j cf84cebf ceb3cf81ceaccebccebcceb1 cf86ceaccebdcf84ceb1cf83cebcceb1 cf80ceb1cf81cf8ccebd cebaceb1ceb9 ceb1cf8ccf81ceb1cf84

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει συνεργασίες του φίλου μας του Λεώνικου Καλαχώρα, κυρίως διηγήματα, αν και πριν  από είκοσι μέρες είχαμε βάλει δείγμα από τη μετάφρασή του στα Μεθομηρικά του Κόιντου Σμυρναίου, μαζί με την εισαγωγή του και άλλα στοιχεία. Σήμερα έχουμε μια φιλολογική συνεργασία, για το ημίφωνο j στα αρχαία ελληνικά, που θεωρώ ότι έχει ενδιαφέρον παρόλο που το θέμα είναι μάλλον δυσπρόσιτο. Χωρίς άλλες δικές μου  εισαγωγές, παραθέτω τη συνεργασία του Λεώνικου:

j· το ‘γράμμα’ φάντασμα· παρόν και αόρατο.

Βέβαια δεν είναι ‘γράμμα’ αφού δεν γράφτηκε ποτέ· φθόγγος είναι που εξαφανίστηκε πριν την ανακάλυψη της γραφής, κι έτσι δεν βρίσκεται ούτε σε σπάνιες περιθωριακές επιγραφές όπως το δωρικό σαν ϻ, το δίγαμα ϝ, το κόππα ϙ, το παμφυλιακό δίγαμα и, και το Τ που ονομάστηκε αργότερα σαμπί. Αλλά, αντίθετα με τα πιο πάνω ‘μαρτυρούμενα’, που δεν παίζουν κανένα ρόλο στη σημερινή γλώσσα, το αμαρτύρητο j έπαιξε και συνεχίζει να παίζει ενεργό ρόλο.

Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, το δίγαμα ϝ, με τη μορφή ϛ (στίγμα, το τελευταίο σύμπλεγμα που επιβιώνει στα ελληνικά από την προ τυπογραφίας εποχή) και το σαμπί ͳ, με τη μορφή ϡ, και το κόππα ϙ, με τη μορφή ϟ επιβιώνουν (σχετικώς) ως αριθμητικά. Επίσης το δίγαμα ϝ κάνει τη διακριτική παρουσία του σε ρηματικούς τύπους που επιδέχονται αύξηση, π.χ. εἶδον (προστ. ἰδέ, θέμα ϝιδ, πρβλ vedere) εἰργαζόμην (< ἐϝεργαζόμην), εἰργασάμην, εἴργασμαι από το ‘ἔργον’ (θέμα ϝεργ- πρβλ Werk) και τα συναφή. Επίσης συμβάλλει, μαζί με το j, στο ‘κλαίω’ και ‘καίω’ βλ. πιο κάτω.

Αλλά… ως εδώ. Οι μετρικές ανωμαλίες του Ομήρου δεν εμπίπτουν στη σημερινή γλώσσα. ΝΒ Το ‘ἔχω – εἶχον’ δεν εμπίπτει στην κατηγορία αυτή. Το θέμα είναι ‘σεχ- / seǵʰ-’· το ‘σ’ αποπίπτει και εμφανίζεται ως δασεία μόνο στον μέλλοντα ‘ἕξω’ ενώ στους υπόλοιπου τύπους μετατρέπεται σε ψιλή (απουσία δασείας) λόγω της γειτνίασης του δασέος ‘χ’ (ανομοίωση): ἔχω, εἶχον, ἔσχον, ἔσχηκα. Πρβλ εὐωχία < εύωχ-jα < εὖ ἔχω (συνεκφορά).

Εξάλλου, το j δεν μας είναι παντελώς άγνωστο. Διδάσκεται στη Σχολική Γραμματική για να ερμηνεύσει το διπλό λλ του ενεστώτα ρημάτων όπως π.χ. βάλλω και άλλων:

βάλjω > βάλλω  (μέλλοντας βαλῶ, αόριστος ἔβαλον).

στέλjω > στέλλω κλπ.

και τον ενεστώτα ρημάτων όπως  π.χ. ‘ραίνω’ από θέμα ‘ραν-’ (πρβλ ρανίς) με αντιμετάθεση

ράνjω > ραίνω  (μέλλοντας ρανῶ, αόριστος ἔρανον).

Να προσθέσουμε αυτά που λήγουν σε -ττω / -σσω…

πράγ-jω / πράκ-jω > πράττω, τατ- jω > τάττω, πλάθ- jω > πλάθω /πλάσσω.

αυτά που λήγουν σε –ζω

σχίδ- jω > σχίζω, σφύγ- jω > σφύζω, ὄδ- jω > ὄζω

Τα ‘κάω / καίω’ και ‘κλάω /κλαίω’

καϝ- jω > κάω / καίω, κλαϝ- jω > κλάω / κλαίω

ΝΒ το ϝ αναφαίνεται ως ημίφωνο ‘υ’ στους τύπους όπως ‘καῦ-μα, κλαυ-θμός

Έχουμε την εντύπωση ότι θα μπορούσαμε να το αναγνωρίσουμε και στο ‘σείω’ (θέμα σε- φωτίζω, λάμπω, σε-jω > σείω. πρβλ σέλας, σελήνη και άλλα βλ. πιο κάτω) και στο τίω (θέμα τι- τιμώ, αποτιμώ, τι-jω > τίω) τουλάχιστον, με σοβαρή υποψηφιότητα και του στείβω (ποδοπατώ, πιέζω) < στεβjω, εφόσον το ισχυρό θέμα, εξ ου ο ‘στόβος’ υποδεικνύει το ασθενές με ‘ε’. ΝΒ Το ‘χρίω’ αποκλείεται διότι έχει θέμα ‘χρισ-’, το δε ψίω έχει το ‘ι’ βραχύ, οπότε πρέπει να περιληφθεί στο αρχικό θέμα, διότι δεν νοείται θέμα χωρίς φωνήεν.

Αλλά η δική μας ιστορία αρχίζει εδώ.

Βέβαια δεν θα εκπλαγεί η νικοσαραντάκειος ομήγυρις  όταν ακούσει ότι στον Όμηρο απαντούν γενικές αρσενικών σε -ος με τη μορφή ‘-οιο’ και ‘-οῖο’ αντί ‘-ου’ και ‘-οῦ’. Όλοι γνωρίζουν τους τύπους ‘ἠελίοιο’ και ‘θεοῖο’, οι οποίοι με αποβολή του ‘ι’ θα δώσουν το μεταγενέστερο και πιο οικείο  ο-ο > ου / οῦ.

Πιθανότατα δε, σας είναι επίσης γνωστό ότι στη σανσκριτική, μια μορφή της γενικής, της 6ης πτώσης του Panini σχηματίζεται με επανάληψη του τελικού φωνήεντος με παρεμβολή ενός j, εδώ με τη συμβατική μορφή ‘y’ που συνηθίζεται στη μεταγραφή της σανσκριτικής, πχ acarya > acaryayas, δάσκαλος –δασκάλου.

Δεδομένου ότι η ελληνική και η σανσκριτική έχουν απώτερο κοινό πρόγονο, είναι για μας προφανές ότι το ‘ημίφωνο ι / j’ του ομηρικού ‘ἠελίοιο’ και ‘θεοῖο’ ταυτίζεται με το ‘y’ του ‘acaryayas’, με το ‘s’ ν’ αντανακλά το τελικό ‘-ς’ της γενικής των θηλυκών, τα οποία πρωτογενώς θεωρούνται ως λήγοντα σε –α, το δε –η είναι επιγενές. Οι αλεξανδρινοί όμως, στους οποίους οφείλουμε την τελική μορφή των επών, δεν τα ήξεραν αυτά και, βλέποντας το αποκλειστικώς μεγαλογράμματο τότε ‘ΗΕΛΙΟΙΟ’ και ‘ΘΕΟΙΟ’, αντί να χωρίσουν τις λέξεις ‘ΗΕΛΙ-Ο-ΙΟ’ και ‘ΘΕ-Ο-ΙΟ’, τις χώρισαν όπως ήταν αναμενόμενο σύμφωνα με τις γνώσεις της εποχής τους ‘ΗΕΛΙ-ΟΙ-Ο’ και ‘ΘΕ-ΟΙ-Ο’ με αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα τις γραφές ‘ήελίοιο’ και ‘θεοῖο’ και να χαθεί ο ημίφωνος χαρακτήρας.

Βέβαια, δεν ισχυριζόμαστε ότι η μικρή αυτή λεπτομέρεια έβλαψε τον Όμηρο, και ασφαλώς αυτό δεν αρκεί αν κάποιος δεχτεί τη θέση μας και διαβάζει

/i-e-li-o-jo/ και /θe-o-jo/ αντί /i-e-li-i-o/ και /θe-i-o/

για να τον απολαύσει περισσότερο ή να τον κατανοήσει καλύτερα.

Πάντως το σανσκριτικό ‘acarya’ μάς θυμίζει τους άσιγμους ομηρικούς τύπους της ονομαστικής σε –α, όπως ὁ νεφεληγερέτα Ζεύς, ὁ ἱππηλάτα Νέστωρ, ὁ ἱππότα Τηδεύς. Το ενδιαφέρον στους τύπους αυτούς είναι ότι, στα ελληνικά, η γενική τους σχηματίζεται με το πρόσφυμα –ο (χωρίς j), νεφεληγερέταο, ἱππηλάταο, ἱππόταο, οι οποίοι, αν επεβίωναν σε μεταγενέστερες μορφές της γλώσσας, θα έδιναν το κοινό νεφεληγερέτου, ἱππηλάτου, ἱππότου. Προφανώς δε αυτή ήταν η διαδρομή, καταγραμμένη ή όχι, των αρσενικών σε –ας / ης.

Η παρατήρηση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα ‘j’ και ‘ο’ των ‘ήελίοϊο’ και ‘θεοΐο’ είναι ανεξάρτητα μορφήματα που απλώς συνέπεσε να γειτνιάσουν στις γενικές αυτές ή τους ρηματικούς τύπους που προαναφέραμε. Ομολογούμε ότι δεν είμαστε σε θέση ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα «για ποιον λόγο λείπει το ‘j’ από τους τύπους ‘νεφεληγερέταο’ κλπ.», αλλά μπορούμε να κάνουμε μια υπόθεση: εάν απαιτούνταν για το σχηματισμό της γενικής η επανάληψη του τελικού φωνήεντος με παρεμβολή του ‘j’, θα είχαμε ‘νεφεληγερέταjα > νεφεληγερέταα > νεφεληγερέτα, οπότε θα συνέπιπτε η ονομαστική με τη γενική, ορθή και πλάγια πτώση, όπερ άτοπο.

Εντούτοις, με δεδομένο ότι οι τύποι της λεγόμενης γενικής πτώσης συσχετίζουν ή αποδίδουν ιδιότητες, μπορούμε να διερευνήσουμε άλλες λειτουργίες του ημιφώνου ‘j’ οι οποίες, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν έχουν επισημανθεί επαρκώς.

Του λοιπού θα αναφερόμαστε στο ‘ι’ και εν ανάγκη στο ‘ϊ’· η έως τώρα εμμονή μας στη μορφή ‘j’ είχε στόχο να τονίσει ότι δεν πρόκειται για το φωνήεν ‘ι’ αλλά για το ημίφωνο όπως ακούγεται στις λέξεις ‘γιαγιά, μηλιά, απλωσιά, βρομιά, κούνια κοκ’. Εντούτοις, όπως θα δούμε, σε πολλές περιπτώσεις ενσωματώνεται με το προηγούμενο φωνήεν σε δίψηφο· π.χ. θέμα χρη- + ϊα > χρεία· επίσης θέμα μνη + ϊα > μνεία, λαβή+ ϊα> (εὐ)λάβεια ·  (βράχυνση του χαρακτήρα ‘η’ μπροστά από το ημίφωνο). Άλλοτε υπερτερεί άλλος κανόνας, της μήκυνσης σε σύνθεση κι έχουμε το στοά – στωικός· πιθανώς δε και το προ > πρω-ία (ηώς), θηλυκό του επιθέτου πρώιος.

Το ημίφωνο ι

α) παράγει ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα συσχετίζοντας μια έννοια προς κάποια σημασία. Πολλά από τα επίθετα καταγράφονται ως ουσιαστικά ενώ στην πραγματικότητα είναι ουσιαστικοποιημένα επίθετα, (εφεξής Ο.Ε.), όπως:

κύρος (θέμα κυρ-) > κύριος, αυτός που έχει κύρος. αἶσα > αἴσιος

ἅγος (θέμα ἁγ- πρβλ ἅζομαι < ἅγjομαι) > ἅγιος, αυτός που διακατέχεται από ἅγος.

οἶκος, (θ. οικ-) οἰκία (δομή;), Ο.Ε και περαιτέρω οἰκέω (θ. οικε-) οἰκεῖος / οικείος

αχρε- > αχρείος βλ πιο πάνω ‘χρεία’. Αλλά ἄθλος (-ου) > ἄθλιος

αἰθήρ, θ. αιθερ- > αἰθέριος πρβλ και  αἴθρα > αίθριος.

ανάγκη > αναγκαίος, που αποκαλύπτει την αρχαιότερη μορφή της λέξης, επίσης πηγή > πηγαῖος (βλ. παγά λαλέουσα).

ὥρα > ὡραίος, μοῖρα > μοιραῖος, ἀγέλη > ἀγελαῖος (με βράχυνση του τελικού φωνήεντος, βλ. ‘χρεία’ πιο πάνω)

σῆμα > σημαία, Ο.Ε · περαιτέρω επαυξημένο θέμα σήμᾱ- > σημεῖον, Ο.Ε (με βράχυνση του τελικού φωνήεντος)·

μνήμη > μνημεῖον επίσης Ο.Ε

ποίμνη > ποίμνιον Ο.Ε. ἱστός > ἱστίον Ο.Ε

δορά > υποδόριος, δόλος > δόλιος, ἑστία > ἐφέστιος, κοκ

ἄστυ, θέμα αστε- > αστεῖος· επίσης πλο- > πλοῖον

νοῦς θέμα νο- > ἔννοια ΝΒ Το ‘ἔννοια, πρόνοια’ είναι ουσιαστικά· εντούτοις σχηματίζονται με δεύτερο συνθετικό το Ο.Ε *νόϊα < θέμα νο-. Βλ. θέμα ‘ῥο-’ > ‘διάῤῥοια’ Ο.Ε.

εἶρος (μαλλί προβάτου) ἔριον Ο.Ε με πιθανότητα το αρχικό θέμα ‘ειρ-’ να προέρχεται επίσης από ‘ερ-j’ με αντιμετάθεση.

ἀρήν, ἀρνός > ἀρνίον Ο.Ε.

 

Τα ουδέτερα σε –ος βέλος (θ. βελε-) > ἐμβέλεια (ουσιαστικό μεν λόγω σύνθεσης με το ΟΕ *βέλειος), τέλος > τελεία Ο.Ε, πάθος, > εμπάθεια, ἄγγος > αγγεῖον Ο.Ε.

ὄρος (ὄρους) > ὄρειος, βλ. ὀρεία κρύσταλλος· αλλά ὅρος (ὅρου) > ὅριον Ο.Ε. πόρος (-ου) > απορία

Μερικές φορές είναι λίγο πιο περίπλοκο, όπως γεν- > γενετ- > γνήσιος.

β) Να σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις επιστρατεύεται το ισχυρό θέμα, π.χ.:

σπένδομαι > σπονδεῖος

σπεύδω > σπουδαῖος

εὐχή > εὐκταῖος (παρεμβολή ευφωνικού ‘τ’, κατ’ αντιδιαστολή προς τα ρηματικά επίθετα όπως ‘διδακτέος, πρακτέος’.)

κείρω > κουρά > κουρεῖον ο.ε. με πιθανότητα το ρήμα ‘κείρω’ να προέρχεται επίσης από ‘κερ-jω’ με αντιμετάθεση. ΝΒ Εδώ υπεισέρχονται ένα ασθενές θέμα ‘κερ’ (κέρας), και ένα δίμορφο ισχυρό ‘καρ / κορ’ (κάρα, κορ-υφή). Από το ισχυρό, με σίγαση του φωνήεντος κι επέκταση ‘-αν’ προκύπτει θέμα ‘κραν-’ από το οποίο κραν-ϊον > κρανίον, επίσης Ο.Ε. Κοντολογίς, ‘κρανίον’ είναι το κερασφόρο μέρος του σώματος.

(α)ληθε- > αλήθεια, (συν)ηθε- συνήθεια κοκ, (ευ)δ- > ευδία (οξύνεται ως δισύλλαβο, αλλά και το ϊ είναι ούτως ή αλλως βραχύ κοκ.

βάλ(λ)ω > βολή > εμβόλιο

 

ΝΒ 1 Χίος το νησί (το ι βαχύ)· χῖος, ο χιώτης < χιΐος > χῖος

ΝΒ 2 Δεν μπορέσαμε να συσχετίσουμε το ‘ἔλαιον’ και ‘ἐλαία’. Από τη μυκηναϊκή μορφή της λέξης φαίνεται πως υπήρχε δίγαμα στη θέση του ‘ι’. Πάντως δεν παράγεται με τους πιο πάνω τρόπους.

ΝΒ 3 Αν ο Αιγεύς, είναι ο ‘αρχιτσέλιγκας’ (πώς αλλιώς θα γινόταν βασιλιάς;), με θέμα ‘αιγ / αϊγ’ δεν μπορούμε να το συνδέσουμε με το αἰγαῖος / αἰγαῖον που προϋποθέτει θέμα ‘αϊγα’ και ας τα συσχετίζει ‘ηχητικά’ ο Ησύχιος. Θα το δεχόμαστε αν το πέλαγος ήταν Αἴγιον και όχι Αἰγαῖον.

Από ρήματα φέρ-ω > ευφορία, δοκῶ > εὐδοκία κοκ.

δ) Πιθανώς να είναι το ‘ι’ των παραγωγικών προσφυμάτων –ικος, -ινος, -ιλος, -ιώτης, -ιμος, -ισμός καθώς και τα –ιον και –ιδιον των υποριστικών. ΝΒ Πρέπει να γίνει διάκριση του ελληνικού –ισμός π.χ. λόγος > λογισμός από το λατινογενές που σημαίνει ‘σύστημα αξιών, μέθοδος’ του π.χ. σοσιαλισμός.

Μερικές φορές το j είναι κρυμμένο και το ανιχνεύουμε στη  μυκηναϊκή εκδοχή της λέξης όπως π.χ. me-wi-jo (διάβαζε me-ϝi-jo)/ me-u-jo μεῖον.

Λειτουργεί κατ’ αναλογία και στη σύγχρονη γλώσσα, όπως π.χ. στα ‘ματ-ιά, φωτ-ιά’ και το υποκοριστικό ‘φωτ-ίτσα’. Να σημειωθεί ότι τα πραγματικά ονόματα των δέντρων είναι π.χ. μηλιά, απιδιά, και οι τύποι ‘μηλέα’ κλπ είναι καθαρευουσιάνικοι ευπρεπισμοί και… χεῖρον ἔτι γλωσσαμυντωρισμοί χωρίς ετυμολογική βάση. Επί τη ευκαιρία, μείζων < μεγ –jων,

ε) Πιθανώς να είναι το ανετυμολόγητο ‘ι’ των θηλυκών καταλήξεων ‘ ις – ιδος’.

ς) Με σκανδαλίζει η λέξη ‘υἱός’ που σώζεται και στη Γραμμική Β ως υ-jo· αναρωτιέμαι τί, στην πραγματικότητα, σημαίνει η ρίζα ‘ὑ-’, ώστε να μην υπάρχει αντίστοιχο θηλυκό ‘υἱή’ κατά το ‘κοῦρος κούρη’. Εφόσον όμως ὕει σημαίνει βρέχει· το ‘υ-’ πρέπει να σημαίνει κάτι σχετικό με το ‘νερό, υγρό’· πρβλ και ‘ὕδωρ’ γλυκό νερό σε αντίθεση προς το ‘ἅλς’, αλμυρό νερό. Άλλωστε η προτεινόμενη ΙΕ ετυμολογία για με το ‘υ’ του ‘ὕει’ είναι su και για το ‘υἱός’ su-ju. Οπότε δικαιούμαι ν’ αποτολμήσω μια παράτολμη ίσως ερμηνεία ότι ‘υἱός’ είναι απλώς ‘αυτός που διαθέτει υγρό’, όπου εδώ εννοείται το σπέρμα.

Ένα άλλο πολύ χαριτωμένο παράδειγμα είναι το οἶος (με ψιλή) = όμοιος. Εδώ προφανώς είναι το δεικτικό ‘ο’ πριν γίνει άρθρο. Βέβαια, πού πήγε η δασεία του, ομολογώ δεν ξέρω. Να θυμηθούμε και το συνώνυμο ‘ὁμο-’ > ὁμοῖος.

ζ) Τέλος, τί γίνεται με το ‘ι-’ της πατρογονικής κατάληξης ‘-ίδης’, που θεωρούμε φανατικά ελληνική, παραβλέποντας τα σλάβικα ‘-ич’ και ‘-иде’ (προφορά idze). Το μόνο σχετικό που βρίσκω είναι το καρτλικό (διάβαζε Γεωργιανό)  ‘idze / adze’, γιος. Υποθέτουμε, με κάποια δόση αυθαιρεσίας, ότι  επρόκειτο για ένα πανάρχαιο passe-partout, το οποίο κατά κάποιο γλωσσολογικό καπρίτσιο διαιωνίστηκε στην καρτλική γλώσσα, ενώ η ελληνική προσέλαβε ως –ίδης. Και οι σλάβοι, πολύ αργότερα, από τους έλληνες. Κάτι ανάλογο συνέβη και με το ‘μέθυ’ κρασί, όπως και ο ‘οἶνος’ που το κατ’ ουσίαν άγνωστης προέλευσης πανάρχαιο passe-partout αποτυπώθηκε ως οἶνος, yayin στην εβραϊκή, vinus στη λατινική και gvin στην καρτλική.

Στόχος αυτού του σημειώματος, που δεν είναι εξαντλητικό,  δεν είναι ν’ αποδείξει ότι κατά σχηματισμό της γενικής των ονομάτων σε –ος, παρεμβάλλεται το ημίφωνο ‘ι’, αλλά να καταδείξει ότι ο σχηματισμός της γενικής των ονομάτων σε –ος είναι απλώς μια από της λειτουργίες ενός γλωσσικού πολυεργαλείου με τη μορφή του ημίφωνου ‘ι’.

Πιθανώς στις γενικεύσεις να βρεθούν κάποια λάθη. Το πιο εύκολο σε τέτοιου είδους σημειώματα, επειδή στην πραγματικότητα κάθε λέξη είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, και κάτι μπορεί να ξεφύγει. Για παράδειγμα το λεῖος έχει αρχικό θέμα IE lei-. Επίσης, η λέξη ‘επινίκιος’ γράφεται με ‘ι’, διότι το θέμα είναι νεικ- (νεῖκος) και όχι με ‘ει’ (από το νίκη > νικε-jo) όπως νόμιζα μέχρι προ ημερών, και με διόρθωσαν εδώ, όπως πολλοί θα θυμάστε ασφαλώς. Θα έπρεπε να το υποψιαστώ από τον Νικία, αλλά…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *