ceaccebbcebbceb5cf82 40 cebbceadcebeceb5ceb9cf82 ceb1cf80cf8c cf84ceb7 ceb3cebfcf81cf84cf85cebdceafceb1 cebcceb9ceb1 ceb1cebacf8ccebc

375px gortynia provinceΣτο ιστολόγιο αγαπάμε τις ντοπιολαλιές και τακτικά δημοσιεύουμε άρθρα με λέξεις από διάφορες περιοχές της χώρας (πλήρης κατάλογος στο τέλος). Δημοσιεύω σήμερα ένα άρθρο του φίλου μας του Λάμπα, με λέξεις από τη Γορτυνία. Πιο σωστά, ένα ακόμα άρθρο του φίλου μας του Λάμπα, μια και έχει προηγηθεί, περυσι  τον  Νοέμβριο, ένα  πρώτο δικό του άρθρο με 45 λέξεις.

Με την ευκαιρία ανανεώνω την προτροπή προς φίλους του ιστολογίου να  στείλουν άρθρα με το λεξιλόγιο της  ιδιαίτερης πατρίδας τους. Υπάρχει μια ακόμα συνεργασία στα σκαριά, για νησί αυτή τη φορά, που θα τη δούμε την  άλλη Παρασκευή.

Χωρίς περισσότερα,  δίνω τον  λόγο στον Λάμπα. Όπου έχω κάτι να σχολιάσω, το βάζω σε [αγκύλες]

Άλλες 40 λέξεις από τη Γορτυνία

Τις παρακάτω λέξεις τις έχω συναντήσει όλες στον καθημερινό λόγο. Κάποιες  επιλέχτηκαν, επειδή γι’ αυτές έγινε πρόσφατα λόγος στο ιστολόγιο (νόνα, θερίος, την πετσώνω). Δε συμπεριέλαβα λέξεις που, καθώς δεν υπάρχει πια το αντικείμενο στο οποίο αναφέρονται, είναι καταδικασμένες να χαθούν. Ποιον ενδιαφέρει σήμερα τι ήταν π.χ. η χανάκα ή η χαρδαβέλα, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν πια χανάκες και χαρδαβέλες;  [Α, νομίζω πως πολλούς θα ενδιέφερε τι  ήταν  η χαρδαβέλα!]

Στην προηγούμενη ανάρτησή μου, προβλήθηκε από κάποιους σχολιαστές η δικαιολογημένη ένσταση ότι κάποιες λέξεις του καταλόγου είναι ευρύτερα γνωστές και, συνεπώς, δεν πρέπει να θεωρούνται ιδιωματικές αλλά λέξεις της κοινής. Γενικά, είναι δύσκολο για το φυσικό ομιλητή ενός ιδιώματος να αντιληφθεί πόσο οικείος είναι στους άλλους ο τρόπος που εκφράζεται (στα πενήντα μου, ακόμη ξαφνιάζομαι με τα χαμόγελα των συναδέλφων, όταν με ακούν να λέω στάει και όχι στάζει). Για παράδειγμα, στον πρώτο κατάλογο δε συμπεριέλαβα το επίθετο λωβός, γιατί το θεώρησα, ως αντώνυμο του καλός, ευρύτατα γνωστό. Όταν, όμως, συμπεριλήφθηκε σε κάποιο μανιάτικο γλωσσάρι που δημοσιεύθηκε εδώ, με έκπληξη διαπίστωσα ότι ήταν παντελώς άγνωστο. Και το αντίθετο: για το ρήμα κουπώνω, που έβαλα στον κατάλογο, υποστηρίχθηκε ότι είναι λέξη της κοινής. Γιατί, όμως, δε λημματογραφείται σε κανένα από τα τρία μεγάλα λεξικά;  Άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις το ζητούμενο δεν είναι η ίδια η λέξη, αλλά η μορφολογική απόκλισή της από τον «κανονικό» τύπο ή η σημασιολογική διαφοροποίηση.

Θα ήθελα, τέλος, να παρακαλέσω όποιον έχει τη διάθεση, να συνεισφέρει στην ετυμολογία.

 

1. αγουριέμαι = ουρλιάζω, ωρύομαι, κλαίω σπαρακτικά

Άμα του πεις κάτι κακό για την ομάδα του, αρχινάει κι αγουριέται. Τον ακούει όλο το χωριό!

Αρρώστησα στην κηδεία. Πώς αγουριότανε έτσι η έρμη η μάνα του!

[Δεν υπάρχει στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας. Μου θυμίζει το «αρουλιέμαι», επίσης πελοποννησιακό, με αυτή τη σημασία]

2. άλυσος (ο) = η αλυσίδα· συχνά στην έκφραση έχει κόψει τον άλυσο = έχει τελείως τρελαθεί, αποχαλινωθεί, «ξεφύγει».

−Δεν έχει βγάλει ούτε το δημοτικό, και θέλει να γίνει δήμαρχος!

− Έχει κόψει τον άλυσο!

 

3. αποσπερού (επίρρημα) = απόψε

Θα πάω αποσπερού. Κάτσε να πέσει ο ήλιος πρώτα.

[αποσπερινού  στο ΙΛΝΕ]

4. αρούκατος = απρόσεκτος και βίαιος στις κινήσεις του, αδέξιος, παρορμητικός, επιπόλαιος, άξεστος, αγενής

Μην ξαναπαίξεις μπάλα μαζί του, είναι μπίτι αρούκατος. Θα σου σπάσει κάνα πόδι!

Έδωσε το χέρι του στη γυναίκα, χωρίς να πλυθεί από τις λάσπες! Αρούκατος άνθρωπος.

 

5. άταρος =  μαλθακός, αδύναμος

Μπίτι άταρο είναι. Ούτε ένα τσουβάλι τσιμέντο δεν μπορεί να σηκώσει. (Μέτρο της σωματικής δύναμης στα χωριά ήταν η δυνατότητα ανταπόκρισης σε συγκεκριμένες εργασίες, στην προκειμένη περίπτωση οικοδομικές, μιας και προέρχομαι από χωριό οικοδόμων.)

 

6. βελέγκο (επίρρημα) = πολύ γρήγορα, το γρηγορότερο δυνατό, «σφαίρα»

Η νόνα σου (βλ. παρακάτω) δεν είναι καλά. Τρέχα να φωνάξεις το γιατρό! Βελέγκο! 

[Πρόκειται για το δελέγκου, ντελέγκου, ντελόγκου, που υπάρχει σε πολλά ιδιώματα, πχ επτανησιακό, και είναι το βενετικό da luogo]

7. γαρς = μήπως; (εισάγει ρητορικές ερωτήσεις που ισοδυναμούν με έντονη άρνηση· υποθέτω το μήγαρις του Σολωμού)

Γαρς είχα λεφτά ο έρμος; (=δεν είχα φράγκο)

 

8. δυναμάρι  = το στήριγμα

Μετά το θάνατο του αδερφού του κατέρρευσε. Έχασε το δυναμάρι του.

[Σε πολλές περιοχές]

9. ζιόγκι  = το εξόγκωμα

– Πού το κονόμησες φτούνο το παράσημο στο κούτελο;

– Κοπάνησα στην ελιά, σ’ ένα ζιόγκι!

 

10. θαμπίζω =  μόλις που διακρίνω, βλέπω αμυδρά, πολύ θαμπά

Στραβώθηκε τελείως. Δε θαμπίζει ούτε άνθρωπο, α δε ζυγώσει στα δυο μέτρα! 

 

11. θερίος (επίθετο) = πανύψηλος, θηριώδης

Τέτοιο θερίο κλαρί (βλ. παρακάτω) μες στην αυλή σου, και δεν το κόβεις! Θα βγάλεις ξύλα για ένα μήνα.

 

12. κάθικα (τα) = τα μαγειρικά σκεύη

 Μέχρι πότε θα πλένεις κάθικα; Πάρε ένα πλυντήριο πιάτων! 

13. καταλιακού (επίρρημα) = κάτω απ’ τον ήλιο, εκεί που χτυπά ο ήλιος, ανοιχτά, ολοφάνερα

Μη στέκεις καταλιακού! Τράβα στον ίσκιο!

Τις κομπίνες του τις κάνει καταλιακού. Έχει πλάτες και δε φοβάται κανένανε.

 

14. κλαρί = 1) το δέντρο (όχι το κλαδί). Το κλαδί είναι η κλάρα και το κλαδάκι η κλαρίτσα· 2) κομμένα κλαδιά που το φύλλωμά τους χρησιμεύει ως τροφή για οικόσιτα ζώα·  κλαρίζω = κόβω κλαρί (σημ.2) για τα ζώα. Αξιοσημείωτες εκφράσεις:  πάει κλαρί του = χάθηκε, καταστράφηκε, πέθανε (πβ. πάει καλιά του)·  τρία η κλάρα: εκφράζει χλευασμό για κάτι εντελώς ανόητο, εξωφρενικό ή παράλογο που είπε ή έκανε κάποιος.

−Καιρό έχω να δω το Μήτσιο.

− Πάει κλαρί του. Τον κηδέψαμε πριν από έξι μήνες.

 

−Έριξε το γράμμα στο κουτί, χωρίς να βάλει γραμματόσημο!

− Τρία η κλάρα!

 

15. κοτσιαφτίζω =  εστιάζω τις υποψίες μου για κάτι σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο βάσει κάποιων ενδείξεων, το «στοχοποιώ» θα λέγαμε σήμερα (αρχική σημασία: μαρκάρω το ζώο κάνοντάς του μια τομή με αιχμηρό εργαλείο στο αυτί.)

Με είδε ο διευθυντής με το μαρκαδόρο στο χέρι και με κοτσιάφτισε. Από τότε, όποτε δει τίποτα γραμμένο στους τοίχους του σχολείου, εμένα φωνάζει στο γραφείο.    

 

16. κουντίνα   = η βαριά αρρώστια

−Δε λέει να συνέλθει από την κουντίνα που πέρασε. Ένα μήνα έχει βγει απ’ το νοσοκομείο και ακόμα στο κρεβάτι κάθεται.

Long Covid το λένε.

 

17. κουτραμπάνης = απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος, κουτουρατζής (κουτραμπανιά = κουτουράδα)  

Μια ζωή  κουτραμπάνης ήτανε. Κάποτε πήγε και έπαιξε όλες τις οικονομίες της γυναίκας του στο χρηματιστήριο.

 

 18. λάμπαδος (ο) =  η μεγάλη φλόγα, οι φλόγες της πυρκαγιάς

−Ποιος πήρε την πυροσβεστική;

−Εγώ. Στο μπαλκόνι καθόμουνα και είδα το λάμπαδο να πετάγεται στο βουνό.

 

19. λαπατσιάφτης = άνθρωπος με χαρακτηριστικά μεγάλα αυτιά.

Θα τον γνωρίσεις πολύ εύκολα. Λαπατσιάφτης!

Η φράση προέρχεται από τη σπουδαία ταινία του Σκορτσέζε «ο Ιρλανδός». Είναι τα λόγια του μεγαλομαφιόζου Ρας Μπαφαλίνο (Τζο Πέσι) προς το πρωτοπαλίκαρο της μαφίας Φρανκ Σίραν (Ρόμπερτ Ντε Νίρο), που έπρεπε να παραδώσει σε κάποιον πράκτορα της CIA το φορτίο με τα όπλα που θα χρησιμοποιούνταν στην εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων. Ο υποτιτλισμός έγινε στο γορτυνιακό ιδίωμα.   

20. λωβός = ελαττωματικός, σκάρτος. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται ως αντώνυμο του καλός, όπως στην έκφραση καλός λωβός, με την οποία δηλώνεται η αξία ενός αποκτήματος ή μιας προσπάθειας, έστω και αν δε μας ικανοποιεί απόλυτα.

Εμείς ένα σπίτι, καλό λωβό, το φτιάξαμε. Αυτός τι έφτιαξε;

21. μισοκούντελος = αδιάθετος, κακόκεφος, ζαλισμένος, αυτός που αρχίζει να εκδηλώνει τα συμπτώματα μιας αρρώστιας ή δεν έχει αναρρώσει πλήρως απ’ αυτήν.

− Συνήλθε από τη νάρκωση;

Ακόμα μισοκούντελος είναι.

 

22. μεινεμένος ( μετοχή του μένω) = αυτός που έχει απομείνει.

Το βράδυ δε θα μαγειρέψω. Θα φάμε απ’ τα μεινεμένα.

23. μερμελάει (εύχρηστο μόνο στο γ΄ πρόσωπο): το ρήμα αναφέρεται στο πολύ δυσάρεστο αίσθημα που προκαλεί η κίνηση μετά το μούδιασμα. Λένε ότι ανυπόφορο είναι το μερμελητό που προκαλεί το τσίμπημα του σκορπιού.

Πώς με μερμελάει το πόδι μου!

24. μολογάω = μιλάω, αφηγούμαι. Η προτροπή μολόγα (π.χ. σε κάποιον που μπαίνει στο καφενείο) αποτελεί πολύ συνηθισμένο τρόπο για να ξεκινήσει μια συζήτηση.

25. μουστρίζομαι = πασαλείβομαι στο πρόσωπο

Πάλι μουστρίστηκες! Δε σου ξαναπαίρνω σοκολάτα!

 26. μπουμπουλώνομαι = σκεπάζομαι ολόκληρος

Βλες τις γυναίκες στο Αφγανιστάν μπουμπουλωμένες και πονάει η καρδιά σου!

[Το ξέρω «μπαμπουλωνομαι»]

27. μπούχλα = το θόλωμα της ατμόσφαιρας από καπνό και, γενικότερα, η θολούρα στον ουρανό. μπουχλώνω = γεμίζω με καπνό, πνίγω στον καπνό· συνηθέστερα απρόσωπο (κατά τα ρήματα που δηλώνουν φυσικά φαινόμενα): μπουχλώνει.

Μπούχλωσε εδώ μέσα απ’ τα τσιγάρα. Ανοίχτε κάνα παράθυρο!

28. νόνα = η γιαγιά

29. ντιλάρι  = πανύψηλος, ντερέκι

Πώς να βολευτεί τέτοιο ντιλάρι σ’ αυτό το ντιβάνι που του ’στρωσες;

30. ντουφεκαλεύρης = φυγόπονος και ανεύθυνος, και γι’ αυτό εντελώς αποτυχημένος σε ό,τι καταπιαστεί.

Αυτόν τον ντουφεκαλεύρη βρήκες να κάνεις συνεταίρο; Κλάφτα τα λεφτά σου!

31. περικοπό = συχνά δύσβατο αλλά οπωσδήποτε συντομότερο από τον κανονικό δρόμο μονοπάτι  − περικοπά (επίρρημα) =από το μονοπάτι.

Απ’ τη δημοσιά είναι δυο ώρες δρόμος, αλλά άμα πας περικοπά θα κάνεις λιγότερο.

 32. την πετσώνω =  χορταίνω καλά, την ταρατσώνω

Ήρθε, έφαγε τον περίδρομο και, αφού την πέτσωσε καλά καλά, μας είπε ότι δεν του άρεσε το φαΐ!   

 33. σκιαζάρι (το) = το σκιάχτρο

Άμα έχεις τίποτα παλιά σιντί για πέταμα, φέρ’ τα μου στο χωριό να τα κάνω σκιαζάρι για τα πουλιά.

 [και: σκιάζουρο]

 34.  στάλακας  =  το νερό της βροχής που τρέχει από τη στέγη.

Έβρεξε πολύ τη νύχτα;

− Δεν ακούς το στάλακα στο τσιμέντο;

 35. συνοριάτης =  ο γείτονας στην ακίνητη, κτηματική περιουσία

Όλο στα δικαστήρια τρέχει. Αυτά παθαίνεις άμα έχεις κακούς συνοριάτες.

36. τσιλαγράω/τσιλαγρίζω = πιτσιλίζω (τσιλάγρα = η πιτσιλιά, ο λεκές)

Δεν είχαν στεγνώσει καλά οι πατάτες. Τις έριξα στο τηγάνι και τσιλάγρισα όλον τον τόπο.

Πάτησα μια σπασμένη πλάκα στο πεζοδρόμιο και τσιλαγρίστηκα. Πρέπει να αλλάξω παντελόνι.

37. τσούγδω = γυναίκα που σχολιάζει τα πάντα με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο. Έτσι είχε αποκαλέσει κάποτε την Έλλη Στάη ο αείμνηστος συντοπίτης μου Βαγγέλης Γιαννόπουλος.  Δανείζομαι το παράδειγμα του slang.gr, γιατί μου αρέσει.

Η Σίσσυ μου ’πε πως τα ’χει με τον Άρη.

− Όλη την ομάδα ή μόνο τα τσικό;

− Είσαι μια τσούγδω εσύ!

38. υποκόντριος =  δύστροπος, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, «αγύριστο κεφάλι» (υποθέτω το λόγιο επίθετο υποχόνδριος, που συσχετίστηκε παρετυμολογικά με την κόντρα)· Παράγωγα:  υποκοντρίλα  και υποκοντριάζω

Πέθανε απ’ την υποκοντρίλα του. Τον παρακαλάγανε τα παιδιά του να εμβολιαστεί και αυτός εκεί (=αμετακίνητος)!

Για να κόψεις το τσιγάρο, πρέπει να υποκοντριάσεις. (πραγματική συμβουλή φίλου που τα είχε καταφέρει).

39. χ(α)ραμπουλιάζω = πιάνω κάτι σφιχτά κλείνοντας τα δάχτυλα, το χουφτιάζω.

Σου ’χω πει να μην αφήνεις το παιδί να παίζει χάμου στο τζάκι. Παρολίγο να χαραμπουλιάσει ένα αναμμένο κάρβουνο! 

 

40. χλοΐζω = πρασινίζω από βλάστηση

Μια βροχούλα έριξε και χλόισε όλος ο τόπος!

 

Ευχαριστώ πολύ τον Λάμπα για την πολύ καλή συνεργασία.

Κλείνω το άρθρο με μιαν αναφορά όλων των προηγούμενων άρθρων του ιστολογίου με ανάλογο περιεχόμενο, δηλ. με λέξεις από έναν τόπο -λεξιλογικές περιηγήσεις που είπα στην αρχή. Σε χρονολογική σειρά, λοιπόν:

Παλιές λιμνιώτικες λέξεις και φράσεις, 3/2012

Λέξεις που (δεν) χάνονται από την Αμοργό (συνεργασία του Αρκεσινέα), 4/2012

Λέξεις από το Ρουμλούκι, 5/2012

Από τον αγκίνιο στο κούσουλο, και άλλες αμοργιανές λέξεις (συνεργασία του Αρκεσινέα), 5/2012

Αμοργιανές λέξεις, μέρος δεύτερο (συνεργασία του Αρκεσινέα), 3/2013

Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα (το βιβλίο του Βασίλη Ορφανού), 11/2014

Είκοσι λεσβιακές λέξεις -που όμως ακούγονται κι αλλού, 1/2015

Τα παράξενα κρητικά επιρρήματα, 2/2015

Η θερμιώτικη ντοπιολαλιά (μια συνεργασία του Δημήτρη Μαρτίνου), 7/2017

Η σιφνέικη ντοπιολαλιά (συνεργασία από το Κουτρούφι), 8/2017

30 λέξεις που τις λένε στο Ξηρόμερο (μια συνεργασία του Αλέξη), 10/2017

Πλωμαρίτικα (μια συνεργασία του Γιάννη Μαλλιαρού), 10/2017

Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβιθέ), 10/2017

40 λέξεις από τη Ρόδο (συνεργασία του Αλέξανδρου Κατσαρά), 10/2017

Λέξεις από το ιδίωμα των Κυθήρων (και το βιβλίο της Γεωργίας Κατσούδα), 11/2017

21 πατινιώτικες λέξεις (μια συνεργασία του Raf), 5/2018

Λέξεις του Τυρνάβου από το Μαράν Αθά του Θωμά Ψύρρα, 9/2018

Το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα (μια συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 2/2019

20 λέξεις της Κυπριακής, 07/2019

Το γλωσσικό ιδίωμα της Αίγινας (συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 12/2019

Δυο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν… (συνεργασία του Γιάννη Ρέντζου για τα βόρεια ιδιώματα), 10/2020

Γαλαξιδιώτικες λέξεις και μια ιστορία (μια συνεργασία του gpointofview), 1/2021

Η Λευκάδα και το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις (μια συνεργασία του Βασίλη Φίλιππα), 4/2021

Λοζετσινές λέξεις (μια συνεργασία του Λοζετσινού), 10/2021

Λέξεις από τον Κάλαμο, 11/2022

Λέξεις του κερκυραϊκού ιδιώματος από τον Ιω. Καρτάνο (Μια συνεργασία του Spiridione), 11/2022

45 λέξεις από τη Γορτυνία (μια συνεργασία του Λάμπα), 11/2022

Μανιάτικες λέξεις (μια συνεργασία του Δημήτρη Ραπτάκη), 12/2022

Ο καταλογος περιλαμβάνει αφενός άρθρα που έχω γράψει εγώ, συνήθως αντλώντας υλικό από κάποιο βιβλίο, και αφετέρου δικές σας συνεργασίες, που οι περισσότερες ήταν δική σας πρωτοβουλία, αν και κάποιες αποτέλεσαν απάντηση σε κάποιο άρθρο του ιστολογίου ή βιβλίο δικό μου.

Βλέπουμε ότι τα νησιά υπεραντιπροσωπεύονται στον κατάλογο, αν και κάθε άλλο παρά τα έχουμε εξαντλήσει -δεν έχουμε τίποτε από Κεφαλονιά, ας πούμε, ούτε από Χίο (ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα) ενώ βέβαια απουσιάζουν και πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι Σέρρες ας πούμε ή η Θράκη. Η Κρήτη και η Κύπρος, επίσης, δεν εξαντλούνται με τα άρθρα που έχουν ήδη δημοσιευτεί.

Πολύ θα χαρώ, αν ο κατάλογος σάς παρακινήσει να γράψετε κι εσείς για τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας σας!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *