ceb1cebbceaccebdceb9ceb1 ceb1cebbceaecf84ceb5cf82 cebaceb1ceb9 ceb1cebbceb9cf84ceaecf81ceb9cebfceb9

alhthrioiΤη φωτογραφία που βλέπετε θα μπορούσα να τη βάλω στα προχτεσινά μεζεδάκια. Ο λόγος που προτίμησα  να την παραλείψω δεν ήταν  βέβαια για να κάνω χάρη στον κ. Κικίλια, που  άλλωστε δεν χρεώνεται αυτός την ανορθογραφία, αφού αυτός ό,τι είπε το είπε (/alitirii/) και δεν  το έγραψε -το πολύ να χρεώνεται το κωμικό αποτέλεσμα της φράσης του.

Όχι, το θέμα αυτό το άφησα έξω από τη σαββατιάτικη πιατέλα, επειδή σκέφτηκα πως αξίζει να γράψουμε κάτι για αυτή την  παρασυσχέτιση που κάνει πολλούς να γράφουν «αλητήριος», σαν  να είναι μια επαυξημένη  μορφή του «αλήτη».

Δεν είναι. Κανονικά γράφεται «αλιτήριος», αλλά η ομοηχία είναι πανίσχυρη, κι έχει ως αποτέλεσμα στα νέα ελληνικά «αλήτης» και «αλιτήριος» να λειτουργούν στην πράξη ως συνώνυμα, με αποτέλεσμα, πολύ εύλογα θα έλεγε κανείς, να  υποθέτει κάποιος  ότι το δεύτερο αποτελεί επίταση του πρώτου, όπως λέμε δηλαδή  «αληταράς» και «αλητάμπουρας».

Να τα πάρουμε με τη  σειρά. Αλήτης είναι αρχαία λέξη,  ομηρική -στην  Οδύσσεια χρησιμοποιείται πάντα για ζητιάνους, ας πούμε στο ρ420 «πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ», συχνά έδινα στον ζητιάνο. Αλήτης στα αρχαία είναι ο περιπλανώμενος. Ετυμολογείται από το ρήμα αλάομαι/αλώμαι, περιφέρομαι, περιπλανώμαι. Όπως είπα, στον  Όμηρο χρησιμοποιείται μόνο για ζητιάνους και αυτή ήταν η βασική του σημασία, αν και στους τραγικούς το βρίσκουμε και για εξόριστους. Στα αρχαία  εμφανίζεται και ως επίθετο, βίος αλήτης στον Ηρόδοτο και άνδρες αλήτες αργότερα.

Σήμερα, ο αλήτης είναι το περιθωριακό άτομο, συνήθως χωρίς εργασία και μόνιμη κατοικία, που περιφέρεται σε ύποπτους χώρους για να εξασφαλίσει τα προς το ζην (λέει το λεξικό), αλλά κατ’ επέκταση έχει κι άλλες δυο σημασίες, αφενός λέγεται για νέο άνθρωπο που αρνείται να εργαστεί και ζει ζωή άσκοπη και άστατη («Ως πότε θα ζεις σαν αλήτης και θα σε τρέφουν οι γονείς σου;») και αφετέρου για κάποιον που έχει πολύ κακή διαγωγή και φρασεολογία («βρίζει σαν τον χειρότερο αλήτη»).

Τότε λέμε και για αληταρά ή για αλητάμπουρα (όπου το δεύτερο συνθετικό έχει αρβανίτικη προέλευση και σημαίνει «άντρας»). Το υποκοριστικό, αλητάκος και αλητάκι, συνήθως κρύβει συμπάθεια. Μπορούμε να το πούμε και για κάποιο πολύ ζωηρό και άταχτο παιδί.

Ο αλιτήριος, είπαμε, δεν είναι αλήτης. Είναι κι αυτός αρχαία λέξη, ήδη στον 7ο αι. πΧ στον Αλκμάνα  με τον  τύπο «αλιτηρός». Σημαίνει ιερόσυλος, αμαρτωλός,  φαύλος. Στους Ιππής του Αριστοφάνη αλιτήριοι χαρακτηρίζονται  αυτοί που διέπραξαν το Κυλώνειο άγος.

Το θέμα αλι- προέρχεται από το ουσ. αλείτης (με ψιλή), που ετυμολογείται: α προθετικό και Ινδοευρ ρίζα *leit- ανοσιουργώ, αμαρτάνω, από την οποία και τα σημερινά γερμ. Leid, αγγλ. loathe, αλλά και το γαλλ. laid, άσχημος.

Ο αλιτήριος λοιπόν στα σημερινά ελληνικά είναι ο παλιάνθρωπος, ο ανέντιμος και ανήθικος, εκτός όταν θεωρούμε ότι είναι επιτατικό του αλήτη. Πάντως, ο αλιτήριος διαφέρει από τον αλήτη και σε ποιότητα, όχι μόνο σε ένταση. Είναι πολύ χειρότερο πράγμα. Ποτέ δεν  θα δείτε θετική αναφορά για αλιτήριο, ενώ για τον  αλήτη μπορεί να δείτε.

Βέβαια, τα περισσότερα τραγούδια κτλ. μέμφονται την άπιστη γυναίκα που «με κατάντησες αλήτη» (πάντα οι γυναίκες φταίνε, έχουν καταστρέψει τα καλύτερα παιδιά). Αλλά υπάρχουν και θετικές αναφορές σε  αλήτες, ή έστω σε εκλαμβανόμενους ή λοιδορούμενους ως αλήτες, όπως στα παιδιά με τα πρησμένα πόδια του Ελύτη, που τα έλεγαν  αλήτες.

Και βέβαια θα ήταν  μεγάλη παράλειψη να μην αναφέρουμε την τάση του αλητισμού στη λογοτεχνία, με εκπρόσωπό της στην ποίηση του μεσοπολέμου τον Κύπριο Τεύκρο Ανθία (1903-1968), που η πρώτη του συλλογή λεγόταν Σφυρίγματα του αλήτη και είχε αυτόν τον έξοχο επίλογο:

Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.

Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Είσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτινής,
που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχη εσπέρα.

Κι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένος
και θα σιγήσει ο σίφουνας κι η θύελλα της ζωής σου,
αλήτη, δεν θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος
απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.

Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν: σπίτι.

Το αλάνι ή ο αλάνης δεν έχει καμιά ετυμολογική σχέση με τον αλήτη ή με τον αλιτήριο. Είναι τουρκικής αρχής, από το alan που σήμαινε ανοιχτός χώρος, επιφάνεια. Ετσι είχαμε στα ελληνικά την αλάνα, δηλαδή τον ανοιχτό αδιαμόρφωτο χώρο, εκεί που παίζαμε μπάλα τα παιδιά της  γενιάς μου.

Όμως αυτοί που συχνάζουν στις αλάνες είναι, όπως φαίνεται, αυτοί που δεν έχουν σταθερή ασχολία, κι έτσι ο αλάνης ή το αλάνι πήρε σημασίες πολύ κοντινές στον αλήτη.

Ωστόσο, στην πιάτσα ο αλάνης έχει πάντα θετικό πρόσημο -ο Μάρκος, ας πούμε,  καυχιέται ότι είναι «μάγκας και αλάνης» και «χρόνια μες στην Τρούμπα μαγκίτης κι αλανιάρης» αν και για τις γυναίκες η αλανιάρα δεν έχει καθόλου θετική χροιά, μονάχα η αλανιάρα κότα αντιμετωπίζεται ευμενώς ή μάλλον τα αυγά της, τον τελευταίο καιρό και η αλανιάρα τσιπούρα (όχι από ιχθυοκαλλιέργεια).

Μάλιστα, στην τραγουδάρα του Τσιτσάνη (1951 θαρρώ), με την οποία και θα κλείσω το άρθρο, αλάνια είναι τα διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα, που έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν τη μάχη της ζωής με θάρρος κι αισιοδοξία. Δεν είναι αλήτες, ούτε βέβαια αλιτήριοι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *