ceadcebdceb1 ceb2ceb9ceb2cebbceafcebf ceb3ceb9ceb1 ceadcebdceb1cebd cf83ceaecf81ceb9ceb1cebb cebaceafcebbceb5cf81 ceb5cebaceb4cebfcf84

Τη Λίστα του Λεπορέλο του Φώτη Δούσου (Εκδόσεις Νεφέλη, 2021) τη διάβασα σε τρεις μέρες. Δεν διαβάζω συνήθως τόσο γρήγορα, ούτε σχετικά μεγάλα σε έκταση μυθιστορήματα. Ως αναγνώστρια της μικρής και μεσαίας φόρμας κυρίως, δυσκολεύομαι να διακόπτω την εμπειρία της ανάγνωσης, με αγχώνει το ότι πρέπει να ξανανιώσω κάτι από την αρχή, να ξαναμπώ στην ατμόσφαιρα ενός βιβλίου (εννοείται πως το θεωρώ μια μορφή κατάρας όλο αυτό κι εύχομαι κάποια στιγμή να το ξεπεράσω). Όμως, όσες φορές και να διέκοπτα την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου, αυτό με τραβούσε πάλι πίσω, λες κι άκουγα μια φωνή από τις σελίδες του να μου ψιθυρίζει «και πού μείναμε;», λες και κάλπαζα κορδωτή και λυγιστή σε κάποιο γουέστερν κι απλά έπεσα από το άλογο και ξανασηκώθηκα, συνεχίζοντας το ταξίδι μου προς ένα ηλιοβασίλεμα που βλέπουμε μόνο στις ταινίες εποχής. Και θυμάμαι πως την τρίτη μέρα κατά τας Γραφάς με είχε πιάσει ένα νευρικό γέλιο, δεν είμαι σίγουρη ποιο ακριβώς σημείο της ιστορίας διάβαζα (ή ξαναδιάβαζα) εκείνη τη στιγμή, μπορεί να ήταν ο τίτλος ενός κεφαλαίου, το διαφημιστικό σλόγκαν με το οποίο ξεκίνησε τον Εκδοτικό του Οίκο ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Γιάννης Δημάδης, για παράδειγμα (ΛΙΘΟΣ: ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΗΛΙΘΙΟΥΣ), ή μπορεί να ήταν η αναφορά στους ποιητές της κρίσης που απαγγέλλουν δημοσίως και μετά πίνουν μαργαρίτες. Πάντως, οι θαμώνες του καφέ στο οποίο σύχναζα εκείνες τις μέρες με κοιτούσαν λες κι ήμουν πλάσμα από άλλο κόσμο, κάτι που έχω, εν μέρει, συνηθίσει. Όπως και να ’χει, εγώ συνέχισα να χασκογελώ, κι ας είχα γυρίσει σελίδα, παρασυρμένη από τη ροή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του Δούσου, χύνοντας μάλιστα και τον καφέ (που θα προτιμούσα να ήταν μαργαρίτα) στο παντελόνι μου. Κι όμως, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, καθόλου δεν με ένοιαξε ο λεκές στο μπεζ παντελόνι μου, ούτε τα βλέμματα που είχαν καρφωθεί πάνω μου για τους λάθος λόγους, γιατί συνειδητοποιούσα πως διάβαζα καλή λογοτεχνία· καλπάζουσα, παιχνιδιάρικη, γνήσια λογοτεχνία.

Ναι, το πρώτο πράγμα που με κέρδισε ήταν πράγματι το ύφος του βιβλίου, ο ρυθμός του. Ένα γλωσσικό τέμπο που πάει χέρι-χέρι με την ιδιοσυγκρασία του αφηγητή, αποτέλεσμα, ίσως, και της σχέσης του Δούσου με τη μουσική και τη μουσικότητα.

Το δεύτερο ήταν το χιούμορ του. «Για τον συγγραφέα οι εκδότες είναι γκάνγκστερ», λέει ο κριτικός-διάνοια Καράμπελας στη Λίστα του Λεπορέλο, «γκάνγκστερ μεταμφιεσμένοι σε τρελούς». Ο Καράμπελας συμπληρώνει πως «είναι δύσκολο για έναν νέο συγγραφέα να τους προσεγγίσει για να τους δώσει το έργο του. Πρέπει να μπει και τούτος στον τρελό τους κόσμο. Πρέπει να γίνει κάπως σαν αυτούς. Να μεταμφιεστεί σε τρελό. Έτσι, θα έχει περισσότερες ελπίδες να τους συναντήσει». Διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα μου ’ρχεται στο μυαλό και το αντίθετο από αυτό που λέει ο Καράμπελας. Πως ένας συγγραφέας φλερτάρει συνεχώς με την τρέλα, προσπαθώντας να αποδεχτεί την αβεβαιότητα που απορρέει από κάθε στάδιο της δημιουργίας και πως, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, ο εκδότης είναι αυτός που θα μπορούσε να μεταμφιεστεί σε τρελό για να συναντήσει έναν συγγραφέα.

Το αναφέρει και ο Δημάδης στο βιβλίο: «Δεν ξέρω τι γίνεται στο μυαλό ενός δολοφόνου. Αλλά ξέρω καλά τι γίνεται στο μυαλό ενός συγγραφέα. Ξέρω τις δυνάμεις που λυσσομανούν. […] Είναι φυγόκεντρες και αντιθετικές […] ματαιοδοξία, εγωκεντρισμός, ψευδαισθήσεις μεγαλείου, ακατάβλητη ενεργητικότητα, δημιουργικότητα και αλαζονεία». Από την άλλη, κι εδώ συμπάσχουμε αρκετοί ομότεχνοι, ίσως, «τάσεις φυγής, έλλειψη αυτοπεποίθησης, impostor syndrome, μίσος για τον εαυτό και το έργο τους, τάσεις αναχωρητισμού». Πόσο δίκαιο έχει ο Δημάδης, σκέφτομαι. Και πόσο εύστοχα Η λίστα του Λεπορέλο καθρεφτίζει τον λογοτεχνικό χώρο, διεισδύοντας στο μυαλό ενός εκδότη που φοβάται για τη ζωή του για να βουτήξει αισίως και στο μυαλό ενός απελπισμένου συγγραφέα.

Ο Δούσος γράφει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που κάθε άλλο παρά αστυνομικό είναι. Γράφει μια παρωδία αστυνομικού μυθιστορήματος που καταλήγει να είναι παρωδία με ευρύτερες διαστάσεις για τον λογοτεχνικό χώρο, τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τη ζωή μας, για την κοινωνία, την κρίση. Ένα βιβλίο που παίζει σίγουρα με τα στερεότυπα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος (το πώς παρουσιάζεται το φύλο σ’ ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, ή το πώς εξιχνιάζεται μια υπόθεση) και, γιατί όχι, ένα βιβλίο που θα μπορούσε να ονομαστεί και υπόγειο εγχειρίδιο δημιουργικής γραφής, αφού μας εισάγει στη θεωρία της λογοτεχνίας και σε βασικές αρχές δημιουργικής γραφής σχεδόν ανεπαίσθητα. Μέσα από την ανάλυση των κειμένων του πιθανού δολοφόνου (τις προειδοποιητικές νουβέλες) προκύπτουν αναφορές σε τεχνικές δημιουργικής γραφής (προοικονομία, τριτοπρόσωπη αφήγηση, εσωτερικός μονόλογος, τρύπες στο κείμενο κ.ο.κ.) και ο αναγνώστης διεισδύει, σε διάφορα σημεία της αφήγησης, στον ίδιο τον μηχανισμό του βιβλίου. Κάτι ιδιαίτερα φρέσκο και πρωτότυπο, μιας και η γνώση αυτή διοχετεύεται έμμεσα, ύπουλα θα μπορούσαμε να πούμε, σκοτεινά, όπως και η ατμόσφαιρα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος (που, όπως είπαμε, κάθε άλλο παρά αστυνομικό μυθιστόρημα είναι).

Ιστορία μέσα στην ιστορία, λοιπόν, κείμενο μέσα στο κείμενο, κριτική ανάλυση μέσα σε ένα βιβλίο που είναι καταδικασμένο να κριθεί και να αναλυθεί έτσι κι αλλιώς, γιατί ακριβώς είναι αυτό που είναι, βιβλίο, ένα βιβλίο γραμμένο από έναν συγγραφέα που θα μπορούσε να πάσχει από το σύνδρομο του απατεώνα (impostor syndrome), γραμμένο για έναν απατεώνα, έναν σήριαλ κίλερ, έναν συγγραφέα-δολοφόνο, έναν δολοφόνο εκδοτών. Ο Δημάδης, υποψήφιο θύμα του λογοτεχνικού μας δολοφόνου, πάντως, τα λέει όλα. «Οι συγγραφείς τον χαβά τους. Με παίρνανε κάθε μέρα τηλέφωνο να δουν πότε θα βγει, επιτέλους, το πόνημά τους, λες και όλος ο κόσμος το περιμένει για να τους δικαιώσει. Έκανα φραγή εισερχομένων για τους συγκεκριμένους. Μετά με καλούσαν με απόκρυψη. Από σταθερά, από τηλεφωνικούς θαλάμους, από καρτοκινητά. Με κατάκλυζαν με email. Αφήναμε μηνύματα μέσω τρίτων. Αν μπορούσαν να μου στείλουν και ταχυδρομικά περιστέρια, θα το κάνανε. Δεν υπάρχει πιο ανυπόμονο πλάσμα σε ολόκληρο το σύμπαν από τον συγγραφέα που περιμένει να εκδοθεί το βιβλίο του». Νιώθω άβολα, ως συγγραφέας, τη στιγμή που διαβάζω αυτό το απόσπασμα. Αλλά και μια ανακούφιση. Δεν είμαι έτσι, σκέφτομαι, σίγουρα δεν είμαι έτσι. Δεν δοκίμασα ποτέ τηλεφωνικό θάλαμο και ταχυδρομικό περιστέρι!

Και κάπου εδώ κάνω μια στάση πάνω στο άλογό μου, όχι τόσο κορδωτή πια, ούτε και τόσο λυγιστή, κι επιστρέφω ξανά στο χιούμορ της Λίστας του Λεπορέλο για να (ξανα)σωθώ. Πόσο μου λείπει το γέλιο όταν διαβάζω κάτι, σκέφτομαι, έστω ένα μικρό χαμόγελο, όχι το παράλογο χαχανητό στο καφέ που περιέγραψα στην αρχή, μα το συνωμοτικό χαμόγελο, αυτό της αποκάλυψης, όταν διαβάζω κάτι ευφυές ή κάτι που δεν περιμένω. Αυτό που ο πεζογράφος Κώστας Βραχνός αποκαλεί «κινητοποίηση είτε του μείζονος ζυγωματικού μυός (έκφραση γέλιου), είτε του γελαστηρίου μυός (έκφραση χαμόγελου)». «Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να γελάσει», συνεχίζει ο Βραχνός σε συνέντευξή του στην Αργυρώ Μποζώνη στη Lifo χρησιμοποιώντας τα λόγια του Tόμας Καρλάιλ, «είναι άξιος όχι μόνο για προδοσίες, δολοπλοκίες και καταστροφές, αλλά ολόκληρη η ζωή του είναι δολοπλοκία και καταστροφή». Μήπως ο δολοφόνος της Λίστας του Λεπορέλο έχει έλλειψη χιούμορ; αναρωτιέμαι σε αυτό το σημείο διστάζοντας να προχωρήσω στην επόμενη σελίδα και να ανακαλύψω ποιος είναι. Φοβάμαι, χωρίς να φοβάμαι. Φοβάμαι χαμογελώντας. Σίγουρα ο αφηγητής της λίστας του Λεπορέλο έχει χιούμορ, κυνικό, χιούμορ με ουσία, που εξυπηρετεί την ιστορία και την όλη ατμόσφαιρα, χιούμορ που έχει λόγο ύπαρξης και που συμβαδίζει με την οργανικότητα της γλώσσας του Δούσου, μια γλώσσα-χείμαρρο που κάνει ένα βιβλίο τετρακοσίων περίπου σελίδων να διαβαστεί σχεδόν απνευστί.

Και προχωρώντας βαθύτερα στην πλοκή του βιβλίου, που είναι από τις πιο καλά δομημένες πλοκές που έχω συναντήσει το τελευταίο διάστημα με ιδιαίτερα λειτουργικές μεταβάσεις από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, συνειδητοποιώ πως δεν με ενδιαφέρει τόσο αν θα δολοφονηθεί ο ήρωας στο τέλος της ιστορίας τελικά, αν θα σκοτώσει ο συγγραφέας τον εκδότη ή, επιθυμώντας happy ending κι εγώ ως γνήσιο και δύσμοιρο προϊόν κοινωνικών συμβάσεων, αν θα αποφύγει ο Δημάδης τη δολοφονία του, αλλά περισσότερο με ενδιαφέρει αν θα καταφέρει να βρει τον δρόμο του μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία. Ως άνθρωπος πρωτίστως και μετά ως υποψήφιο θύμα. Μια κατάσταση που φωτίζει τις αδυναμίες, τα λάθη του, που τον φέρνει σε σύγκρουση με αγαπημένα του πρόσωπα, με κοινότοπες αντιλήψεις, με τον ίδιο του τον εαυτό, την κόρη του την Άννα, που τον μεταμορφώνει σε υποψήφιο θύμα όχι ενός σήριαλ κίλερ τελικά, αλλά του εαυτού του, της ίδιας της ζωής. «Αλήθεια, υπάρχει κάποιος που να με αγαπάει πραγματικά;» αναρωτιέται στο κεφάλαιο ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΤΙΚΕΝΣ. «Ή καλύτερα να αντιστρέψω την ερώτηση. Εγώ αγαπώ κανέναν;».

Ένας αφηγητής μεταμοντέρνος, με στοιχεία αναξιόπιστης αφήγησης, μπερδεμένος, έρμαιο σκέψεων, συναισθημάτων, της παρανόησης, ένας εκδότης με συμπεριφορά συγγραφέα θα μπορούσαμε να πούμε με μια δόση υπερβολής εδώ και για ακόμη μια φορά το φαινόμενο της Μπάμπουσκας μπροστά στα μάτια μας: ένας συγγραφέας-εκδότης-αφηγητής που κρίνει την αποτυχία του όλου συστήματος μέσα από ένα (μη αστυνομικό) αστυνομικό βιβλίο, βιβλίο μέσα στο βιβλίο μέσα στο βιβλίο, μια παιγνιώδης κριτική προς τη λογοτεχνική κοινότητα, για το πόσο επιδερμικοί μπορεί να είμαστε ή μπορεί να γίνουμε, ανίκανοι εν τέλει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, λες και τίποτα δεν μας αφορά έξω από το λογοτεχνικό μας συνάφι, και ο κόσμος όλος να χάνεται, και η ψυχή μας, η ψυχούλα μας, να ουρλιάζει. «Κανένα συννεφάκι δεν φαινόταν να σκιάζει τις εδραιωμένες συμπεριφορές μας», λέει ο Δημάδης. «Οι γλείφτες συνέχιζαν το γλείψιμο. Οι πικρόχολοι δεν σταματούσαν το κράξιμο. Οι διπρόσωποι συνέχιζαν να το παίζουν σε διπλό ταμπλό. […] Είχε άδικο ο δολοφόνος; αναρωτήθηκα κοιτάζοντας με αηδία τριγύρω μου».

Ένιωσα κι εγώ απέχθεια σε κάποια σημεία του βιβλίου. Όχι για το βιβλίο φυσικά, μα παρατηρώντας προσεκτικά τον κόσμο του. Ένιωσα όμως κι ένα φως, είδα μια ελπιδοφόρα προοπτική, πίστεψα στη δύναμη που μπορεί και οφείλει να έχει ένας άνθρωπος που ζει και αναπνέει με τις λέξεις. Μπήκα στις σελίδες του βιβλίου. Χόρεψα στον τρελό ρυθμό του. Τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται στη Λίστα του Λεπορέλο άλλωστε, κι όσο κανείς διαβάζει αυτό το μυθιστόρημα τόσο περισσότερα ανακαλύπτει. Πολλά τα επίπεδα. Πολλά τα στοιχεία. Πολλές ίσως και οι ερμηνείες, και υποκειμενικές. Γιατί, όπως γράφει η Φανή Κεχαγιά στην κριτική της στο Fractal, «εντέλει, αυτό που έχει σημασία να έχει κατά νου ο αναγνώστης είναι πως, όπως κι αν διαβαστεί Η λίστα του Λεπορέλο –είτε ως ένα βιβλίο που μιλά για βιβλία είτε ως αμιγώς αστυνομικό–, δεν παύει να είναι ταυτόχρονα και τα δύο και πως, υπό αυτή την έννοια, προσφέρει διπλή απόλαυση». Κι εδώ θα προσθέσω, έχοντας μοιραστεί για λίγο, αφιλτράριστα σχεδόν, τη δική μου αναγνωστική εμπειρία, πως αυτό το βιβλίο, το απρόβλεπτο και ζωντανό, ολοζώντανο βιβλίο, προσφέρει και τριπλή απόλαυση και τετραπλή και πενταπλή, και ό,τι προκύψει.

⸙⸙⸙

[To κείμενο αυτό, σε λίγο διαφορετική μορφή, διαβάστηκε κατά τη διάρκεια παρουσίασης του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο ΕΡΜΑ στη Λευκωσία, τον Ιούνιο του 2022. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

284375828 416584903659993 8382728441304100744 n

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *