Ο μεγάλος συγγραφέας Αλέξης Πάρνης έφυγε από τη ζωή στα 99 του χρόνια. Είχα την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσω, οπότε θέλω να του αφιερώσω το σημερινό άρθρο σαν μνημόσυνο. Θα αναφέρω και κάποια πράγματα που είχε διηγηθεί ο ίδιος κατά καιρούς.
Πριν προχωρήσω, να ενημερώσω πως η κηδεία του γίνεται σήμερα στις 3μμ στο νεκροταφείο των Γλυκών Νερών -δυστυχώς εγώ δεν βρίσκομαι στην Ελλάδα ώστε να πάω.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Σωτήρης Λεωνιδάκης, γεννήθηκε το 1924 στον Πειραιά, και από νέος έγραφε και συμμετείχε στην πνευματική κίνηση. Στο περιοδικο Αργώ το 1943 δημοσιεύει ποιήματα (βλ. παρακάτω) αλλά και δοκίμια.
Ο πατέρας του είχε ένα μικρό υφαντουργείο και στην κατοχή έκρυψαν την οικογένεια του Εβραίου συνεταίρου του, πράγμα που έγινε αιτία να συνδεθεί ο νεαρός Σωτήρης με το ΕΑΜ και με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Συμμετείχε, ως καπετάν Αλέξης, διοικητής λόχου, στην τελευταία μάχη με τους Γερμανούς, στα περιβόλια του Ροσινιόλ τον Σεπτέμβρη του 1944.
Στα Δεκεμβριανά πληγώθηκε στο γόνατο από θραύσμα χειροβομβίδας έξω από το φαρμακείο του Μπακάκου στην Ομόνοια. Μεταφέρθηκε στο Ρουμπίκ της Αλβανίας, όπου το τραύμα του είχε χειροτερέψει και, για να μην πεθάνει από τη μόλυνση, οι γιατροί είχαν αποφασίσει να του κόψουν το πόδι. Όπως έλεγε ο ίδιος, μια νοσοκόμα έβαλε τις φωνές: «Θα αφήσετε ανάπηρο το παλικάρι; Καλύτερα να πεθάνει» και τους παρακάλεσε να περιμένουν έναν Ιταλό γιατρό, αιχμάλωτο, που θα ερχόταν σε μερικές μέρες -έτσι έγινε, κι η θεραπεία του Ιταλού απέτρεψε τον ακρωτηριασμό.
Περιοδικό Αργώ, 10-11/1943Μετά την Αλβανία πέρασε ένα διάστημα στο Μπούλκες της Βοϊβοντίνας, όπως κι άλλοι καταδιωκόμενοι ελασίτες. Εκεί άρχισε να γράφει για το θέατρο (ένα έργο τη βδομάδα, έχει πει σε μια συνέντευξη) για τις ανάγκες των Ελλήνων του Μπούλκες. Τελικά γύρισε στην Ελλάδα το 1948 και συμμετείχε στην τελική φάση του εμφυλίου πολέμου ως υπολοχαγός-πολεμικός ανταποκριτής και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Προς τη Νίκη, που εξέδιδε ο ΔΣΕ. (Τότε αρχίζει να υπογράφει ως Αλέξης Πάρνης).
Καταλήγει πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Με πρόταση του Ν. Ζαχαριάδη, επιλέγεται το 1951 να σπουδάσει στο φημισμένο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι της Μόσχας. Ζει σε ντάτσα στο Περεντέλκινο, τον παραθεριστικό οικισμό των Σοβιετικών συγγραφέων, όπου γνωρίζει και συνδέεται φιλικά με τον Ναζίμ Χικμέτ και με τον Μπορίς Παστερνάκ και αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματά του μεταφρασμένα στα ρωσικά.
Ένα επεισόδιο που μας διηγόταν από την εποχή εκείνη: επειδή το πηγαινέλα από το Περεντέλκινο στο κέντρο της Μόσχας του έπαιρνε πολλές ώρες κάθε μέρα, ζήτησε και του παραχώρησαν στέγη στο Ινστιτούτο, ένα κρεβάτι σε μια πτέρυγα όπου στεγάζονταν φοιτητές βαριά τραυματίες και ανάπηροι του πολέμου. Έπιασε φιλίες μαζί τους, αλλά εκείνοι έπιναν από το πρωί ως το βράδυ, οπότε άρχισε πάλι να αναζητεί στέγη. Ο Ναζίμ Χικμέτ του είπε ότι μια γνωστή του είχε ένα άδειο δωμάτιο και μπορούσε να τον φιλοξενήσει και πράγματι μετακόμισε εκεί. Πολύ αργότερα, όταν ξαναπήγε στη Μόσχα το 1989, έμαθε πως το δωμάτιο το πλήρωνε ο Χικμέτ, που είχε εξορκίσει τη σπιτονοικοκυρά να μην αποκαλύψει το μυστικό.
Το 1954 έγραψε ένα μεγάλο επικό ποίημα για τον Μπελογιάννη, για το οποίο τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ της ΠΟΔΝ στη Βαρσοβία το 1955. Όπως έλεγε, χάρη στη διάκριση αυτή, απέκτησε δικό του λήμμα στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, η οποία επίσης τον μνημονεύει στο λήμμα «Έπος». (Τον Μπελογιάννη του Πάρνη τον έχω χαρισμένο από τον ίδιο με αφιέρωση: «Σε ανάμνηση της συνάντησής μας στο αμπρί». Αμπρί έλεγε ο Πάρνης το ημιυπόγειο εργαστήρι που είχε στο σπίτι του στα Γλυκά Νερά).
Μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη αρνήθηκε να τον αποκηρύξει. Έμεινε πιστός φίλος του και μάλιστα κρατούσε τον Σήφη, τον γιο του, όταν ο Ζαχαριάδης βρισκόταν εξορία στο δασαρχείο του Μποροβίτσι (πριν από το Σουργκούτ). Αυτά τα έχει διηγηθεί ο ίδιος στο βιβλίο του «Γεια χαρά Νίκος», που το έχουμε παρουσιάσει κι εδώ.
Έτσι, ήρθε σε σύγκρουση με τη νέα ηγεσία του ΚΚΕ, με αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια και να σταματήσει να δημοσιεύει. Διαγράφτηκε από το ΚΚΕ και έχασε τη δουλειά του στο ελληνικό ραδιόφωνο της Μόσχας. Οι πολιτικοί πρόσφυγες-λογοτέχνες που ήταν πιστοί στη νέα ηγεσία του ΚΚΕ έστελναν επιστολές στα σοβιετικά περιοδικά να μη δημοσιεύουν έργα του «αδικαιολόγητα εγκωμιασμένου» Πάρνη. (Πρωτοστάτης σε αυτή την επίθεση ήταν ο Σταμάτης Γιαννακόπουλος / Πέτρος Ανταίος. Περισσότερα σε σειρά άρθρων του φίλου Στέλιου Ελληνιάδη, εδώ το τελευταίο με λινκ στα προηγούμενα).
Πέρασε δύσκολα χρόνια, όμως επειδή είχε τη φιλία πολλών επιφανών λογοτεχνών μπόρεσε να επιβιώσει. Για παράδειγμα, από κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό του ζητούσαν να τους στείλει έναν κύκλο πολύστιχων ποιημάτων του για δημοσίευση, πάνω από 1000 στίχους. Η αμοιβή για τους καθιερωμένους ποιητές ήταν 14 ρούβλια ο στίχος και βάσει του νόμου ο ποιητής έπαιρνε προκαταβολή τα μισά. Η δημοσίευση δεν γινόταν ποτέ, αφού την έκοβε η λογοκρισία, αλλά με τα χρήματα της προκαταβολής ο ποιητής ζούσε την οικογένειά του για πεντέξι μήνες. Τέτοια τεχνάσματα βοήθησαν και την Αχμάτοβα και τον Ζότσενκο και άλλους πολλούς.
Χάρη σε μια σειρά συμπτώσεις και ύστερα από αρκετές απορρίψεις, το θεατρικό του έργο Το νησί της Αφροδίτης, που ξεκίνησε να το γράφει κατά προτροπήν Ζαχαριάδη, με θέμα τον κυπριακό αγώνα, ανέβηκε τελικά το 1960 και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Το έργο αυτό έγινε και το διαβατήριο για τον επαναπατρισμό του το 1962. Στην Ελλάδα έγραψε και άλλα βιβλία όπως ο Διορθωτής, μια οξύτατη σάτιρα της σταλινικής εποχής, το πρώτο έργο της ρωσικής τριλογίας του (Ακολούθησαν: Μια Πράγα για τον καθένα και Λεωφόρος Παστερνάκ). Τότε περνάει και μια προσωπική τραγωδία, όταν χάνει την κόρη του σε τροχαίο.
Τον Πάρνη τον γνώρισα από τον φίλο Γιώργο Πετρόπουλο, γύρω στο 2008. Παρόλο που τότε είχε περάσει τα ογδόντα, ερχόταν από τα Γλυκά Νερά στο κέντρο της Αθήνας με τη μηχανή. Μετά, τον επισκέφτηκα πολλές φορές στο αμπρί του, πάντα με τον Κώστα Βαθειά και τον Στέλιο Ελληνιάδη -εκείνοι βέβαια τον έβλεπαν πολύ πιο ταχτικά. Το 2009 δημοσίευσε στον Καστανιώτη το συγκλονιστικό μυθιστόρημά του Η οδύσσεια των διδύμων που το είχε συλλάβει σαν το πρώτο μέρος τριλογίας -και θυμάμαι δυο τρεις φορές να μας απαγγέλλει, τρόπον τινά, αποσπάσματα από τον επόμενο τόμο, που τον έγραφε τότε. Κυκλοφορησε το 2014, Ο άλλος εμφύλιος, και η τριλογία συμπληρώθηκε το 2018 με τον Ρυθμό του κόσμου. Ήταν αξέχαστη εμπειρία να ακούς τον συγγραφέα να μιλάει για τους ήρωές του, να σου λέει τα καλά και τα κακά τους λες και ήταν αληθινοί άνθρωποι, να γελάει πονηρά για κάποια ανατροπή στην πλοκή.
Ο Πάρνης είχε περάσει τα ενενήντα, αλλά δεν έμενε αργός. Κάθε μέρα μετέφραζε Ρώσους ποιητές: τύπωνε σε μεγέθυνση το ρωσικό κείμενο και δούλευε στον υπολογιστή τη μετάφραση. Να σημειώσω εδώ ότι μετέφραζε με ρίμα και μέτρο, όπως και στο πρωτότυπο.
Εξέδωσε το 2016 τον Ρωσικό Παρνασσό, μιαν ανθολογία ρωσικής ποίησης, σε δίγλωσση έκδοση, στον Καστανιώτη, αλλά έχει πάρα πολύ ανέκδοτο έργο, τόμους ολόκληρους.
Ο φίλος Κώστας Βαθειάς, που έχει φωτοτυπείο, έπαιρνε τα αρχεία με τις μεταφράσεις του Πάρνη και έφτιαχνε αυτοσχέδιες εκδόσεις, σε ένα-δυο αντίτυπα την καθεμία, να τις έχει ο ποιητής.
Στην τελευταία μας συνάντηση, στις 27 Ιανουαρίου, μας είπε ότι τελείωσε τα Άπαντα του Πούσκιν και μας διάβασε αποσπάσματα από τον Βασίλη Τιόρκιν, το μεγάλο ποίημα του Αλεξάντρ Τβαρντόφσκι -από εκεί και η φωτογραφία. Ήταν ακμαιότατος, και μας διηγήθηκε διάφορα επεισόδια από τη ζωή του, άνοιγε η καρδιά σου να τον βλέπεις. Όπως μου είπαν, είχε πάει μια μέρα σε κάτι δουλειές στη γειτονιά του κι έπεσε, έσπασε το ισχίο του και η καρδιά του δεν άντεξε. Σε δυο μήνες θα έκλεινε τα 99 και θα έμπαινε στα εκατό.
Θα κλείσω με έναν αποχαιρετισμό στον Πάρνη, που δημοσίευσε ο φίλος Βασίλης Παπαστεργίου στο Φέισμπουκ: