Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Γκίμπελ ο σαλός και άλλες ιστορίες, μετάφραση: Βάιος Λιαπής, Κίχλη, Αθήνα 2002.
Ζηλεύω τον Βάιο Λιαπή. Είχε ίσως το χρόνο που σαν «μεροκαματιάρης» μεταφραστής ποτέ δεν τον έχω, αλλά πάνω απ’ όλα είχε τη χρειαζούμενη γλωσσική οξύνοια και γνώση, το «ποιητικό αφτί», για να φέρει στη γλώσσα μας με τρόπο αψεγάδιαστο, στο Γκίμπελ ο σαλός και άλλες ιστορίες, τα φανταστικά («φανταστικά», και με τις δύο έννοιες) διηγήματα του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ.
Δαιμόνια, πράγματα και πλάσματα θαυμαστά και διαβολικά, φτωχοί και φτωχοδιάβολοι, γεμίζουν τούτες τις σελίδες· ένας παλαιός, χαμένος κόσμος του ονείρου και της δεισιδαιμονίας, ζωντανεμένος από έναν νομπελίστα πεζογράφο που, καταμεσής στο βασίλειο του μοντέρνου, ηχεί σαν παραφωνία – η «παραφωνία» της ατόφιας αφήγησης, του παραμυθιού, που απαξιώθηκε και λοιδορήθηκε, ενίοτε κατέφυγε στις «παρυφές», στο «λογοτεχνικό μισόφωτο» της παραλογοτεχνίας, μα από τους αναγνώστες δεν έπαψε ποτέ να αγαπιέται.
Αντίθετα μ’ άλλους συγγραφείς που έγραψαν ιστορίες του φανταστικού, τεχνίτες ίσως στο λόγο, οπωσδήποτε ευφάνταστους αλλά σ’ ένα βαθμό «άρριζους», ο Σίνγκερ, γεννημένος στην Πολωνία και κάτοικος των Η.Π.Α. από τα τριάντα του ένα χρόνια κι έπειτα, είχε ρίζες γερές και βαθιές στην εβραϊκή ευρωπαϊκή παράδοση των θρύλων και των μύθων του λαού του, και οι ιστορίες του, κι ας ίπτανται στη σφαίρα των δαιμόνων, πατούν μολοντούτο γερά και με τα δυο τους πόδια στα χώματα που τις γέννησαν.
Σε μιαν εποχή κυριαρχίας του μοντέρνου και της ψυχολογίας, ο Μπάσεβις Σίνγκερ διάλεξε το παραμύθι, ίσως κρατώντας έτσι ζωντανό μέσα του ένα αλλοτινό παιδί, μα υιοθετώντας συνάμα αυτήν τη βαθιά αποδοχή ενός κόσμου συχνά σκληρού, που κατορθώνεται με την «αναλγητική» δράση του παραμυθιού. Σίγουρα, υπήρξε μεγάλος μάστορας χωρίς να το διατρανώνει, κιόλας, με γλωσσικά πυροτεχνήματα και στραμπουλήγματα. Και στον Σαλό Γκίμπελ ο μάστορας βρήκε τον μάστορά του.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Colin Middleton. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]