ceb1cebdceb1ceb3cebdcf89cf83cf84ceb9cebaceac cf83cf87cf8ccebbceb9ceb1 ceb3ceb9ceb1 cf84cebf ceb2ceb9ceb2cebbceafcebf cf84cebfcf85 cf87

Différence et différance
(από τον Ντελέζ στον Ντεριντά)
Χάρης Καλαϊτζίδης, Πολεμική μηχανή, εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα 2022.

Η Πολεμική μηχανή, πρωτόλειο μυθιστόρημα του νεαρού (γ. 1999) Χάρη Καλαϊτζίδη στήνεται γύρω από τρία πρόσωπα: τον Διονύση, έναν γκέι έφηβο από την επαρχία ο οποίος, μέσω μιας εξεζητημένης πορείας ενηλικίωσης, ανακαλύπτει τον έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο ενός συνφαντάρου του στο στρατό, του Βαρθολομαίου Γδούπα, που σιγά σιγά αποκτά χαρακτηριστικά ενός προσχηματικού νεοναζιστή, την Αριάδνη, ένα κορίτσι με πολλά ψυχολογικά και οικογενειακά προβλήματα που καταλήγει να ερωτευτεί τον ίδιο άνθρωπο και τέλος, τον αδελφό τού Βαρθολομαίου. Πρόσωπα που εμφανίζονται από τον συγγραφέα με ικανό τρόπο, διακριτά σε διάφορα σημεία του βιβλίου, αναλαμβάνοντας την (πρωτοπρόσωπη) αφήγηση ώστε να είναι εύκολο να επιτευχθεί η ταύτιση με τον αναγνώστη. Ταυτόχρονα, με ανεπαίσθητες πινελιές, πραγματοποιούνται πλείστες όσες οβιδιακές μεταμορφώσεις τους, που καταλήγουν στην αντίστιξή τους, στο έτερο αρνητικό τους ανάλογο, δηλαδή στον φορέα τους (και ενδεχομένως στον δημιουργό τους) εκείνον που περιέχει τις ζωές τους, τους έρωτες, τους πόθους τους, ως παραμέτρους μιας προσλαμβάνουσας εμπειρικής συνείδησης που διογκώνεται εντός εαυτού. Τον ίδιο τον Βαρθολομαίο. «[…] αγνώριστος ο Βαρθολομαίος που –όντας όπως όλοι οι άλλοι– δεν έμοιαζε σε κανέναν, κινούνταν από μια απόκοσμη ορμή, ακολουθούσε νόμους απάνθρωπους, αρχέγονους, σκληρούς, νομούς που πάντοτε ορίζανε τις πέτρες, τις λύκαινες και τις πλημμύρες» μας λέει ο συγγραφέας, στη σ. 46., με τη χαρακτηριστική ποιητική του πρόζα. Ο ίδιος ο Βαρθολομαίος είναι ταυτοχρόνως η Πολεμική Μηχανή μα και ο Δούρειος Ίππος του.

Ένα από τα πιο ισχυρά σημεία του βιβλίου είναι ο έρωτας. Ο έρωτας που είναι κυρίαρχος, βρώμικος, γήινος, αιματηρός μα και συγκλονιστικός. Ο έρωτας που δεν είναι ούτε μόνο πόθος, ούτε μόνο πάθος, ούτε μόνο ποίηση. Είναι σάρκα και τριβή, αίμα και πόνος και μια βουλιμική αθωότητα – πεποίθηση προς έναν κόσμο παραμυθένιο όπου κάθε ψυχή βρίσκει το αιώνιο ταίρι της, ακόμη κι αν το αιώνιο διαρκεί μερικές στιγμές ή οδηγεί σε έναν μονήρη γάμο με τον βαθύτερο εαυτό μας. Είναι δηλαδή μια σταθερή επέκταση του χρονικού επέκεινα που αγκαλιάζει την ύπαρξη και τη φιλοξενεί, ένα μονοπάτι αθανασίας πολύ γλιστερό, που περνάει δίπλα απ’ τον θάνατο. Αυτή η εμπεδόκλεια διττότητα αναδεικνύεται απόλυτα, ως οφείλει να αναδεικνύεται από βιβλία γραμμένα από παιδιά που το αίμα τους βράζει. Ένας τέτοιος έρωτας κερδίζει αυτονόητα τον αναγνώστη. Αυτό το ξέρουμε από τον Ναμπόκοφ ως τον Ζενέ, από τον Πεδροχουάν Γκουτιέρες ως τον Όσιαν Βουόνγκ. Ο Καλαϊτζίδης είναι ένα εγχώριο ανάλογο του Βουόνγκ και η Πολεμική μηχανή είναι εν μέρει ένα εγχώριο ανάλογο του Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι. Και τα δύο βιβλία ανθίζουν μέσα από τα στερεότυπά τους. Για να το πούμε αλλιώς και με όρους λακανικής ψυχανάλυσης: για ένα γκέι αγόρι είτε πρόκειται για μια Βιετναμέζα είτε για μια Ελληνίδα μάνα, ισχύει το μάνα είναι μόνο μία (και με τη θετική και με την αρνητική έννοια).

Ο Καλαϊτζίδης, παρότι δανείζεται –ως αφορμές– στερεότυπα που έχουν σχέση με το φύλο, τον έρωτα, την πολιτική συνείδηση και την ετερότητα, παραδίδει –εκ του αποτελέσματος– ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, δίχως να φέρει ως ανεξίτηλο υδατογράφημα την αγωνία να το κατασκευάσει ως τέτοιο. Και το αποτέλεσμα οφείλεται στη σύλληψη ότι ο συγγραφέας έχει να πει, δεν υποκρίνεται, ούτε αισθάνεται υποχρεωμένος να πει. Έχει δηλαδή περιεχόμενο. Αυτό ανιχνεύεται ακόμη και από τον μη εκπαιδευμένο αναγνώστη, εκείνον που επιθυμεί να διαβάσει μια γραμμική ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και ηθικό δίδαγμα. Διότι το βιβλίο συντηρεί το αφηγηματικό ενδιαφέρον ακόμη και στα σημεία όπου φαίνεται ότι το χάνει, όταν δηλαδή γλιστράει στην ασαφή συνθήκη μιας ποιητικής μεταμυθοπλασίας. Αλλά ακόμη κι εκεί, αφενός καλλιεργεί και ποτίζει το στοιχείο αυτής της μεταμυθοπλασίας με απόλυτα προσωπικό τρόπο (δηλαδή δεν διαβάζεις ένα ακόμη σίριαλ στο νέτφλιξ, διαβάζεις λογοτεχνία). Αφετέρου, εκεί δίπλα χτίζεται ένα ποιητικό σύμπαν αφόρητης αλήθειας, που δεν αγωνίζεται να πείσει με τις λέξεις, τα σχήματα, την αυτόματη γραφή, το υποσυνείδητο που εκρήγνυται αλλά που υπάρχει έτοιμο, οπλισμένο σαν μια πολεμική μηχανή, να τροφοδοτήσει με σάρκα και αίμα έναν ιερό αγώνα υπέρ πάντων κορμιών (και εστιών), ένα σύμπαν που ομνύει στο σώμα κυρίως ως ποιητικό υποκείμενο, ένα σαρκικό σύμπαν γεμάτο φλέβες και υγρά. Έτσι ο αναγνώστης ενθουσιάζεται από την ποιότητα της ποιητικής απογείωσης. Κι ας γίνεται κάποιες στιγμές σχηματικά καταγγελτική υπό την έννοια μιας περιρρέουσας ελευθερίας της ύπαρξης (άσπρο) που διακορεύεται από έναν διάχυτο φασισμό (μαύρο). Η ισχύς της ποιητικής γλώσσας είναι τέτοια που παρασύρει τα όποια στερεότυπα αναδύονται από την αφήγηση. Τα παρασύρει και τα εξαγνίζει. Έτσι τα πρόσωπα και τα προσωπεία του φασισμού καταδεικνύονται, αποδελτιώνονται, μελετώνται και στη συνέχεια μπαίνουν στο ράφι. Και απομένει η καθαρτήρια αγωνία για την κατανόηση του εαυτού. Και μάλιστα η διαδικασία αυτή συμβαίνει όχι σαν δύσκολη γέννα με τεχνητές ωδίνες παρά διατηρώντας ένα συναρπαστικό λαχάνιασμα της ποιητικής γραφής.

Différence et différance

Έχω διαβάσει στα κριτικά κείμενα διάφορες ερμηνευτικές προσπάθειες να ανιχνεύσουν την κρυμμένη οντολογία της Πολεμικής μηχανής στην ενασχόληση του συγγραφέα με τη φιλοσοφία και δη με τον Ζυλ Ντελεζ και τον Φελίξ Γκατταρί, όμως μια τέτοιου είδους ερμηνευτική προσέγγιση μπορεί εύκολα να στιγματιστεί από εκείνο που λέμε στη φιλοσοφία της Επιστήμης «θεωρητική επιβάρυνση της μέτρησης»: δηλαδή γνωρίζοντας εκ των προτέρων την τριβή του συγγραφέα με τον Ντελέζ επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε εκ των υστέρων τη συγγραφική του χωροθέτηση και τα εργαλεία του τοιουτοτρόπως. Αναφέρω για παράδειγμα την ικανή παρατήρηση ότι το δίδυμο Διονύσης-Αριάδνη μπορεί να ερμηνευτεί ως μια αντίδραση στην Χεγκελιανή διαλεκτική καθώς ορίζει τα πρόσωπα με όρους μιας Ντελεζικής οντολογίας. Η Αριάδνη επαναλαμβάνει ένα μοτίβο μέσω τη φράσης «θες λίγο ζάναξ;» που θυμίζει την προγραμματική Repetition του Ντελέζ ως εργαλείο ενός θεμελιώδους λογοτεχνικού κατασκευαστισμού, ενώ αντίστοιχα ο Διονύσης μέσω της διαφοράς Différence, αρνείται την επανάληψη. Εγώ από την άλλη, διαβάζοντας, θα ανακαλούσα συνειρμικά την Ντεριντιανή différance –την «ανορθόγραφη», κατά Παπαγιώργη, που την έχει μεταφράσει στα Ελληνικά– Διαφωρά νοήματος και χρόνου, ειδικά σε ένα κείμενο που υπακούει έκδηλα στο ασυνείδητο, δηλαδή ένα κείμενο όπου φαίνεται να υποσκάπτονται διαρκώς τα σημαινόμενα ώστε να του επιτραπεί να ζήσει τη δική του ζωή, δημιουργώντας εκ των συστατικών του μια χωροχρονική αλήθεια που ξεπερνάει τον συγγραφέα του αλλά και τον όποιο αναγνώστη, και ακουμπά γενναιόδωρα τη λογοτεχνία στο λίκνο της Γλώσσας όπου και ανήκει. Ο καθείς λοιπόν διαβάζει με τη δική του θεωρητική επιβάρυνση, και ο συγγραφέας γράφει με τη δική του σκευή. Οι προσλαμβάνουσες της Ντελεζικής επιρροής δεν μου είναι επομένως αναγκαίες ως ερμηνευτικά εργαλεία. Προτιμώ να τις καταγράψω θεωρώντας τες αφορμές για να ασχοληθεί ένας νέος δημιουργός με την κοινωνία, τις δομές, τη διαφορετικότητα, σε ένα επίπεδο συνειδητότητας που ξεπερνάει κατά πολύ τον μέσο όρο. Για να το πω αλλιώς: δεν έχει ανάγκη ο δρομέας Καλαϊτζίδης το δεκανίκι κανενός Ντελέζ.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: © Fran Balseiro. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

πολεμι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *