Στη συλλογή της Αλίκης Μπάρνστόουν, Εύα. Οι φωνές μιας ποιήτριας της φαντασίας (μτφρ. Λιάνα Σακελλίου, εκδ. Βακχικόν, 2023) κυριαρχεί ο μνησιπήμων πόνος[1]. Το επίθετο έρχεται από πολύ μακριά: από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, ενώ παίρνει νέα πνοή ενταγμένο στον «Τελευταίο σταθμό» του Γιώργου Σεφέρη, ποιητικό απολογισμό του απάνθρωπου Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο μνησιπήμων πόνος προκαλείται από τη μνημονική ανάκληση των μεγάλων δεινών. Και η συλλογή αυτή της Αλίκης Μπάρνστόουν ανήκει στο είδος εκείνο της ποίησης, που ψηλαφίζει τα χνάρια της Ιστορίας όπως αυτά δραματικά αποτυπώνονται στη ζωή των καθημερινών ανθρώπων, επιτελώντας έτσι το οφειλόμενο χρέος της μνήμης ενάντια στη λήθη· διαδικασία απαραίτητη για τη διαμόρφωση τόσο της συλλογικής όσο και της ατομικής συνείδησης, για την απόκτηση αυτού που σήμερα ορίζουμε ως ταυτότητα. Η ποιήτρια αποκαλύπτει το εγχείρημά της στην κατακλείδα του πλασματικού βιογραφικού σημειώματος της ηρωίδας της, Εύας Βιλτόρια Περέρα:
Η Εύα Βικτόρια Περέρα µου έδωσε ένα όχημα για να αντιμετωπίσω το ότι είμαι διαπολιτισµική: η μητέρα µου είναι Ελληνορθόδοξη Χριστιανή, ο πατέρας µου Αμερικανοεβραίος. Στο τέλος, όμως, η Εύα έγραφε µέσα από μένα, η φωνή της ήταν διαφορετική από τη δική µου και το οικογενειακό της ιστορικό ήταν δικό της, αν και διασταυρώθηκε µε το δικό µου. Την επινόησα, της έδωσα πόλη και ημερομηνίες γέννησης και θανάτου.
Η ηρωίδα της μετεωρίζεται ανάμεσα στις δύο ταυτότητές της και τελικά ανακαλύπτει πως μπορεί, μέσα από τη συνύπαρξή τους, η μία –η ελληνική– να λειτουργήσει ως υπεράσπιση της άλλης με τη συνειδητοποίηση της ενοχής που απαιτεί δικαίωση των αδικοσκοτωμένων.
Η αυτονόμηση της Εύας από τη δημιουργό της, Αλίκη, πέρα από το θεωρητικό λογοτεχνικό ενδιαφέρον συνιστά άλλη μία συνάντηση της Μπάρνστόουν με την καβαφική ποιητική. Πράγματι, η Μπάρνστόουν μαθητεύει στο εργαστήρι του Καβάφη, ποιητή που ιδιαιτέρως αγαπά και του οποίου έχει ήδη μεταφράσει επιλεγμένα ποιήματα. Από τον Καβάφη έχει διδαχθεί τη σχέση Ποίησης και Ιστορίας και αυτήν αναδεικνύει δίνοντας υπόσταση μαρτυρίας ιστορικής στις μνημονικές ψηφίδες που συγκροτούν την ποιητική σύνθεση. Την καβαφική ποιητική ανακαλεί επίσης και η αναφορά στον πραγματικό ιστορικό χρόνο που συνοδεύει τους τίτλους των ποιημάτων:
– Η καταστροφή του Εβραϊκού Κοιμητηρίου, Θεσσαλονίκη 1942.
– Ένα κίτρινο σπίτι στη Θεσσαλονίκη, 1943.
– Ημέρα χαράζει στην Άνδρο, 1944.
– Κόκκινο πικνίκ, 1946.
– Ελληνικός εμφύλιος, 1949.
Ο ιστορικός Μαζάουερ στο έργο του Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2006) αναφέρει: «Στο φονικό της απόγειο, η δεκαετία του 1940 έφερε όχι µόνο τη γενοκτονία των Εβραίων και την καταστροφή των τάφων τους, αλλά και την απώλεια εκατοντάδων αμάχων από τις μαζικές εκτελέσεις των Γερμανών, και εκατοντάδων ακόμα στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε» (σ. 546).
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής («Άσμα μιας λαϊκής») σκόπιμα κυριαρχεί μια πανδαισία χρωμάτων, αρωμάτων και γεύσεων, μια ατμόσφαιρα εδεμική, όπως σοφά τη χαρακτηρίζει στην εξαίρετη εισαγωγή του ο Σταύρος Δεληγιώργης, ώστε να λειτουργήσει αντιθετικά με το επόμενο ποίημα, «Η καταστροφή του Εβραϊκού Κοιμητηρίου, Θεσσαλονίκη 1942», που ανακόπτει τον ευδαιμονικό χείμαρρο του πρώτου.
Το κατεστραμμένο από τους Ναζί εβραϊκό νεκροταφείο αναστηλώνεται στον χώρο της ποίησης με τη δημιουργία στίχων που υψώνουν νοητά επιτύμβια μνημεία με τα ονόματα των κεκοιμημένων, που οι τάφοι τους συντρίφτηκαν από τις μπουλντόζες της ναζιστικής βαρβαρότητας. Δημιουργείται έτσι μια φανταστική νέκυια. Διαβάζω ένα απόσπασμα στην μετάφραση που με υποδειγματική στοργή επιμελήθηκε η Λιάνα Σακελλίου:
Κι ας ακούσουν τα ονόματά µας, Ζάχος, Μπένι, Τζάννα,να κουδουνίζουν κάτω απ’ τα τακούνια τους, Ρεβέκκα, Αλέγρα, Βιτάλ.
Ας ακούσουν τις οικογένειες, Κοέν, Περέρα, Μόλχο, που κάποτε λαξεύτηκαν σε πἐτρα, Ροὐσσο, Tόρες, Μπεν-Ρούμπι.
Ας διαβάσουν τα ονόματά µας, Αβραάμ, Μπέλλα, Μπιενβενίδα, ανάμεσα στις λέξεις της μαθητείας τους για τα επαγγέλματα των νεκρών κάτω απ’ τα θρανία τους,
οι Μοντιάνο, οι Σαλτιέλ, οι Ανχἑλ, κάποτε επαγγέλλονταν εδώ στη Θεσσαλονίκη, όμως τα κόκαλά τους τ’ ανάμειξαν μπουλντόζες ξανά, και ξανά εδώ στη Θεσσαλονίκη, τη «Μητέρα του Ισραήλ».
{jb_quote}Ανήκει στο είδος εκείνο της ποίησης, που ψηλαφίζει τα χνάρια της Ιστορίας όπως αυτά δραματικά αποτυπώνονται στη ζωή των καθημερινών ανθρώπων, επιτελώντας έτσι το οφειλόμενο χρέος της μνήμης ενάντια στη λήθη. {/jb_quote}
Τον αφανισμό των νεκρών ακολουθεί η εξόντωση των ανθρώπων. Την αγριότητα του διωγμού αναδεικνύει το ποίημα «Ένα κίτρινο σπίτι στη Θεσσαλονίκη, 1943». Σε όλες τις στροφές του ποιήματος ο καταληκτικός τέταρτος στίχος επαναλαμβάνεται ως θρηνητική επωδός. Παραθέτω τα δύο τελευταία τετράστιχα:
τους φόρτωσαν σε βαγόνια κτηνομεταφορικά
με μαρκαρισμένο τον ανθρώπινο αριθμό. Οι πλάτες τους
πονούσαν, όρθιοι προς τα στρατόπεδα οδεύοντας
από το κίτρινο σπίτι που ήταν στις ράγες κοντά.
Οι απριλιάτικες κίτρινες μαργαρίτες δεν κοπιούν ουδέ νήθουν.
Σε χωράφια ψηλώνουν και στρίβουν τα κεφάλια, όταν κίτρινος ήλιος
τις χτυπά. Εκείνη την άνοιξη κίτρινα αστέρια σαρώθηκαν
κάτω από το κίτρινο σπίτι που ήταν στις ράγες κοντά.
Καθώς ήδη ηχεί η παρήχηση του επιθέτου κίτρινο, που αποδόθηκε ωραία στη μετάφραση από τη Λιάνα Σακελλίου, θα είχε ενδιαφέρον να παραθέσουμε αντιστικτικά την αφήγηση του Γιώργου Ιωάννου, επιφανούς πεζογράφου, που με εξαιρετική ευαισθησία αποτύπωσε στο έργο του το δράμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, όπως το έζησε, ένοικος σε τρυφερή ηλικία στην εβραϊκή συνοικία της πόλης. Και εδώ κυριαρχεί το αποκρουστικό κίτρινο χρώμα των εβραϊκών αστεριών:
Κάποιο χειμωνιάτικο πρωί αντικρίσαμε ξαφνικά ορισμένους να κυκλοφορούν στους δρόμους μ’ ένα μεγάλο πάνινο κίτρινο άστρο στο μέρος της καρδιάς. Ήτανε οι Εβραίοι που είχαν πάρει διαταγή να το φορούν και στην παραμικρή τους μετακίνηση, αλλιώς κινδυνεύαν. Και αυτό δε σήμαινε τίποτε άλλο από θάνατο. […] Η Θεσσαλονίκη για αρκετές ημέρες, όχι περισσότερες από μήνα, είχε πλημμυρίσει από κίτρινα κινούμενα άστρα.[2]
Είναι φανερό ότι στη συλλογή υπάρχει εικαστική αποτύπωση της μνήμης με την εναλλαγή του γαλάζιου και του κίτρινου χρώματος, των οποίων η εκάστοτε επιλογή αποκτά συμβολική σημασία: Η ηρωίδα εξάλλου ζωγραφίζει τις λέξεις της και γι’ αυτό δεν είναι τυχαία η αναφορά στην υποθετική σχέση της με τον Μαρκ Σαγκάλ [1887-1985], τον διάσημο ρωσοεβραϊκής καταγωγής ζωγράφο που επισκέφτηκε την Ελλάδα το 1952. Τον ζωγράφο ανακαλεί, όταν μακριά πλέον από τη ναζιστική θηριωδία απολαμβάνει το ελληνικό τοπίο στην Άνδρο. Εκεί μετά τον ζόφο του θανάτου θα έρθει ως ζωή και ανάσταση η κόρη της Εύας, που φέρει το εμβληματικό όνομα Ελευθερία. Στα ποιήματα της Άνδρου επανέρχεται ο θρίαμβος του ελληνικού τοπίου με τα τιτιβίσματα των πτηνών και τη λυτρωτική αγκαλιά της θάλασσας. Η Μπάρνστόουν διαθέτει τα εκφραστικά εφόδια που της επιτρέπουν με αμεσότητα να συνομιλεί με τη φύση, να δίνει αξία ποιητική σε μια κόρα ψωμιού ή σε ένα βιολετί φόρεμα και να μετατρέπει την ποίηση σε φθεγγομένη ζωγραφική.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με βαθμιαία μετάβαση στο νεοελληνικό παρόν. Η ευδαιμονία που αυτό προσφέρει συνοδεύεται από την υπόγεια έκφραση μιας ενοχής. Η ηρωίδα φαίνεται ότι συνεχίζει να ακούει το βιβλικό εκείνο, ως θρηνητική διαμαρτυρία κατά των γενοκτονιών και των ολοκαυτωμάτων: φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν.
Στο τελευταίο ποίημα γίνεται μια ανατροπή, μια έκφραση άφεσης όχι του Θεού προς τους Ανθρώπους αλλά του Ανθρώπου προς τον Θεό. Αντιγράφω τις εμβληματικές λέξεις του τελευταίου στίχου: «Σε συγχωρώ».
Θα ήθελα, κλείνοντας, να επαινέσω την Αλίκη Μπάρνστόουν, που έβγαλε την ποίηση από τον περίκλειστο κόσμο της υπαρξιακής εσωστρέφειας και την οδήγησε διασχίζοντας τις απότομες και άγριες ατραπούς της Ιστορίας στην κορυφή που ευδοκιμεί το πολύτιμο άνθος της μνήμης.
Εξαιρετική στο ταξίδι αυτό υπήρξε η συμβολή της Λιάνας Σακελλίου, που μετέφερε σε γλώσσα νεοελληνική, μαζί με τις εύοσμες και χυμώδεις λέξεις του πρωτοτύπου, τις ζωντανές εικόνες, τα χρώματα, τα αρώματα και τους εύηχους κελαηδισμούς των πουλιών, αλλά και τη μελαγχολική υπόκρουση του θρήνου για τα βάσανα του κόσμου που δεν έχουν τελειωμό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αισχύλου Αγαμέμνων, στ. 180 στάζει δ᾽ ἀνθ᾽ ὕπνου πρὸ καρδίας | μνησιπήμων πόνος·
[2] Γιώργος Ιωάννου, «Εν ταις ημέραις εκείναις…», από το βιβλίο Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Κέδρος, Αθήνα 1984
Εύα. Οι φωνές μιας ποιήτριας της φαντασίας / Eva. The voices of an imaginary poet
Αλίκη Μπάρνστόουν / Aliki Barnstone
Μετάφραση: Λιάνα Σακελλίου
Εισαγωγή: Σταύρος Δεληγιώργης
Εκδόσεις Βακχικόν
σ. 76
ISBN: 978-618-5733-43-8
Τιμή: 10,60€