ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Μάγος
Όλα άρχισαν εκείνη τη νύχτα που
καθισμένοι δίπλα-δίπλα πάνω στο χώμα γύρω απ’ τη φωτιά, προσηλωμένοι στον Μάγο
που ψέλλιζε λόγια ακατάληπτα για να ’ρθει επιτέλους το πνεύμα το καλό και να
βρέξει· όταν εκείνος τέλειωσε και πρόφερε τις τελευταίες φοβερές συλλαβές κι
έκανε λουσμένος στον ιδρώτα το ύστατο ιερό άλμα πάνω απ’ τις φλόγες, κάποιος
μπάτσισε το μάγουλό του διώχνοντας ένα ζουζούνι. Και ύστερα κάποιος ρεύτηκε.
Και κάμποσοι γέλασαν.
Αυτό δεν έπρεπε να γίνει.
Ο Μάγος στάθηκε τρέμοντας. Έδωσε μια
κλωτσιά στα κάρβουνα, μάς κοίταξε όλους άγρια, δεν είπε λέξη κι έφυγε βιαστικός
για την καλύβα του. Εμείς απομείναμε σαστισμένοι στον κύκλο, προσμένοντας το
πνεύμα το καλό να μάς φέρει βροχή. Μα εκείνοι που γέλασαν έκαναν κιόλας τούμπες
γύρω απ’ τη φωτιά, άρπαξαν τα όργανα του χορού κι είπαν ένα τραγούδι -ιερό- τής
βροχής.
Την άλλη μέρα το πρωί, η μόνη καλύβα που
δεν είχε ανοίξει ήταν τού Μάγου. Πήγαμε να τον ρωτήσουμε, μα τραβώντας το
πορτέλι τον βρήκαμε σφαγμένο πάνω στο έδαφος. Κάποιοι έσκουξαν, οι γυναίκες έκρυψαν
τα μωρά στον κόρφο τους κι ο νεαρός εκείνος που είχε ρευτεί, φορώντας τώρα τα
ρούχα τού Μάγου, τριγυρνούσε μόνος ανάμεσά μας και μάς έδειχνε γελώντας τα μυστικά
σύνεργα των ιερών τελετών μας που δεν ήσαν λέει παρά λόγια· λόγια τού αέρα: Κι ακόμη·
σκόρδα για το μάτι, βασιλικός κρόκος ελλέβορος και τίποτ’ άλλο. Κι ο αγιασμός σκέτο
νερό· τίποτ’ άλλο. Κι όλ’ αυτά πλέκοντας στα μπράτσα του τα δυο φριχτά ιερά
φίδια που δεν μπορούσαν λέει να δαγκώσουν καν γιατί ο Μάγος τούς είχε βγάλει τα
δόντια από πριν.
Μα δεν έβρεχε.
Και τώρα εκείνος παρίστανε τον Μάγο. Κι
ο καθένας νόμιζε πως μπορεί να γίνει Μάγος. Μα πάλι πάθαιναν τόσοι και τόσοι
απ’ την κακιά τη θέρμη και δεν έλεγε να βρέξει, ούτε στάλα. Και δεν
μαζευόμασταν ποτέ πια όπως πριν γύρω απ’ τη φωτιά. Οι ωραίοι ήσαν πάντα τόσο ελάχιστα
λίγοι· κι εμείς φοβόμασταν διαρκώς το κακό πνεύμα. Κι έτσι· μόνοι μαζί με τον
θάνατο, η ζωή μας δεν είχε καμιά μαγεία.
Αθήνα 20
Σεπτεμβρίου 2023
©Αλέξανδρος
Αδαμόπουλος
Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο ΕΚΠ, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα
στην Αθήνα και παρακολούθησε μεταπτυχιακά –Sociologie Politique– στη Σορβόννη.
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος τής μη
κερδοσκοπικής ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’, με σκοπό τη διάσωση και διάδοση τού
έργου τού συνθέτη. Εργάστηκε στο Μουσείο
Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων, από την ίδρυσή του, ως γενικός γραμματέας
και ως πρόεδρος τού σωματείου των ‘Φίλων’. Διετέλεσε μέλος και γενικός γραμματέας
τού διοικητικού συμβουλίου τού Εθνικού Θεάτρου. Συνεργάστηκε
με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, την Ε.Λ.Σ, το
Εθνικό Θέατρο, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου, Β. Αιγαίου και Ιωαννίνων, με το Πελοποννησιακό
Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, καθώς και με το Φεστιβάλ Αθηνών, το
Υπ. Πολιτισμού, το Μέγαρο Μουσικής, το Künstlerhaus Bethanien Berlin, το Warsaw International Festival ’91, την Norddeutscher Rundfunk Hamburg, το Indira Gandhi International Center for the Arts, την National Academy of Letters N.Delhi, την Frankfurter Buchmesse και το Boğaziçi University Istanbul· όπου εκλήθη και εδίδαξε δυο χρονιές ως επισκέπτης
καθηγητής.
Οι συλλογές διηγημάτων του «Δώδεκα και ένα
ψέματα» και «Ψέματα πάλι» κυκλοφόρησαν στη Γαλλία Γερμανία Ολλανδία Τουρκία και
Ινδία. Το θεατρικό του «Ο Σιμιγδαλένιος» ανέβηκε σε περισσότερες από ογδόντα
πέντε διαφορετικές παραγωγές (στο Εθνικό Θέατρο στο Κ.Θ.Β.Ε σε πολλά ΔΗΠΕΘΕ
κ.α.) παρουσιάστηκε αγγλικά στο Wesley College τής Μελβούρνης και τουρκικά στο Κρατικό Şehir Tiyatro τής Κωνσταντινουπόλεως. Άλλα
έργα: «Το τσιγάρο και η γιόγκα», «Οχιναιλέγοντας», «Ίναχος ο γιός τού Ωκεανού»,
«Τα όχι τού ΝΑΙ», «Οι Δαιμονισμένοι», «Auguste Rodin Διαθήκη», «Ο Αδάμ και το μήλο», «Ο κύκλος που
δεν κλείνει».