βρουν τροφή. Αποστεωμένοι και ξεδοντιάρηδες. Κι εσύ θυμάσαι τον σοφό κόρακα στο βιβλίο. Αυτόν τον φαντασμένο μποέμ. Που εξηγούσε στα πλάσματα του δάσους πως όλα αυτά ξεκίνησαν εξαιτίας ενός  μανιταροσυλλέκτη. Που είχε το θράσος να πάει  στα λημέρια των λύκων. Στο δάσος…

arkoudeas
Κώστας Αρκουδέας

Κλείνεις την εφημερίδα και ανοίγεις την τηλεόραση. Πέφτεις πάνω σε δελτίο ειδήσεων. Μιλούν για πανδημία. Σε μια χώρα, μακριά από σένα, κυκλοφορούν στους δρόμους άνθρωποι με “στολή αστροναύτη”! Το μυαλό σου αναπόφευκτα γυρίζει πάλι στα λόγια του κόρακα. Που αυτοαποκαλείται σοφός. Που άλλοτε μιλά σας ποιητής κι άλλοτε σαν τσογλάνι. Κι εσύ τα σκέφτεσαι όλα αυτά κι αναρωτιέσαι: “είχε άραγε ο κόρακας μαντικές ιδιότητες; “. Και κάτι άλλο αναρωτιέσαι: «είναι πράγματι ο λύκος ο αληθινός εχθρός;».

Σηκώνεσαι, ανοίγεις τις κουρτίνες. Προσπαθείς να δεις τη μεγάλη εικόνα.  Ανακαλείς πάλι τα λόγια του λύκου: “Ο φόβος κινείται στο γκρίζο”.  Τότε δεν τους έδωσες πολλή σημασία. Ήσουν βαθιά χωμένος στο δάσος. Ζούσες στο δικό σου παραμύθι. Όμως οι πετρούλες ήταν πάντα εκεί. Για να σου δείχνουν τον δρόμο προς το φως. Σαν οδοδείκτες για χαμένους Κοντορεβιθούληδες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *