«Όπως φλιτζάνι θρυμματίστηκα»
Υπάρχει, τελικά, γυναικεία ποίηση; Οι ορισμοί της ποίησης, πάντως, που καταθέτουν οι δημιουργοί δεν αναγνωρίζουν έμφυλο λόγο, αφού η ποίηση αντικατοπτρίζει γενικά τις προσωπικές εμπειρίες και τους στοχασμούς κάθε ποιητή ή ποιήτριας, ανεξάρτητα από το φύλο τους. Διαβάζοντας, ωστόσο, τις ποιητικές συλλογές της Αθηνάς Παπαδάκη, συγκεντρωμένες σχεδόν στο σύνολό τους[1] στον τόμο Ποιήματα [1974-2019] (Εκδόσεις Αρμός, 2022), είναι αισθητή η σφραγίδα του φύλου, με την έννοια ότι η ποίησή της στρέφεται γύρω από την ευαίσθητη ψυχή της γυναίκας σε όλους τους ρόλους της, της συντρόφου, της ερωμένης, της νύφης, της μητέρας, της νοικοκυράς, της φίλης, της δημιουργού, της εργαζόμενης, αποκαλύπτοντας όψεις της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Η ποιήτρια, βέβαια, στη διάρκεια της ποιητικής της διαδρομής βγαίνει από τον στενό ένδυμα του φύλου της και αποδίδει οικουμενικές σκέψεις και στοχασμούς.
Ως ποιήτρια η Αθηνά Παπαδάκη τυπικά και ουσιαστικά ανήκει στη Γενιά του ’70, καθώς διαθέτει πολλά από τα κύρια χαρακτηριστικά των ποιητών αυτής της Γενιάς: ολιγόστιχα ποιήματα, ενορατική τάση, εξομολογητικό τόνο, ελεγχόμενο συναισθηματισμό, θυμόσοφη διάθεση, συμπυκνωμένη λιτότητα, μελαγχολική ενατένιση της φθαρτότητας, υπαρξιακό προβληματισμό, αγάπη προς τη φύση, εκλεπτυσμένη στοχαστικότητα, επιγραμματικότητα.
Στις πρώτες συλλογές της η ποιήτρια είναι περισσότερο αφηγηματική. Τα ποιήματά της εκπορεύονται συνήθως από τον ανοιχτό χώρο, εκεί όπου παρατηρεί τους ήχους της πόλης, την ασχήμια της, την έλλειψη πρασίνου, τους λαχειοπώλες, τον κουλουρά. Τη χαρακτηρίζει έντονη οικολογική συνείδηση και ευαισθησία για τη γύρω αισθητική. Σ’ αυτή τη σχεδόν μίζερη καθημερινότητα, όμως, παρεισφρέει και ο έρωτας, που μεταμορφώνει με το μαγικό του ραβδί τον χώρο. Στον πρώτο σημαντικό σταθμό της ποιητικής της πορείας, την Αμνάδα των ατμών (1980), η ανιαρή ενασχόληση με τις οικιακές εργασίες και η προσπάθεια να κρατηθούν τα πάντα σε τάξη με τη «φασίνα», την μπουγάδα, το σιδέρωμα, το καθημερινό μαγείρεμα, διαμορφώνουν ένα πνιγηρό και περίκλειστο σύμπαν που διαποτίζει την ψυχή της ποιήτριας με ένα αίσθημα ματαιότητας, το οποίο θολώνει την όρασή της όπως ο ατμός που βγαίνει από τη χύτρα ταχύτητας ή όπως τα δάκρυα. Η ειρωνεία είναι διάχυτη στη συλλογή[2] και η απόγνωση ξεχειλίζει («δε βλέπουν,/ πως στύβοντας το σφουγγαρόπανο/ τα δάκρυά μου κυλάνε προς τις ρίζες τους» [3]). Όλα την εκμηδενίζουν («Είμαι γυναίκα,/ κάτι σαν μεσάνυχτα,/ με το πολύτιμο σκοτάδι ακόμη ακατέργαστο»[4]) και επαναστατεί αναζητώντας κάποιο φως[5].
Σ’ αυτές τις πρώτες συλλογές, αλλά και στις μετέπειτα, αν και λιγότερο εμφανώς, παρατηρούνται απηχήσεις από την ποίηση της Κικής Δημουλά (λ.χ. «Εδώ ας σταθώ είπα,/ χρόνια μετά», «μες στην αμφιβολία τού υπάρχω/ δεν υπάρχω», «Παλιά γειτονιά/ εδώ ας σταθώ»[6]), καθώς και από ποιητές της Γενιάς της, ιδίως στις ωριμότερες συλλογές της από τον Αντώνη Φωστιέρη στα οντολογικά ποιήματά της (λ.χ. «Ανέστιος ο θάνατος/ από κλαρί σε κλαρί./ Το ακέραιο οδηγεί/ για να βοσκήσει τη φθορά του», «Υπέρμετρα με καταχράστηκε το μαύρο»[7]).
Από τη συλλογή Λέαινα της βιτρίνας (1992)και έπειτα η Παπαδάκη παγιώνει το προσωπικό της ύφος μεταπλάθοντας την αίσθηση της επίγειας ματαιότητας σε ενορατικότητα και τη συνείδηση του εφήμερου σε μεταφυσική προοπτική: «Η ματαιότητα είναι το πλην του χώματος./ Ούτε λουλούδι δεν επιδέχεται,/ γιατί η ανθοφορία θέτει όρους νίκης πάντα»[8]. Εφεξής αποκρυσταλλώνεται και η τάση της προς τη μικρή φόρμα, την οποία ακολουθεί σταθερά σε όλη την ως τώρα ποιητική της διαδρομή. Παράλληλα, γενικεύεται και ο υπαρξιακός και οντολογικός προσανατολισμός που διαποτίζει τους στίχους της με μια αίσθηση «μαύρου», του θανάτου, σε αντίστιξη με τη ζωή, κι ενός προβληματισμού που παίρνει τη μορφή απορηματικών διατυπώσεων ενσωματωμένων στον κύριο κορμό του ποιήματος ή στην κατάληξή του («Ποιος δε σηκώνει/ μύγα στο σπαθί του/ Ο θάνατος ή η ζωή;»[9]).
Σημαντικός σταθμός στην ποίηση της Παπαδάκη είναι, κατά τη γνώμη μου, και η συλλογή Στη Βασιλίδα του Εξώστη. Το αίσθημα που αναδύεται από τους στίχους της είναι αυτό της ασφυξίας. Η συλλογή είναι κομβική, γιατί σ’ αυτήν αναδύεται και το θεολογικό στοιχείο, το οποίο εκφράζεται με συνεχείς επικλήσεις στον Κύριο, ώστε ν’ ανοίξει μια χαραμάδα στο «μαύρο». Γενικά, το θρησκευτικό στοιχείο, δανεισμένο κυρίως από το χριστιανικό τελετουργικό, είναι διάχυτο στους τίτλους πολλών συλλογών της ποιήτριας: Αρχάγγελος από μπετόν, Η αμνάδα των ατμών, Γη και πάλι, Ωχρότατη έως του λευκού, Η άγρυπνη των ουρανών, Στη Βασιλίδα του Εξώστη, Προς άγνωστον, Θαύμα ιδέσθαι κ.ά., καθώς και πολλών ποιημάτων της: «Η παράκληση», «Το πρόσφορο», «Ταπεινός πλούτος», «Εισόδια σε θαύμα», «Προσευχές κόρης», «Δρομείς του παραδείσου», «Άνωθεν αλιεία», «Άβατον», «One more kiss, Judas. I am still on the cross» κ.ά.
{jb_quote}Παγιώνει το προσωπικό της ύφος μεταπλάθοντας την αίσθηση της επίγειας ματαιότητας σε ενορατικότητα και τη συνείδηση του εφήμερου σε μεταφυσική προοπτική.{/jb_quote}
Άλλα γνωρίσματα της ποίησης της Παπαδάκη που ξεχωρίζουν στη συνολική έκδοση Ποιήματα [1974-2019] είναι η γλωσσική πρόκληση και το ευρηματικό παιχνίδι με τις λέξεις, με σκοπό να αποδοθούν λεπτεπίλεπτες σκέψεις και συγκινησιακό περιεχόμενο, λ.χ. «Άκηπος κήπος», «αιωρούμαι αιωνόβια/ και τ’ άωρα με συνοδεύουν», «το αδηφάγο αδημονεί», «Ύλη αλωμένη από την ύλη», «αταξία μέταξας» κ.ά. Ένα άλλο γνώρισμα της ποίησής της, που έχει ήδη επισημανθεί από την κριτική, είναι η γνωμικότητα, η οποία αναδεικνύεται συνήθως με τη χρήση του δεύτερου ρηματικού προσώπου εναλλακτικά με το πρώτο ή τρίτο.
Από τη συλλογή Με λύχνο και λύκους (2010) και εξής (Θαύμα ιδέσθαι,2012, Το κοπάδι, 2014, Δύση,2019), η ποίηση της Παπαδάκη γίνεται πιο απρόσωπη και αποκτά μεγαλύτερη αφαιρετικότητα ως προς τη γλωσσική διατύπωση με κατάθεση μικρών αποσταγμάτων σοφίας και στοχαστικών διαπιστώσεων. Ο λόγος της γίνεται σκοτεινότερος και τα ποιήματα πιο ολιγόστιχα, ιδίως στις συλλογές Το κοπάδι και Δύση. Η ποιητική διερεύνηση του αχαρτογράφητου επέκεινα συνεχίζεται με εμφανέστερη προβολή της ματαιότητας των πραγμάτων. Δεν είναι τυχαίο που οι λέξεις «ίσκιος», «σκιά», «σκιερός» επαναλαμβάνονται συχνά[10], δείχνοντας μια απαισιόδοξη στάση προς τα ανθρώπινα και προβληματισμό για τη νομοτέλεια της ζωής, αφού την ποιήτρια φαίνεται να ταλανίζει η επίγνωση πως «ακαριαία η Ρομφαία/ μας κτυπά»[11].
Με τη χαρακτηριστική παρθενικότητα της γλώσσας και της ματιάς της, με τον λιτό και απέριττο λόγο της, με τα πολλά σημαινόμενα και τη θυμοσοφία της, η Αθηνά Παπαδάκη αποτυπώνει στην ποίησή της μια μελαγχολική διαπίστωση: πως ο Κύριος αναλήφθηκε από τη γη, αλλ’ άφησε τους θνητούς στον σταυρό. Ωστόσο, δεν είναι μηδενιστική η ποίησή της, καθώς η ποιήτρια αντλεί τις ελπίδες της από τον «άγγελο της κάθε μέρας» κι από το carpe diem[12]. Έχει μάλιστα την επίγνωση πως ο Τετελεσμένος Μέλλοντας δεν μας αφορά ως ρηματικός χρόνος, αφού με αυτόν όλα θα έχουν πια σβήσει, και τα αποσιωπητικά και τα θαυμαστικά[13]. Και όμως, όχι, δεν είναι λυπημένη, όπως θα έλεγε η Δημουλά, ίσως γιατί αντλεί την ήρεμη στοχαστικότητά της από την πεποίθηση πως οι δημιουργοί κερδίζουν με το έργο τους το «μη με λησμόνει».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Υπολείπεται μόνο η τελευταία συλλογή Σήμερον, Κουκκίδα, 2021.
[2] Βλ. «Ήτανε μια πλεχτή κουβέρτα της γιαγιάς/ που σκέπασε το νυφικό κρεβάτι./ Βάλαμε κιόλας έν’ αγόρι να καθίσει/ πάνω για να κάνω γιο,/ ακόμα και λίρες πετάξαμε. Κουφέτα/ και ρύζι./ Μια εθιμοτυπία από λινό, που υποχώρησε/ το βράδυ σαν θήραμα, στο αίμα.», Α. Παπαδάκη, Ποιήματα [1974-2019], Αρμός, 2022, «Νυφικό κρεβάτι», σ. 57.
[3] Α. Παπαδάκη, ό.π., «Νοικοκυρά», σ. 59.
[4] «Συγύρισμα», ό.π., σ. 62.
[5] «Φαΐ», ό.π., σ. 53.
[6] «Γελαδάρισσα του ταβανιού», ό.π., σ. 72, «Είδωλο στον υδράργυρο» ό.π., σ. 259, «Παλιά γειτονιά», ό.π., σ. 463.
[7] [Ανέστιος ο θάνατος], ό.π., σ. 319, «Φυγή πανάκριβη», ό.π., σ. 141.
[8] «Γεωδυναμική», ό.π., σ. 175.
[9] «Στο κέντρο της πόλης», ό.π., σ. 462.
[10] Λ.χ. «σκιές απάνω σε σκιές», «Το άπειρο/ έμεινε απ’ έξω./ Του οίκου σκιά», κ.ά.
[11] «Περί αποκαλύψεως», ό.π., σ. 378.
[12] «Η κάθε μέρα γεννά/ τον άγγελό της./ φέρνει λάβαρο/ του θαύματος/ και της υπομονής. Το carpe diem», «Από τα βάθη του καιρού», ό.π., σ. 553.
[13] Και τι θα ήταν/ το παρόν,/ δίχως τους παρελθόντες χρόνους,/ χρήσιμο στην Γραμματική./ Και στη ζωή;/ Όσο για τον Τετελεσμένο Μέλλοντα,/ πως σβήνει τ’ αποσιωπητικά/ και παραλείπει τα θαυμαστικά./ Όταν θα έχεις πια υπάρξει.», «Ακρίβεια γλώσσας», ό.π., σ. 554.
Ποιήματα
[1974-2019]
Αθηνά Παπαδάκη
Αρμός
σ. 624
ISBN: 978-960-615-541-3
Τιμή: 35,00€